Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Έκφραση που ακούγεται συνήθως σε μηχανουργεία και υποδηλώνει τα αυθεντικά εξαρτήματα και τα συνιστώμενα ανταλλακτικά μιας μηχανής ή ενός αυτοκινήτου από τη μαμά εταιρία. Έχει δε ακριβώς την αντίθετη σημασία από τον όρο μαϊμού.

Σε μηχανουργείο:
Μάστορας:
- Μπορεί τα σετ α λα μαμά υλικά να είναι ακριβότερα από τις μαϊμούδες που κυκλοφορούν, αλλά από την άλλη αποτελούν εγγύηση για τη σωστή λειτουργία του αυτοκινήτου σας.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η σημασία που δίνεται εδώ αναφέρεται σε κάποιον που ασχολείται καθ' ολοκληρία με μια δουλειά, ή με ένα project. Η συνεργασία είναι η ελάχιστη δυνατή και είναι πιο συνηθισμένη στη δουλειά κατά την επικοινωνία με εξωτερικούς συνεργάτες που προμηθεύουν προϊόντα ή που εκτελούν υπηρεσίες που δεν μπορούμε λόγω φύσης και εμπορικού προσανατολισμού εταιρίας, τεχνογνωσίας ή υποδομής να υλοποιηθούν από την εταιρεία μας.

- Ευνοούνται οι ενδοεταιρικές συνεργασίες στην εταιρία σας;
- Δεν θα τό 'λεγα. Ο κάθε ένας μας έχει φορτωθεί ένα project κατακέφαλα και οδεύει.
- One man show κατάσταση ε;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τεχνική στην κιθάρα, κατά την οποία η άκρη της παλάμης (αριστερή άκρη αριστερού χεριού για αριστερόχειρες) αγγίζει τη χορδή ελαφρά και δίπλα στον καβαλάρη, ταυτόχρονα με τη νύξη της. Το αποτέλεσμα είναι να μειωθεί το πλάτος ταλάντωσης και κατά συνέπεια η διάρκεια της νότας, η οποία, χωρίς να σιγαστεί πλήρως, παράγεται με μία «υπόκωφη» πλέον χροιά.

Σε ροκ και μέταλ ιδιώματα η τεχνική συνδυάζεται σχεδόν αποκλειστικά με εφέ παραμόρφωσης, συχνά για να διευκρινίζει τον επιτονισμό φράσεων ο οποίος αλλιώς θα χανόταν, λόγω ακριβώς της παραμόρφωσης.

Στην κλασική κιθάρα η τεχνική ονομάζεται πιτσικάτο, παραπέμποντας στον ήχο της ομώνυμης –αλλά διαφορετικής– τεχνικής για έγχορδα με δοξάρι.

  1. Όχι ρε φίλε πάλι ριφ με μπουκωτές, έλεος!... Ούτ' ο Μετάλικα νά 'σουνα πιά. Όχι άλλο κάρβουνο!...

  2. Στο τέλος κάθε στίχου παίζεται αυτό [...] pm (pm=palm mute ή «μπουκωτή» στο ελληνικότερον) (απο το Kithara.vu)

Σύγκρινε με κούφια.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο τύπος που καθαρίζει τα χύσια με σφουγγαρίστρα ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο σε μπουρδέλα.

- Ρε χυσομάπα, μάζεψε τα χύσια από το πάτωμα, είπε ο νταβατζής.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο οδηγός φορτηγού που μεταφέρει τσιμέντο (σε μορφή σκόνης). Η λέξη οφείλεται στο φορτηγό μεταφοράς, το οποίο ονομάζεται “γελάδα” λόγω του σχήματος του βυτίου που μοιάζει με μπανάνα ή φασόλι με τις άκρες στο πάνω μέρος (βλ. φωτό). Το βυτίο γεμίζει από πάνω και στο χαμηλότερο σημείο, υπάρχουν οι υποδοχές (μαστάρια) για τη σύνδεση των σωλήνων “άντλησης” του τσιμέντου (μηχανισμός αρμέγματος).

Οι γελαδάρηδες απαντώνται συνήθως στις εθνικές οδούς και για κάποιο μυστήριο λόγο έχουν πολύ κακή φήμη ως οδηγοί, ειδικά όταν κυκλοφορούν σε γκρουπ-κονβόι και είναι άδειοι. Όπως μπορούν να καταθέσουν αρκετοί οδηγοί, είναι αρκετές οι περιπτώσεις όπου γελαδάρηδες κοντράρονται με μεγάλες ταχύτητες, καταλαμβάνοντας παράλληλα δύο ή και τις τρεις λωρίδες της εθνικής.

- Άσ' τα Γιώργο, χθες γυρνώντας από Λαμία είδα τον χάρο με τα μάτια μου.
- Γιατί ρε συ;
- Ήτανε τρεις γελαδάρηδες, ένας σε κάθε λωρίδα και πηγαίνανε με 120... Βγήκε ο χάρος παγανιά σου λέω. Είδα κι' έπαθα να τους προσπεράσω...

Η "Γελάδα" (από Desperado, 14/07/08)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο ταξιτζής.

- Σανίδωσέ το ρε τάριφμαν, θα χάσω την πτήση.

Με την καλή έννοια (από Khan, 26/04/13)

Δες και ταρίφας.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Δικέφαλο σφυρί - το κεφάλι είναι κυλινδρικό (φωτό 1).

Παραδοσιακά ήταν ξύλινο και το χρησιμοποιούσαν οι βαρελάδες. Τώρα κυκλοφορούν ματσόλες και από καουτσούκ.

Η λέξη έχει Ιταλική προέλευση. Επ' ουδενί, όμως, δεν πρέπει να συγχέεται με τον μεγάλο Σάντρο Ματσόλα, διάσημο Ιταλό μπαλαδόρο των δεκαετιών 1960-70 (φωτό 2).

Απλώστε κόλλα στις ξυλόπροκες, τοποθετήστε τις στις τρύπες και χτυπήστε τις με μια ματσόλα. (Από το www.idanikospiti.gr, οδηγίες για επισκευές σε πόρτες)

Μια σελεξιόν από ματσόλες (από poniroskylo, 04/07/08)Ο Σάντρο Ματσόλα με τη φανέλα της Ίντερ (από poniroskylo, 04/07/08)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η πιάτσα, η αγορά, εκεί που γίνονται τ' αλισβερίσια. Υπονοείται ότι είναι ένας χώρος ζόρικος όπου πρέπει νά 'σαι μάγκας και ξήγας για να επιπλεύσεις.

Τη λέξη τη συναντάμε συχνά στα ρεμπέτικα τραγούδια. Από τις συνδηλώσεις προκύπτει ότι στο κουρμπέτι οι μόρτες κονομούσανε τα προς το ζην από διάφορα μυστήρια νταλαβέρια - ουσίες, λαθραία, γυναίκες. Οι δε γυναίκες που είχαν βγει στο κουρμπέτι εκδίδονταν επί χρήμασι.

Έκτοτε η λέξη έχει ενσωματωθεί και, μοιραία, η σημασία της έχει εξασθενήσει. Βγαίνω στο κουρμπέτι σημαίνει πια, πολύ απλά, πιάνω δουλειά και είμαι χρόνια στο κουρμπέτι σημαίνει ότι δουλεύω επί πολύ καιρό, συνήθως σε κάποια εμπορική δραστηριότητα, και είμαι έμπειρος σ' αυτό που κάνω. Τη χρησιμοποιούμε τη λέξη με μια δόση αυταρέσκειας, για να δείξουμε ότι η δουλειά που κάνουμε είναι δύσκολη αλλά εμείς δεν μασάμε.

Η προέλευση της λέξης είναι από το τούρκικο και αραβικό gurbet = ξενιτειά, κάπου μακριά από το σπίτι. Η έννοια αυτή ίσως και να έχει επιβιώσει στην γνωστότερη ίσως χρήση της λέξης στα ελληνικά από τον Βαμβακάρη (βλ. παράδειγμα 3)

Σχετικό λήμμα: βέρι

  1. (Η πρώτη στροφή από «Το κουρμπέτι» του Τσιτσάνη)

Στο κουρμπέτι μια και θες να βγεις
πρόσεξε ρε βλάμη να μη τσαλακωθείς
κι αν θα σε πάρουνε χαμπάρι οι μάγκες
και θα σου κάνουνε μεγάλες ματσαράγκες.

  1. (Από το «Το Ταράφι και η Πιάτσα» των Πλέσσα-Καλαμαριώτη - ρεμπέτικο μαϊμού, πρώτη εκτέλεση Γιάννης Ντουνιάς)

Για δες πως την φερμάρουν στο γκεζί
Μες στο κουρμπέτι για τα σέα και τα μέα
Κάτι σαΐνια μαστοράκια στο γαζί
Και την βολεύουνε κιμπάρικα κι ωραία

Το ταράφι και η πιάτσα
Θέλουν μόρτη από ράτσα

  1. (Η τελευταία στροφή από το «Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά» του Βαμβακάρη)

Όλοι οι κουτσαβάκηδες
που ζούνε στο κουρμπέτι
κι αυτοί μες στην καρδούλα τους
έχουν μεγάλο ντέρτι

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Οι νέες, «ελαστικές» εργασιακές σχέσεις στον δημόσιο τομέα δημιουργούν την ανάγκη ενός σαφέστερου προσδιορισμού της σχέσεως εργασίας των εργαζομένων προς την επιχείρηση. Το να πει κανείς π.χ. «δουλεύω στην ΕΡΤ» δεν λέει πλέον τίποτα για τον μισθό του ή για την διάρκεια της υπηρεσίας του. Αυτή η ασάφεια λύνεται με τη χρήση διπλού επιθετικού προσδιορισμού, συνδυάζοντας τα επίθετα μόνιμος και έκτακτος. Έχουμε και λέμε λοιπόν:

α) Μόνιμος-μόνιμος: είναι ο μισθωτός εργαζόμενος, είτε είναι πραγματικά μόνιμος, είτε με σύμβαση αορίστου χρόνου.
β) Μόνιμος-έκτακτος: είναι ο εργαζόμενος που, αν και καλύπτει οργανική θέση, πληρώνεται ως ελεύθερος επαγγελματίας και είναι μονίμως ξεκρέμαστος. Κάνει την ίδια δουλειά με τους μόνιμους-μόνιμους, αλλά πληρώνεται λιγότερα, και βέβαια το επίδομα αδείας (όπως και κάθε επίδομα) είναι γι' αυτόν άγνωστη λέξη.
γ) Έκτακτος-έκτακτος: ο εργαζόμενος που καλείται να καλύψει έκτακτες ανάγκες. Πληρώνεται όπως και ο μόνιμος-έκτακτος.

- Δουλεύεις πουθενά;
- Ναι, στην ΕΡΤ...
- Άαα, δημόσιος υπάλληλος έεε; Τα ξύνεις και σε πληρώνουμε!
- Τι δημόσιος υπάλληλος μωρέ, μόνιμος-έκτακτος είμαι... Τέσσερις μήνες έχουν να με πληρώσουνε οι πούστηδες!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Τόπος εργασίας, ο οποίος δεν υπάρχει. Κάποιος τον δηλώνει διότι πιθανότατα βαριέται να δουλέψει κι όχι γιατί δεν βρίσκει. Μόνο κουλ τύποι μπορούν να το ξεστομίσουν.

- Τί κάνεις αυτόν τον καιρό;
- Δουλεύω!
- Αλήθεια; Πού;
- Στου Ξαπλόπουλου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία