Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Χρησιμοποιείται όταν κάποιος γίνεται παρ΄ελπίδα αποδέκτης εύνοιας ή υλικής απολαβής και κατόπιν θεωρεί αυτή δεδομένη.

Ο όρος πετσά αναφέρεται γενικά στο κρέας, στο ψαχνό, σε μια εποχή που σκύλοι (αλλά και άνθρωποι) την έβγαζαν vegan. Όταν λοιπόν ο εν λόγω σκύλος εξασφάλιζε κανένα κοψίδι, μετά φυσικά σνομπάριζε τις λαγάνες (μέχρις ότου η ανάγκη τον επαναφέρει στην σκληρή πραγματικότητα).

- Κοίτα ρε συ, η Κατερίνα μια ζωή έπαιρνε το λεωφορείο να πάει στο χωριό, μια φορά την πήρα με το αμάξι και τώρα κάθε πρωί μου φορτώνεται!
- Εμ, σα μάθει ο σκύλος στα πετσά, όλο πετσά γυρεύει!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χρησιμοποιείται αντί του «παρακαλώ» στη Λευκάδα. Μάλλον ως συντόμευση μεγαλύτερης φράσης που θα λέει «κι εγώ στον γάμο σου θα κάνω το τάδε», αλλά πού να τόνε λες τον σιδηρόδρομο μωρ' τώρα μωρέ...

- Θα σου γαμήσω το μουνί που σε τίναζε!!!!
- Ευχαριστώ.
- Στο γάμο σου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο πούτσος, εις την Κυπριακήν.

- Του Μάρκου η βίλλα γκαστρώνει και καμήλα!

(Επευφημίες Κυπρίων φιλάθλων, οπαδών του τενίστα Μάρκου Παγδατή)

Πάντσο Βίλλα   (από GATZMAN, 22/10/09)Η πάλαι ποτέ Ροζ Βίλα της Εκάλης (από Vrastaman, 22/10/09)

Βλέπε και πέος.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πρόκειται για κλασσική ελληνοαμερικλανιά που σημαίνει «τηλεφώνησε στον μάστορα να φτιάξει την στέγη».

Υπάρχει ανεξάντλητος θησαυρός τέτοιων γλωσσολογικών κομψοτεχνημάτων και η παρακάτω λίστα δεν αγγίζει παρά την κορυφή του παγόβουνου.

Βλ. και φρηζάραν τα λέκια και πλάκωσαν τα μπηλοζήρια.

Αλάρμι, το: Ξυπνητήρι (< alarm)

Aρονόου: Δεν ξέρω (< I don't know)

Βακέσιο, το: Διακοπές (< vacations)

Βοήθησε τον εαυτόν σου: Τσίμπα ένα μεζέ (< help yourself)

Γκαντέμης, ο: Αναθεματισμένος (παρατυμολογικά συνδέεται με το goddamn).

Γκρίλα, η: Σχάρα ή ψητοπωλείο (< grill)

Δώσε κώλο: Τηλεφώνησε (< give a call)

Κάρο, το: Αυτοκίνητο (< car)

Καρπέτο, το: Χαλί (< carpet)

Κέκι, το: Κέικ (< cake)

Κομπιούτα, η: Υπολογιστής (< computer)

Κοντρακταδώρος, ο: Κατασκευαστής (< contractor)

Κοντράκι, το: Συμβόλαιο (< contract)

Κόρι(α), το(α): Νόμισμα των 25 σεντ (< quarter)

Λέκι, το: Λίμνη (< lake)

Λέρωσε το μέρος: Ντομάτα και μαρούλι (< lettuce and tomatos)

Μαρκέτα, η: Μαγαζί / αγορά (< market)

Μασίνι, το: Μηχάνημα (< machine)

Μένω στους 4 δρόμους: Η διεύθυνσή μου είναι στην 4η Οδό (< I live in 4th Street)

Μονεώρα, η: Τραπεζικό έμβασμα (< money order)

Μουβαίνω: κινούμαι (< move)

Μούφλα, η: Εξάτμιση (< muffler)

Μπαγκανότα, η: Χαρτονόμισμα (< bank note)

Μπάνκα, η: Τράπεζα (< bank)

Μπασίκλα, η: Ποδήλατο (< bicycle)

Μπίζνα, η: Επιχείρηση (< business)

Μπίλι(α), το(α): Λογαριασμός (< bill)

Μπιλοζίρια, τα: Θερμοκρασίες υπό το μηδέν (< below zero)

Μπόξι, το: Κουτί (< box)

Μπόσης, ο: Αφεντικό (< boss)

Μπούκο, το: Βιβλίο (< book)

Μπουτσέρης, ο: Κρεοπώλης (< butcher)

Μωροβίκος, ο: Υπηρεσία μεταφορών (< Motor Vehicle Department)

Ντάινα, η: Εστιατόριο (< diner)

Οπερέτα, η: Τηλεφωνήτρια (< operator)

Πασαπόρτι, το: Διαβατήριο (< passport)

Πίσω υάρδα, η: Αυλή (< back yard)

Πίτσα, η: Ροδάκινο (< peach)

Ραδιέρα: Ψυγείο αυτοκίνητου (< radiator)

Ρούφι(α), το(α): Στέγη (< roof)

Ρουφιάνος, o: Αυτός που επισκευάζει τις στέγες (< roof repairman)

Σάινα, η: Πινακίδα (< sign)

Σαμίτσα, η: Σάντουιτς (< sandwich)

Σέντζι(α), το (α): Το σεντ (νόμισμα) (< cent)

Σήπια, τα: Τα καράβια (< ships)

Σπρίνκλα, η: Περιστρεφόμενο σύστημα ποτίσματος (< Sprinkler)

Στέκι, το: Η μπριζόλα (< steak)

Στόφα, η: Φούρνος (< stove)

Σωμ θυρών: Κάτι δεν πάει καλά (< something wrong)

Τάλαρο, το: Δολάριο (< dollar)

Τρόκι, το: Φορτηγό (< truck)

Τσέκι, το: Επιταγή (< check)

Τσίπης, o: Τσιγγούνης (< cheap)

Τσούνγκα, η: Τσίχλα (< chew gum)

Τυρούμι, το: Tεϊοποτείο (< tea room)

Φαγιαδώρος, o: Πυροσβέστης (< fire fighter)

Φάνα, η: Ανεμιστήρας (< fan)

Φένα, η: Ανεμιστήρας (< fan)

Φένι, το: Ανεμιστήρας (< fan)

Φλώρι, το: Πάτωμα (< floor)

Φρίζα, η: Κατάψυξη (< freezer)

Φρίζι, το: Κατάψυξη (< freezer)

Χαντόγκι, το: Λουκάνικο (< hot dog)

Χήτα, η: Καλοριφέρ (< heater)

Χοτέλι, το: Ξενοδοχείο (< hotel)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τα γροθοπιτάκια προέρχονται απο την λέξη γρόθος και είναι πλέον ένας ζωντανός θρύλος στην Κρήτη. Είναι μάστ, πρέπον δηλαδή, όποιος κρητικός επισκεφτεί το νομό Θεσσαλονίκης ή ακόμη γενικότερα την Μακεδονία να κάνει το παρωχημένο πια αυτό καλαμπούρι στον χ βορειοελλαδίτη εστιάτορα ή γκαρσόν.

Τα γροθοπιτάκια απ' όσο γνωρίζω ανακαλύφθηκαν μέσα στην δεκαετία των '80, όπου η πενταήμερη ήταν ένα δρώμενο στο οποίο ο καθένας έδινε ό,τι καλύτερο διέθετε από χιούμορ και το άλεθε με αυτό των υπολοίπων. Θα το είπε κάποιος με αρκετό θράσος και καθώς η απορία του σερβιτόρου ήταν αστεία, επέτρεψε στο αστείο να συνεχιστεί στις επόμενες δεκαετίες.

Και τώρα για να λύσουμε την απορία όσων δεν γνωρίζουν την πλάκα, έχει ώς εξής: εμείς με μία παρέα κρητικών (ακροατήριο) μπουκάρουμε μέσα σε ένα σουβλατζίδικο/ εστιατόριο / φαστφουντάδικο κλπ της όποιας Βορείου Ελλάδος πόλης που βρισκόμαστε. Όταν ο σερβιτόρος έρθει να πάρει παραγγελία, εμείς απαιτούμε τα γροθοπιτάκια. Όταν εκείνος με απορία μας κοιτάξει θα τον κατακρίνουμε που δεν τα πουλά και θα τον γελοιοποιήσουμε μπροστά στο ακροατήριό μας (που μπορεί αναλόγως τα ντεσιμπέλ της φωνής μας να έχει επεκταθεί στα γύρω τραπέζια) που σε ολόκληρο φαγάδικο δεν πουλά γροθοπιτάκια. Πριν αρχίσουν να ανάβουν τα αίματα εκμεταλλευόμαστε τη σωστή στιγμή (τάιμινγκ αγγλιστί) και χασκογελάμε σα βλάκες.

Για όσους Σαλονικιούς παύλα βορειοελλαδίτες έχουν υποστεί αυτή τη (βλαμμένη) πλάκα, μπορώ να σας ενημερώσω ότι γροθοπιτάκια ουδέποτε υπήρξαν σε κανέναν νομό της Ελλάδας, πόσο μάλλον της Κρήτης.

Η όλη πλάκα πιθανόν να ήταν ένα γλωσσικό ξέσπασμα καθότι είναι αρκετά συχνό εμείς οι Κρητικοί να επισκεπτόμαστε την Μακεδονία και να μην καταλαβαινόμαστε καθόλου με τους ντόπιους. πχ. -κρητικός: «κράτα μου δύο μπίρες» = φέρε μου δύο μπίρες. ή -κρητικός: «ψήλωσέ το» = δυνάμωσέ το. κλπ κλπ.

«Ίντα μου λες μωρέ γκαρσόνι τση πλάκας απου δεν έχεις λέει γροθοπιτάκια;;; Άμενε στο διάτανο εσύ κι όλο σου το μαγαζί!!!»

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το παράκανες, ασχολήθηκες υπερβολικά, το κούρασες.

- Πήγα χθες για κυνήγι και σκότωσα 10 τσίχλες και 32 μπεκάτσες και μετά πέτυχα και 2 λαγούς. Άσε για το αγριογούρουνο.
- Σώπα ρε φίλε, λύσσα το έκανες.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συνώνυμο ρήμα του ρήματος στειρώνω, χρησιμοποιούμενο ως επί το πλείστον για τη στείρωση κριαριών και τράγων. Σύνηθες στη νότια Ελλάδα.

Αν ξαναπάρεις το αυτοκίνητο χωρίς να με ρωτήσεις καημένε μου, θα σε μουνουχίσω σαν κριάρι!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ελληνοαμερικανική έκφραση που αναφέρεται στην πτώση της θερμοκρασίας και το πάγωμα των λιμνών, παράφραση του the lakes froze and the temperature got under zero. Συχνή στις βόρειες πιτείες των ΗΠΑ.

Θα το κλείσω το εστιατόριο, δεν αντέχω άλλο. Κάθε χρόνο, όταν φρηζάρουν τα λέκια και πλακώνουν τα μπηλοζήρια, θέλω να γυρίσω στο χωριό στην Πρέβεζα, that shit ain't for me dude!

Βλ. μπιλοζίρια, δώσε κώλο στον ρουφιάνο!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πατρινή βρισιά, αγνώστου (σε εμένα) προελεύσεως. Αν δεν ακούσει κανείς τον Ηλία το μάστορα (τον μοκετά) να την εκστομίζει, δεν μπορεί να κατανοήσει το νόημά της...

(Ηλίας): Ρε πού στο διάολο θα τρέχουμε Αγιοβασίλη βραδιάτικα να βάλουμε μοκέτες, γαμώ το μουνί της οικογένειάς του...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συνώνυμο της παροιμιώδους έκφρασης «έβαλα τα χέρια μου και έβγαλα τα μάτια μου». Χρησιμοποιείται συνήθως σε αγροτικές περιοχές της κυρίως Ελλάδας.

- Τι έμαθα ρε Χρήστο; Η δικιά σου τραβήχτηκε με τον έτσι τον ψηλό;
- Άσε με ρε Μάκη! Και να σκεφτείς ότι εγώ τους γνώρισα και τον έφερνα και στο σπίτι για να αράζουμε όλοι μαζί!
- Εμ, ποιος σου φταίει; Ελόγου σου έδωσες στο τσοπάνο τη μαγκούρα! Σάμπως και δεν τον ξέρεις τι αρπαχτικό είναι ο τύπος!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία