Επιπλέον ετικέτες

Ο πασιχαρής = ο gay. Λέγεται στις Κυκλάδες.

- Σαν πεσίχαρος μου φαίνεται ο καινούργιος μας Δάσκαλος!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Οταν κάποιος είναι ανίκανος, άχρηστος ή γενικά ανεπρόκοπος σαν να έχει καεί από φωτιά. Κυκλαδίτικος ορος.

— Τον πήρε 25 λεπτά να αδειάσει το τασάκι, ενώ εμείς περιμέναμενε!!
— Ε τον μαλάκα τον φωτιοκαμένο...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είδος ζεστού τονωτικού ροφήματος με προέλευση το χωριό Αγιάσος της Λέσβου του οποίου η συνταγή περιλαμβάνει διάφορα μπαχαρικά (όπως κανέλλα κλπ), αλλά παραμένει κρυφή.

- Στρατέλ'... πιάσε από ένα καϊνάρι στα παιδιά...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το αρσενικό κριάρι έτσι λέγεται στη Σάμο. Είναι γνωστό ότι τα κριάρια έχουν κέρατα και, είναι επίσης γνωστό, ότι στα Ελληνικά νησιά αποκτούν κέρατα και πολλοί άρρενες της αλλοδαπής, μετά από τις καλοκαιρινές ιστοριούλες των γυναικών τους με τους ντόπιους επιβήτορες.

-Ρε παιδιά τι μωρό κυκλοφορεί ο Νικόλας; Σουηδέζα πρέπει νά 'ναι.
-Σίγουρα έκανε κάποιον καμπάκο.

(από northwind, 11/08/09)(από northwind, 11/08/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σοροπιαστό γλύκισμα που φτιάχνεται από φέτες μπαγιάτικου ψωμιού, μουλιασμένες στο γάλα, κατόπιν τηγανισμένες στο λάδι και τέλος περιχυμένες με μέλι και κανέλα. Δεν θυμάμαι ακριβώς τη συνταγή.

Φολεγανδρίτικο. Πιθανόν να μην το ξέρει πια κανείς εκεί, καθότι πρόκειται για παλιό αυτοσχέδιο γλυκό και παλιά λέξη.

Προφ ιταλικής ρίζας, από το frittula (σιτσιλιάνικη λέξη), βλ. εδώ, κάτι σα να λέμε «τηγανιά».

- Θυμάσαι πώς έκανε η Δέσποινα τις φρίδουλες;
- Μμμμ... όχι, αλλά ας αυτοσχεδιάσουμε και θα το βρούμε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το μουνί, σε ψιλολαογραφική εκδοχή. Παμπάλαια σλανγκιά που σώζεται σε ορισμένες ντοπιολαλιές, πιχί στην Χίο και στην Τζύμπρον (πούττος). Κρατάει κοινή ετυμολογία με την κοινή πουτάνα, εκ του λάτιν putidus (σάπιο, ρυπαρό και δύσοσμο).

Βλ, επίσης: Σταχτοπούτα (εκ του αγγλικάνικου Cindertwat), πουτόπιστος (μουνόδουλος), πουτινιά, πουτινιάρης.

  1. Οι μανάδες συνηθίζουν να φιλούν το αιδοίον του μωρού τους λέγοντας: τώρα θα στο φάω το πουτί σου!
    (Ηλίας Πετρόπουλος, [Το Μπουρδέλο](3. Η Κατίνα έλεγε: «Αν το σεξ με τον άντρα σου δεν σε ικανοποιεί, τότε το κάνεις σαν αγγαρία. Κάτι σαν δουλειά σπιτιού. Νομίζεις πως δεν το καταλαβαίνει; Οσο και να προσποιείσαι. Νομίζεις ότι θα σου κάτσει ες αεί; Εμ όχι. Δεν θα κάτσει. Θα πάει και θα πιάσει άλλη γκόμενα εκεί που θα αισθάνεται πιο άντρας. Θα είσαι λοιπόν με το σώμα σου παστρικιά. Θα πλένεσαι, θα σαπουνίζεσαι, θα αρωματίζεσαι και θα βάζεις στο πουτί σου άφεριμ, κάθε μέρα. Οταν ο άντρας σου έρχεται με όρεξη για έρωτα, βάλε άφεριμ τότε μπόλικη.»

Πουτι Ράιοτ (από Khan, 04/02/13)(από σφυρίζων, 05/02/13)

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ειδική κατηγορία γκριζομάλληδων -άκα «ψαρών»- αγγέλων, που εμφανίζονται με τρόπο θαυμαστό σε όσους αναγκάζονται να κοιμηθούν νηστικοί ή και πεινασμένοι.

Η έκφραση απαντάται στην Χίο, ενώ η πρόθεση των Αγγέλων καθώς και η σημασία της γκρίζας κόμης του καλύπτεται από πέπλο μυστηρίου...

Ο καμαρότος πράγματι, μάζευε τα πάντα μετά το βραδινό φαΐ και όλη τη νύχτα βλέπαμε ψαρούς αγγέλους από την πείνα.

Από εδώ

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

κρόδομα / μόλος / καγιά

Άλλη μια τριάδα λέξεων από την ντοπιολαλιά της Κύθνου, σχεδόν ταυτόσημες αυτή τη φορά, που δείχνουν τις βασικές επιρροές της. (Δες λήμμα συνεικάζω).

Σημαίνουν και οι τρεις πέτρα.

Το κρόδομα σημαίνει μεγάλη πέτρα, αγκωνάρι. Χρησιμοποιείται σαν βασικό δομικό στοιχείο σε τοίχους από ξερολιθιά. Πιθανή ετυμολογία από το άκρον+δόμος (Δες εδώ) Η εναλλακτική ετυμολογία άκρον+δώμα (που αλλάζει την ορθογραφία σε κρόδωμα) είναι λιγότερο πιθανή, κατά την άποψή μου.

" Έλα να κουβαλήσουμε ετούτο το κρόδομα. Θέλω να το βάλω στη γωνιά, για να δέσει ο τοίχος."

Ο μόλος, εκτός από την κοινή σε όλη την Ελλάδα έννοια της προκυμαίας, στη Θερμιώτικη ντοπιολαλιά σημαίνει πέτρα, μικρότερη σε μέγεθος, που μπορούμε να την πετάξουμε. Πιθανή ετυμολογία από το ιταλικό molo (Δες εδώ)

Ρε συ ο γέρος έχει απολωλαθεί! Πήα ψες στο κελί να δω ήντα κάνει και μ' έβαλε με τσι μόλους!

Το κελί είναι αγροικία από ξερολιθιά, και η έκφραση "μ' έβαλε με τσι μόλους" σημαίνει "με πήρε με τις πέτρες".

Τέλος η λέξη καγιά σημαίνει μεγάλη πέτρα, βράχος και προέρχεται από το τουρκικό kaya εδώ.

"Ρε το πούστη! Σήκωνε κάτι καγιές, πιο μεγάλες από δαύτονε, σα νάτανε σύκα! Και τσε πετούσε κι όλας μακριά. Εκατό νοματαίοι δε τόνε κάνανε ζάφτι! Ε ρε και να τον είχα να μου κουβαλεί πέτρες! Θά 'χτιζα ούλες τσι βουλιάχτρες μονήμερα!"

Έτσι περιέγραψε κάποιος συμπατριώτης μου τη δεκαετία του '60, την πρώτη ταινία με το "Μασίστα", που είδε σε σινεμά της εποχής, σε κάποιο ταξίδι του στην Αθήνα. Οι ταινίες αυτές, γυρισμένες στα στούντιο της "Τσινετσιτά" έκαναν θραύση την εποχή εκείνη. Αμφιβάλλω όμως αν οι "ηρωες" με τα φουσκωμένα μούσκουλα θ' άντεχαν, έστω για μερικές βδομάδες τη σκληρή ζωή του αγρότη, που είχε τόσο εντυπωσιαστεί από τον τρόπο που πέταγαν τους χάρτινους ογκόλιθους.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

σλανγκασίστ : ..."Όπως ακριβώς επιτίθενται στις μεζέδες με το τσατάλι (αντί ροπάλου) διάφοροι γουλόζοι που ξεχνούν ότι υπάρχουν και άλλοι στο τραπέζι και κυρίως ότι με το ουζάκι τσιμπάμε, δεν σκουρδουλιάζουμε"...

Από το λήμμα σκουρδουλιάζω του Βάνια.

Στη ντοπιολαλιά της Κύθνου γουλούζης ή γλούζης είναι ο αχόρταγος Κυριολεκτικά

Ρε το γουλούζη! Ούλα τά'φαε, δε μού΄φησε μπουκιά!

ή μεταφορικά

Ρε το γουλούζη, μόλις την είδε, κόντεψε να τηνε ρουφήξει απ' τα φιλιά!

Ετυμολογία: από το ιταλικό goloso: άπληστος (ισπανικά: goloso).

Επίσης υπάρχει και το ουσιαστικό: η γλουζιά.

Τέτοια γλουζιά δεν είχα ξαναδεί! Έπαιρν' ένα παϊδάκι απ' την πιατέλα, το δακούσε, και τ' άφηνε μισοφαωμένο στο πιάτο του. Ύστερα έπαιρνε άλλο κι άλλο. Μετά μασούσε όλη νύχτα, κι οι άλλοι μείναμε νηστικοί. Στο τέλος όμως τονε βάλαμε και πλέρωσε το ρεφενέ! (Πραγματικό περιστατικό).

δακούσε (από το δακώ): δάγκωνε

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χρησιμοποιείται κατά κόρον σε χωριά της Εύβοιας (στην περιοχή γύρω από την Κύμη μέχρι το Αλιβέρι) και σημαίνει, ανάλογα με την περίπτωση:

  1. τρομαγμένος, ξαφνιασμένος
  2. ατσούμπαλος, που κινείται νευρικά και σπασμωδικά
  1. Γύρισε χθες αργά στο σπίτι ο Γιάννης φταρωμένος, λες και είδε φάντασμα.
  2. Πρόσεχε ρε φταρωμένε, θα σπάσεις όλα τα ποτήρια!

Απαντάται και το ρήμα φταρώνομαι, κυρίως στον αόριστο στα 3 πρόσωπα του ενικού:

Ρε μαλάκα πως μπαίνεις έτσι απότομα, φταρώθηκα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε