α. Ορεκτικά, μεζέδες, μπινελίκια.

β. Μικροαντικείμενα, μπιχλιμπίδια.

Ενδέχεται ν' ακούστηκε για πρώτη φορά στη διάσημη φάρσα με τον οικοδόμο και την πιτσαρία από τον διαβόητο τηλε-φαρσέρ «Φουσέκη».

Το εν λόγω απόσπασμα:

- Έχετε πίτσα με φυστικοβούτυρο;
- Όχι... όχι.
- Τι ακριβώς έχετε από ορεκτικά και ψιψιψόνια;

Το επίμαχο σημείο στο 01:55. (από polonos, 28/12/08)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η λέξη τσουμπλέκια αναφέρεται σε πράγματα και αντικείμενα. Στη λέξη τσουμπλέκια αντιστοιχούν διάφορες και αρκετές έννοιες αντικειμένων τα οποία χρησιμοποιούνται σε μια διαδικασία την οποία επιτελούμε ή πλαισιώνουν το κύριο αντικείμενο που περιγράφουμε και δεν θέλουμε να δώσουμε έμφαση σε αυτά ή απλά δεν μπορούμε, όπως θα διαπιστώσουμε από τα παραδείγματα που θα αναφερθούν. Στα αντικείμενα που περιγράφονται από τη λέξη τσουμπλέκια μπορούμε να διακρίνουμε κάποια κύρια κοινά χαρακτηριστικά:

  • συνήθως είναι πολλά
  • η χρηστικότητα και η πρακτικότητα των αντικειμένων που περιγράφονται έτσι τις περισσότερες φορές είναι τουλάχιστον θολή και απροσδιόριστη
  • η λέξη αυτή ενδείκνυται προς χρήση ακριβώς και όταν συντρέχουν οι 2 παραπάνω προϋποθέσεις αλλά και πιο συγκεκριμένα για να περιγράψουν πλήθος περίπλοκων εξαρτημάτων ή εργαλείων (κουζίνας, μηχανολογικού εξοπλισμού κ.ο.κ.), τα οποία δυσκολευόμαστε να περιγράψουμε επακριβώς (βλ. ποκοψόψαρα και ψιψιψίνια /ενίοτε ψιψιψόνια), ή απλά βαριόμαστε να τα αναφέρουμε λεπτομερειακά. Επίσης η λέξη χρησιμοποιείται και για δυσπερίγραπτα εξαρτήματα καλλωπισμού.

    Ετυμολογικά, είναι δύσκολο κάποιος να βρει ρίζες της λέξης στα ελληνικά (νέα ή αρχαία), καθώς αυτή αρχίζει από τον δίφθογγο «τσ», ο οποίος μας παραπέμπει μάλλον σε γλωσσικό δάνειο από τούρκικες, σλαβικές ή βλάχικες διαλέκτους.

Πληροφοριακά τσομπλέκι αναφέρεται και ένα φαγητό της Β. Ελλάδας. Παρά ταύτα, το θέμα «τσουμπλεκ-» συναντάται και ως πρώτα συνθετικό σε κάποια ελληνικά επώνυμα.

Κάποιοι (πιο προωθημένα μυαλά;;) ανιχνεύουν την προέλευση της λέξης στην κορεάτικη cublek (tsuble'k), η οποία και χρησιμοποιείται στο «αμπεμπαμπλομ» της Βόρειας Κορέας γνωστό και ως Cublek cublek suweng! Πάντως, ύστερα από πρόσφατη επικοινωνία μου με το σύντροφο Κιμ-Γιονγκ-Ιλ, ο τελευταίος δεν παραδέχτηκε ανοιχτά την εμπλοκή αρχαίων Ελλήνων κατά τον πρώτο εποικισμό της Κορέας (Βόρειας ή Νότιας)... (παρατίθεται και σχετικό μουσικό video για τους άπιστους Θωμάδες όπου επαληθεύεται η ύπαρξη αυτού του τραγουδιού).

α) (...)Πηνελόπη, τέλεια η μπουγατσομηλόπιτα!(..)Κώστα, η λέξη είναι «τσουμπλέκια» και «τσουμπλέκια» σημαίνει «τζάτζαλα» και «τζάτζαλα» σημαίνει πολλά κατσαρολικά για πλύσιμο. Τώρα αν υπάρχει στο επίσημο λεξικό του Μπαμπινιώτη θα σε γελάσω, αλλά την έλεγαν η γιαγιά και η μάνα μου(..) [hungryforhungry.blogspot.com]

β) (..)Είμαι γνωστή «άρρωστη» με τα τσουμπλέκια της κουζίνας. Τρελαίνομαι να μπαίνω σε σχετικά μαγαζιά και να χαζεύω, να ανακαλύπτω διάφορα χρήσιμα (λέμε τώρα) σκεύη και γκατζετάκια, να γεμίζω συρτάρια, ντουλάπια και ντουλαπάκια και τελικά να χρησιμοποιώ ελάχιστα απ’ όλα τούτα(..) [hungryforhungry.blogspot.com]

γ) (..)Προσπαθώ εδώ και ώρες να ξεκινήσω τη διαδικασία για downgrade από Σβίστα σε ΧΡ σε ένα μηχανάκι. Το @@@@μένο είχε έρθει με προεγκατεστημένο το OS διάφορα τσουμπλέκια από την HP (recovery, utils, κλπ)(..) [www.4tforum.gr]

δ) (..)Ξεκινάμε ένα Σαββάτο, όλοι στη γραμμή με τσανάκια και τσουμπλέκια για την εκδρομή.(..) -> στίχοι αγνώστου τους οποίους μελοποίησε ο Μανισαλης [www.stixoi.info]

ε) Καλα μωρή τι τα φόρεσες όλα αυτά τα χαϊμαλιά και τα τσουμπλέκια; Θα σε κράξουν άμα βγεις έτσι έξω..!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αντικείμενα ευτελούς συνήθως αξίας και εξαιρετικά αμφιβόλου χρησιμότητας τα οποία θεωρούμε απολύτως απαραίτητα και σέρνουμε μαζί μας όπου κι αν πάμε. Χαρακτηριστικά, η πλήρης οικοσκευή που φορτώνει στη σχάρα του Χιουντάι η μέση Ελληνική οικογένεια όταν πάει πουσουκού στο «κτήμα». Επίσης, το περιεχόμενο της τσάντας με τις πολλές θήκες του κάθε ερασιτέχνη φωτογράφου που έχει να δείξει παρουσία τουλάχιστον σε μια έκθεση. Ό,τι έχει μέσα το μέσο γυναικείο νεσεσέρ.

Δεν παίζεται η Ρούλα. Είπε να 'ρθει να μείνει ένα βράδυ διότι τη σούταρε ο δικός της και κουβάλησε όλα τα τσιμπράγκαλά της κι εγκαταστάθηκε. Ως και το γουόκ έφερε διότι, λέει, κάνει μια δίαιτα Κινέζικη και τα λαχανικά πρέπει να είναι τραγανά. Έλα μουνί στον τόπο σου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αντικείμενα ενός χώρου ή μικροεξαρτήματα ενός εργαλείου που είτε δεν γνωρίζουμε την ονομασία τους είτε βαριόμαστε να τα αναφέρουμε ένα προς ένα.

  1. Αγόρασα ένα καινούριο πολυμηχάνημα κουζίνας μπας και καταφέρω να πετάξω όλα τα άχρηστα τσάντζαλα μάντζαλα που μου πιάνουν τον χώρο στον πάγκο.

  2. Αγόρασα νέο κινητό, αλλά ρε γαμώτο δεν πρόσεξα την προσφορά και βρέθηκα χρεωμένος με όλα τα τσάντζαλα μάντζαλα που το συνόδευαν.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Από το τούρκικο çamaşır που απλά σημαίνει άπλυτα.

Άλλη μια τουρκική λέξη που χρησιμοποιείται κατά κόρον για να εκφράσει καταστάσεις στα Ελληνικά, που οι περισσότερες δεν αντιστοιχούν ούτε στην κυριολεξία αλλά σε μια μεταφορά που πολλές φορες είναι τιραμισουρεαλιστική, όπως τα καλαμπαλίκια και το ντεμέκ π.χ..

Μπορεί να σημαίνει (τυχαία συλλογή από το νέτι): αρχίδια, πούτσες, σεξουαλικές στάσεις, emoticons σε chat, περιττά πράγματα, εμπόδια, φίδια, μύδια, κλπ. Εναλλακτικό λήμμα στο slang.gr είναι και το τσαμπασίρια για τα προσωπικά είδη, μάλλον γυναικεία αλλά το έξτρα π θεωρώ ότι είναι πλεονασμός του καλλιτέχνη…

Αν και πολλά από τα προαναφερόμενα μπορεί να είναι και άπλυτα σχεδόν ποτέ πια δεν χρησιμοποιείται κυριολεκτικά για τα λερωμένα, τα άπλυτα, αυτά που χρειάζονται μπουγάδα δηλαδή.

  1. - Άντε μην μαζέψω τα τσαμασίρια μου και την κάνω από δω μέσα καμμιά μέρα. Όλο αύριο, αύριο, έχω τρελλαθεί στο χειρογλύκανο… Το δεξί μου χέρι μοιάζει με μποντιμπιλντερά ρε πούστη μου…

  2. - Ρε συ Λούλα, σαν πολλά τσαμασίρια δεν μάζεψες εδω μέσα, μην χέσω!

  3. - Άιντε, πάρε τονμπούλο, μην σου ρίξω κανά τσαμασίρι και με θυμάσαι για πάντα...

  4. - Τα τσαμασίρια, τ'άπλυτα, τα παραπεταμένααααα, πάρτα και φύγε φίλε μου, δεν κάνεις πιά για μέεεεναααα! (o original στίχος του άσματος που κόπηκε από την Ελληνάραδικη δικτατορία του Μεταξά σύμφωνα με έγκριτους μουσικονετολόγους)

Βλέπε και μαρκούτσι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πρόκειται για λέξη πασπαρτού που περιγράφει οποιοδήποτε μικροαντικείμενο, μαραφέτι, εξάρτημα, μπλιμπλίκι, γαμίδι ή ψιψιψόνι.

- εγώ παιδιά έχω κόψει αρκετά σκατολοιδια που έπαιρνα, έχω καταργήσει τελείως τα αλλαντικά και βέβαια μποϊκοτάρω τα αναψυκτικά τύπου cola (ανοργασμικό παραλήρημα γκρηνιάρας από φόρουμ)

- συναντήθηκα το πρωί κατά τις 10 με την αδελφή της μαμάς μου ήθελε να μου δώσει κάτι ...βρακιά :-) να τα παω στη μανά μου όταν παω στο νησί...μετά χάζεψα στις βιτρίνες , πήγα στο Χόντο , πήρα διάφορα σκατολοιδια από εκεί, αγόρασα και ένα φουστανάκι, ένα βιβλίο και μετά άραξα σε ένα καφέ στην πλάκα και ήπια ...νερό.....γιατί καφέ είπαμε γιόκ και χαζολόγησα και διάβασα λίγο από το βιβλίο μου......αυτααααα..... (Συναρπαστική αφήγηση από φόρουμ σε thread με τίτλο «Girls just wanna have fun!» – παρακαλείται κάποιος να βάλει τέλος στο μαρτύριο του εν λόγω girl).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Άχρηστα πράματα, σκουπίδια αλλά όχι μόνον.

Τι τα θέλεις τα σιανάφαρα στο κατώι;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Οποιοδήποτε λιλιπούτειων διαστάσεων εξάρτημα (βίδα, παξιμαδάκι κ.α.) αφαιρούμε από ηλεκτρική ή ηλεκτρονική συσκευή την ώρα που την επισκευάζουμε, το οποίο μας πέφτει από τα χέρια και μετά περνάμε το υπόλοιπο μισάωρο ψάχνοντάς το στο πάτωμα, συνήθως σε μωσαϊκό όπου είναι ακόμα πιο δύσκολο να το βρουμε.

- Ο Αντώνης είδε το πουπήγιο να του γλιστράει από το τραπέζι και κοίταξε αμέσως να δει πού πάει αλλά δεν πρόλαβε, οπότε καταράστηκε την τύχη του και έπεσε στα γόνατα να το βρει.

Η Πουπηγία του Καρβέλα. (από Hank, 04/05/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μικροαντικείμενο (βίδα, παξιμάδι, σφήνα κλπ) που χρησιμοποιείται για την κατασκευή / επιδιόρθωση / συναρμολόγηση άλλου αντικειμένου (μεγαλύτερου και πιο σύνθετου). Το αποκαλούμε έτσι όταν γνωρίζουμε τη χρήση του αλλά δε γνωρίζουμε την ονομασία του.

- Ρε Τάσο… πιάσε ρε αυτό το παπάριτζερ να το βάλουμε στο σασμάν.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μικρό συνήθως αντικείμενο άγνωστης προέλευσης και χρήσης. Το βρίσκουμε κατά την συναρμολόγηση παντός είδους κινητήρα ή μηχανής γενικά. Συνηθίζεται να περνά απαρατήρητο ή να χάνεται.

- Ρε μαλάκα! Μήπως είδες εκείνο το παπαράκι;

- Γαμημένο παπαράκι, πώς μπαίνει τώρα αυτό!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία