Επιπλέον ετικέτες

Το θεόμουνο, ο μουνάγγελος, ο καυλάγγελος. Άλλη μια λατρευτική σλανγκιά του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.

Βλ. επίσης: -μούνα.

«Ωωωωωχ!... Άααααχ!...» έκαμνε συνεχώς και ο θαυμαστής της, τρίβων αδιακόπως την ψωλήν του επί του σφύζοντος προ αυτού ανοικτού μουνέττου, λέγων μεταξύ των στοναχών του γλυκασμού που εδοκίμαζε: «Μουνίτσα μου!... Μικρή μου Μίς:... Αγγελομούνα μου!... Φλώσσυ!... Φλώσσυ!... Μουνάγγελε!... Ψωλέττα μου! Ψωλήνα!...»
(Μέγας Ανατολικός, Κεφ. 13 σ. 38)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ψωλογλειφίδα η οποία κατά την διάρκεια του μινέτου μετουσιώνεται από κοινή μούνα, κυριολεκτικά, σε στόμα και μουνί ένα πράμα.

Άλλη μια λατρευτική σλανγκιά του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου

...Τι γλύκα!... Τι γλύκα!... Φλώσσυ μου είναι Πα... ΠΑράδεισος αυτό που κάνεις!... είσαι, λοιπόν, και πούτα... πουτίτσα... Άγγελος μαζύ και πούτα!... Αγγελοπούτα!... Στοματομούνα!..... Ψωλογλείφα!.... Ώωωωωχ!.... Ώωωωωχ!.... Μουμούνα μου!.... Άααααχ!... Ωωωωωχ!...
(Ἀνδρέας Ἐμπειρῖκος «Ὁ Μέγας Ἀνατολικός», Τόμος Β', σελ. 25)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ένας πλεοναστικός εμφατικός τρόπος για να βρίσεις κάποια(-ον) (ή να αποκαλέσεις στο πλαίσιο γαμησιάτικων μπινελικίων) ως πουτάνα.

  1. -Ψωλοπουτάνα όλκης. Να πάει να γαμηθεί...
    -Τόσες και τόσες ρομούνες, την πιο ξυνή διαλέξατε; (Ντέλια Βελκουλέσκου, η Ρουμάνα του ΔΝΤ για την Κύπρο).

2. Κύριε ΣΥΝΑΓΩΝΙΣΤΑ η μανούλα σου η ψωλοπουτάνα σε έμαθε να φοβάσαι τους μετανάστες και τους αναρχικούς τόσο πολύ;! Κάτι ξέρει μάλλον

3. Να πεθάνουν τα ψωλοπούτανα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Στον σλανγιώτατον ποιητήν Ανδρέαν τον Εμπειρίκον, το ψωλοκόριτσο ορίζεται αστασιάστως ως «ἡ κοπέλα ποὺ αγαπάει πάνω ἀπ' ὅλα τὴν ψωλὴν», ήτοι η ψωλοζητιάνα, η ψωλοδιψάζουσα ζητιάνα της πούτσας, η ψωλού. Στο νέτι το βρίσκω και με πιο queer σημασίες ως κορίτσια που έχουν/ είχαν ψωλή (τραβέλια ή τρανσφόρμερ) ή παντός είδους ψωλίδας.

  1. -Ἄν είμαι λοιπὸν γκουνιώτα, πρέπει να είμαι τόσο λίγο ποὺ αὐτὸ δὲν σημαίνει ἀληθινὰ γκουνιώτα... Τόσο λίγο ὅσο ἐγώ, εἶσαι καὶ σὺ Μιμί μου, δὲν τὸ παραδέχεσαι;
    - Τὸ παραδέχομαι απολύτως... Τόσο ὅσο λὲς είμαι καὶ ἐγώ... Κι ὅποια κοπέλλα εἶναι τόσο λίγο, δὲν εἶναι γκουνιώτα, μὰ ψωλοκόριτσο- δηλαδή κοπέλα ποὺ αγαπάει πάνω ἀπ' ὅλα τὴν ψωλή!... Ἡ μόνη μας διαφορὰ εἶναι, θαρρῶ, ὅτι τρελλαίνομαι ὄχι μόνο γιὰ ψωλὴ μὰ καὶ γιὰ σπέρμα... Μπορῶ νὰ καταπιῶ 5-6 ἀνδρῶν ψωλόχυμα, συνέχεια, τοῦ ἑνὸς μετὰ τοῦ ἄλλου...
    - Καὶ τὸ μουνόχυμα; Ἄν χύσηι μιὰ κοπέλλα μὲς στὸ στόμα σου δὲν σοῦ ἀρέσει;
    - Μοῦ ἀρέσει πολὺ καὶ πάντα τὸ καταπίνω... Θεωρῶ ὅμως τὸ σπέρμα ὡς κάτι ἀνώτερο, πολὺ άνώτερο, ὅσο εἶναι ἡ σαμπάνια ἀπὸ τὸ κοινὸ κρασί... ποὺ δὲν ἀρνοῦμαι ὅμως ὅτι ἔχει καὶ αὐτὸ τὴν άξίαν του. Μ'ἐννόησες, ἀγαπητή μου Estelle; (Μέγας Ανατολικός, Τόμος 3, σ. 302).

  2. Συνέχισε ψωλοκόριτσο. Ποιείς ωραίαν μαλακίαν. Στας διαταγάς σας κυρία. (Από σάιτ).

  3. ανωμαλο τρανσ ψωλοκοριτσο 25 χρονων ψαχνει παρέα για τρελα παιχνίδια. (Από σάιτ γνωριμιών)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εκδοχή της κοινής πουτάνας.

Σλανγκιά του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου εκ του λάτιν putidus (σάπιο, ρυπαρό και δύσοσμο).

Βλ. και πουτί.

Τότε, και ενώ η Υβόννη εψιθύριζε: « Καλά να πάθης, πούτα... », η Έθελ, µη δυναµένη να αναµείνη ούτε ένα λεπτόν, έθεσε τήν δεξιάν της χείρα εις τό αιδοίον της και, στηριζοµένη µόνον µε τήν αριστεράν επί τού πάγκου, ήρχισε να τό τρίβη γρήγορα, εις τήν θέσιν που ευρίσκετο, ώστε να προκαλέση τουλάχιστον µόνη της, διά τού αυνανισµού, τόν οργασµόν.
(εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το θεόμουνο το ευλογημένο και το κατανυκτικό, αυτό που μας κάνει να αναρωτιόμαστε ποιος το γαμεί να του φιλήσουμε τον πούτσο. Τρελή σλανγκιά του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου.

Σ.ς.: ακόμα και αυτό κάποιος έχει βαρεθεί να την πηδάει, μη τρελλλαθούμε κιόλας.

1.
Ας πούμε: οι ψωλέττες, οι μουνέτες, οι μαμούνες, οι μουνίτσες, οι αγγελοπούτες, οι μουνάγγελοι, οι κρεμοταΐστρες, οι σπερμοπιτσίλες, το μουνόγαλα, το εξογκωμένο μουνίδιον, τα μιμιά, οι καυλοπυρέσσοντες, τα παλουκοψώλια, τα γαμώ σε, γαμώ σε, τα χύνω, χύνω, χύνω, τα ώωωωωωω, τα άαααααα, όλα αυτά που δεν τελειώνουν.

2.
Γιατί να μη μπορεί κανείς να προσεύχεται χρησιμοποιώντας τα γενετικά του όργανα. Δηλαδή ο Εμπειρίκος όταν μιλάει για μουνάγγελους, τι είναι αυτό;

3.
Μπορεί να κάνει πολύ extreme πράγματα αυτός ο μουνάγγελος.. Τέλος πάντων η κοπέλα αξίζει για μια δοκιμή.

(από σφυρίζων, 18/12/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτή που χύνει τρελά ή αυτή που προκαλεί μεγάλης ποσότητας και έκτασης εκσπερμάτωση στον άνδρα. Κατά μια παραπλήσια έννοια αυτή που είναι τόσο καυλιάρα ώστε να προκαλεί την ανδρική επιθυμία για εκσπερμάτωση στο μουνί της.

  1. Πο πο, τι χυσομούνα η Καλλιόπη φίλε μου. Με στέγνωσε...

  2. - Τι γκομενάκι είναι αυτό ρε Βλάση;
    - Χμ, την είδες τι χυσομούνα είναι η ψώλα;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτό που του αρέσει να χύνει σε γυναικεία βυζιά. Κατά μια ευρύτερη έννοια ο γαμάουας που προσφέρει απλόχερα τα «δώρα» του στη γυναίκα.

Αχ, Καλλιόπη μου, μεγάλος βυζοχύσης ο Πάρης.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο γαμιάς, αυτός που θα ρίξει ένα φούσκο με την πρώτη ευκαιρία. Κατά μια μεταφορική έννοια αυτός που βάζει τόσο πολύ δουλειά, η οποία μετά δε βγαίνει.

  1. Πω πω ρε συ αυτός ο νοσοκόμος έχει πηδήξει τις μισές συνοδούς. Μεγάλος πουτσοχώστης!

  2. Αυτή η ύλη δε βγαίνει με τίποτα ρε συ! Μεγάλος πουτσοχώστης ο καθηγητής.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτή που με τις πουτανιές της προκαλεί την ανδρική εκσπερμάτωση, η προκλητική, η πρόστυχη.

-Κοίτα ένα μπικίνι που φόρεσε η χυσοψώλα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία