Υβριστικός χαρακτηρισμός για κάτοικο της Αιανής Κοζάνης. (Δες).
Κορακογάμηδες, πώς βρίζονταν οι οικισμοί μεταξύ τους. (Εδώ).
Υβριστικός χαρακτηρισμός για κάτοικο της Αιανής Κοζάνης. (Δες).
Κορακογάμηδες, πώς βρίζονταν οι οικισμοί μεταξύ τους. (Εδώ).
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Παμπάλαιος σλανγκ όρος. Με πολλαπλές χρήσεις. Αναφέρω τις κυριότερες:
Κωλόμπαρο: Η κονσοματρίς που στο τέλος της βάρδιας της, αντί να πληρωθεί, το αφεντικό της ζητάει να πληρώσει τα ποτά που ήπιε.
Ο όρος προέρχεται από την χρηστικότητα του συγκεκριμένου συμπαθέστατου ζώου, που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το γεγονός ότι πρέπει να πατάει γερά και στα τέσσερα πόδια του. Δυστυχώς, ένα κουτσό άλογο ισοδυναμεί με ένα άχρηστο στην αρχή και νεκρό στη συνέχεια άλογο.
-Ο πρόεδρος υποσχέθηκε ότι θα κάνει μεταγραφές του χρόνου. -Ποιος ξέρει τι κουτσάλογο θα μας κουβαλήσει πάλι...
-Όλα τα λεφτά στο 5, έχω πληροφορία.
-Άσε μας ρε Λάκη. Όλο σότα μας δίνεις. Ο ΤΡΕ ΜΠΙΕΝ (το 5) είναι γνωστό κουτσάλογο. εγώ σε πάω στοίχημα, ότι δεν θα τερματίσει καν...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Η βρωμιάρα γκόμενα, αυτή που μετά από τον κώλο της το βάζεις στο μουνί και δε λέει τίποτα.
Φύγε από δω μωρή κωλομούνα, δε σε γαμάω χωρίς καπότα.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Τυπολογικό όνομα που δηλώνει τον μαλάκα, συνώνυμο του μαλακαντρέας. Πιθανολογώ ότι ο λόγος που επελέγησαν τα ονόματα Αντώνης και Αντρέας και όχι κάποια άλλα σχετίζεται με τους πολιτικούς Αντώνη Σαμαρά και Ανδρέα Παπανδρέου αντιστοίχως με το ότι αρχίζουν από άλφα και είναι τρισύλλαβα. Για τη σλανγκικότητα εξάλλου του ονόματος Αντώνης, βλέπε τα βουβαντώνης, τρελαντώνης, αλλά και το αντώνης. Καίτη, λοιπόν, η μεγάλη πλειοψηφία των αποτελεσμάτων στον γούγλη αναφέρεται στον πρώην πρωθύ Αντώνη Σαμαρά, το τυπολογικό όνομα προϋπήρχε.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Πρόκειται για άτομο που είναι μεγάλος τσιγκούνης, που η τσιγκουνιά του μπορεί να σκοτώσει και άνθρωπο, που δεν δίνει ούτε cent ακόμα και σε άτομα που πραγματικά χρειάζονται βοήθεια και κοιτάει πώς θα γεμίσει το πορτοφόλι του με όσο το δυνατόν περισσότερα.
Συνώνυμα: φιλάργυρος, σπαγγόραμα / σπαγγοραμένος.
- Ρε τον ματζιρόπουστα τον Άκη, του ζήτησα να μου δανείσει 1 ευρώ να πάρω τσιγάρα, και έκανε σαν υστερικός.
- Έτσι είναι φίλε, δεν είναι όλοι ανοιχτοχέρηδες σαν εμάς.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Αυτός ο οποίος:
- Είδα τον Νίκο ρε συ προχτές!
- Τί κάνει αυτός ο μπασταρδομούνης;
- Γιατί τον λες έτσι;
- Όλο με κάτι Αφρικανοπακιστανές τη βγάζει!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία
Πλεονασμός για να δηλώσει κάποιον εντελώς βλάκα και ηλίθιο, που είναι και μπετός και στόκος. Στην πραγματική ζωή αγνοώ πώς μπορεί να συνδυαστεί το μπετό με τον στόκο (ξερωγώ να ρίξεις στόκο πάνω σε μπετό;), πάντως στο σλανγκικό σύμπαν ταιριάζουν μια χαρά για να σημάνουν αυτόν που είναι υπερβολικά μπετόβλακας, μπετόβεργα κ.τ.ό. Και ναι, δίνει πολλά χτυπήματα στον γούγλη (τόσο μπετόστοκοι είμαστε να χρησιμοποιούμε μια τόσο ηλίθια έκφραση).
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Παρτάλι-μουνί: είναι η γυναίκα - κοπέλα που πλέον έχει φτάσει στο σημείο της εξαθλίωσης από το σεξ, τις καταχρήσεις, ποτά, ξενύχτια.
Επίσης παρταλομούνα θεωρείται και η γυναίκα - κοπέλα που έχει κάνει παρτούζα.
Ρε χτες γαμήσαμε με κάτι φίλους μια πολύ παρταλομούνι ρε φίλε...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Από την πολύ συχνή της χρήση η φράση «πουτάνας γιός» καθιερώθηκε τόσο πολύ στην γλώσσα μας που πλέον μπορεί εύκολα να θεωρηθεί ως μία, ενιαία και αδιαίρετη λέξη. Κάτι σαν την Αγία Τριάδα. Συχνότατη η χρήση της λέξης αυτής στα γήπεδα, στις δημόσιες υπηρεσίες και όπου βασιλεύει η κλασσική ελληνική καφρίλα.
Κλίση του ουσιαστικού
Ενικός Αριθμός
Ο πουτανασγιός
του πουτανασγιού
τον πουτανασγιό
πουτανασγιέ
Πληθυντικός Αριθμός
Οι πουτανασγιοί
των πουτανασγιών
τους πουτανασγιούς
πουτανασγιοί
- Τι έδωσε ρε ο πουτανασγιός; ΠΕΝΑΛΤΥ;
- Όχι ρε. Θέατρο
- Α. Δεν είναι και τόσο πουτανασγιός τότε. ΑΛΛΑ ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ, ΕΙΝΑΙ!!
- Μία ώρα περιμένω για μια κωλοϋπογραφή ρε αρχίδια, πουτανασγιοί!
- Σας παρακαλώ κύριε, ηρεμήστε
- Σκάσε μωρή πουτανασκόρη.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Συνώνυμο του τσιμπουκόστομα, κυρίως χρησιμοποιείται ως βρισιά, προκειμένου να υποχρεώσουμε τον υβριζόμενο αντίπαλο στη σιωπή, αφού θεωρείται ότι το στόμα του έχει ως μοναδική χρηστική αξία το να παίρνει πίπες, οπότε δεν θα πρέπει να το χρησιμοποιεί επιπλέον και για να μιλάει/ εκφέρει τη γνώμη του/ πιάνει σε αυτό πράγματα και πρόσωπα που τον υπερβαίνουν και τα λερώνει αναφέροντάς τα λεκτικώς κ.ο.κ. Μικρή διαφορά από το απλό τσιμπουκόστομα είναι ότι το πουτανόστομα παίρνει πίπες επί πληρωμή, οπότε είναι ακόμη μεγαλύτερη ξευτίλα.
Σπανιότερα μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε σαδομαζοχιστικές φαντασιώσεις με θετικό πρόσημο, ή, μάλλον, με αρνητικό πρόσημο με την κα(υ)λή έννοια, για να περιγράψει κάπως πιο κυριολεκτικά κάποιον που όντως έχει διαπρέψει στην πεολειχία.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!