Φοβάμαι, παίρνω τρομάρα. Προκύπτει από το «χέζομαι από τον φόβο». Συνώνυμο: κλάνω μέντες.

-Ήξερα πως η αδερφή μου έβλεπε θρίλερ στην τηλεόραση, οπότε περίμενα λίγο. Ξαφνικά ανοίγω την πόρτα και αρχίζω να φωνάζω! Της πήγε το σκατό στην κάλτσα σου λέω!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Λέγεται όταν κάτι πάει κατά διαόλου.

- Πώς έπαιξε χθες η Πανάθα;
- Χέσε ψηλά κι αγνάντευε. Ο Λεοντίου ούτε την ακούμπησε την μπάλα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση αντίθεσης όταν ακούμε ένα βαρύ και φορτωμένο πρόγραμμα είτε που πρόκειται να μας αναθέσουν ή που κάποιος άλλος έχει.
Σημαίνει δηλαδή ότι εμείς βαριόμαστε πάρα πολύ, είμαστε τεμπέληδες ενώ ο άλλος μας μοιάζει Βέγγος.

Παρόμοια με την δεν παίζω ούτε τα βλέφαρά μου.

Μπορούμε επίσης να αλλάξουμε υποκείμενο αν μιλάμε για κάποιον άλλο.

- Μανόλη πήγαινε ρε συ αύριο να πληρώσεις τις τράπεζες! Με το δίκαννο θα μας κυνηγάνε.
- Τι λε ρε... εδώ εγώ βαριέμαι να κλάσω! όχι που θα τρέχω να ξεπληρώνω και τους μαλάκες...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Όταν η κατάσταση είναι παραπάνω από σκατά.

- Πώς πάνε τα επαγγελματικά σου Λουζερίδη;
- Πώς να πάνε; Σκατά κι απόσκατα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το νόημα της παραπάνω φράσης είναι πολυσχιδές, καθώς ακριβώς ανακλά τον πλούτο που έχει η ελληνική γλώσσα συγκεντρώσει γύρω από την ομιλία και τον έναρθρο λόγο. Η φράση λοιπόν προκύπτει από την αντιπαράθεση:

α. της ομιλίας ως λόγου, δηλαδή όχι μόνο ως του πρωταρχικού μέσου ορθού σκέπτεσθαι του νοήμονος ανθρώπου, αλλά και ως βάσης ενός κώδικα ηθικής που βασιζόταν στην άμεση διανθρώπινη συναλλαγή (βλ. και λογοτιμήτης)

β. με το πέρδεσθαι ως λόγου του κώλου, που χρησιμοποιείται μεταφορικά για να δηλώσει την τελείως αποστερημένη από νόημα ομιλία, εξ ου και την ομιλία η οποία δεν δεσμεύει τον άλλο (βλ. παραπλήσιο νόημα στο μιλάνε όλοι, μιλάνε και οι κώλοι, όπου ακριβώς το να μιλάει κάποιος απαξιωμένος όπως ο κώλος, καθιστά και αυτό που λέει απαξιωμένο, δηλαδή κουβέντα του του κώλου, καθώς και το μαγκιά, κλανιά και κώλο φινιστρίνι, όπου η κλανιά είναι ίδιον του πορδήθεν μάγκα).

Ο ερωτών «μιλάμε ή κλάνουμε;» μπορεί να εγκαλεί κάποιον είτε για έλλειψη σοβαρότητας έναντι σοβαρού αντικειμένου συζήτησης, ή για την προκλητική ανευθυνότητά του στην τήρηση συμφωνιών. Η φράση στη δεύτερη και πιο σοβαρή περίπτωση ουσιαστικά δοκιμάζει τη σχέση και το κατά πόσο αυτή μπορεί να βασίζεται στην εμπιστοσύνη.

- Γεια σου ρε Νικόλα αρχηγ....
- έκλασες;
- Α ρε μαλάκα, πάω για καφέ, θα' ρθείς;
- Μπααα, έχω δουλειάάά....
- Να σου πω ρε συ, έδωσες τα λεφτά του Χαρίδημου;
- Όχι, αύριο.
- Καλά ρε μαλάκα, μιλάμε ή κλάνουμε;
- Με πληγώνεις με αυτό που λες...

Αυτός που μιλάει δεν κλάνει, κι αυτός που κλάνει δεν μιλά. Δώστε βάση στο νόημα. (από Galadriel, 04/03/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παραστατική έκφρασις, που υποδηλώνει άοκνον προσπαθείαν επιτεύξεως δυσχερούς τινός στόχου.

Συχνάκις, ο ζοριζόμενος, προκειμένου να φέρει εις πέρας την αποστολήν του, υπερβάλλει τας εαυτού δυνάμεις και πέρδεται. Ανθίσταται δηλαδή ο οργανισμός και προειδοποιεί με ηχητικόν (και όχι μόνον) σήμα τον ζοριζόμενον, οτι έχει εξαντλήσει τα όριά του και οτι εις περίπτωσιν αγνοήσεώς του, ελλοχεύει η κουράς.

Εξ ' άλλου, ο μεταφορικώς ζοριζόμενος/ζόρικος σφίχτης, αντιμετωπίζεται με την έκφρασιν «σιγά, θα χεστείς !» μετά χαχανητών.

Συνώνυμον: Μου' χει φύγει/βγεί - το σκατό/ο Χριστός/η Παναγία/η ψυχή κ.τ.λ.

-Πώς τρέχεις έτσι ρε; Κάνε κι ένα διάλειμμα !
-Άσε, λείπουνε διακοπές οι συνεταίροι μου και μου' χει φύγει το κλανίδι στη δουλειά ...

Δες επίσης και μου έφυγε ο πάτος, πήρε φωτιά ο κώλος μου, ξεκωλώνομαι

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Βαρύτατη προσβλητική η απειλητική έκφραση που χρησιμοποιείται για κάποιον που ανακρίνεται και καταθέτει πράγματα που γνωρίζει κατόπιν βασανισμού.

Σημαίνει ότι κατέθεσε τα πάντα, εξωτερίκευσε όλα όσα γνώριζε ή έμαθε καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής του μέχρι και τη βρεφική ηλικία του, (αν είναι δυνατόν), και, καθ' υπερβολή, έβγαλε από μέσα του μέχρι και το γάλα που θήλασε από τη μητέρα του. Δηλαδή, τα κατάθεσε όλα, τα μαρτύρησε όλα, τα ξέρασε όλα, τα πρόδωσε όλα.

Η φράση σήμερα πλέον, πέραν της αρχέγονης ερμηνείας, προσδιορίζει είτε γερό ξυλοδαρμό είτε έντονη ταλαιπωρία, λόγω του ξυλοδαρμού και της ταλαιπωρίας που περιεχέι ένας τυπικός βασανισμός.

Συχνά συγχέεται με το εκεί που φτύνουμε, δε γλείφουμε.

Συνώνυμο: εδώ θα φτύσεις αίμα.

  1. Μετά από τόσο ξύλο που έφαγε στο καρακόλι, τα ξέρασε όλα, έφτυσε και της μάνας του το γάλα.

  2. Θα σας περιμένουμε έξω από τη θύρα 4 , θα φτύσετε της μάνας σας το γάλα.

  3. Άσε Βούλα μου, χάλασε το ασανσέρ και ανέβηκα με τα πόδια στο 5ο, τι να σου πω, έφτυσα της μάνας μου το γάλα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κατ’ αρχήν βαριά και αποτελεσματική βρισιά. Τα μούτρα είναι κάποιου άλλου από αυτόν που μιλά. Βλ. και σκατά να φας. Η κατ’ ιδέα μίανση του προσώπου έχει ύψιστη συμβολική σημασία: επεκτείνεται σε όλην την ύπαρξη του φέροντος.

Όταν τα μούτρα είναι του ομιλούντος, η έκφραση αλλάζει σημασία και δείχνει συνειδητοποίηση του λανθασμένου των επιλογών μας, μιας πλάνης στην οποία βρισκόμασταν, του γεγονότος ότι είμαστε άξιοι της μοίρας μας. Μερικές φορές είναι απόλυτο συνώνυμο του «τρομάρα μου» ή του «(έτσι νόμιζα) ο μαλάκας».

  1. Από εδώ:

Σκατά στα μούτρα του κάθε λακαμά που βγάζει την εξάτμιση του αυτοκινήτου του και βάζει στη θέση της ένα μπουρί. Όχι ρε ζώον, το κωλάμαξό σου δεν πρόκειται ποτέ να γίνει Porsche, όσο θόρυβο κι αν κάνει.

  1. Από εδώ:

ΦΤΑΙΝΕ ΠΑΛΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ; Ε; ΓΙΑ ΔΕ ΜΙΛΑΤΕ ΡΕ; Τώρα να βγούμε στους δρόμους; Σκατά στα μούτρα μας. Οχτώ χρόνια εγκατέλειψα τη χώρα που με γέννησε. Οχτώ. Σκατά και στα δικά μου μούτρα. Τα δικά σου τα κοίταξες τελευταία;

  1. Από εδώ:

αναρχικέ (τί «αναρχικός» και παπάρια δηλαδή,τέλος πάντων)συνέχισε να γράφεις και να λές μαλακείες.έτσι βλέπει ο κόσμος τί σκατά «αναρχικούς» διαθέτει η Ελλάδα. Ψευτόμαγκες, τσαμπουκάδες του κώλου, χαπάκηδες και τα συναφή, νταήδες με συντρόφους που πιάνει ο ένας το κώλος του άλλου, άπλυτοι και βρωμιάρηδες, φτηνοί και τιποτένιοι.ικανοί μόνο για να κλαίνε πριν ακόμα φάνε το πρώτο χαστούκι απο αστυνομικό που θένε λέει να κάψουν ζωντανό,σκατά στα μούτρα τους.

  1. Από εδώ:

Εγω στα 15 μου επαιζα ακομα με την Μπιμπιμπο....Την θυμαστε η παλαιοτερες ,κατι σε μπαρμπιε για της νεοτερες... Και ασε που δεν βυζακια.... Και δεν ασχολιομουν κιολα...Δηλαδη δεν καταλαβαινα και πολλα.... Και οταν καταλαβα... Σκατα στα μουτρα μου,τεσπα!

  1. Από εδώ:

Ήμουν Βερολίνο την προηγούμενη εβδομάδα ... Όλοι καπνίζουν έξω .. Κανείς δεν διαμαρτύρεται ... Εδώ δεν καπνίζουν οι Άγγλοι (!!!) στις pubs .... Αλλά ο Έλληνας, είναι Έλληνας ..... Σκατά στα μούτρα μας που θέλουμε να λεγόμαστε και Ευρωπαίοι πολίτες ...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πάρα πολύ, εξαιρετικά πολύ.

- Γουστάρεις σήμερα μπαρότσαρκα;
- Άσε ρε, αύριο δίνω κι'έχω να βγάλω του κώλου την ύλη.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ενδιαφέρουσα ρήση η οποία παραπέμπει είτε σε ιδιαιτέρως μικρή βάρκα, είτε σε εξωπραγματικών διαστάσεων χέσα, διότι πώς άλλως να εξηγηθεί το πρόβλημα πλεύσης του συγκεκριμένου πλεούμενου;

Χρησιμοποιείται αντί άλλων σκατολογικών εκφράσεων του τύπου χέστηκε η Φατμέ στο Γενί Τζαμί ή χέστηκε η φοράδα στ' αλώνι, οι οποίες αλληλοσυμπληρούμενες αντανακλούν πλήρως το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της Ελλάδας με σαφείς αναφορές στην τουρκοκρατία, τη γεωργική παραγωγή και τη ναυτοσύνη του περήφανου αυτού λαού.

  1. - Ελπινίκη, μην αργήσεις το βράδυ γιατί θα έρθει ο κύριος προϊστάμενος για φαγητό.
    - Χεστήκαμε κι η βάρκα έγειρε. Σκλάβα έχω καταντήσει εδώ μέσα γαμώ το φελέκι μου γαμώ.

  2. ...Ναι, τώρα μου 'κανες τα μούτρα κρέας. Χεστήκαμε και η βάρκα έγειρε ρε παπαρόβλαχε που θα μου κάνεις αγωγή. Ρε θα μου κλάσεις μια μάντρα...

Έγειρε γιατί ήταν καταραμένη. (από Galadriel, 16/02/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία