Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Το ζόμπι είναι ένα απ' τα πιο θεμελιακά «πλάσματα της φαντασίας» που τυποποιήθηκαν και διαδόθηκαν στην αμερικανική λαϊκή κουλτούρα μέσω κυρίως του κινηματογράφου (horror movies) και που με την «αμερικανοποίηση» της κουλτούρας διαδόθηκαν παγκόσμια –να που γράψαμε λοιπόν την εναρκτήρια πρόταση αυτού του ορισμού αποφεύγοντας το «...που στοίχειωσε τη φαντασία», να ληφθεί υπόψη.

Το ζόμπι είναι «ο νεκρός που περπατάει», το έμψυχο ή «επανεμψυχωμένο» («reanimated») πτώμα, που παρά τη σήψη και την απουσία των βασικών φυσιολογικών προϋποθέσεων της ζωής εμφανίζει αισθητηριοκινητικές λειτουργίες, στοιχειώδη «στοχοκατευθυνόμενη» συμπεριφορά και λόγο (κυρίως επιδιώκει το να σκοτώσει και να τραφεί με σάρκες ή μυαλά –«brrraaains!»). Χαρακτηριστικό γνώρισμα των ζόμπι όταν πια έχουν περάσει στη δράση, είναι το ασταθές κούτσαυλο περπάτημα με τα χέρια προτεταμένα.

Τώρα, από την πληθώρα των ταινιών κυρίως για ζόμπι, απ' την εποχή του White Zombie με τον ανύπαρκτο Μπέλα Λουγκόζι μέχρι τις ταινίες του Ρομέρο και το σήμερα έχει αναπτυχθεί μια εκτεταμένη φαινομενολογία των ζόμπι, σ' ό,τι αφορά τη συμπεριφορά και τις ιδιότητές τους, το πώς γίνεται κανείς ζόμπι, το πώς μπορείς να σκοτώσεις ζόμπι, το τι θέλουν τελικά τα ζόμπι από μας (αν και συνήθως μπορείς να είσαι σίγουρος ότι ένα ζόμπι σε ποθεί για το μυαλό σου και μόνο) κλπ. Δεν θα επεκταθούμε εδώ παρά μόνο αν αυτό είναι απαραίτητο σε σχέση με τις σλανγκικές σημασίες που ακολουθούν.

[i]Το «ζόμπι» ως όρος της αγγλόφωνης αργκό...[/i]

...έχει πραγματικά ένα κάρο σημασίες που εκτείνονται από το κουρασμένος, χλωμός και πτώμα στην κούραση, μέχρι το άβουλος, μονοδιάστατος και άλλα, περιλαμβάνουν και πιο ψαγμενιές όπως το ζόμπι = ο Χριστός, ή το «χύνω κουβάδες στο πρόσωπο της παρτενέρ - και αυτή περιλουσμένη με αυτό το γλοιώδες πράμα ψάχνει στα γκαβά πετσέτα στο δωμάτιο» = to give someone the zombie). Μια λεξικογραφημένη αργκοτική ένννοια του ζόμπι είναι ένα κοκτέιλ από διάφορα είδη ρούμι (ή ρουμιού) λόγω του γκρίζου του χρώματος –σαν τη λιωμένη σάρκα του ζόμπι– ή έτσι τουλάχιστον γράφει η φίλη μου η Μίριαμ. Για περισσότερα το λήμμα στο urban dictionary είναι εδώ. Και οι ελληνικές αργκοτικές χρήσεις του όρου πάντως που ακολουθούν, εν πολλοίς προέρχονται από ή ταυτίζονται με τις αγγλόφωνες.

[i]Ζόμπι της ελληνικής αργκό[/i]

Η λέξη ζόμπι μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο ως περιγραφή μόνιμης κατάστασης ατόμου όσο και παροδικής, και κατά κανόνα αφορά σε συνδυασμό άσχημης εξωτερικής εμφάνισης, βλακείας και αλλόκοτης συμπεριφοράς. Κάποιος, λοιπόν, επισύρει τον χαρακτηρισμό όταν συντρέχουν πολλά από τα παρακάτω, και η διάκριση σε επιμέρους σημασίες και χρήσεις είναι εν πολλοίς σχηματική.

1. Χρήσεις που αποσκοπούν στην περιγραφή κυρίως εξωτερικής εμφάνισης:

  • ο κάτωχρος, ο ψόφιος, ο ταλαιπωρημένος, με ή χωρίς κόκκινα μάτια. Ο είμαι γάμησέ τα από την κούραση και μου φαίνεται,
  • ο άσχημος, αλλόκοτος και αλλόκοσμος, αυτός που έχει τον ανθρωποδιώκτη λόγω εξωτερικής εμφάνισης, το φρικιό, le freak,
  • το μπάζο,
  • δευτερευόντως μπορεί να αποκληθεί ζόμπι o γκοθάς που έχει παστωθεί με διάφορα βλ.εδώ, αν και το desired effect είναι συνήθως το βαμπίρ.

2. Χρήσεις που αποσκοπούν κυρίως στην περιγραφή μειωμένης/στοιχειώδους νοητικής λειτουργίας

  • ο που έχει μόλις ξυπνήσει, o μειωμένης αντίληψης που έχει το ακαφελόγιστο. Ενδεχομένως και αυτός που δεν έχει κοιμηθεί καλά και αντιμετωπίζει απαλεψές, ο σερίφης,
  • ο αποβλακωμένος λόγω προηγούμενης εντατικής νοητικής εργασίας,
  • ο (παροδικά) αποβλακωμένος λόγω προηγούμενης έκθεσης σε τηλεοπτικά ή video game σκουπίδα,
  • o χαζοβιόλης ή ο χαζοχαρούμενος, που λέει πεθαμένα αστεία.
  • o μπετόβλακας, η πανηλίθια.

3. Χρήσεις με φιλοφοσικές / κοινωνιολογικές / ανθρωπολογικές / ψυχολογικές κλπ διαστάσεις

Τα ζόμπι εκδηλώνουν συμπεριφορά, στερούνται όμως έλλογης αγωγής και αυτοβουλίας («agency»): αυτή τους η παραδοξότητα τα έχει καταστήσει χρήσιμα σε «πειράματα σκέψης» της –αναλυτικής– philosophy of mind, στη συζήτηση περί σολιψισμού και αναγωγισμού της συνείδησης (philosophical zombie) κλπ. Κοντινή είναι κάπως από εντελώς άλλη σκοπιά, όμως, και η –γαμιστερή– συζήτηση του Λακάν για το «αυτόματο» –του Αρίστου.

Κυρίως όμως και στις παρυφές της slang τα ζόμπι έχουν χρησιμέψει σε κοινωνιο-κριτικές αλληγορίες καταγγελίας αρχικά της βουλησιοκτόνας μαζικής εργασίας στην τεϋλορική εργοστασιακή αλυσίδα παραγωγής κι έπειτα της μαζικής κατανάλωσης και της αποχαύνωσης από τα ΜΜΕ –μονοδιάστατος άνθρωπος, homo consumens, «λιώνουν τα μάτια μου στο φως της τηλεόρασης» κλπ. Σε ένα θολό αλλά κάργα γοητευτικό συμβολικό πλαίσιο επανοικειοποίησης αυτής της μεταβολής μας σε ζόμπι, γίνονται ανά τον κόσμο zombie parades.

Σχετικές χρήσεις:

  • o άβουλος καταναλωτής, ψηφοφόρος, τηλεθεατής, εργαζόμενος, μαθητής κλπ,
  • ο μονοδιάστατος άνθρωπος, το ανθρωπάκι,
  • ο κομφορμιστής, ο πατάω επί πτωμάτων.

    4. Άλλες χρήσεις

  • ρατσιστικά, ο διανοητικά καθυστερημένος και σωματικά δύσμορφος, το φρικιό, όπως δηλώσαμε και παραπάνω, ειδικά στον πληθυντικό, όταν οι άνθρωποι αυτοί βρεθούν ομαδικά σε δημόσιο χώρο,

  • ο μεγάλης ηλικίας που εξακολουθεί να έχει παρουσία σε επαγγελματικούς και γενικά δημόσιους χώρους εις βάρος των τελευταίων, κατά το δεινόσαυρος, βρικόλακας κλπ,
  • Είδος ιού υπολογιστών.

[i]Ετυμολογία και προέλευση του όρου[/i]

Ο όρος έλκει την καταγωγή της από τις δοξασίες Voodoo της Αϊτής και λέξεις αφρικανικής καταγωγής που σήμαιναν «φάντασμα».

Η δοξασία περί ζόμπι περιελάμβανε το ότι μπορεί ο μάγος με ξόρκια να «ξυπνήσει» νεκρό και να τον έχει υπό τον έλεγχό του.

Έρευνες που έγιναν πολλές δεκαετίες μετά τις πρώτες αναφορές σε ζόμπι, με ανθρώπους –ζωντανούς– σε κατάσταση «ζόμπι» –δηλαδή, μειωμένης αυτοσυνείδησης και ακραίας υποβολιμότητας– έδειξαν στην κατεύθυνση διάφορων ισχυρών ναρκωτικών, όπως λ.χ. του γνωστού και μη εξαιρετέου ντάτουρα.

Ενδεικτικά....

  1. - Πάνε ρε μαλάκα να την πέσεις, σα ζόμπι είσαι...

- Τι ζόμπι είναι αυτή ρε συ, με φρικάρει και μόνο που με πλησιάζει....

  1. -Εεεε;
    - Καλά ρε μαλάκα, δεν ακούς τι έλεγα τόση ώρα...
    - Δεν έχω κοιμηθεί ρε κι είμαι σα ζόμπι

- Ρε συ ζαλίζομαι, αλλού πατώ κι αλλού βρίσκομαι....
- Έ, άμα παίζεις αυτές τις μαλακίες όλη την ώρα ζόμπι θα καταντήσεις...

- Είχαν καταντήσει... ζόμπι τον Michael Jackson για τις συναυλίες... (απόδω)

- Μα τι ζόμπι ρε συ αυτός ο Χαρίλαος...
- Απ' τους πλέον εκνευριστικούς ανθρώπους που έχω γνωρίσει....

  1. - Καλά, πήγα για ψώνια κι εγώ με τις εκπτώσεις, δεν την πάλεψα να βλέπω όλ' αυτά τα ζόμπι...
    - Θα πάρω το, θα πάρω το τουφέκι μου....

  2. Αφήστε τα «ζόμπι» των μίντια να πεθάνουν - δεκάδες εργαζόμενοι, νέοι της γενιάς των 700 ευρώ αλλά και μεγαλύτερης ηλικίας με όχι πολύ υψηλότερες αμοιβές, μένουν ξαφνικά στο δρόμο (απόδώ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Επιτιμητικός χαρακτηρισμός ατόμου, συνήθως άρρενος, ηλικίας πενήντα φεύγα και άνω.

Απαραίτητη προϋπόθεση, κιλά και μπόι ύπερθεν του κανονικού. Χρώμα δέρματος προς το χωματί, ένεκα καταχρήσεων ουσιώνε, κυρίως αλκοόλ (το φτηνότερο και το καλύτερο) και τσιγάρου, εξ ου δείκτης παράμεσος ενός χεριού επιχρωματισμένοι προς τσιρλί και μύτη μελιτζάνα. Μάτια θολά με το ασπράδι κιτρινίζον. Από τη μύτη ρέει υγρό υψηλού ιξώδους, υποπράσινο, σε κατάσταση αμφιταλάντευσης (να πέσω να μην πέσω). Χείλη οιδηματώδη, μπλαβιά στις γωνίες τους, παρατηρούνται κομματάκια άσπρα (σάλιο πηγμένο) στο κέντρο, βλέννα διάφανη (σάλιο άπηχτο). Βρίσκεται σε μόνιμη κατάσταση ημιμέθης.

Ενδυμασία: σακκάκι παλιοκαιρισμένο, μανίκια με «αγκώνες» και γυαλάδα, έχει σχήμα κρεμάστρας καφενείου. Πουκάμισο κάποτε άσπρο, το μισό απέξω (βγήκε μετά το τελευταίο κάτουρο, δεν το πήρε χαμπάρι). Ζώνη, απαραίτητο αξέσορυ του adra, σχόλιο ουδέν. Παντελόνι «μελεκέ», αναλόγως των πολιτικών πεποιθήσεων ο λεκές δεξιά ή αριστερά, γιατί η διαρκής μπυρο-κρασο-ουζο τσιπουροκατάνυξη ανοίγει τα νεφρά και γιατί όσο και να την τινάζεις η τελευταία σταγόνα μένει στο σώβρακο. Παπούτσια χιλιοπατήμενα και σαβουριασμένα, τόσο που διαγράφεται το σχήμα του έσωθεν ποδαριού καταλεπτώς.

Οσμή: έντονη αποφορά νηστείας και υπογλυκαιμίας, ανάκατη με ξινίλα. Κάτι σαν σκατίλα απ' το στόμα ένα πράμα. Αυτό και η κοιλιά σωσίβιο, μου βγάζει το εσάνς του λήμματος.

- Κοίτα ρε, ποιος κάθεται στη γωνία...
- Ωμπωωωω, ο Χεσταίας ... η σκατοσακούλα... παναφύ...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Φράση με κυριολεκτικό περιεχόμενο και ελαφριά δόση υπερβολής που χρησιμοποιείται για χαρακτηρισμό πολύ κοντής γκόμενας. Δηλαδή, ότι είναι τόσο κοντή που για να σου πάρει πίπα δεν χρειάζεται καν να σκύψει.

Βέβαια η φράση αυτή δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί από αρσενικά που έχουν ύψος ένα κι ένα milko (δηλαδή εξίσου κοντοί) για ευνοήτους λόγους.

Η πίπα όρθια είναι το ακριβώς αντίθετο της αλόγας.

Με την ίδια λογική θα μπορούσε να υπάρχει και η φράση γλύφομούνι όρθιος.

- Πόπο ρε παιδί μου, αυτή η Βαρβάρα είναι τόσο κοντή.
- Πίπα όρθια δηλαδή, αλλά τι μιλάς και εσύ; Ένα μέτρο και ένα μίλκο είσαι!

Βλ. και Π.Τ.Ο., Π.Π.Ο., όρθιο τσιμπούκι, το

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο πάσχων από ασθένεια «λεύκη», οι κηλίδες της οποίας προσομοιάζουν στο δέρμα με χάρτη νησιών του Αιγαίου.

- Ρε τύπε, τα χοντροπήρε η υφυπούργα, για τα δρομολόγια της άγονης;
- Γιεμ, εσύ τι λες δε βλέπεις τον χάρτη στη μάπα του;;;

Λεύκη (vitiligo) (από allivegp, 25/06/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αράπης, μαύρος.

Αυτοί οι τσικλήτηρες μόνο CD και DVD μούφα ξέρουν να πουλάνε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αναφερόμαστε σε γκόμενα της συνομοταξίας überhund, το ύπατο σκυλί της Ελληνικής πίστας.

Εξωτερικά κυνολογικά χαρακτηριστικά

  • Ύψος άνω του 1,75,
  • Φω βυζού,
  • Κώλος αναφοράς,
  • Μακρύ τρίχωμα θεσσαλονικί,
  • Μεϊκάπ πάνω απ' τα ρούχα,
  • Αβυζαλέο ντεκολτέ και εξώμουνο μίνι ή ξεκωλτέ παντελόνι με καμηλό,
  • Εξωτερικά στίγματα: τουλάστιχονένα ξεκωλόσημο.

    Χαρακτήρας και συμπεριφορά

  • Πρόθυμο να ευχαριστήσει το αφεντικό του, αλλά και τους φίλους και συγγενείς αυτού,

  • Ανάμεσα στις κακές του συνήθειες είναι η τάση για περιπλάνηση. Είναι συχνό το φαινόμενο χαμένων καθαρόαιμων να περιπλανιούνται ολομόναχα στα σκυλάδικα, ώσπου κάποιος να βρεθεί να τα μαζέψει (ώσπου να ξαναφύγουν),
  • Φυσικός του εχθρός τo δίμετρo ουκρανάϊζερ που του κλέβει την παράσταση,
  • Τα ημίαιμα είναι πιο έξυπνα,
  • Δεν είναι κατάλληλο για οικογένεια.

Καθαρόαιμο: Χαρακτηρίζει θηλυκά ανεξαρτήτως ηλικίας τα οποία παραείναι σκυλιά για να τα αποκαλέσεις σκυλιά. Παρεμφερείς εκφράσεις είναι το εμβολιασμένο ή το λυσσασμένο ανάλογα με την περίπτωση. Τα συναντάς παντού, αλλά ο χώρος τους είναι κυρίως σε νυχτερινά κέντρα με έμφαση στην λαϊκή ελληνική μουσική.
(από εδώ)

Αν πετάξεις μπριζόλα στον αέρα δεν προφταίνει να σκάσει κάτω... (από Vrastaman, 20/06/09)Πιο όμορφη χωρις μεικάπ (από Vrastaman, 20/06/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χαρακτηρισμός σε άσχημη γυναίκα, εν είδει έμμεσης απόρριψης.
Ταυτόσημα: λούτα, σαύρα, σαβούρα, σαλούπα.

- Στην πέφτει η τάδε γκόμενα!
- Ε και; δεν την βλέπεις; Σκέτη κιούσπα είναι...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κυριολεκτικά, το κουνάβι. Μτφ., ο άσχημος άνθρωπος. Τουρκικής προέλευσης λέξη, χρησιμοποιούμενη στις Σέρρες.

Υπάρχει φήμη ότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής όταν είδε τον Σπύρο Μαρκεζίνη είπε: «Α βε, σαν μπουρσούκι είναι αυτός!»

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Περιφρονητική έκφραση για κάποιον δύσμορφο σωματικά που έχει ετερότητα φυσιογνωμικών χαρακτηριστικών. Μεταφορικά, ειρωνικό σχόλιο σε κάποιον για να τον υποτιμήσουμε. Πλάγια ύβρις για να αποφευχθεί η βλασφημία εναντίον της μητέρας του.

Φύγε ρε από δω, που θες και πουκαμισάκι αρμάνι, σαν παιδί από παρτούζα είσαι!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έτσι κράζαμε παλιά στο σχολείο μου όσους είχαν την ατυχία να φορούν σιδεράκια. Ατυχείς, διότι προφανώς δεν το επέλεξαν οι ίδιοι, αλλά οι ορθοδοντικώς ευαίσθητοι γονέοι τους. Χρησιμοποιείτο εναλλακτικώς με το εξίσου σκληρό ''ατσάλι στα δόντια''. Ας μη μιλήσω τώρα για το τι τράβαγαν όσοι ήταν τόσο φτυσμένοι απ' το θεό ώστε να φοράνε εξωστοματικό...

Συνήθως αυτοί που φόραγαν σιδεράκια ή/και γυαλιά μυωπίας, ήταν κατά τύχη (;) και οι καλύτεροι μαθητές, οπότε η ζηλοφθονία και η απέχθεια εναντίον τους μεγάλωνε. Και το δούλεμα έπεφτε σύννεφο...

- Ρε φίλε είσαι να την κάνουμε την τελευταία ώρα; Ο Τάκης χτύπησε κάτι καινούρια παιχνιδάκια στο Nintendo κι είπε αν είναι να πάμε σπίτι του.
- Ναι ρε, μέσα, δυό λεπτά μόνο να πω κάτι που θέλω στη Λίτσα.
- Παιδιά... γίνεται να έρθω κι εγώ;
- Ποιός σου μίλησε εσένα ρε ατσάλι στα δόντια;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία