Ο πονοκέφαλος και γενικότερα η αδιαθεσία απ' το μεθύσι (της περασμένης βραδιάς): κεφάλι καζάνι, στόμα παπούτσι, στομάχι χάλια, συγκέντρωση μηδέν, και άλλα διάφορα συμπτώματα που μπορούν να ποικίλλουν από ασθενή σε ασθενή –δε α τον κάνουμε και Γκρέιζ Ανάτομι τον ορισμό.

Γράφεται και χαγκόβερ.

Απευθείας δάνειο από τα αγγλικά, όπου hangover σημαίνει γενικότερα «απομεινάρι», «κατάλοιπο», και με την τωρινή σημασία μαρτυρείται από το 1904. Στα ελληνικά, το ακούω προσωπικά τουλάχιστον από δεκαετία Ενενήντα (και λίγο βάζω).

  1. 24 τροφές που νικούν το χανγκόβερ (οδηγίες προς χανγκάιβερ, εδώ)

  2. Το αλκοόλ ξέρω ότι θα το βαρεθείς, το μόνο που θα σου πω είναι πρόσεχε την ποιότητα αυτών που πίνεις γιατί σε κάποιες φάσεις θα νιώθεις ότι χάνεις την όραση σου μετά από τρελά χανγκόβερ. Είναι γιατί ήπιες πετρέλαιο και όχι βότκα κόλα. (εδώ)

  3. Σκεφτόμουν πολύ ώρα μέχρι που με πήρε ο γλυκός ύπνος της μέθης. Κλασικά, ξύπνησα πρισμένος, με ένα κεφάλι λες και το σφίγγαν όλη νύχτα στη μέγγενη και ένα στομάχι σκατά. Έξω είχε ήδη νηχτώσει. Πήγα έπιασα άλλη μια μπύρα κι άναψα τον αργιλέ. Ένιωθα ξες πολύ ροκ σταρ κι όλες αυτές τις γαματοσύνες που νιώθεις στο χανγκόβερ. (εδώ)

  4. Η φράση «η επόμενη μέρα» συνδέεται συνήθως με τη λέξη «χαγκόβερ»- τον πονοκέφαλο που ακολουθεί την οινοποσία. (εδώ)

Και χέντακας. Σε άλλες γλώσσες: hangover (αγγλικά), gueule de bois (γαλλικά), Kater (γερμανικά)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

(Τω πεποιηκότι το πλείστον της εργασίας γεραρώ συσσλάνγκω Sarant χαίρειν).

Νταξ, σλανγκ δεν το λες ακριβώς, αλλά εφόσον εδώ χάμω πολλάκις ιστορικολεξιλογούμε, και εφόσον υπάρχουν και σχετικά λήμματα, ας το βάλουμε να υπάρχει. Τα εύσημα στον Sarant , του οποίου η πρόσφατη ανάρτηση μου το θύμισε. Εγώ ένας απλός αντιγραφεύς είμαι.

Το Καστιγκάρι (και Καστριγκάρι / Καστεργκάρι ) είναι παραφθορά του δυσπρόφερτου για Έλληνες Castle Garden (πρώην Castle / Fort Clinton ), του πρώτου επίσημου κέντρου υποδοχής και υγειονομικού ελέγχου μεταναστών στις ΗΠΑ.

Γλωσσολογικό tip: Aν και το ίδιο το Castle Garden είχε πάψει να έχει αυτή την χρήση από το 1890, την α' δεκαετία του 20ου αιώνα οπότε μετανάστευσε στην Αμερική ο Α. Κορδοπάτης (παράδειγμα Νο 3) η λέξη είχε ήδη λάβει την σημασία του λοιμοκαθαρτηρίου / τσεκ πόιντ γενικώς, χαρακτηρίζοντας και το διάδοχο Ellis Island, από το οποίο προφ πέρασε ο εν λόγω.

Ετυμολογικό tip: Οι διάφορες ασθένειες (και ιδίως η φθίση και το οφθαλμικό τράχωμα, όπως προκύπτει από πλήθος πηγών παγκοσμίως) θερίζανε τους εξαθλιωμένους μετανάστες. Μας αρέ δε μας αρέ, οι Αμερικάνοι ήταν αναγκασμένοι να λάβουν κάποιες στοιχειώδεις υγειονομικές προφυλάξεις, έστω με τα μέσα και τα μέτρα της εποχής. Οπότε αφήνω να περάσουν ασχολίαστες κάτι χαζομαρίτσες του στυλ ότι επειδή πολλοί φουκαράδες εκεί πήρανε την τσαπού και τους γυρίσανε άναυλα πίσω, η λέξη και καλά προέρχεται από το ισπανικό castigar = τιμωρώ. (Ε, για την Αμέρικα μιλάμε, μου ήταν αδύνατον να μη σερβίρω κι εγώ την πατάτα μου).

Τεσπα, οι υγιείς, μαζί με το ελευθέρας παίρνανε και των ομματιών τους γιά παραμέσα, να πά να προκόψουνε στα κοστρόξια, στσι φάμπρικες, στσι ντάινες με τις χέμπουργκες και να κοιτάξουνε κι αυτοί να γίνουνε μπόσηδες και μπρούκληδες. Παρεχτός κι ήντουσαν τίποτις κόκκινοι και χαΐνηδες, οπότε παίρνανε δυό μέτρα γης οι γκαντέμ μαδαφάκες.

  1. Εκεί κλεισμένους σε μεγάλη αίθουσα εις τη γραμμή τους βάλαν και τους έψαξαν τα ρούχα τελωνειακοί υπάλληλοι. Έπειτα με βαπόρι τους μετέφεραν στο Κάστλ-Γκάρτιν, άλλως Έλλις Άϊλαντ νησί που «καστιγκάρι» το ωνόμασαν οι πρώτοι πρώτοι μετανάστες Έλληνες όπου της Ελληνοαμερικάνικες λέξεις σαν γλωσσολόγοι μας επλάσανε.

Έμμετρη ετυμολογία της λέξης από το 1915, xίαρ

  1. [...]κατευθύνονταν στις βάρκες της Υπηρεσίας Αλλοδαπών που τους περίμεναν γιά να τους μεταφέρουν στο περίφημο Ellis Island, γνωστό στους Έλληνες μετανάστες ως «Καστιγγάρι» [...] Οι περισσότεροι περνούσαν τον έλεγχο και ξεχνούσαν τις ταλαιπωρίες του ταξιδιού [...] οι δύο εβδομάδες που πέρασα στο Έλλις Άιλαντ ήταν οι πιό άθλιες της ζωής μου [...] Ήταν Γενάρης, πολύ κρύο [...] Δεν είχα ούτε ένα σεντ στην τσέπη μου, και ήμουν φοβισμένος [...] Ακούγονταν λυγμοί και ξεφωνητά από τους ανθρώπους που τους έστελναν πίσω [...] δέαρ

  2. Το μεσημέρι μας πήραν να μας παν στο Καστριγκάρι. Μπήκαμε σε μαούνες, μαζί κι αυτοί. Φτάσαμε, γύρω θάλασσα και το Καστριγκάρι μικρό, σαν πολιτεία μικρή.

Θαν. Βαλτινός, Συναξάρι Ανδρέα Κορδοπάτη, εκδ. Άγρα 1990 (πρώτη δημοσίευση 1964).

  1. Σαν πέσανε, στα σκοτεινά, ξομολογήθηκε ο Νικ τα όσα πέρασε στο Νιού Χάβεν. Τα πιοτά, κοντραμπάτο, τους καυγάδες και τις φυλακές, χτυπήματα με τα πολιτσμάνια, με λίγα λόγια τα πάθια και τα όσα τράβηξε απ' το «Καστιγκάρι» ώσπου να κατασταλάξει στο Νιού Χάβεν.

Στρατή Αναστασέλλη «Απανωγότερη», από τη συλλογή διηγημάτων «Κερατοζωή», εκδ. Θεμέλιο 1975.

(Στο νέτι βρήκα και αναφορά σε κάποιο ρεμπέτικο του 1927, με τίτλο «Ο Μπαρμπα-Γιώργος στο Καστιγκάρι και ο Καραγκιόζης διερμηνέας». Όποιος το βρει, ας κοτσάρει τους στίχους ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η αγγλική λέξη για τη διακοπή ρεύματος, αφού μεταφέρθηκε στην ελληνική ως άκλιτη, τείνει ν’ αναλάβει ρόλο πασπαντού για κάθε μπλοκάρισμα και δυσλειτουργία που μπορεί να πάθει ο άνθρωπος.

Ειδικότερα:

  1. Αιφνιδιαστικό μπλοκάρισμα που οφείλεται σε πολύ στρες ή έντονη συγκίνηση, όπως χαρά, λύπη, γκάβλα κλπ. και μας κάνει να μένουμε παγωτό, σαν σε κώμα, ανίκανοι ν’ αντιδράσουμε και να κάνουμε αυτό που απεγνωσμένα κι επιτακτικά επιθυμούμε ή πρέπει.

  2. Βαριά κατάθλιψη που μας αποδιοργανώνει τελείως και μας αφήνει ανίκανους να κάνουμε ο,τιδήποτε. Τούνελ βαθύ και σκοτεινό μέσα σε συναισθήματα απαισιοδοξίας, απόγνωσης και ματαιότητας, με αμφίβολη την έξοδο. Περιγράφεται στο παράδειγμα 2, όπου κττμγ ο όρος δεν περιορίζεται να χαρακτηρίσει μόνο την περίπτωση των εξετάσεων, όπως θεωρεί ο ασθενής, αλλά την όλη του κατάσταση.

  3. Αφλογιστία του ανδρικού μορίου, ανικανότητα -πρόσκαιρη- για ερωτική πράξη (γι’ αυτό δίστασα λίγο, εφόσον αυτές οι τσούλες στο κοσμοπόλιταν και την ενθαδική ύπαρξη φερ’ ειπείν με το μουνί τους θα τη συσχετίσουν, εφόσον όμως λημματογραφούμε αδόκιμους όρους νομίζω ότι περνάει).

  4. Αμνησία, προσωρινή ή και οριστική, όπως επί αλτσχάιμερ.

  5. Αφασία. Υπαρξιακή κρίση ταυτότητας που εκδηλώνεται με την απόλυτη απάθεια. Κατάσταση πολύ συγγενής με τη νιρβάνα, μόνο που αντί για απόλυτη ικανοποίηση ο πάσχων αισθάνεται ακριβώς το αντίθετο: ανυπέρβλητη ανία και βαρεμάρα. Πολύ κρίσιμη ψυχική κατάσταση, εφόσον μπορεί ν’ ακολουθηθεί από έκρηξη δημιουργικότητας, αλλά μπορεί και να διαρκέσει για όλη την υπόλοιπη ζωή του πάσχοντος.

  1. Ωστόσο, αυτό που θεωρώ ότι μου προκάλεσε αυτό τον φόβο ήταν κάποια στιγμή στην ηλικία των 10 όπου θα έλεγα ένα ποίημα μπροστά σε μία κατάκλειστη αίθουσα στην οποία βρισκόταν η μητέρα μου και ήθελα να την εντυπωσιάσω, εγώ ανεβαίνοντας στην σκηνή ξέχασα το ποίημα και έπαθα ένα γενικότερο μπλακ άουτ όπου δεν μπορούσα να σκεφτώ και έτρεμα.
    (μπλακάουτ από στρες) εδώ

τρωω φρικες κ παθαινω μπλακ αουτ και αγχωνομαι σε σημειο να μν αναπνεω οταν μου αναθετουν κατι κ το μυαλο μ παιρνει σβουρες να κανει σχεδια να τα βγαλω εις περας, κ αν δεν τα καταφερω τρελαινομαι ρε παιδια!!!!!!πρεπει οπωςδηποτε να κανω αυτο που χω σχεδιασει κ δν μπορω!
εδώ

Εδώ ίσως να είναι σκόπιμο να πώ οτι εξαιτίας ενός προηγούμενου ατυχήματος η βελόνα έφυγε για αλλαγή πηνίου και αναβελόνωση.Κοινώς σχεδόν καινούργια βελόνα. Αφού λοιπόν ξεκίνησε η κουβέντα ο Κυριάκος έπιασε τα εργαλεία του και ξεκίνησε. Ευθυγράμιση πικάπ - Ευθυγράμιση βραχίονα και ρύθμιση βάρους. Ρύθμιση του antiskate με δίσκο-ρύθμισης. Έπειτα ξεκίνησε η ακρόαση. Νομίζω οτι μέχρι πρίν 2 βδομάδες θα ήμουν σαφής. Το pink triangle και ένα πικάπ αυτής της κατηγορίας είναι αρκετό. Παραπάνω δέν φαίνονται και τόσο οι διαφορές. Είναι ίσως ανούσιο για το ίδιο το μέσο. Όμως έπαθα black out!!! (μπλακάουτ του χαϊφιντελίστα βινυλιομάχου από την κάβλα). εδώ

  1. «Δεν έχω όρεξη για διάβασμα. Δεν μου αρέσει η σχολή μου, αισθάνομαι ότι έχω «μπουχτίσει» από τα πάντα. Δεν μπορώ να αυτοσυγκεντρωθώ. Δεν μπορώ να αποφασίσω ούτε για το τι παντελόνι θέλω να βάλω. Αναβάλλω συνεχώς ότι έχω να κάνω, ακόμα και να περιποιηθώ τον εαυτό μου. Δεν έχω διάθεση για παρέες, φοβάμαι μήπως με κοροϊδεύουν για την ακμή μου. Δεν μπορώ να πλησιάσω κοπέλες. Δεν έχω καθόλου αυτοπεποίθηση. Αγχώνομαι να πλησιάσω μια κοπέλα λόγω της εμφάνισης μου. Δεν βρίσκω τι να πω στους φίλους μου. Αισθάνομαι ότι οι άλλοι είναι καλύτεροι από μένα, τα βλέπω όλα μαύρα. Πάω να εξετασθώ και παθαίνω black out με αποτέλεσμα να δώσω λευκή κόλλα. Το μυαλό μου είναι άδειο». εδώ

  2. αμα δεν θελει τοσο πολυ σεξ και απο την ολη συμπεριφορα μπορεις να το καταλαβεις αλλα απο το αμα του σηκωνεται η οχι σκετο δεν μπορεις,εχει τυχει σε φιλο μου να ριξει γκομενα που την ηθελε τρελα κ να παθει μπλακαουτ οταν πηγε να γινει...
    εδώ

  3. Κάθε φορά που πηγαίνω στο γιατρό λες και παθαίνω μπλακ αουτ και ξεχνάω όσα θέλω να ρωτήσω!
    εδώ

  4. Έχει πάει ήδη 4.50 τα ξημερώματα κι εγώ δεν έχω γράψει ούτε λέξη!
    Δεν είναι κατάσταση αυτή!
    Ειλικρινά, θα αρπάξω τον υπολογιστή και θα τον ξεφορτωθώ μια και καλή, κάτω απ’ το μπαλκόνι!
    Είχα διαβάσει κάποτε σ’ ένα άρθρο για το λεγόμενο μπλακάουτ των συγγραφέων, αλλά ποτέ δεν περίμενα ότι θα συμβεί σε μένα!
    εδώ

βλ. και βλακ άουτ, κοκομπλόκο, κλακάζ, μπλε οθόνη.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Δεν αναφερόμαστε στο clopy paste (όπως στον παρόντα ορισμό), αλλά σε όρο κυνικής ιατρικής αργκό, όπου ο γιατρός ανοίγει τον ασθενή, διαπιστώνει ότι δεν υπάρχει καμία ελπίδα επιβίωσης και τον ξανακλείνει αμέσως. Προφάνουσλυ μεταφορά από την κομπιουτεράδικη αγγλική ορολογία για τις λειτουργίες αποκοπής και επικόλλησης στον υπολογιστήρα.

- Πώς πήγε η εγχείριση του Κολλυβάτου, γιατρέ μου;
- Κλασική περίπτωση cut paste.
- Η χήρα τι λέει, καλή;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία