Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Ο σώμας, ο σφίχτης, η κορμάρα, το Κ.Δ.Ο.Α. Αλλά και το τελείως αντίθετο, όταν χρησιμοποιούμε τον όρο ακόμα πιο ειρωνικά.

Ανύπαρκτη λέξη, αρχαιοπρεπίζουσα ώστε να υποδηλώνει... τα ιδεώδη της κλασικής ομορφιάς.

  1. - Και κει που καθόμασταν τα δυο μας στην ερημική παραλία, σκάει μύτη ένας κορμαρίων που λες, με τους κοιλιακούς φέτες, και της πετάχτηκαν τα μάτια έξω της Αγγελικούλας ένα πράμα... - Και τι έκανε μόνος του εκεί πέρα;
    - Φίλος της ήτανε και την είδε από μακρυά και ήρθε να την χαιρετήσει...

  2. - Πώς με βλέπεις, αδυνάτισα λίγο;
    - Τι να σου πω, κορμαρίων σκέτος...

(από salina, 22/05/13)

βλ. και κορμοράνος

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στα δόκιμα, η ακροβατική ή αθλητική κωλοτούμπα.

Η δόκιμη κυβίστηση

Στα λίγο πιο αδόκιμα, νεόκοπος επιτηδευμένος σλανγιωτατισμός για το πολιτικό κωλοτουμπίδι.

Ο πρώτος διδάξας πολιτικός κυβιστιστής Ζάππειο=>Μνημονιακός=>σκίζω το μνημόνιο κάθε μέρα σελίδα-σελίδαΖάππειο=>Μνημονιακός=>σκίζω το μνημόνιο κάθε μέρα σελίδα-σελίδα

Τα τελευταία χρόνια η πολιτική κυβίστηση φοριέται ολοένα και συχνότερα:

- Κυβίστηση μετά μουσικής. Τροπολογία ΣΥΡΙΖΑ για το Μέγαρο (εδώ)

- Μία «κυβίστηση» δρόμος… Η απομάκρυνση της νέας ελληνικής κυβέρνησης από τις προεκλογικές της θέσεις (εκεί)

- Η Ελλάδα γράφει ιστορία και στην πολιτική κυβίστηση (παραπέρα)

- Η κυβίστηση των ΜΜΕ: Για «στροφή μέσα σε μια νύχτα των παλιών ναυαρχίδων του αθηναϊκού κόσμου των εφημερίδων σε μια φιλική προς τον ΣΥΡΙΖΑ πορεία, με τον λόγο γι’ αυτό να βρίσκεται στην αλλαγή εξουσίας, καθώς τα χρέη και η νηνεμία στις διαφημίσεις ευνοούν την εξάρτηση των ελληνικών ΜΜΕ από την πολιτική» κάνει λόγο η αυστριακή έγκυρη, συντηρητική εφημερίδα «Ντι Πρέσε» ("Εφημερίδα των Συντακτώνε", παραδίπλα)

Και προς αποφυγή κάθε παρανόησης:

Peppy says: Άλλο κυβιστής κι άλλο κυβιστιστής

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σημαίνει: Ωμά στους σκύλους.

Και δεν είναι σλανγκ. Δεν υπάρχει καν. Δεν ξέρω καν γιατί το ανεβάζω εδώ. Μιά υπόθεση είναι. Μιά εικασία για το πώς θα ήταν μια ασήκωτη, θανάσιμη ομηρική βρισιά. Ένα φονικό μπουκέτο μίσους και άγριας καταφρόνιας. Κάτι που να κοντράρει στα ίσα τα πιό καυτερά καριολίκια μας.

Κάτι που να λέει: "Δεν αξίζεις να τα έχεις. Θα σου τα κόψω και θα τα ρίξω στα σκυλιά".

πέμψω σ᾽ ἤπειρόνδε, βαλὼν ἐν νηῒ μελαίνῃ,

εἰς Ἔχετον βασιλῆα, βροτῶν δηλήμονα πάντων,

ὅς κ᾽ ἀπὸ ῥῖνα τάμῃσι καὶ οὔατα νηλέϊ χαλκῷ,

μήδεά τ᾽ ἐξερύσας δώῃ κυσὶν ὠμὰ δάσασθαι.

Οδύσσεια σ 84-87

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Θα μπορούσε να είναι μια περίτεχνη αρχαιοπρεπής τροπή του μαλάκας, κι όμως είναι μία από τις τουλάστιχον 79 λέξεις που διέθεταν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι για να χαρακτηρίσουν τον γκέι. Ναι, οι δύο θεμελιώδεις ελληνικές ύβρεις, μαλάκας και πούστης, έχουν υποστεί ένα ροκέ μέσα στην ιστορία της ελληνικής γλώσσας. Μαλακία στην κλασική και ελληνιστική περίοδο ήταν η εκθηλυμένη τρυφηλότητα και μαλακότητα, οπότε μαλακός ήταν αυτός που τον σήκωνε τον χιτώνα.

«Φιλοκαλούμεν μετ' ευτελείας και φιλοσοφούμεν άνευ μαλακίας», δηλαδή φιλοσοφούμε χωρίς να κάνουμε πουστιές (Περικλής δια χειρός Θουκυδίδου). Βέβαια, η μαλακία σταδιακά συνδέθηκε με την εξασθένηση (βλ. δια πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν) και εντέλει με τον αυνανισμό.

Όταν, λοιπόν, οι άλλοι δεν είχαν ακόμη ανακαλύψει τις ηδονές της εναλλακτικής τρύπας, εμείς οι Έλληνες διαθέταμε όχι μία και δύο, αλλά τουλάστιχον 79 λέξεις για να ονομάσουμε τον γκέι, τις οποίες θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας, προτού τις καταχωρίσω στο οικείο λήμμα (ορισμένες υπάρχουν ήδη εκεί, όπως και στο απάνθισμα αρχαίων μπινελικίων υπό Βραστανδρός). Μπορεί οι Νεοέλληνες να έχουμε περί τις 500 λέξεις, αλλά κι οι αρχαίοι μας πρόγονοι έκαναν ό,τι μπορούσαν. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα επιχείρημα κόλαφο εναντίον του Φαλλμεράϋερ και των συν αυτώ, ένα επιχείρημα που θα δικαίωνε πανηγυρικά τον Παπαρρηγόπουλο και τους δίκαιους υποστηρικτές της συνέχειας του ελληνισμού διά μέσου των αιώνων: το εξαπανέκαθεν αδιάπτωτο εθνικό μας πουστριλίκι ως πανηγυρική απόδειξη της υπερτρισχιλιετούς ιστορικής μας συνέχειας.

Πηγή: Βερέττας, Μάριος. Τα Βρωμόλογα των Αρχαίων Ελλήνων. Αρχαίες χυδαιότητες, προστυχιές και βωμολοχίες. Αθήνα, 2007.
(σ.ς. του οποίου το παρόν λήμμα ας λειτουργήσει ως μια ανιδιοτελής διαφήμιση ότι πρόκειται για εξαιρετικό εορταστικό δώρο, μέρες πού 'ναι).

  1. αβροβάτης: θηλυπρεπής άντρας με γυναικείο βάδισμα [< αβρός + βαίνω]
  2. αβροβόστρυχος: θηλυπρεπής άντρας με γυναικείες κοτσίδες [< αβρός + βόστρυχος]
  3. αβροείμων: θηλυπρεπής άντρας με γυναικείο ντύσιμο [αβρός + είματα = ρούχα]
  4. αβροκόμας: θηλυπρεπής άντρας με γυναικεία κόμμωση [< αβρός + κόμη]
  5. αβρόπους: θηλυπρεπής άντρας με γυναικείο βάδισμα [αβρός + πους = πόδι] (σ.ς.: ουκ αβρόχειρ τις αλλά αβρόπους τις).
  6. αΐτας / αΐτης: νεαρός ερωμένος στις δωρικές κοινωνίες, γκόμενος. [<άω = πνέω].
  7. ανδροβάτης: εραστής ανδρών [< άνδρας + βαίνω = προχωρώ, εισχωρώ, μπαίνω, πηδάω]
  8. ανδρόγυνος: ερμαφρόδιτος (σ.ς.: o όρος αυτός έχει μεταφερθεί και σε άλλες γλώσσες, και οι ξένοι αισθάνονται πολλές φορές αμήχανα όταν ακούνε να χρησιμοποιούμε οι νεοέλληνες την λέξη για να περιγράψουμε το ετερόφυλο ζευγάρι. Αν και άργκιουαμπλυ, ένας γκέι πετυχαίνει μόνος του την ισορροπία και σύνθεση που χρειάζονται δύο ετερόφυλοι στρέιτ για να πετύχουν, πρβλ. και τον αριστοφανικό μύθο του ανδρογύνου στο πλατωνικό Συμπόσιον).
  9. ανδροθήλυς
  10. ανδροκοίτης
  11. ανδροκόμος [< κομέω = προσφέρω ερωτικές φροντίδες]
  12. ανδρολάγνος
  13. ανδρομανής
  14. ανδροπόρνος
  15. αρρητοποιός [< άρρητον + ποιώ = αυτός που διαπράττει ακατονόμαστες ασελγείς πράξεις] (σ.ς.: τύφλα νά 'χει ο Wittgenstein).
  16. αρρητουργός (ομοίως)
  17. αρρενομίκτης: αυτός που σμίγει με άντρες
  18. αρρενοφθόρος: αυτός που (δια)φθείρει άντρες, που τους παίρνει την άλλη παρθενιά (όπως ο Βάγγελας του Πέρι).
  19. βάτταλος [< πάτταλος = πάσσαλος = πέος]
  20. γλούτης: ο εύκωλος [< γλουτός = κωλομέρι]
  21. γονοπότης: αυτός που πίνει το σπέρμα (γόνος < γίγνομαι).
  22. γυναικανήρ
  23. γυναικίας
  24. γυναικόμιμος
  25. γυναικόφωνος
  26. γυναικοφυής
  27. γύνανδρος
  28. γύννις: ο άνδρας με γυναικεία συμπεριφορά.
  29. εθελόπορνος: ο εκδιδόμενος με την θέλησή του κίναιδος.
  30. εδρόστροφος : ο κίναιδος που κουνάει προκλητικά τον κώλο του έδρα + στρέφω]
  31. ημίγυνος
  32. ημιθήλυς
  33. θηλάρσην
  34. θηλυδρίας [< θηλυδριώ = φέρομαι ως θηλυκό]
  35. θηλυμίτρης: τραβεστί [< θήλυ + μίτρα = σκούφια] (σ.ς.: πρβλ. και τις μίτρες των αγαμιδίων).
  36. θηλυπρεπής
  37. θηλύστολος: τραβεστί [< στολή = ενδυμασία] («κράτος θηλυστόλων και πεσμένων κώλων, κωλοέλληνες» για να παραφράσω τον Σαββόπουλο).
  38. θρυπτικός [< θρύπτω = ζω θηλυπρεπώς < θραύω]
  39. κατάπρωκτος
  40. καταπυγόσυνος [< κατά + πυγή = κώλος]
  41. καταπύγων [< πυγή]
  42. κέλωρ: νεαρό πουστράκι, τεκνό, πουστρίγκος [κέλωρ = παιδί]
  43. κίναδος: πονηρόπουστας [κίναδος = αλεπού]
  44. κίναιδος [< κινέω = γαμιέμαι, ή πιθανόν πατρετυμολογία < κινώ (προκαλώ) την αιδώ]. (Σ.ς.: σήμερα χρησιμοποιείται ως η πιο λάιτ, επίσημη ονομασία, κι όμως η ετυμολογική σημασία ως «γαμημένος» δεν είναι και τόσο πολιτικά ορθή).
  45. κινησίας [< κινέω = γαμιέμαι]
  46. κεκινημένος
  47. κοπραγωγός: ο επιβήτωρ ανδρών [κολομπαράς] [< κόπρος + αγωγός]
  48. λαικαστής [< ληκώ = πέος]
  49. λακαταπυγών : ο πούσταρχος < λίαν + κατά + πυγή
  50. λάσταυρος < λάσιος = μαλλιαρός + ταύρος = πέος
  51. λάστρις < λάσιος + ταύρος
  52. μαλακίας: ο εκθηλυσμένος < μαλακός
  53. μαλακίων: ο εκθηλυσμένος < μαλακός
  54. μαλακός: ο εκθηλυσμένος και τρυφηλός (ο όρος που χρησιμοποιεί ο απόστολος Παύλος για τους ομοφυλόφιλους)
  55. οπισθοβάτης < όπισθεν + βαίνω (μπαίνω)
  56. οπισθοβατικός
  57. παθικός < πάθος
  58. παιδεραστής
  59. παιδίσκος: εκπορνευμένο ανήλικο αγόρι, τσιμπούκ-ογλάν
  60. παιδοκόραξ
  61. παιδομανής
  62. παιδοπίπης < οπιπτεύω = κάνω μπανιστήρι
  63. παιδοφιλής
  64. παιδοφθόρος
  65. παρατετλιμένος: ο πουστοσέξουαλ με αποτριχωμένα γεννητικά όργανα < παρατίλλω = αποτριχώνω
  66. πρωκτόσοφος (σ.ς. κι ο Σωκράτης ο πρωκτοσοφός, πούστης ήτανε κι αυτός)
  67. πυγαίος < πυγή = κώλος (σ.ς.: άρα το πυγαίο χιούμορ είναι το χιούμορ του κώλου).
  68. πυγαλγής: αυτός που τον πονάει η πυγή του.
  69. πυγιστής: ο κολομπαράς
  70. πυγοστόλος: ο ευτρεπίζων προκλητικά την πυγή του εύκωλος
  71. σαυκρόπους: ο κίναιδος με θηλυπρεπές βάδισμα < σαυκρός = τρυφερός + πους
  72. σαύλος < αύω = ανάβω
  73. σίφνιος / σιφνιαστής < σιφνιάζω = χώνω κωλοδάκτυλο, όπως οι κάτοικοι της νήσου Σίφνος, που τους είχε βγει το όνομα.
  74. συβαρίτης: φιλήδονος και τρυφηλός, αλλά συχνά του γκεϊλικίου συμπεριλαμβανομένου
  75. σφίγκτης: όχι ο σφίχτης, αλλά ο πρωκτικάντζας < σφιγκτήρ του πρωκτού.
  76. φίληβος: ο εραστής εφήβων
  77. φιλομείραξ: ο εραστής μειρακίων
  78. φοινικιστής: ο κίναιδος που κάνει γκρουπ σεξ, επειδή στους Φοίνικες είχε βγει το όνομα ότι κάνουν ομοφυλοφιλικά πάρτυ με ούζα.
  79. χαλκιδεύς: και στους χαλκιδιώτες τους είχε βγει το όνομα.

Τι είπες βρε μαλακίωνα;

(από Khan, 21/12/09)(από Fotis Nitsiopoulos, 21/12/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τα γεννητικά όργανα. Η λέξη έγινε γνωστή απο ομιλία του κ. Ζουράρι στο Ελληνικό Κοινοβούλιο. Η λέξη «μέζεα» είναι αρχαία, και σημαίνει τα γεννητικά όργανα, ιδίως του ζώου. Ακριβέστερα, πρόκειται για παράλληλο τύπο του μήδεα που είναι τα γεννητικά όργανα του άντρα. Στην Οδύσσεια, όταν ο Οδυσσέας βρίσκεται ολόγυμνος ναυαγός στο νησί των Φαιάκων και αντιλαμβάνεται τη Ναυσικά με τις φίλες της, κόβει ένα κλωνάρι φουντωτό, «ως ρύσαιτο περί χροΐ μήδεα φωτός» -να κρύψει τ’ αχαμνά του όπως μεταφράζει ο Ζ. Σίδερης. (https://sarantakos.wordpress.com)

Από την εν λόγω ομιλία:
«Πρόκειται περί ληστρικού κράτους. Και βεβαίως, υπενθυμίζω ότι μας έχουν πρήξει τα μέζεα του στεατοπυγικού μας υποσυστήματος οι Γερμανοί ότι «τα κράτη έχουν συνέχεια». Επομένως, εφόσον το ναζιστικό καθεστώς αναγνώρισε τις δυο πρώτες δόσεις, το μεταναζιστικό καθεστώς πρέπει να συνεχίσει, διότι τα μέζεά μας, μας τα έχουν πρήξει.»

(από Khan, 26/03/15)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το μη μου τους κύκλους τάραττε που λέει η Σιλικονέλλα / Σιλικονίτα στην οποία κάνουμε ισπανική (μαλακία ή ακόμη καλύτερα πίπα, για την λεπτή διαφορά βλέπε εμπνευσμένη ανάλυση της Mes), και γι΄ αυτό φοβάται μην σπάσει κανά μπαλόνι και τρέχουμε να ψάχνουμε τα υπολείμματα της poustiάς του Pousti. Για να αποφύγουμε τέτοιες ατάκες το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε (εκτός από το να απαγορεύουμε σε κονάτες να διαβάζουν slang.gr) είναι να ακολουθήσουμε την συμβουλή της Mes από το Πουτσοπόλιταν, ότι οι ρώγες ΔΕΝ είναι κουμπιά ραδιοφώνου, και δεν πρέπει να τους συμπεριφερόμαστε σαν να ήταν...

Λάουρα σε χρόνο ύποπτο: - Αχ μη Χαβιέ (σ.ς.:Ισπανός), μη μου τους βύζους τάραττε. Μόλις γύρισα από Tom Pousti. Και ποιος την ξαναπληρώνει την μπαγαποντοπλαστική!...

(από nick, 05/04/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είναι παράφραση του «όποιος βιάζεται σκοντάφτει». Δηλαδή «μη βιάζεσαι γιατί θα την χέσεις την κατάσταση (θα το ματιάξεις και θα πάει κάτι στραβά)».

- Μπαμπά θα μου πάρεις δικό μου αυτοκίνητο όταν περάσω στο Πανεπιστήμιο;
- Μη προτρεχέτω γιατί χεζέτω! Πέρασε πρώτα και βλέπουμε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εκδοχή τςη μουνότρυπας, προσφιλής στον σλανγιώτατο Ανδρέα τον Εμπειρίκο.

Μουνοτρυπίδα στην μαλλιαρή, για να πούμε και κάνα ινσέψιο να περάσει η ώρα.

1.
Κατ' αρχάς, ή ΄Εθελ έμενε σιωπηλή, και πλην των κινήσεων της αυνανιζούσης χειρός της, και του δεξιού βραχίονός της, έμενε ακίνητη, κοιτάζουσα περιπαθώς τον Αιμίλιον εις τα μάτια, ικανοποιημένη από την ιμερικήν του έξαρσιν και την έκδηλον καύλαν του. Γρήγορα όμως, ή ΄Εθελ ήρχισε να επιταχύνη την ηδονικήν τρίψιν, και καθώς εκινείτο η χείρ της πιο γοργά, το αιδοίον της ήρχισε σιγά-σιγά άλλα οφθαλμοφανώς να ανοίγη ολόκληρον με τα εξογκωθέντα εν τω μεταξύ υπεράγαν απο την διέγερσιν μικρά χείλη του εν τοιαύτη διαστολή, ανάμεσα εις τα τελείως ανοικτά εξωτερικά παχέα τοιαύτα, ώστε να αφήνουν να φανή, εν τέλει, καθαρότατα, εις το μεταξύ αυτών τρυφερόν βαθούλωμα η ερυθρά μουνοτρυπίς . . .

2.
Αυτος ευκαιρια δοθεισης της μεγαλωσε την μουνοτρυπιδα της και μπορει και να της ανοιξε και την κωλοτρυπιδα

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αρχαιοπρεπής νεολογισμός (ζουραρισμός) εκ των

Μπέος + ράπισμα: το χαστούκι του Μπέου.

Προσοχή στην ορθογραφία: το «ρ»αναδιπλασιάζεται (π.χ. εμπορορράπτης). [Δες σχόλιο στο πεορράπισμα», το οποίο ήταν αφετηρία του παρόντος].

Ο διαιτητής εδέχθη ισχυρά μπεορραπίσματα, μετά το πέρας του αγώνος, του προέδρου κραυγάζοντος: «Πούστη μας έσφαξες»

Αλλεπάλληλα μπεορραπίσματα στους νταλάρες του κόσμου τούτου (από Khan, 21/03/15)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το δηλητήριο το οποίο καταδικάζονται να πάρουν όσοι παρακολουθούν το δελτίο του Star με αναρίθμητα χαζορεπορτάζ από τη Μύκονο ...

- Πάμε σήμερα κάτω;
- Βαριέμαι ρε μαλάκα..
- Και τι θα κάνεις μεσα ρε;
- Μάλλον θα κάτσω στην τηλεόραση, όλο και κάτι θα 'χει..
- Δες star!
- Ναι, γάματα... θα πάρω μια γερή δόση μυκώνειο, μου φαίνεται!

(από Vrastaman, 26/03/09)

Aπό εδώ στο lexilogia.gr

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία