Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Υποτιμητικός όρος για τους παροικούντες τη χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας, που εστιάζει στις μοντέρνες συνήθειες τους και τον τρόπο ζωής τους.

-Κοίτα τους νεοελληνέζους ρε. Όλο κλαίγονται πως δεν έχουν γκαφρά και δανείζονται για να πάνε διακοπές στο Παρίσι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο χαρακτηριστικός τύπος που μιλάει για σκηνικά ενώ δεν ήταν ποτέ μπροστά, απλά τα έχει ακούσει. Συνήθως υπερηφανεύεται για τις κατακτήσεις του, για τις αντοχές του στο ποτό και για τους σαματάδες σε γήπεδα, τις πορείες που είδε αλλά δεν πήρε μέρος.

Μπορεί να συμμετέχει σε καταστάσεις που δεν υπάρχει περίπτωση να του βγουν σε κακό, π.χ. πεσίματα 10 σε 1.

Ακούει λαϊκή μουσική και βγαίνει κυρίως σε μπουζούκια, αλλά δεν έχει πρόβλημα να βρεθεί σε τρεντομάγαζα όπου συνήθως το παίζει ζάντα ακόμα κι αν έχει πιει μια μπύρα φωνάζοντας «Πω πάλι κομμάτια έγινα».

Συνώνυμο του στραβοστόμης.

- Τι σου έλεγε ο Γιώργος;
- Έλα μωρέ... Ότι έδειρε 10 άτομα μόνος του, ότι πήδηξε τρεις γκόμενες σε παρτούζα και τέτοιες παπαριές. Δεν τον ξέρεις τον βλαχόμαγκα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ολόκληρο: Ομάρ Ταρίφ. Ο ταρίφας, ο ταξιτζής. Εκ του Ομάρ Σαρίφ, αλλά για την κίτρινη φυλή.

- Πάτα κόρνα! Θα σου χωθεί ο Ομάρ, δεν βλέπεις;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Όταν κάποιος έχει ξεφύγει από τα όρια της επιτρεπόμενης μαλακίας.

Σε αγώνα πινγκ-πονγκ, πάνω στο ματς πόιντ, ένας τύπος πρώτη σειρά σηκώνεται όρθιος γιατί του έπεσε η πορτοκαλάδα πάνω του. Τότε πρέπει να φωνάξεις «ΚΑΤΣΕ ΚΑΤΩ ΡΕ ΑΡΧΙΔΟΠΟΥΣΤΑ!».

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

  1. Με την στενότερη ερμηνεία του όρου, δημοσιοκάφρος είναι ο άπληστος συντάκτης, κίτρινος εκδότης, ή τηλεδολοφόνος εισαγγελάτος ο οποίος πουλάει φτηνό εντυπωσιασμό στο βωμό του κέρδους, αψηφώντας τις παράπλευρες συνέπειες και τον ανθρώπινο πόνο που τα ρεπορτάζ του προκαλούν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η σχολή Μ. Τριανταφυλλόπουλου.

  2. Με την ευρύτερη έννοια, ο όρος περιλαμβάνει σύσσωμο το δημοσιογραφικό «λειτούργημα» στην Ελλάδα, μηδέ των σοβαροφανών δημοσιογράφων τύπου Παπαχελά και Τέλλογλου εξαιρουμένων

Η πατρότητα ανήκει στον Τζιμάκο Πανούση ο οποίος προ δεκαετίας και βάλε έδωσε την ιστορική παράσταση με τίτλο Αλήτες, Ρουφιάνοι, Δημοσιοκάφροι.

Φουκαράδες δημοσιοκάφροι. Πριν καιρό ο Μάκης Τριανταφυλλόπουλος μας έλεγε ότι «αναγκάστηκε» να αγοράσει βίλα στην Εκάλη (μια περιοχή «με φτωχούς κατοίκους και πλούσιους κερατάδες» όπως την χαρακτήρισε) για να είναι κοντά στα «άρρωστα πεθερικά του». (από Blog)

Q. Μέγας δημοσιοκαφρος με σκατονομα κι Αλτσχαιμερ:
A. Ν. Κακαουνακης!

Q. Μεγας δημοσιοκαφρος που θυμιζει γυναικειο εσωρουχο:
A. Γ. Τραγκας!

(από Blog)

Έλα μωρέ το θέμα με τους ΕΜΟ κλπ. είναι μια μπούρδα που τη φούσκωσαν οι δημοσιοκάφροι. (από Blog)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο καθυστερημένος, ο ηλίθιος νοητικώς, ο τύπος που τον βλέπεις και τον περνάς για μίξη Άντζελας Δημητρίου με Άντζελα Δημητρίου.

- Ρε, η γκόμενά σου είναι από μπρος παρθένα κι από πίσω μπαίνουν τρένα.
- Δε γαμιέσαι ρε μογγόλι! Λες να μην το ξέρω; Κάθε βράδυ τη γαμάω εγώ και παίρνει πίπα απ' το Μήτσο ταυτόχρονα!

Τζέγκινς Χαν ο Μογγόλος (από GATZMAN, 07/03/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο ψυχιατρικός ασθενής ή σκέτο «ψυχιατρικός» ή, κατά το πολιτικά ορθόν, ο «χρήστης ψυχιατρικών υπηρεσιών». Ο άνθρωπος, δηλαδή, που, όχι απλά αντιμετωπίζει ψυχολογικά προβλήματα, αλλά και έχει νοσηλευτεί εξ αιτίας τους (ή εξ αιτίας συγγενών, γειτόνων, ψυχιάτρων, κράτους και καπιταλισμού). Χρησιμοποιείται είτε για συντομία, είτε από διακριτικότητα.

  1. - Και τι περιπτώσεις βλέπεις εκεί στην οργάνωση βρε Φερδινάνδε;
    - Ε, τι να βλέπω, κανά δυο βε βλέπω, έρχονται και ζάκια αλλά τους διώχνω, και πολλούς ψι....

  2. - Τι παίζει με τον τύπο ρε συ... ζάκι είναι;
    - Μπααα, ψι είναι...

Mother, no! (από Vrastaman, 12/05/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο ανήκων στην ευγενή συνομοταξία των νεκροθαπτών. Άλλως ο κόρακας, το κοράκι. Ηχοποιημένη λέξη από το γνωστό προτρεπτικό επίρρημα «οπαλάκια» από την προτροπή συναδέρφου για να σηκωθεί το φέρετρο.

- Τι δουλειά κάνει ο ... ;
- Οπαλάκιας είναι.

Κρίση στους οπαλάκιες! (από Hank, 14/06/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μια και ανοίξαμε τη συζήτηση με τον ταμπαβιόλη/παρμπριζουόζο για τους αλλοδαπούς συμπολίτες μας και τα σπορ στα οποία επιδίδονται, η συνέχεια έρχεται με τον πορτοφολέσκου, τον Ρουμάνο (με την έννοια του κατέχοντα Ρουμανική υπηκοότητα και όχι του κλασσικού σλανγκικού ρουμάνου) πορτοφολά, κλέπτη δηλαδή πορτοφολιώνε.

Οι πορτοφολέσκου δρουν σε μέρη όπου επικρατεί συνωστισμός (αστικά λεωφορεία, στάσεις, ουρές, γήπεδα κ.λπ.) και στοχεύουν κυρίως στα πορτοφόλια ανυποψίαστων πολιτών που διατηρούνται στην κωλότσεπη. Άλλες τακτικές των πορτοφολέσκου περιλαμβάνουν την δια τέμνοντος οργάνου διάρρηξη τσαντών και αφαίρεση του περιεχομένου τους καθώς και την όροφο-προς-όροφο λεηλασία κλειστών χώρων όπως Νοσοκομεία όπου οι άνθρωποι δεν έχουν την προσοχή τους στα πράγματα τους.

  1. (Από βλόγιο:)
    Ανεξέλεγκτη η δράση πορτοφολέσκου στο Ηράκλειο. Πάνω από 100 κρούσματα κλοπών πορτοφολιών σε μία εβδομάδα.

  2. (Μέσα σε αστικό:)
    - Το νου σου στον πορτοφολέσκου που σε πλευρίτωσε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο πολύ macho gay. Ο υπέρ το δέον φουσκωτός σε στυλ άγριου πορτιέρη αλλά με πωπό λουγκρίτας. Μιλάμε για πολλές ώρες σε γυμναστήριο (συν κάμποση αναβολικούρα μέσα, για να δέσει το γλυκάκι). Συνήθως made in USA. Το στυλάκι φοριέται πολύ στη Μύκονο. Άντε παιδιά, καλούς απογόνους...

Έχουνε γίνει όλοι φουσκωτόπουστες. Ούτε να τους κράξεις δεν μπορείς πλέον...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία