Το προφυλακτικό, η καπότα, ντε, στα Καρπάθικα. Τη λέξη την ξέρω από φίλη Καρπάθια. Η λέξη αναλύεται στα συνθετικά της και κάνει αυτό που λέει. Είναι η θήκη - προφύλαξη της τσουτσούς κατά την ερωτική πράξη, ώστε να μην ξεχυθούν οι χυμοί του έρωτα κι έχομε άλλα ντράβαλα μετά (γενετήσιο-αφροδίσια, ανεπιθύμητης στιγμής κουτσούβελα). Η πρώτη διαφήμιση ψωλοθήκαρου της σύγχρονης εποχής, στις αρχές του 18ου αιώνα, το ονόμαζε "μηχανή που προστατεύει από τα τραύματα του έρωτα".(!) http://users.itia.ntua.gr/soulman/ikseres.html (πώς να περιγραφεί αλλιώς μια εφεύρεση ταμπού;) Παλιά κατασκευάζονταν από λινάρι και λάστιχο (συνήθως από έντερα ζώων), ήταν πολλαπλών χρήσεων και η αποτελεσματικότητά τους εξαρτιόταν από τη βασταγερότητα του επιβήτορα! (μάλλον δεν είχαν πολλές ελπίδες). Το αγγλικό "vagina" απ' το λατινικό vagina - ae (θήκη ξίφους κυριολεκτικά και μετά , και τί ξίφους, ε;;;) συνδέεται εννοιολογικά, με αυτό των κουτσαβάκηδων. Η τσουτσού σε θήκη μπαίνει, σε ό,τι μοιάζει με θήκη. Πρωτοπόροι οι Ολλανδοί, που μόλις η εφεύρεση έγινε γνωστή, έσπευσαν πρώτοι να την κάμουνε δημοφιλή, αρχικά αναμεταξύ των...

- Και, ίντα γίνηκε με την κοπελιά; Έχωσές τηνε με ψωλοθήκαρο;
- Έχωσά τηνε, αλλά το παντέρμο θαρρώ πως έσπασε!

Χρησιμοποιώ την Κρητικήν, δε γνωρίζω πως διατυπώνεται στα Καρπάθικα... Όποιος ξέρει ας συμπληρώσει...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ή καργιατζουλάκι. Λέξη που την λένε στα μικρά παιδιά στο χωριό μου, ειδικά τα ατίθασα, τα αεικίνητα, χωρίς όμως να είναι ξινά ή κακομαθημένα, τα γλυκοσκανταλιάρικα, αυτά που ο,τι και να κάνουν τους τα συγχωρείς όλα, και αντίστοιχης σωματικής διάπλασης (μικροκαμωμένα με σπινθηροβόλο βλέμμα).

Συνδέεται με το καλικατζαράκι φωνητικά, αλλά και με την κάργια σαν να είναι παράγωγό της. Στα Κρητικά συνδέθηκε με τον σκορπιό, αλλά η καργιατζούλα σε άλλες διαλέκτους του Αιγαίου περιγράφει χλωρίδα, όπως την τσουκνίδα.

Προσωπικά την άκουγα ως περιπαικτική λέξη με διάθεση ειρωνείας, ειδικά στο υποκοριστικό της. Στην κανονική της εκδοχή, όταν δεν αναφέρεται σε παιδιά, σχετίζεται με κάτι κακό που σκαρώνεται από κιανέναν αξανάκωλο και έχει ανησυχητική χροιά.


1.- Γιάλε το, γιάλε το, το καργιατζουλάκι, απού'ναι πέντε πιθαμές, μα έχει γλωσσαράκι... (Γιάλε: μωρουδίστικη εκφορά του "διάλε")
2.- Εγροίκησές το, ίντα γίνηκε οψές;
- Πράμα δε γ-κατέχω.
- Ο Μιχαλιός του κυρ - Θωμά, εκαβαλίκεψε το μουρέλο και μπαλώτεψε τον αυλόγυρο. Φωθιά και λάβρα γίνηκε η εκκλησιά.
- Χίλια καζίκια του κώλου ντου, για καργιάτζουλας.

Επίσης, γράφεται και καριάτζουλας.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παλιακός όρος, συνήθως χρησιμοποιούμενος στο Δημόσιο Τομέα, από Τμηματάρχες, Διευθυντές κλπ και χρωματισμένος με ελαφρώς υποτιμητικό τόνο, όχι βέβαια όσο ο σύγχρονος όρος "Διοικητικοί".Το "Παιδί" χρησιμοποιείτο για κλητήρες, θυρωρούς κλπ βοηθητικά στελέχη τα οποία συχνότατα ήταν άνω των 50 ετών. Απαντάται ακόμα σε υπηρεσίες όπως τα Δασαρχεία και οι Αγροτικοί Συνεταιρισμοί.

- Τι θα γίνει ρε Γιαννάκη; Τις ετοίμασες επιτέλους εκείνες τις καταστάσεις; - Μάλιστα, κύριε Γενικέ. Τις στέλνω αμέσως με ένα Παιδί.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτός που κάνει τσαλίμια. Από το τουρκικό çalım που σημαίνει προσποίηση ή επίδειξη. Τον τσαλιμακά προσδιορίζουν και οι δύο αυτές ιδιότητες. Είναι ο κολπατζής, παιχνιδιάρης - λαδοπόντικας και φτηνιάρης τύπος που εποφθαλμιά κάθε είδους αρπαχτή ενώ ταυτόχρονα είναι ψώνιο και ιστορίας - όλο κομπάζει και σε πειράζει. Ο τύπος χρωστάει της Μιχαλούς αλλά κυκλοφορεί με μερτσέντα. Συνήθως βρίσκεται μεταξύ χωριού (εκεί δηλαδή που τον παίρνει να πουλάει φούμαρα) και πόλης (για να το παίζει πετυχημένος-προχώ-πρωτευουσιάνος) , ενώ τις παλιές καλές εποχές τσίμπαγε και κάνα διακοποδάνειο να πάει για καφέ στο Μιλάνο για τη μόστρα.

Το συγκεκριμένο παρατσούκλι θα μπορούσε κάλλιστα να καταλήξει σε επίθετο, εάν δεν υπάρχει ήδη.

-Πάρε ρε τον Γιώργο τον τσαλιμακά να του πεις ότι κατεβαίνουμε χωριό.
-Εδώ είναι ρε, πούλησε σ' έναν αγρότη ένα οικόπεδο που 'ναι μπλεγμένο στα δικαστήρια, πήρε τα λεφτά και τώρα κρύβεται.

τσαλιμακάς

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Άσσος περα απο τις σε ολους γνωστες του εννοιες αναφερεται και σε ποσοτητα κανναβης.Ειναι συνώνυμο του ταληρου.Ενας ασσος αντιστοιχει σε ενα γραμμαριο.

-Ε αδερφε θα πιουμε τιποτα ?
-Παμε να παρουμε εναν ασσο μπανι εχω 5 ευρω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Ταυτόσημο, αλλά πιο μερακλιδικο, με το εμφανιζόμενο κείμενο συνδέσμου

Άσε, τράβηξα ντάμα από δώδεκα κι'επεσα στο λάκκο με τα τσιμπούκια.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Το καθεστώς όπου ένας στην αρχή δημοκρατικά εκλεγμένος ηγέτης αποκτά σταδιακώς χαρακτηριστικά δικτάτορα, μέσω της εξόντωσης φυσικής ή θεσμικής πολιτικών αντιπάλων και αντιπολιτευόμενων κομμάτων, μέσω του ασφυκτικού ελέγχου του Τύπου, της κατάργησης του πλουραλισμού, της προσωπολατρίας κ.ο.κ.

Το πώς θα αντιμετωπίσει η ΕΕ τη νέα κυβέρνηση στην Αυστρία και το έλλειμμα δημοκρατίας στην Πολωνία θα δώσει τον τόνο για την αντιμετώπιση και άλλων παρόμοιων ζητημάτων στην Ευρώπη. Ηδη έχει εφευρεθεί ο όρος «δημοκρατορία» (από τις λέξεις δημοκρατία και δικτατορία) για να περιγράψει το ολίσθημα προς τον αυταρχισμό κρατών που έχουν δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Ο καραγκούνης υποτιμητικά στο θεσσαλικό σλανγκ. Ο άξεστος χωρικός από τον κάμπο! Ο άνθρωπος που πέρα από το χωριό του δεν έχει πάει πουθενά.

Πωωω ρε τι καραγκνάς είναι αυτός. Μιλάμε για άνθρωπο των σπηλαίων.

Μηδέν πρόοδος στο χωριό. Τίγκα καραγκνάδες είναι ακόμα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το κείμενο που γράφεις υπό την επήρεια αλκοόλ ή ελαφρών ναρκωτικών ουσιών, συνήθως μοιράζεσαι στα κοινωνικά δίκτυα και, το πιθανότερο, μετανιώνεις μόλις ξεσουρώσεις.

- Μού 'ρθε μια ειδοποίηση για ένα κομμάτι από Eddie Vedder που ανέβασε ο Παυλάρας αλλά δε μου βγάζει τίποτα, τι φάση;
- Α ναι, ήμουν μέσα όταν το ανέβασε... Τέσσερις η ώρα τα ξημερώματα... Λιαρδογράφημα για την πρώην του ήταν, με σάουντρακ... Μάλλον τό 'σβησε όταν ξύπνησε και τσέκαρε τις ειδοποιήσεις...

Βλ. λιάρδα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πατινός-πατινή-πατινό. (Όπως κοντινός, ακρινός, κορφινός).Αυτός-ή-ό που βρίσκεται στον πάτο, δηλαδή κάτω-κάτω.

Παράδειγμα εδώ Την πατινή πεζούλα (αναβαθμίδα, ζαγάδα) τής λογγάς, την πήρε το ποτάμι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε