Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Τρυφερό κομμάτι σάρκας, άλλοι το τοποθετούν στο εσωτερικό του μηρού και άλλοι, περισσότεροι, στο κομμάτι του δέρματος που καλύπτει τον πλατύ ραχιαίο μυ. Γενικά και σχεδόν απροσδιόριστα το ευαίσθητο και εξαιρετικά επώδυνο για χαλάουες και λοιπές αισθητικές παρεμβάσεις σημείο του σώματος που ο αφελής πιστεύει εσφαλμένα ότι θα το κουράρει αποτελεσματικότερα με δυνατές κραυγές παρά με τις λοιπές μεσαιωνικής σύλληψης μεθόδους (βλ. «Άτλας της Χιώτικης Ανατομίας»).

- Πάρε μια ανάσα και «χρααααατς».
- ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑχχχχ (λυγμ)
- Εχμφ, αφού σου 'χω πει ότι πονάει η γαδαροψυχή. Κάθε φορά φωνάζεις λες και σου παίρνω την παρθενιά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γάιδαρος, ο. Τοπικός χαρακτηρισμός από την Κάσο.

Όπως λέει και ένα κασιώτικο παραδοσιακό τραγούδι, «ρίχνω του γάρου άχυρα».

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το ίδιο και στην Κύπρο...

Ίντα γάρος εν τούτος;

Τζιπρεϊκος γάρος (από GATZMAN, 27/09/10)

Δες και γάρος στο cySlang.com.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Η κωλοφωτιά στο Κυκλαδίτικο ιδίωμα, το μαμούνι δηλαδή του γιαλού.

  2. Συνομοταξία πρηξαρχίδως που υπεραναλύει τα πάντα με τετριμμένα κλισέ της ποπ-ψυχολογίας. Εκ του γιαλόμα και του γαμοσλανγκοτέτοιου «-μούνα».

  1. - Σας στέλνω μια πανέμορφη πυγολαμπίδα να φωτίζει την κάθε σας στιγμή!!!zzzzzzzzzzzzzz.................... πείτε την και κωλοφωτίτσα :) ή και γιαλομαμούνα όπως τη λένε στα νησιά!!!
    (εδώ)

  2. - Το νησί που λαμπιρίζει σα γιαλομαμούνα στα περιοδικά και τις τηλεοράσεις, που αποκαλύπτει μια ντίσνεϋλαντ κι όχι έναν ιστορικό οικισμό καθώς πλησιάζεις απ’ τη θάλασσα, που μουλιάζει σαν τον μπακαλιάρο στις ακριβές πισίνες, που ξημερώνεται ντοπαρισμένο με live streaming στα κλαμπ και πουλάει την εσωτερική αρμονία στα spa...
    (για την Μύκονο, εκεί)

  3. Καυλαγόρας: - Τι όμορφη που είσαι σήμερα!
    Πρηξαρχίδοβα: - Και γιατί ειδικά σήμερα και όχι χθες; Και με ποια κριτήρια ορίζεις την ομορφιά; Καυλαγόρας: - Μπη στα διάλα, γιαλομαμούνα!

Το μικρό μαγαζάκι Γιαλομαμούνα στην Χώρα της Άνδρου... (από Vrastaman, 13/09/10)Γιαλομαμούνα Κυκλαδική (από Vrastaman, 13/09/10)Mme Yalom, teh original Yalomamouna (από Vrastaman, 13/09/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτός είναι απο τη Μυτιλήνη. Καλός γκασμάς και του λόγου του.

Ο Μυτιληνιός κοροιδευτικά. Ο τύπος που έχει γεννηθεί και διαμένει στη Λέσβο. Φημολογείτai οτι το παρατσούκλι αυτό εμπνεύστηκε όταν χτιζόταν το αεροδρόμιο της Λέσβου γιατί όταν οι ντόπιοι κληθήκαν εθελοντικά να σκάψουν στα έργα πήγαν όλοι εξοπλισμένοι με γκασμάδες και κανένας με οποιοδήποτε άλλο εργαλείο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χαρακτηρισμός ατόμων που επισκέπτονται ένα συγκεκριμένο νησί του Αιγαίου (Ικαρία, αλλιώς Τζαμάικα) και οι οποίοι σεληνιάζονται καθ’ όλη την περίοδο παραμονής τους εκεί.

Για τους κατοίκους: ο όρος παραπέμπει σε φρικιό που κάνει τις άπειρες καγκουριές (κυκλοφορεί μέσα στην φρίκη, λερώνει παντού, κλέβει και φαίνεται αποφασισμένος να φέρεται σαν νεάντερνταλ όσο βρίσκεται εκεί).

Για τους ίδιους: σημαίνει εναλλακτικός, ένας μεταλλαγμένος χίππυ που το παίζει αντεξουσιαστής.

Τελευταία είναι είδος προς εξαφάνιση λόγω της ανάπτυξης του νησιού, αλλά ακόμα εμφανίζονται κάποιοι την καλοκαιρινή περίοδο.

Από Ικαριώτικο λεξικό:

γκρούβαλος = όρος για τον τουρίστα που κατασκηνώνει για μήνες στην Ικαρία, κάνει επιδρομή στα φαγητά που υπάρχουν στα τραπέζια στα πανηγύρια όταν ο υπόλοιπος κόσμος χορεύει, ενώ συνηθίζει να χοροπηδά σε ρέιβ ρυθμούς κατά τη διάρκεια του ικαριώτικου

ξένος = κάθε επισκέπτης στο νησί, Ελληνας ή μη, που όμως δεν ανήκει στην κατηγορία των «γκρούβαλων» και γι' αυτό μπορεί να απολαύσει απλόχερα την ικαριώτικη φιλοξενία

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

σλανγκασίστ : ..."Όπως ακριβώς επιτίθενται στις μεζέδες με το τσατάλι (αντί ροπάλου) διάφοροι γουλόζοι που ξεχνούν ότι υπάρχουν και άλλοι στο τραπέζι και κυρίως ότι με το ουζάκι τσιμπάμε, δεν σκουρδουλιάζουμε"...

Από το λήμμα σκουρδουλιάζω του Βάνια.

Στη ντοπιολαλιά της Κύθνου γουλούζης ή γλούζης είναι ο αχόρταγος Κυριολεκτικά

Ρε το γουλούζη! Ούλα τά'φαε, δε μού΄φησε μπουκιά!

ή μεταφορικά

Ρε το γουλούζη, μόλις την είδε, κόντεψε να τηνε ρουφήξει απ' τα φιλιά!

Ετυμολογία: από το ιταλικό goloso: άπληστος (ισπανικά: goloso).

Επίσης υπάρχει και το ουσιαστικό: η γλουζιά.

Τέτοια γλουζιά δεν είχα ξαναδεί! Έπαιρν' ένα παϊδάκι απ' την πιατέλα, το δακούσε, και τ' άφηνε μισοφαωμένο στο πιάτο του. Ύστερα έπαιρνε άλλο κι άλλο. Μετά μασούσε όλη νύχτα, κι οι άλλοι μείναμε νηστικοί. Στο τέλος όμως τονε βάλαμε και πλέρωσε το ρεφενέ! (Πραγματικό περιστατικό).

δακούσε (από το δακώ): δάγκωνε

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μέσα στους ελαιώνες της Μυτιλήνης έχει αναπτυχθεί μία συγκεκριμένη αργκό. Βάζω τις λέξεις που ξέρω κάτω από το ίδιο λήμμα.

α) Τέμπλα: Ειδικά επεξεργασμένο ραβδί έτσι ώστε να εξυπηρετεί το ράβδισμα της ελιάς

β) Κουρούκι: Καρπός ελιάς που δεν έχει μαζευτεί εγκαίρως, έχουν φύγει όλοι οι χυμοί του κι έχει καταστεί τελείως άχρηστος.

γ) Κασίμι: Κτήμα που έχει ενοικιαστεί. Στο κασίμι ένας γεωργός συνθηκολογεί με τον ιδιοκτήτη ενός κτήματος και το νοικιάζει για κάποια χρόνια. Ο γεωργός αναλαμβάνει την υποχρέωση να το περιποιηθεί έτσι ώστε να κάνει πολύ καρπό και οικειοποιείται την σοδειά για το διάστημα αυτό έναντι ενός ποσού ή μέρους της παραγωγής. Στο τέλος ο ιδιοκτήτης, εκτός από το άμεσο κέρδος που του παίρνει από τον ενοικιαστή, ξέρει ότι θα έχει κι ένα περιποιημένο κτήμα.

δ) Νταϊφάς: Πλήθος γεωργών που μοιράζονται τις υποχρεώσεις, το κεφάλαιο και το κέρδος σε ένα κασίμι. Ό,τι είναι το σύνολο των ομόρρυθμων εταίρων σε μία εταιρία είναι ο νταϊφάς στο κασίμι.

ε) Κωλοριζήτης: Κλαδιά που φυτρώνουν στη ρίζα του δέντρου και παίρνουν μεγάλο μέρος των χυμών του, εμποδίζοντας το υπόλοιπο να κάνει καρπούς και δυσκολεύοντας το στρώσιμο των διχτυών. Φυτρώνουν σε πλήθη και κατά κανόνα κόβονται, εκτός από τις περιπτώσεις πολύ γέρικων δέντρων που αφήνονται ένας- δυο κωλοριζήτες να αναπτυχθούν και να αντικαταστήσουν τον κύριο κορμό που δεν του έχουν μείνει πολλά ψωμιά.

στ) Φαγάς ή γαμιάς.
Κλαδί που φυτρώνει στο κέντρο του δέντρου, απορροφά δυσανάλογα πολύ χυμό σε σχέση με τον καρπό που παράγει κι εμποδίζει τον ήλιο να φτάσει στα υπόλοιπα μέρη που πρέπει. Τον σκοτώνεις όσο είναι μικρός.

ζ) Καλαθάκι: Τις πρώτες φορές που μαζεύει κάποιος ελιές βολεύεται κατά κανόνα να τις μαζεύει με το δεξί, να τις βάζει στο αριστερό, κι όταν έχουν μαζευτεί πολλές στο αριστερό να τις πετάει στο δίχτυ. Σε αυτή την περίπτωση το αριστερό χέρι λέγεται και «καλαθάκι». Αυτή η διαδικασία μειώνει την παραγωγικότητα κι είναι κάτι που προσπαθεί ο κόσμος να καταπολεμήσει αφού είναι πιο αποτελεσματικό να μαζεύεται και με τα δύο χέρια ο καρπός και να ρίχνεται στο δίχτυ. Κάποιοι γηραιοί Μυτιληνιοί χρησιμοποιούν την φράση που λέγαν οι επιστάτες «μην κάνεις καλαθέλια» θέλοντας να πουν «μην κωλυσιεργείς».

η) Σάκιασμα: Η διαδικασία κατά την οποία μαζεύονται οι ελιές από τα δίχτυα και μπαίνουν σε σακιά.

θ) Μπασάκι: Τα παλιά χρόνια, τότε που το λάδι είχε μία υπολογίσιμη εμπορική αξία, οι φτωχοί αθρώποι πήγαιναν μετά το σάκιασμα και μαζεύαν τις ελιές που είχαν μείνει κάτω. Αυτή η διαδικασία λεγόταν «μπασάκι». Σε περιόδους μεγάλης φτώχειας οι κτηματίες άφηναν εσκεμμένα πολλές ελιές αμάζευτες ώστε να τις πάρουν αυτοί που είχαν ανάγκη.

ι) Μηχανή: Το ελαιοτριβείο.

ια) Τσίτα: Πολύ μικρό κλαδί ελιάς που έχει πελεκηθεί έτσι ώστε να τρυπήσει το σακί με τον καρπό και να το εμποδίσει να ανοίξει. Αυτό χρησιμοποιούνταν κυρίως παλιότερα που το υλικό του σακιού ήταν βαρύ, τώρα βολεύει πιο πολύ ο σπάγκος.

α) Αυτή η τέμπλα είναι τόσο κοντή που δεν φτάνει να ραβδίσω ούτε το μισό ύψος του δέντρου.

β) Μέχρι να αποφασίσεις να στρώσεις δίχτυα, όλες οι ελιές σου γίνανε κουρούκια.

γ) Δεν βρίσκω κάτι που να δείχνει την διαφορά του από το κτήμα.

δ) Ούτε δούλευε ούτε πλήρωνε. Ήταν τόσο ανεπρόκοπος που τον διώξαμε από τον Νταϊφά.

ε) Μήτσο, κόψε τους κωλοριζίτες να στρώσουμε δίχτυα με την ησυχία μας.

στ) Κόψε αυτό το κλαδί. Φυτρώνει στο κέντρο και θα εξελιχθεί σε έναν πρώτης τάξεως γαμιά.

ζ) Μην κάνεις καλαθάκια, μάζευε ελιές και με τα δυο σου τα χέρια.

η) Μόνο το σάκιασμα έμεινε και τελειώσαμε.

θ) Ο γέρος λέει: «όταν ήμουν μικρός το έσκαγα από το σχολείο για να πάω στο μπασάκι να βγάλω κανένα φράγκο.

ι) Σήμερα τελειώσαμε το σάκιασμα και πήγαμε τις ελιές στη μηχανή για να βγει το λάδι.

ια) Παράτα το χουζούρι και βάζε τις τσίτες πιο καλά να μην ανοίξουν τα σακιά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

έμπος (το)

Χαμηλή νέφωση, προμήνυμα βροχής (στη ντοπιολαλιά της Κύθνου). Από μια μικρή έρευνα στο γούγλη, βρήκα ότι, στην μεν Κρήτη, σημαίνει ομίχλη, στη δε Λευκάδα, καταρρακτώδη βροχή, δηλαδή παρεμφερείς έννοιες. Αγνώστου (σε μένα) ετυμολογίας. Πάντως, και στα τρία αυτά μέρη, είχαμε κάποιους αιώνες ενετοκρατίας. Αυτό ίσως μπορεί να δώσει κάποια κατεύθυνση στην αναζήτηση πιθανής προέλευσης και ετυμολογίας. Ευπρόσδεκτη κάθε βοήθεια από γνωρίζοντες περισσότερα.

Είχε ένα έμπος, μιά μαυρίλα,ένα κακό, εκεί, κατά το Πετροβούνι. Έσμιξ' ο ουρανός κι η γης."Τρεχάτε να σπηλιώσουμε*!" φώναξε ο πάππους. Ίσα-ίσα που προλάβαμε να μπούμε στο κελί** και τό 'φερε σαρανταπόταμο!

*σπηλιώνω: βρίσκω καταφύγιο από τη βροχή (στη ντοπιολαλιά της Κύθνου)

**κελί: αγροικία από ξερολιθιά για χρήση από ανθρώπους και ζώα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σημαίνει φαντασιώνομαι, αναπολώ στη ντοπιολαλιά της Κύθνου. Αναφέρεται σε φαντασιώσεις ερωτικού περιεχομένου, αλλά και σε αναπολήσεις, όχι κατ' ανάγκην ερωτικές.

Δεν έχει καμιά σχέση με τα ομόρριζα ιστορίζω που σημαίνει εικονογραφώ εδώ και εξιστορώ / ανιστορώ. που σημαίνει αφηγούμαι εδώ.

Περιγραφή ξαδέλφου μου, που "έπαιρνε μάτι", πίσω από τις γρίλιες, την απέναντι γειτονοπούλα, που "διάβαζε" με ανοιχτό παράθυρο. Κάπου στα τέλη τις δεκαετίας του '60.

"Εκεί που διάβαζε, που λες, τήνε βλέπω που βάνει το χέρι μπροστά, κάτω από το τραπέζι και αρχίζει να κουνιέται σιγά-σιγά. Ποιος ξέρεις τι ψωλές ιστορίζεται; σκέφτηκα κι εγώ κι έγινα ... άσ' τα."

Κι ένα παράδειγμα με την έννοια του "αναπολώ"

Είναι κι όλας τόσα χρόνια πεθαμένος; Τον ιστορίζομαι, σα νά'τανε χτές, που καθουμάστε παρέα στη πεζούλα και πίναμε ούζα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία