Επιπλέον ετικέτες

Αυτός ο οποίος αποχαυνώνεται όταν δει ωραία γυναίκα.

Tι κοιτάς ρε σα χαυνομούνης, πήγαινε μίλα της.

Δες και -μούνα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο μαλθακός άνθρωπος, αυτός που δεν τυγχάνει ιδιαίτερης εκτίμησης από τους άλλους.

Συνήθως εννοούμε και τον αγύμναστο, με πλαδαρό σώμα.

-Κοίτα ρε φίλε αυτή τη δίμετρη κοπέλα τι χαλβά συνοδό έχει! Πώς γίνεται αυτό; -Αν είχες και συ μια SLK cabrio θα έβλεπες πώς γίνονται αυτά...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Απαξιωτικό κράξιμο, συχνά συνοδευόμενο από την ιαχή φτεραααα!

Απευθύνεται τόσο σε ομοφυλόφιλους, όσο και σε μαλθακά άτομα και πάσης φύσεως λουλούδες.

Φτερού είναι το παρατσούκλι του Αντρέα, ενός αγνώστων λοιπόν στοιχείων cult μικροπωλητή φτερών, ο οποίος επί 40 τουλάχιστον χρόνια περιφέρεται κουνάμενος - λυγάμενος στους δρόμους της Αθήνας φωνάζοντας με επιτηδευμένη θηλυπρέπεια Φτεράααααα!

Η Φτερού είναι πάντα ετοιμόλογη και δεν χαρίζεται σε όσους επιχειρούν να την κράξουν. Όπως διηγείται ο Κ. Παπασπήλιου στο Οι ωραίοι των Αθηνών, η Φτερού κάποτε έκανε ρόμπα κάποιον κουραδόμαγκα με καρό κοστουμάκι λέγοντάς του «Το τραπεζομάντιλο που φοράτε, το έχω κι εγώ σπίτι μου».

Σύμφωνα με ανεξακρίβωτo αστικό μύθο, η Φτερού δεν είναι αδελφή αλλά υποδύθηκε την εν λόγω persona για να σπουδάσει τα παιδιά της.

  1. - ΜΩΡΗ ΦΤΕΡΟΥ ΠΛΕΝΕΙΣ ΚΑΙ ΠΙΑΤΑ ΚΑΙ ΣΕ ΚΑΡΠΑΖΩΝΕΙ Η ΓΥΝΑΙΚΑ;;; ΦΤΟΥ ΣΟΥ ΜΩΡΗ ΜΠΑΜΙΑ (κράξιμο από φόρουμ).

  2. - Φοβάσαι μη σου πουν ότι ακούς Stratovarius μωρή φτερού; Αν είχες IQ πάνω από 15 θα καταλάβαινες και 2 πράγματα παραπάνω. Μάλλον κάτι άλλο έχεις ανοιχτό... όχι το μυαλό σου (κράξιμο από φόρουμ).

  3. - Αυτή όμως η κίνηση θα δείξει και τις μεγάλες διαφορές που κρύβονται ανάμεσα στους πισωγλέντηδες. Πλέον δημιουργούνται δυο μέτωπα. Οι ελεύθεροι κι ωραίοι (κοινώς φτερού) θα πηγαίνουν προς Μύκονο μεριά. Οι παντρεμενάκηδες (κοινώς φούστα-μπλούζα) θα πηγαίνουν προς Τήλο μεριά. Προβλέπεται ξεμάλλιασμα... (από blog).

  4. - Σήμερα το πρωί καθώς περπατούσα στην Αιόλου, άκουσα τη φωνή του Ανδρέα, «της Φτερούς». Για λίγα δεύτερα νόμιζα πως ήμουν οχτώ ετών, κάπου κοντά στο Σύνταγμα και άκουγα τον Ανδρέα να φωνάζει “Φτεράαααα” (Αναφορά στον Αντρέα, από blog).

Αντρέας η original φτερού (από Vrastaman, 30/10/08)

Ωραίοι τρελοί της πόλης: Φτερού (Αθήνα), Ρέψας (Θεσσαλλλονίκη), Μπαμπαΐας (Καβάλα), Μπαραμπάκος (Χανιά).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μια ακόμη πιο κουλέζικη λέξη για τον φλώρο ή φλωρούμπα. Λόγω και του θηλυκού γένους, αλλά και της εσάνς που έχει η Φλωρεντία σαν πόλη των τεχνών, της ομορφιάς, της Αναγέννησης κ.τ.λ. ο όρος έχει μια λίγο πιο γκέι χροιά από τον απλό φλώρο. Γιατί εννοείται βέβαια ότι το κουλέζικο λογοπαίγνιο αφορά στην Φλωρεντία (Firenze), την σπουδαία πόλη της Τοσκάνης, που άκμασε κατά την Αναγέννηση, και είναι φημισμένη για την ομορφιά της. Εξάλλου, πολλοί από τους Φλωρεντίνους γκεϊλλιτέχνες, την ανακαλύπτανε την φωτοσκίαση, όπως μπορεί να βεβαιώσει και ο τεχνοκριτικός του σάιτ μας JohnBlack.

Όμως, παραμένει αμφίβολη η ετυμολογική σχέση, και εδώ το ζήτημα της ετυμολογίας του φλώρου είναι ανοιχτό. Γιατί, σύμφωνα με τον Μπάμπη:

Φλωρεντία < λατινικό Florentia < florens = ανθισμένος < florere < flos- floris = άνθος
(ενώ Firenze < Fiorenza < Florentia).

Όμως:

φλώρος < αρχαίο χλωρίων (κατά παρετυμολογία από το φλουρί) < χλωρός.

Όπου ο φλώρος θεωρείται ότι προέρχεται από το ομώνυμο ωδικό πτηνό με μελωδικό κελάηδημα, λαμπερό ελαιοπράσινο φτέρωμα, μεγάλες κίτρινες κηλίδες στις φτερούγες και την ουρά και υπόλευκο άνθος.

Είναι όμως όντως έτσι; Εγώ νόμιζα πάντα ότι φλώρος= ο λουλουδάτος.

Και β) πώς ορίζουμε τον φλώρο; Μήπως ήρθε η ώρα για μια αποδόμηση της παραδοσιακής έννοιας του φλώρου, αντίστοιχη με αυτή που έγινε για το φρικιό; Μήπως κατορθώσει κι ο Άλλος να ξαναμπεί στην κούρσα για το Non-Kavli Anti-Prize;

Πηγή: Σχόλιο του the tongue στο λήμμα φλώρος / φλωρούμπας.

- Φλωρίζει λίγο ο Πέρι, ή μου φαίνεται;
- Ποια λες, την φλωρεντία; Μα δεν το βλέπεις ότι ο τύπος την απεικονίζει την προοπτική;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το μαμόθρεφτο, το βουτυρόπαιδο. Άνθρωπος που μιλάει πολλά και δε λέει τίποτα. Σπαστικιά φωνή. Αδύνατο να βασιστείς επάνω του. Κομψευόμενος. Χωρίς να είναι αδερφή, το ντύσιμο του έχει συνήθως κάτι το αδερφίστικο.

Κλασικός τύπος φλούφλη ήταν ο Γκιωνάκης σε νεαρή ηλικία στις ταινίες του '60. Αλλά το είδος ευδοκιμεί και σήμερα.

Συγγενή λήμματα: λολοφιόγκος, λούλης, τσιχλιμπίχλης, λαλάκης, φλώρος

- Δε λέω, ευγενής είναι, καλές σπουδές έχει αλλά για φλούφλη τον έχω κόψει, ρε παιδάκι μου ... Δε νομίζω ότι θα τα βγάλει πέρα ...

(από poniroskylo, 05/05/08)(από poniroskylo, 05/05/08)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το τρυφερό πόδι (στον κόσμο όχι του Λούκι Λουκ αλλά του Παλούκι Λουκ), το αντίθετο του κωλοπετσωμένου. Είναι δηλαδή ο φλώρος που δεν έχει εκτεθεί στην τραχύτητα και τους κινδύνους της ζωής με αποτέλεσμα τα κωλομάγουλά του να είναι υπερβολικά τρυφερά, ο βουτυρομπεμπές, ο βιτάμ σοφτ.

1. Θέρμανση ανοιχτή όλο το χρόνο; Μα, καλά, πόσο τρυφερόκωλος είσαι;

2. afta na ta vlepoun meriki triferokoli grafiades me mixani pou gkriniazoun gia na pane mia volta e8niki!

3. Το αντιλαμβάνονται αυτό οι τρυφερόκωλοι χαρτογιακάδες ;

4. Για να περάσει ένας χρόνος λιγότερος χαμηλά επειδή οι τρυφεροκώληδες της 4 δεν μπορούσαν τη Δ, μπήκαμε σε ένα επικίνδυνο μονοπάτι

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο φλώρος, ο μαλθακός, ο καλομαθημένος, που δεν αντέχει σε δύσκολες συνθήκες.

- Είπα και στον Τάκη να 'ρθει στο camping.
- Πφφ, σιγά μην έρθει, αυτός είναι τρυφερό πόδι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Ένας εκκεντρικός συνήθως καλλιτέχνης ροκάς / μεταλλάς / γκοθάς κτλ. με θηλυπρεπή εμφάνιση, έντονο έως προκλητικά έντονο μακιγιάζ, προσεγμένη κόμη που πραγματικά μπορεί και να μην είναι ομοφυλόφιλος. Παραδείγματα τέτοια ο Marilyn Manson, ο Βrian Molko κ.α.

  2. Ο πούστης με έντονη θηλυπρέπεια και μακιγιάζ στο πρόσωπο, αλλά ταυτόχρονα και αντιφατικά μεν με περίσσια μαγκιά συνήθως σε μια απέλπιδα προσπάθεια του να πείσει τους επικριτές του ότι τουλάχιστον είναι μάγκας, ντόμπρος και βαρύς στα λόγια και στις πράξεις κι ας είναι πούστης. Βρίσκεται σε διαρκή άρνηση και μη αποδοχή της ομοφυλοφιλίας του και καταλήγει να γίνεται διπλή ρόμπα και ξεφτίλα μιας και δεν καταφέρνει να πείσει ούτε τον ίδιο του τον εαυτό ότι η καινοτομία που πάει να εισάγει (αυτή του μάγκα πούστη) θα του αποφέρει καρπούς / μερικούς πόντους για να ανέβει κατηγορία πάνω από τον κλασσικό πούστη. Στον Ελλαδικό χώρο καταξιωμένος πουδρόμαγκας είναι ο Ανδρέας Ευαγγελόπουλος a.k.a «Εθνικός Σταρ», trash είδωλο των 90's, που εισήγαγε την, τολμηρή ομολογουμένως, «μεγάλη Ιδέα» για την εποχή του μάγκα πούστη με πεταλουδέ μάτι(όπως τον έκραζε τότε ο ανταγωνιστής του και επίσης πουδρόμαγκας Μίστερ Μπούτιας σε μια διαμάχη που είχαν στην trash εκπομπή του Ερωτοδικείου).

Ο Εθνικός Σταρ σε πολλές εμφανίσεις του κρατούσε ένα κομπολόϊ από τα 90's μέχρι πρόσφατα. Σε μια του δήλωση είπε χαρακτηριστικά:

-«Εγώ χορεύω κορίτσι μου ζεϊμπέκικα, αυτό με εκφράζει εμένα. Είμαι βαρύς εγώ αγάπη μου κι ας φοράω πούδρα!»

Ο Λ.Λαζόπουλος σε εκπομπή του γκρέμισε το προφίλ/καινοτομία του πουδρόμαγκα πούστη ξεφτιλίζοντας δημοσίως τον εμπνευστή της μεγάλης αυτής Ιδέας και τότε μπήκε στο χρονοντούλαπο ο πρώτος και τελευταίος μεγάλος πουδρόμαγκας της εποχής μας...

-Είμαι βαρύς κι ας φοράω πούδρα. Ο πουδρόμαγκας...

(από Mpiliardakias, 06/04/14)(από Mpiliardakias, 06/04/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο καλομαθημένος. Αυτός που τον έχουν στα «όπα-όπα» και «την περνάει πούδρα» (= ζει μια ζωή με ανέσεις).

Συνήθως χρησιμοποιείται ως περιπαικτικός χαρακτηρισμός για οποιονδήποτε απέχει από κάθε μορφή σκληραγώγησης.

- Απο το μισό μέτρο έπεσε ο μαλάκας και κατέληξε με 3 κατάγματα!!
- Πούδραααααας!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παπαδάκια λέγονται τα παιδάκια που ντύνονται σαν μικροί παπάδες και κρατάνε τα εξαπτέρυγα και τα φανάρια στην ακολουθία του Επιτάφιου (τσάμπιονς λιγκ), ή και σε κάποιες τελετές ( αγώνες πρωταθλήματος, κυριακάτικες λειτουργίες δλδ) μέσα στον οίκο του Θεού. Συνήθως είναι παιδιά πιστών χριστιανών, οι οποίοι το θεωρούν τιμή τους. Και γούστο τους καπέλο τους, γιατί είμαστε και δημοκράτες.

Στη (σχεδόν μπαρμπαδίστικη) σλανγκ, ο όρος αναφέρεται στον μαμόθρεφτο, τον απονήρευτο, τον καθωσπρέπει, που -αναδρομικώς σκεπτόμενοι - εικάζουμε ότι όταν ήταν μικρός, θα έπρεπε να ντύνονταν παπαδάκι.

Εντελώς συνώνυμο : πρόσκοπος

- Ρε. τι είναι η σημερινή νεολαία... Κανένα σεβασμός;!;!;
- Μου φαίνεται ότι ξεχνάς τι κάναμε εμείς; - Εμείς ήμασταν παπαδάκια μπροστά σ΄αυτούς τους αλήτες!

(από electron, 19/04/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία