Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Αυτός που και τον παίρνει και μιλάει κι από πάνω.

Με τη λέξη, ο ομιλητής εκφράζει την αγανάκτησή του για το γεγονός πως ο συνομιλητής του δεν φτάνει που είναι ομοφυλόφιλος, έχει και θράσος.

- Άσε ρε θρασύπουστα...ζητάς και τα ρέστα τώρα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η υπέρτατη βρισιά ή και κατάρα.

Το να είναι κάποιος πούστης είναι ούτως ή άλλως μια κοινωνικά μη αποδεκτή ιδιαιτερότητα αλλά το να είναι κάνεις πούστης και άσχημος...

Βέβαια η κατάσταση επιδεινώνεται με την πάροδο του χρόνο όταν ο πούστης και άσχημος γίνεται πούστης, γέρος και άσχημος ή όταν μετά το νομοτελειακό πέσιμο του γέρου πούστη αυτός γίνεται: πούστης, κουτσός, γέρος και άσχημος.

- Είσαι μαλάκας ρε!
- Και εσύ είσαι πούστης και άσχημος.

(ανταλλαγή φιλοφρονήσεων)

Στο 0:41 ολέ ολέ ολέ (από knasos, 02/09/09)(από Desperado, 02/09/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ορίζεται ως τύπος ομοφυλόφιλου, με όψη αντροβαρβάτη, ή με φωνή νταλικέρη, ή look «σκληρού» άντρα (μούσια, μουστάκες, δερμάτινα, αλυσίδες, μπλα, μπλα, μπλα...).

Υπάρχουν πολλοί...

Ο τραγουδιστής των Judas Priest, ας πούμε, είναι ένα καλό παράδειγμα...

Ο συγχωρεμένος ο Σεργιανόπουλος θεωρούταν τέτοιος...

Για άλλους η φωνή του Ψινάκη θεωρείται αντιπροσωπευτική βαρβατοπουστάρικη...

Ή ο γκέι που φορά John Varvatos. (από Khan, 14/07/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ψευδο-καθαρευουσιάνικη εκφορά του «παλιόπουστας», με υπεραστισμό, κατά το «παλαιοκρασάς» κ.τ.ό. Τον όρο υποστήριξε ο ηθοποιός Μιχάλης Ιατρόπουλος σε εκπομπή της «Ζούγκλας».

(Από μνήμης):
Μάκης Τριανταφυλλόπουλος: Την λέξη «πουστιά» προσωπικά δεν την χρησιμοποιώ για ομοφυλόφιλους, αλλά για δικηγόρους, πολιτικούς, δημοσιογράφους...
Μιχάλης Ιατρόπουλος: Κοιτάξτε, υπάρχουν πολλά είδη ομοφυλοφίλων. Υπάρχει και ο λεγόμενος «παλαιόπουστας»...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Δικατάληκτο επίθετο (ο/η πουτσοφάγος) ή ουσιαστικοποιημένο επίθετο, που δηλώνει αυτόν/ήν που τρώει πούτσες για να το πούμε εύσχημα. Μπορεί δηλαδή να χρησιμοποιηθεί ως σεξιστική βρισιά για κάποιον που είναι ή θεωρείται ως ομοφυλόφιλος ή για να εξυβρίσει γυναίκα. Μπορεί, επίσης, να έχει και πιο κυριολεκτικές σημασίες σχετιζόμενες με την πεολειχία από στυλιαροκαταπότρες. Το -φαγος παραπέμπει και σε ζωολογική ταξινόμηση (τ. σαρκοφάγος, χορτοφάγος, σπερματοφάγος) μάλλον επιτείνοντας τον σεξισμό της έκφρασης.

  1. - ποιά ναταλί φιλε; δωσε διεκρισιν\σεις γιατι υπαρχουν πολλες ναταλιες..που δουλευε; ετων; εθνικοτητα; την πουτσοφαγο λεμε ;D
    - γιατι ξερεις εσυ καμια σλαυα ναταλία που να μην ειναι πουτσοφάγος;;;
    - ηταν κανονικη πουτσοφαγος...δαγκωνε πουτσους...ειχε αφησει πληγες σε πολλους... (Διάλογος στο θρεντ «Αναζητήσεις χαμένων ιερόδουλων» σε μπουρδελοσάη).

  2. Eκτος απο ψωλαρπάχτρας και πουτσοφαγος εγινες και πουτσομετρης τωρα;; ΠΩς τις μετρας τις πουτσες; Με το στομμα; (Από βρις-οφ εδώ).

3. Ο ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ Ο ΠΟΥΤΣΟΦΑΓΟΣ ΕΓΙΝΕ ΤΩΡΑ ΔΕΝΔΡΟΦΑΓΟΣ!

4. Εμφανίστηκε κι αυτός ο πουτσοφάγος ο πρόεδρος του 4ου Ράιχ, με το όνομα που θυμίζει βήχα να ζητήσει συγνώμη. Είπε κάτι για «συμβολικές» αποζημιώσεις του κατοχικού ληστοδανείου, κάτι για τουρισμό και ότι μας αγαπάνε οι Γερμανοί. Και μετά βγήκε περιχαρής σε όλες τις τηλεοράσεις της Γερμανίας και παίνευε την γαμημένη φάρα του: «Τι ανώτεροι είμαστε εμείς οι Γερμανοί, μέχρι και συγνώμη από τους Έλληνες ζητήσαμε». (Εκτός από βελανιδοφάγος...)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κυριολεκτικά: Ο τύπος που επιδίδεται στην τέχνη του στοματικού έρωτος, κοινώς της πίπας. Ένα ακόμη από τα πολλά συνώνυμα του τσιμπουκιού, του πουτσογλείφτη, του σακομπόλη, του τσιμπουκλή κ.α.

Η κατάληξη -δόρος προσδίδει θα λέγαμε έναν ιταλικό αέρα και νότες από την Αιώνια Πόλη, Fontana di Trevi κτλ. Η κατάληξη -δόρος όπως και οι περισσότερες αν όχι όλες άλλωστε οι λέξεις με την ίδια κατάληξη μας έμειναν μεταπολεμικά (αβανταδόρος, τορναδόρος, πιτσαδόρος κ.α).

Mεταφορικά: Late ενενήνταζ λέξη που πολλοί συνσλαγκιστές γεννημένοι την δεκαετία του '80 ίσως την θυμούνται με νοσταλγία από τα σχολικά τους χρόνια.
Χρησιμοποιούνταν συνήθως μειωτικά για τον γκέι ή τον και καλά γκέι της τάξης.

- Ρε μαλάκα μ'όλους τους γκέι της τάξης κάνεις παρέα;
- Ποιούς ρε μαλάκα; Με τον Στέφανο ήμουν στο γηπεδάκι.
- Ποιόν Στέφανο ρε μαλάκα; Τον μεγαλύτερο πιπαδόρο του ΤΕΕ; Ντροπή σου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το πουστάκι στα ποδανά.

1. Οσο για το πηδημα επειδη εισαι στακιπου πρεπει να γινω και γω δηλαδη;

2. χαζος .... κοντος ευτυχως που δεν ειμαι και στακιπου θα ειχε δεσει το γλυκο.

3. δες αν σου άφησε κανένα καρότο στο ψυγείο εκείνο το στακιπου ο Γαβρίλος σας.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η λέσβω, η λεσβόγκα, το λεσβιόνι, η σβόγκα.

Η τυχαία συνάντα μιας τίμιας λεσβίας και του γαμοσλανγκοτέτοιου -ίδι πάνω σε μια σλανγκοραπτική κλίνη.

1.
Ένα ξανθό κι ένα καστανόξανθο λεσβίδι γλείφονται και γαμιούνται με ευφτραφές δονητάρι μέσα στη φύση

2.
Γενικά Σκανδιναυία παίζει πολύ λεσβίδι. e «ξεκολιασε» τες να γίνουν γυναίκες κανονικές ...μερικά χαστούκια βοηθάνε γενικά

3.
Εννοείται πως αφήνω απ' έξω τα αλήστου μνήμης λεσβίδια (Tatu)...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το πουστράκι (άκα στράκι) στα ποδανά.

Πάσα: Σβέρκος.

1. Όλοι τους νομίζουν εκεί μέσα ότι έχουν πιάσει τον παπά απ' τα φρύδια κι εμείς είμαστε τα δουλικά τους. Νοοτροπία κοτζαμπάση και δεν συμμαζεύεται ! Καφεδάκι στο κολωνάκι, βόλτες στα πανάκριβα μαγαζιά τριγύρω και μούρη σε όλα τα «καθώς πρέπει» χαπενινγκς. Σταματάνε την κυκλοφορία και πήζει το σύμπαν για τα προσέλθουν με άνεση στις αυτοκινητάρες τους στην βουλή. Όποτε πατάνε βεβαια γιατί υπάρχουν μπουμπούκια που δεν έχουν ανέβει στο βήμα εδώ κι ενάμισι χρόνο (π.χ. το στρακιπου ο αρούλης... απαξιεί ο Λουι-βιτόν). Δεν έχουν πάρει μυρουδιά τι γίνεται τριγύρω. Ας όψονται τα γίδια που ψηφίζουν αυτούς τους λακαμάδες...
βρεμμένη σανίδα που θέλετε...

2. Καμίνη στρακιπου τα χειρότερα ρε αχρηστοανίκανε, τα χειρότερα.

3. ρε καταρα αυτο το επαγγελμα...σονι και ντε να εισαι στρακιπου για να κουρευεις τριχες

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Νεωτεριστική σύνθετη λέξη από το παίρνω + δίνω. Χαρακτηρισμός ο οποίος αποδίδεται μόνο σε άνδρες με παθητική αλλά και ενεργητική σεξουαλική ομοφυλοφιλική συμπεριφορά.

- Πωπω, κοίτα έναν κουνιστό...
- Να σου πω την αλήθεια, για παιρνοδίνη τον κόβω...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία