Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Το Κωσταλέξι, το χωριό όπου βρέθηκε το 1978 έγκλειστη σε ένα υπόγειο επί 29 χρόνια για πολιτικο-οικογενειακούς λόγους μια κοπέλα, είναι σε όλους γνωστό. Για περαιτέρω πληροφορίες και γνώμες, δείτε αυτό και αυτό.

Κωσταλέξι λέμε σήμερα αφενός την κατάσταση μιζέριας, αλλά και ένα ψυχολογικά ή/και εμφανισιακά μίζερο και τρισκακόμοιρο, απροσάρμοστο άτομο -μεταφορικά πάντα.

Παρεμφερή λήμματα: γκάου, αρούγκανος, περιορισμένης ευθύνης, μπουνταλάς, νταού κατάσταση, γκαγκά, τουντς, γκαούγκαγκας, γκαούγκαλος, ούγκαλος, ασβός, βρωμέας, βρωμύλος, λερέτης, λεχρίτης, μπιχλάντεν, μπίχλερμαν, μπόχας, Πασχάλης, τυροβρωμίκουλας, χλέμπουρας, λιμοξίφτερος.

Η λέξη χρησιμοποιείται και για να χαρακτηρίσει έναν τρισάθλιο χώρο.

  1. - Μαλάκα, είδες λεφτά η γκόμενα; Έχεις καταλάβει πού ζει;
    - Τι πού ζει ρε συ, δε μπα να ζει και στο Μπάκινγχαμ, τι να το κάνεις, δεν την αφήνουν οι γονείς της να δει άνθρωπο, έχει ξεχάσει να μιλάει το άτομο, είναι εντελώς τελείως Κωσταλέξι!

  2. - Η κόρη μας θα μας φέρει απόψε το νέο της φλερτ...
    - Κανα Κωσταλέξι θα μας κουβαλήσει πάλι, σαν τον προηγούμενο που κυκλοφορούσε με τα τρύπια βρακιά...

  3. Ααα!!! Με γεια το σπίτι! Αυτό, μάλιστα! Όχι σαν το κωσταλέξι όπου έμενες πριν...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Το μαγαζί που πουλάει λογιών λογιών καπότες. Κάποτες υπήρχε ένα τέτοιο στην Κάνιγγος νομίζω, κι άλλο ένα κάπου κοντά στην Φειδίου, ή λέω το ίδιο, τεσπα κει μέσα μπορούσες να βρεις ό,τι σχήμα (σε μορφή ζώου, φαντασματακίου, καρτούν κλπ), χρώμα, άρωμα και γεύση καπότας ήθελες. Για την σαχλή ιστορία του πράγματος, είχα πάει προ πολλών ετών με τον πατέρα μου στο Άμστερνταμ, πολύ προτού σκάσουν μύτη αυτά δω χάμου, και κει που βολτάραμε, περάσαμε απ' έξω από ένα τέτοιο. Καθώς δεν τα ήξερα και δεν είδα προσεκτικά την βιτρίνα, μου φάνηκε ότι ήταν ένα μαγαζί με curiosités και είπα στον καημένο τον πατέρα μου «πάμε μέσα να δούμε» και μπήκε κι αυτός μαζί μου αφηρημένος. Όταν κατάλαβε σε τι μαγαζί ήμασταν κόμπλαρε, εγώ το ίδιο, αλλά το παίξαμε άνετοι (ε, ο πατέρας μου είχε πάει προς την πόρτα με ελαφρά πηδηματάκια), διάλεξα μερικές για τους φίλους μου, και τότε η ταμίας μας κοιτάει και τους δύο μαζί συνωμοτικά και μου λέει: «Αυτές είναι για να παίξετε, θα σας δώσω και μερικές κανονικές για την πράξη»...

Λέγεται και κοντομερί από το γαλλικό condommerie.

  1. Προς τιμήν του εξαφανισμένου Γκατς, να χώσω και ένα λογοπαίγνιο: καποτάδικο είναι το στέκι όπου συχνάζουν νέοι μιας κάποιας ηλικίας. Από το «κάποτε».

Θα μπορούσε να λέγεται έτσι και η ντισκοτέκ Ρετρό (αν υπάρχει ακόμα) ή ένα άλλο παρεμφερές κλαμπάκι που δεν ξέρω πώς το λένε, ξέρω όμως ότι υπάρχει κάπου προς Φάληρο;;; (το έμεντάλ μου μέσα...)

  1. - Ρε συ υπάρχουν ακόμα καποτάδικα ή έχουν κλείσει; - Γούγλαρέ το και θα δεις.
    ...
    (μετά από λίγο)
    - Λοιπόν μπες εδώ και θα βρεις μάλλον αυτό που έλεγες:
    http://stellanelcielo.blogspot.com/2009/04/blog-post_15.html

  2. Θα πάμε σε κανα μπαράκι της προκοπής απόψε ή θα με πας πάλι σε καποτάδικο;

Aν γνωστές φίρμες έβγαζαν καπότες... (από allivegp, 01/08/09)Oυροδόχοι κύστεις χοίρων (από allivegp, 01/08/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εκεί που στήνεσαι και βλέπεις όλον τον κόσμο να περνάει, το μέρος από όπου περνάνε όλοι. Με κατάληξη σε -άδα, όπως προμενάδα, βαρκάδα κ.ο.κ.

Πηγή: Κνάσος.

- Πάμε περαντζάδα να μας δει λίγος κόσμος ρε μαλάκα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χρησιμοποιείται προκειμένου να δείξει τον απόλυτο βαθμό κατά τον οποίον υπερτερεί αυτό το οποίο θέλουμε δια της φράσης να εξυψώσουμε. Η προέλευση της φράσης θα πρέπει ν' αναζητηθεί στα Λούκυ Λουκ.

- Πω ρε μαλάκα...τι μπουτάρες έχει αυτή η Ελένη...!
- Άσε φίλε! Τα πιο όμορφα μπούτια ανατολικά του Μισισιπή! - Γιατί ρε, δυτικά του Μισισιπή παίζουν καλύτερα;
- Πού να ξέρω ρε ζωέμπορα, λέμε τώρα...

Δικστής Ρου Μπήν. Ο νόμος δυτικά του Πέκος (από GATZMAN, 15/04/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Όπως γνωρίζουμε, οι Άγιοι Τόποι υπήρξαν θέατρο σφοδρών συγκρούσεων ήδη από την εποχή των Σταυροφοριών. Η θρησκευτική διάσταση της συγκεκριμένης περιοχής, δηλ. της Παλαιστίνης, είναι υψίστου σημασίας για τις μονοθεϊστικές θρησκείες: Ιουδαϊσμός, Ισλάμ, άπαντες Χριστιανοί, όλοι διεκδικούν την ιερότητα του τόπου.

Στη νεοελληνική πραγματικότητα βέβαια, ο όρος έχει μία ενδιαφέρουσα αμφισημία: πέραν της κλασικής προαναφερθείσας σημασίας, αναφέρεται και στην περιοχή του Πύργου Ηλείας, στο άκουσμα της οποίας αρκετοί συμπατριώτες μας κάνουν το σταυρό τους, υπονοώντας «Θεός φυλάξοι», σε αντίθεση με του προσκυνητές των Αγίων Τόπων, οι οποίοι κάνουν το σταυρό τους λόγω της ιερότητας του χώρου.

Η φήμη των Πυργιωτών και Αμαλιαδαίων ανά το Πανελλήνιο είναι αρνητική και παραπέμπει σε εξ ίσου αρνητικά στερεότυπα, γεγονός άδικο αφού η μπάλα παίρνει τους πάντες, είτε είναι καλοί είτε όχι. Θα μπορούσαμε να αναφερθούμε σε έναν ιδιότυπο ρατσισμό, αφού χαρακτηρίζουμε κάποιον απλώς και μόνο από τον τόπο καταγωγής του.

  1. Αναφορά σε διαδικτυακό blog:

Σύμφωνα με τον έγκυρο ταξιδιωτικό οδηγό lonely planet, ο Πύργος Ηλείας είναι ευρύτερα γνωστός με το τοπωνύμιο, «Άγιοι Τόποι».
Ο λόγος;
Όποιος περνάει από εκεί κάνει το σταυρό του.

  1. Ανέκδοτα από ομάδα στο facebook:
    ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΓΙΑ ΠΥΡΓΙΩΤΕΣ:

Τι κάνει ένας Καλαματιανός στα Ζωνιανά; ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ
Κι ένας Πυργιώτης; Master
Είναι μέσα σε ένα αυτοκίνητο ένας Πυργιώτης και ένας Καλαματιανός ποιός οδηγεί; - Η ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ!

ΚΑΤΟΙΚΟΥΜΕ ΣΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ ΤΟΠΟΥΣ--- ΣΕ ΟΣΟΥΣ ΛΕΜΕ ΠΩΣ ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΥΡΓΟ... ΚΑΝΟΥΝ ΤΟ ΣΤΑΥΡΟ ΤΟΥΣ...

Γιατί οι Πυργιώτες, οδηγούν αυτοκίνητα με μικρά τιμόνια;
Για να μπορούν να οδηγούν με χειροπέδες.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέγεται για κατάξερα νησιά, με πολύ αραιή βλάστηση, όπως είναι τα Κυκλαδονήσια.

- Έχετε σκιερά δέντρα στο νησί;
- Να φανταστείς πως το πιο ψηλό δεντρί είναι ο μαϊντανός.

Mrs Robinson (από Vrastaman, 25/02/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Απάντηση στην προσφιλή των νεοελλήνων ερώτηση «από πού είσαι;» (βλ. και «τίνος είσαι συ;»), προκειμένου να διαμορφώσουν άποψη (sic) για το ποιόν κάποιου.

Η έκφραση λέγεται με καζαντζίδικη περηφάνεια και υπονοεί καταγωγή πάνω απ’ το αυλάκι = καλό παιδί (αλλά άτυχο).

Βέβαια, καίτοι πάνω απ’ το αυλάκι είναι και η Αθήνα κι ο Πειραιάς, που ανήκουν στη Στερεά Ελλάδα (Ρούμελη), ωστόσο αποκαλούνται συλλήβδην καταχρηστικά «χαμουτζία». Καίτοι ουδείς αμφισβητεί (ούτε ασχολείται με) το αν οι νησιώτες και οι Κρήτες είναι «καλοί αθρώποι» ή όχι, την έκφραση φαίνεται να έχουν οικειοποιηθεί αποκλειστικώς οι βορειοελλαδίτες.

Περί του ποίοι και γιατί θεωρούνται «καλοί αθρώποι» στην Ελλάδα, για να μην πλατειάζουμε (και για να μην ρίξω κανά γαμώσταυρο), ας λάβει τον κόπο ο αναγνώστης να κοιτάξει τα λήμματα-σχόλια-ορισμούς: απέκης, Eίδες Bλάχο; Σ' είδε πρώτος!, μένω στον τόπο κ.α.

- Απο πού είσαι, πατρίδα;
- Απο ’κεί που βγαίνουνε οι καλοί αθρώποι.
- Όπα της! Καρντάσι είσαι βρέ; Εγώ είμαι τεμέτερον απο την Αριδαία! ΠΑΟΚάρα και τα μυαλά στα κάγκελα!
- Εγώ Μανιάτης απο τον Πειραιά...
- Μμμμ... Μπερδεύτηκα τώρα...
- Να σε ξεμπερδέψω εγώ άμα θές!

Έργα Ισθμού: Σκάβοντας το λάκκο τους... (από HODJAS, 29/01/10)Κουίζ: Ποιά είναι η καλή και ποιά η κακή μεριά? (από HODJAS, 29/01/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση που λέγεται όταν είσαι αραχτός, σε κανα καφενείο, ή σε παραλία, ή σε μπαράκι, και βλέπουν τα μάτια σου κάτι που σε ξελιγώνει αλλά δεν τό' χεις, δεν τό'χεις... Περιορίζεσαι λοιπόν στο να μονολογήσεις ή να πεις στον διπλανό σου ή (αν έχεις το απαιτούμενο θάρρος / θράσος) προς το αντικείμενο του πόθου: «Αυτά είναι, φίλε μου, βλέπεις;», με συνώνυμα τα έεετσι!, σωραίος, κλπ, με συμπλήρωμα το «Ω ρε μάνα μου» ή το «τσ-ξςςςς!...» και με βαθύτερη έννοια το «'Ε ρε και νά 'χα τη χάρη σου μπαγάσα... (Θα ήμουν ο πιο γαμάω απ' όλους σας, κλπκλπ)».

Έκφραση βαυκαλισμού ή μεμψιμοιρίας ή μαγκιάς. Εξαιρετικά διαδεδομένη.

  1. Περνά το πλοίο της γραμμής έξω από ένα νησί. Οι επιβάτες χαζεύουν το τοπίο και κολλάνε σε μια σπιταρώνα χτισμένη πάνω στην θάλασσα με δέκα στρέμματα γύρω της δικά της.
    - Αααυτά είναι, φίλε μου, βλέπεις; Αυτά είναι. Να τό' χα εγώ αυτό και σού 'λεγα μετά αν θα ταξίδευα με το πλοίο της γραμμής...

  2. Γέρος στο καφενείο. Περνάει η Λίλιαν απ' έξω.
    - Αααχ... Αυτά είναι μάνα μου, αυτά είναι. Συγχαρητήρια στον μπαμπά και στη μαμά...
    - Ουναμουχαθείς, σκατόγερε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Πρόκειται για το πρώτο (γνωστότερο, δημοφιλέστερο και περισσότερο χρησιμοποιούμενο) μέρος της παροιμίας: Του κώλου τα εννιάμερα - του πούτσου τα σαράντα.

Background / παρασκήνιο: Τα «εννιάμερα» και τα «σαράντα» είναι μνημόσυνα. Τα μνημόσυνα είναι τελετές που γίνονται στην μνήμη νεκρών και αφορούν σε τρισάγια και επιμνημόσυνες δεήσεις. Τρισάγιο γίνεται στο τριήμερο («τριήμερα») και στις εννιά ημέρες («εννιάμερα») από τον θάνατο του νεκρού, ενώ επιμνημόσυνη δέηση ψάλλεται στο «σαρανταήμερο» ή «στα σαράντα» (δηλαδή στις σαράντα ημέρες), στους τρεις μήνες («τρίμηνα»), στους έξι μήνες («εξάμηνα») και στο χρόνο (ετήσιο) από τον θάνατο καθώς και στα τρία χρόνια από την κηδεία.

Στο θέμα μας: Τα «εννιάμερα» γίνονται πριν τα «σαράντα». So, όταν τρώμε κόλλυβα για τα «εννιάμερα» του κώλου, ήδη τρώμε τα κόλλυβα για τα «σαράντα» του πούτσου. Τουτέστιν, πρώτα πεθαίνει ο πούτσος και μετά ο κώλος κι αυτό το ξέρει ο κόσμος όλος.

Επικρατεί, ο πιο θλιβερός θάνατος να είναι ο πρώτος, δηλαδή αυτός του πούτσου. Η θλίψη μας για τα «σαράντα» του πούτσου είναι μεγαλύτερη, κατά πολύ, από αυτή για τα «εννιάμερα» του κώλου.

Συνεπώς, η έκφραση «του κώλου τα εννιάμερα» αναφέρεται σε γεγονότα των οποίων η σημασία κρίνεται ως μικρή σχετικά, δεδομένου ότι υπάρχουν άλλα πολύ πιο σημαντικά για να κλάψει κανείς...

Και εδώ έρχεται και δένει ο παρών ορισμός με τον προηγούμενο (σπεκ στους προλαλήσαντες), όπου αναφέρεται μεταξύ άλλων:

«Χρησιμοποιείται ... για να δηλώσει κάτι ... ανάξιο λόγου, με μια δόση αγανάκτησης ή επιδεικτικής αδιαφορίας.»

-Αυτός ο Κώστας όλο με gucci και armani τριγυρνάει ρε Ελένη, στάνταρ είναι πολύ φραγκάτος.
-Του κώλου τα εννιάμερα είναι μωρή μαλάκω, φραγκάτος και τρίχες, γιαυτό πηγαίνει στην δουλειά με το παπάκι; Μαϊμούδες είναι τα gucci, ξεκόλλα με τις θεωρίες.

(από Vrastaman, 05/02/09)(από pavleas, 05/02/09)(από Galadriel, 05/02/09)(από pavleas, 09/02/09)

Βλ. και Τ.Κ.9 (ταυ κάπα εννιά)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέξη που χαρακτηρίζει ανθρώπους, καταστάσεις, μέρη, ουσίες.

Για κάποιον μάλλον άγνωστο λόγο η λέξη έχει καταλήξει να σημαίνει το τελείως αντίθετό της. Έχω την εντύπωση (και με διορθώνετε αν κάνω λάθος) ότι, κανονικά, ξενέρωτος είναι αυτός που δεν περιέχει νερό, δεν έχει δηλαδή αραιωθεί, διατηρεί όλη του την ουσία και τη νοστιμιά, ο ανέρωτος (βλ. το ούζο του άντρα του Πολλά Βαρύ που μην του μιλάτε το πρωί), ο άκρατος, ο αμιγής, ο ως ωσεκτουτού δυνατός, ο σκληρός (άντρας, τσιγάρο), ο καπάτσος και λοιπά και λοιπά.

Όμως τελικά (ή και αρχικά;) ξενέρωτος σημαίνει βαρετός, ανούσιος, άγευστος, μη ενδιαφέρων.

Ή μήπως λέω Άλαν Ντάλον;

Τι ξενέρωτα πράγματα ρε πούστη... Είναι δυνατόν τώρα να τρώμε έτσι ωραία όλοι μαζί και αυτός να σηκώνεται να πάει, λέει, να πλύνει τα δόντια του για να μην φάει άλλο; Αν είναι δυναμό!

Δες και ξενέρωμα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία