Από τις σεξιστικότερες ύβρεις, σύμφωνα με την οποία το γυναικείο αιδοίο (και κατ' επέκταση η γυναίκα που το φέρει) παρομοιάζεται και εξομοιώνεται με μια απλή, νέτη σκέτη Τρύπα. Στο μυαλό αυτών που το λένε (διαβεβαιώ τον Τζίζας που πρότεινε τον όρο πως το λεν αρκετοί) η λέξη αυτή είναι ακόμα υβριστικότερη από το μουνί, μουνότρυπα και τα συναφή, καθότι υποβιβάζεται πλήρως η αξία του στη μη αξία μιας τρύπας η οποία, στην καλύτερη περίπτωση να βουλώσει και τίποτ' άλλο. Απαθής, αμέτοχη και αδιάφορη για τους πάντες τρύπα, αυτό είναι η γυναίκα στο μυαλό όσων τις αποκαλούν έτσι. Μάλλον έχουν τους προσωπικούς τους λόγους και δεν έχει να κάνει με το ποιόν της γυναίκας που υφίσταται αυτή την επίθεση.

Υπάρχουν και γυναίκες που το λένε προς τις ομόφυλές τους και τότε έχει μεγαλύτερο μένος η βρισιά. Τώρα αν λέγεται και σε αδελφές, ουκ οίδα. Μεταξύ τους, υποθέτω πως ναι, το λένε.

- Αχ συγνώμη κύριε, δεν το είδα το στοπ...
- Ουστ μωρή τρύπα, μιλάς κι από πάνω...

(από ironick, 22/11/08)

Βλ. και καυλόμουνο, αμαρτωλό, ξεψώλι.

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ως εμφάνιση, ο ανθρωπότυπος αρκούδα δεν είναι απλώς ο εύχοντρος, όπως μας λέει ο ορισμός του Azargled, αλλά ο εύχοντρος και τριχωτός. Η διαφορά της αρκούδας από τον γκάλη και τον γκρηκ λόβερ με τρίχα για πουλόβερ είναι, κυρίως, ότι η αρκούδα έχει τρίχωμα και στην πλάτη (έτσι γίνεται η διαφορική διάγνωση) και επίσης ότι η αρκούδα είναι εύχοντρος, ντουλάπα, με λεπτούς ώμους (αρσενική αχλαδομούνα ένα πράμα) και μεγάλη κοιλιά, ενώ περπατάει και πολύ βαριά.

Ψυχολογικά, είναι καλοκάγαθος κουλ τύπος, ενώ όταν ζευγαρώνει έχει τάσεις να εκτρέπεται στον λουλουκισμό. Νταξ, ο όρος αρκούδα μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για κάποιον που έχει μερικές μόνο από τις παραπάνω ιδιότητες.

- Πάρε την αρκούδα πού 'ρθε να κάνει μπάνιο!...
- Πάλι πρέπει να αλλάξουμε παραλjία γαμώ την αγανάκτησή μου, γαμώ!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η ατάκα προέρχεται από το γεγονός πως ορισμένα ρούχα (πχ μάλλινα), μαζεύουν κατά το πλύσιμο στο πλυντήριο, μ' αποτέλεσμα να μικρύνει το μέγεθος τους.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση και βάσει των παραπάνω, η ατάκα αναφέρεται :

  1. Σε κοντό άνθρωπο, σε τάπερμαν, σε κάποιον που είναι ένα και τίποτα. (παράδειγμα 1)

  2. Σε άνθρωπο που αποδεικνύεται κατώτερος των περιστάσεων. (παράδειγμα 2)

  1. - Το είδες το νέο αμόρε της Λίλιαν;
    - Aν τον είδα, λέει. Πολύ κοντός μωρ' αδερφάκι μου.
    - Άστα μπήκε στο πλύσιμο! Χα χα χα...
    - Θα τον αναλάβει η δικιά σου και σε dt θα τον κάνει φωτογραφία ταυτότητας.

  2. Σαν παίκτης ήταν γίγαντας στο ύψος και λατρεύτηκε.
    Σαν πρόεδρος, μπήκε στο πλύσιμο, κόντυνε και του τα χώνουμε μάλιστα. Ευφυΐα ημιλιπόθυμης αμοιβάδας.
    http://www.aekplanet.com/showthread.php;p=10045

Μπήκα στο πλύσιμο γιαυτό κι οι αυξήσεις που σας έδινα ήταν ανάλογες.Ο Καραμανλής όμως δεν έχει δικιολογία. (από GATZMAN, 30/11/08)Παρόλο που έχω μπεί στο πλύσιμο, η πεθερά μου στην ταινία:"Ο Κλέαρχος, η Μαρίνα κι ο κοντός" με εβαζε να πλένω στον νεροχύτη.Αδικία.Θα κοντύνω κι άλλο. (από GATZMAN, 30/11/08)Πότε Βούγιας, πότε Κούγιας... (από Vrastaman, 30/11/08)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μια ατάκα που ξεπήδησε από τον παλιό καλό ελληνικό κινηματογράφο, δια στόματος Κώστα Χατζηχρήστου (στο ρόλο του Ζήκου) προς τον Νίκο Ρίζο (στο ρόλο του Κιτσάρα). Μιλάμε για την ιστορική ταινία «Της κακομοίρας»

Η πλήρης ατάκα ήταν: «Για κοιτάτε ρε έναν Κιτσάρα, τρία πατώματα στο υπόγειο». Το ωραίο της υπόθεσης είναι πως ο Χατζηχρήστος, ήταν ελάχιστα ψηλότερος από τον Ρίζο (ο Ρίζος είχε τον επίσημο τίτλο του κοντού στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο).

Όταν εκφέρουμε τον όρο, αναφερόμαστε απαξιωτικά και με έμφαση, σε κάποιον κοντοπίθαρο, σε κάποιον που έχει μπει στο πλύσιμο, σε κάποιον ένα και τίποτα, σε κάποιον τάπερμαν βρε αδερφέ, που λεονταρίζοντας, θα πει μια ατάκα στο στυλ της άλλης ιστορικής ατάκας του Ζήκου προς το αφεντικό του: «άντε μην ξεδιπλωθώ και γίνω ένα κι ενενήντα».

Η έκφραση κρύβει έντονη απαξίωση για τον συνομιλητή μας, αφού τη λέμε συσχετίζοντας το μπόι του με τη βαρύτητα που έχει σαν άτομο (κατά την άποψη μας). Δεν αρκούμαστε να μιλήσουμε για υπόγειο κι έτσι αναφέρουμε τρία πατώματα στο υπόγειο (πολύ κάτω από την επιφάνεια), θεωρώντας τον ανύπαρκτο, σκουλήκι, χαμένο, τελειωμένο.

Σα να λέμε, δηλαδή, σε έναν κοντό πως έχει επίπεδο χαμηλότερο από επίπεδο μετροπόντικα.

Κάποιος κοντός κάνει τον καμπόσο σε κάποιον, οπότε ο άλλος σκανάρονταςτον σε κλάσμα του dt, με έντονο απαξιωτικό ύφος του λέει:

- Μιλάνε όλοι, μιλάνε και τα τρία πατώματα στο υπόγειο. Δε χάνω άλλο τα λόγια μου μαζί σου. Άντε... Άντε μη φτύσω και πνιγείς.

(από GATZMAN, 07/05/09)(από GATZMAN, 07/05/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ιδιαίτερα περιφρονητικός χαρακτηρισμός ανθρώπων χαμηλού αναστήματος, συνέπεια ημιτελούς εκσπερμάτισης. Υπάρχει και η πιο χυδαία παραλλαγή, μισοχυσιά.

- Ο Τάπερμαν εθεάθη να πίνει εσπρεσούμπα στο Da Capo!
- Ρε την μισοριξιά, τον τάπερμαν!

Συνώνυμα: ένα κι ένα milko, μισή μερίδα

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο πολύ κοντός άνθρωπος. Όρος που αποδιδόταν και στον Σημίτη.

- Ρε εσύ που λες πως είδα το Γιάννη;
- Ποιον Γιάννη;
- Τον κολλητό μας.
- Μα αυτός υπηρετεί στην Γκατζολία...
- Δεν τα έμαθες τα νέα. Μετατέθηκε στην προεδρική φρουρά. Τον είδα να φυλάει μπρος στο άγαλμα του άγνωστου στρατιώτη.
- Μα είναι τάπερμαν!
- Έχει όμως ένα βύσμα αντιστρόφως ανάλογο με το ύψος του...

Μαυ λιττελ πρεσιους (από Vrastaman, 17/09/08)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η γυναίκα με το ανύπαρκτο στήθος.

- Βγήκες με την Μαρία;
- Ναι, καλά περάσαμε, αλλά ρε παιδί μου από στήθος τίποτα, εντελώς πλάκα..

Βλ. και παντόφλα, κόντρα πλακέ, απλώστρα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο κοντός.

Να και ο ζουμπάς, δεν πήρε ακόμα πόντο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η γυναίκα μισοριξιά.

Κυριολεκτικά, η κοντή και αδυνατούλα που όμως το παίζει Πάμελα...

Μεταφορικά, η χειριστική γυναίκα, η πουτανόψυχη.

Το μισο-, ενώ αναφέρεται στο ήμισυ, τελικά χωράει και την απόχρωση του μίσους, ως προς την χρήση της, καθότι η λέξη χρησιμοποιείται εξαιρετικά υβριστικά.

Επίσης ουδετεροποιείται και γίνεται «μισομούνι».

  1. δεν θα σε κανει οτι θελει το καθε μισομουνι

  2. μαζί με ένα άλλο εξίσου πράσινο
    μεταχειρισμένο μουνόπανο και εκείνο το μισομούνι την Εύη Τζέκου,
    τη στήσανε και πήγανε να φάνε τον άνθρωπο τον Ζαχόπουλο.

  3. μισομούνες ξεπρωκτιασμένες ημίκολπες πουτανάρες της μητριαρχικής σπυριασμένης χοάνης που μουγγνίζοντας σας ξέρασε σ' αυτόν τον κόσμο...

όλα αυτά τα καταπληκτικά, από το νέτι.

Δες και -μούνα, -γκόμενα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Υπόλειμμα, αυτό το ελάχιστο που έχει απομείνει από οτιδήποτε – συνήθως στην καθομιλουμένη αναφέρεται για το σαπούνι.

Σλαγκικά: Κατά κύριο λόγο, χρησιμοποιείται για να υποδείξει ότι τον χαρακτηριζόμενο ως απολειφάδι τον έχουμε στο χέσιμο και δεν τον υπολογίζουμε αν είναι να παίξουμε μπουνίδια. Κυρίως αυτό συμβαίνει λόγω χαμηλού status, επειδή είναι κοντός και σαφρακιασμένος - σε σχέση με τον έτερο της συζητήσεως τουλάστιχον.

Πρόκειται για έναν άθρωπα που χαρακτηρίζεται επίσης ως:
*ντολμάς
*τσιτσίκος
*μισή μπουκιά, *μισοριξιά
*μισή μερίδα
*τάπα
*τάπερμαν
*πινέζα
*μπασμένος
*κουβάς
*ζουμπάς
*ένα κι ένα milko
*ένα κι ένα άφιλτρο
*ένα και τίποτα
*μπασμένος στο πλύσιμο
*στούμπος

Αντίθετο (κοντός και σαφρακιασμένος αλλά...): νάνος αλλά με κάτι αρχίδια νααα

Τσαμπουκάς στο φανάρι.

Απολειφάδι: - Γιατί με έκλεισες ρε; Ξέρεις ποιος είμαι εγώ; Θα σου γαμήσω ό,τι έχεις αγάμητο ρε πούστη, θα σου ισιώσω τα παΐδια ρε καριόλη, θα σε σκίσω (μπλα μπλα)

Αυτός που χέζει στο δάσος (ξάπλα στο κάθισμα, με τον αγκώνα έξω από το παράθυρο, χασμουριέται και απαντάει): - Α, πάγαινε ρε απολειφάδι, θα μου κλάσεις κανονικάαααα (μαρσάρισμα, μπουχός).

Άντ\' από \'δω ρε απολειφάδι... (από Galadriel, 24/02/09)ultrasonic bath (από pavleas, 24/02/09)

Βλ. και σαν τη Μητρόπολη με τον Άγιο Λευτέρη

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία