Επιπλέον ετικέτες

Το κουήρι ή κουίρι, είναι μεταγραφή στα ελληνικά της αγγλικής λέξης queer. Μπορεί να δηλώνει:

  1. Γενικά ένα μέλος της κιλότας, έναν ελτζιμπιτή ή μια ελτζιμπιτού
  2. Ειδικότερα, ένα άτομο πολύ ανώμαλο για οποιαδήποτε κανονικότητα: σεξουαλικότητας, φύλου ή άλλης, που ταυτίζεται δηλαδή με τον όρο queer. Ο όρος συχνά αναφέρεται και σε μια γενικότερη ιδεολογία, που έχει και αναρχικές συνδηλώσεις.

Χρησιμοποιείται κυρίως μεταξύ μελών της ΛΟΑΤΚΙ και queer κοινότητας (της Αθηναϊκής, τουλάχιστον) ως θετικός/ουδέτερος προσδιορισμός και δεν έχει αρνητική φόρτιση.

Κάνει παράγωγα όπως κουηρεύω, κουήρεμα (το), κουηρόκοσμος.

Βλέπε και λοξός-ή

Πάλι καλά που ήρθανε και πέντε-δέκα κουήρια στην πορεία, γιατί την δεν άντεχα τόση ματσίλα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Το κάπνισμα χασίς ή μαριχουάνας. Επίσης χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει το ίδιο το αντικείμενο, δηλαδή το τσιγάρο ή την ενεργό ουσία.

-Έλα τι λέει, να ρθω για πιώμα;

-Άμα θες πιώμα, φέρε το πιώμα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Συνήθως χρησιμοποιείται σε μορφή ερώτησης προς τον κροκόδειλα της παρέας που έχει μαζευτεί για πιώμα. Κάθε φορά που αυτός "ξεχνιέται" να γυρίσει το τσιγάρο, ρωτάμε ειρωνικά "Σάμαλι;", εννοώντας "μήπως θες να σου φέρουμε και κάνα γλυκάκι;". Προέρχεται από τη συνήθεια των χασικλήδων να τρώνε γλυκό μετά το κάπνισμα, αφενός για τις λιγούρες, αφετέρου για να πάνε κάτω τα ζαφείρια και να φύγει η πικρίλα του μαύρου από το στόμα.

Συναντάται κυρίως στη βόρεια Ελλάδα.

-...PΗFFFFFiiiiFFFFF.......PΗFFFFFFOuOuOuOuFFFFF....PΗFFFFFiiiiFFFFF.......PΗFFFFFFOuOuOuOuFFFFF

- Σάμαλι;

- Άραξε ρε φίλε δυο τζούρες έκανα!

- Έλα να γυρνάει..

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Το άτομο αυτό, συνήθως θηλυκού γένους (πληθ.: τσουτσούδες), που πετυχαίνει κανείς στα μέσα μαζικής μεταφοράς, το οποίο, καθώς μπαίνει ή κινείται μέσα σ'αυτά,
αν θεωρεί ότι το εμποδίζεις και πρέπει να κάνεις στην άκρη να περάσει,
αντί να ανοίξει το στόμα του και να το ζητήσει ευγενικά, σαν άνθρωπος, κάνει απλά με το στόμα τον εκνευριστικό ήχο «τσου», αγανακτισμένο κιόλας που δεν μύρισες τα νύχια σου για να καταλάβεις τι σκατά θέλει.

(μέσα σε λεωφορείο που είναι φίσκα)
- Τσου! ΤΣΟΥ!!
- Τί «τσου» και μαλακίες μωρή τσουτσού;;!! Μίλα σαν άνθρωπος και πες τι θέλεις!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Κάναβος ή Κανάβη (με ένα ν χεχε) ή τζίβα ή τρίχα

Σχοινί σε ίνες. Χρησιμοποιείται σε υδραυλικές ενώσεις μεταξύ σωληνώσεων στις οποίες μένουν κενά στα πάσα. Πχ σε σωλήνες μεταλλικές με μεταλλικές ή πλαστικές με μεταλλικές και το ανάποδο.

Τυλίγεται επάνω στα πάσα του αρσενικού συνδέσμου και μπαίνει μέσα στα κοιλώματα ωστε να καλύπτει μικρά διάκενα τα οποία υπάρχουν και απο τα οποία θα υπήρχε διαρροή νερού αλλιώς.

Η σημερινή μόδα είναι το τεφλόν..

Ο όρος χρησιμοποιείται (κυρίως) απο υδραυλικούς !

Οχι ετσι ρε μαλάκα . Η τζίβα πρέπει να πάει στα πάσα μέσα, αλλιώς θα τρέχει !

λεζάντα εικόνας

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η κουκουβάγια στα αρβανίτικα. Δες και Κουκουμάτσια

Ζουμπουλία: Αντε μαρή κουκουμάφκα

λεζάντα video

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Κομοδίνο, κομμάτια, πίτας (συνήθως για κοροϊδία)

Που σαι ρε λείψανο Λέγε ρε λειψανιματία

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Ουσιαστικό - Θυληκό «Ράγισσα»

Τούρκικη καταγωγή. Προσβολή για Έλληνες, Αρμένιους και Πόντιους. Ο υποταγμένος, ο υποδουλωμένος, αυτός που πληρώνει χαράτσι.

Από το έτος 2020 άρχισε να χρησιμοποιείτε στην Πάτρα ακριβώς όπως χρησιμοποιούν οι Αφροαμερικάνοι την λέξη «nigger». (δηλαδή ένας όρος όπου επιτρέπεται να χρησιμοποιούν μόνο οι ομόφυλοι Αφροαμερικάνοι και κανένας άλλος, αλλιώς θεωρείται μεγάλη προσβολή)

1 - Γιο Ραγιά μου, τι λέει;

- Άσε ραγιά μου, έχω κόψει φλέβες με το αφεντικό μου. Απαίσιος ραγιάς!

2 - Ραγιά μου κοίτα δεξιά σου, αυτή είναι η γκόμενα που μου έβγαλε την πίστη.

- Έτσι είναι οι ράγισσες με κόκκινα μαλλιά...

Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως επίθετο (Ραγιάδικο/η)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Άτομο που επιδίδεται συχνά στην πράξη του σάπινγκ.

Ο τύπος την άραξε σε μιά καρέκλα σε όλο το γλέντι και δεν κουνήθηκε καθόλου. Μιλάμε για τεράστιο σάπιλ..

Συνώνυμα

σαπίδι, το


Παράγωγα

Καραφλοσαπίλος (ή Καραφλοσάπιλ), ο

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πρόκειται για άτομο με την ιδιότητα του Σαπίλος (ή Σάπιλ), που όμως φέρει -από επιλογή ή εκ φύσεως- καράφλα.

-Βλέπεις τους τύπους εκεί που αράζουν; Ο ένας είναι μεγάλο σαπίδι. -Ποίος από όλους; -Ο καραφλοσάπιλ..

Ετυμολογία

καραφλός, ο + Σαπίλος (ή Σάπιλ), ο

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία