Για το υπερκειμενικό του πράγματος, να αναφέρουμε κι εδώ ότι ο «κοθόρνος», ό,τι πιο κοντά σε πλατφόρμα είχαν στην αρχαία Ελλάς, ήταν σλανγκ λέξη για τους πολιτικάντηδες κωλοτούμπες και κυβιστήρες, και γενικά για τους ΟΦΑ, επειδή τα χοντροπάπουτσα αυτά, είδος μπότας που φορούσαν ηθοποιοί αλλά και κυνηγοί, ταιριάζαν και στο αριστερό και στο δεξί πόδι. Αναφέρεται στα Ελληνικά του Ξενοφώντα, τα πουλάνε τώρα 2 ευρώ στην απολαυστική μετάφρα από Ρόδη Ρούφο.
Ουδέν κρυφτόν υπό του Σλανγκ, πωλώ δε μ΄άλλον υπό του Χανκ, το ανέφερε ανπασάν-παρεπασάμ σε σχόλιο το 2009.
Δες και τα ξεπερτσινιάζω / ξεπερτσικώνω και περτσινώνω
Τό χανε καταχωρημένο μρε συ μα δε μπειράζει, βλ. ατσιποδιάρης
Επίσης υπό το κράτος δικαίου της Ελλάδας της κρίσης όπου νά' ναι θα συλληφθεί κι αυτός ο Habeas Corpus (όπως είχε αρμοδίως διατάξει ο Roy Bean)
alamo να σαι καλά, και μας φώτισες και μας μπερδεψες.
και Να! = et voila ;
Φτάνοντας στο άλσος κατεβαίνει από τον ηλεκτρικό ο στρατός του Μανάβη, μπροστά ο αρχηγός και πίσω του ο Τρίγωνος, ο τρελοΜιχάλης, ο Γασπαράτος, ο Χρήστος ο Διαβατάς, ο Καναράκης, ο Πολυζώης, ο Σεραφίνο, ο Βάγιος, Βάκης, ο Στελάκης ο κοντός, ο Παναγιώτης ο Πεκρίδης, από τη θρυλική Καλλιθέα ο Κώστας ο Καζαντζίδης, ο Γιώργος ο Μακρίδης ο Ζβαν, ο Κρας, ο Αντάρτης, ο Λάκης ο φουσκωτός, ο Σποκ, ο Γλόμπος, ο Βαπ, ο Γιώργος ο Σάμπαθ από την Επτάλοφο, ο Κούλης, ο Τζαμάλ, ο Γρηγόρης το άτομο, ο Κώστας ο Μαυρόπουλος, ο Βάικος, ο Λάκης το τσεκούρι, ο Λωλός, ο Ηλίας ο Καρφωτός, ο Μαούνας, από τη Νεάπολη ο Μπέλλος, ο Βασίλης ο Μεν, ο Αντώνης ο Μαλλιάς, ο Κοτσιώνης, ο Πελεκάνος, από Τούμπα ο Θόδωρος ο Τσούτσου, ο Λεφίδης, ο Ξου, ο Γιάννης ο Κουζού, και άλλοι πολλοί που χρειάζονται σελίδες να συμπληρώσω τα ονόματά τους.
Από το επίκαιρο και ακραία καταπληκτικό χρονογράφημα Ήταν υπαρκτό πρόσωπο ο Μπάμπης ο Σουγιάς;
Αρχική πηγή εδώ.
σάντουιτς χωρίς διαλυτικά καρχαρίας χωρίς γύρο (για το πως το έγραψα ανορθόγραφα λέω)
Μπράβο στον Χαν και τον Ξεροσφύρη. Αυτό που γράφει ο ξεροσφύρης από πάνω είναι από τα Σφακιά.
Καταπληκτική μετατόπιση της σημασία στο λήμμα αναμαζωξιάρα!
στην Κρήτη: από γεννητώντας
Λόγια λέξη αλλά στο νου του χρήστη πιο σλανγκ κι από σλανγκ = πούρος σλανγιωτατισμός!
all cows are black
Καταπληκτικό λήμμα, δαπανηρή συνήθεια.
Πάντως, επειδή στον ορισμό ο ΑΝ21 γράφει ότι όταν συνδυαστούν κομμέ και ποδανά το αποτέλεσμα είναι ούμπερ, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι κάποιες φορές οι κώδικες μπορεί να είναι ασύμβατοι και να οδηγήσουν σε ασυνενοησία, όπως στο εξαιρετικό παράδειγμά που πρόσφατα ανέδειξε ο dryhammer στο ναταπού:
Α - Ναταπού; Β - Μας τά 'παν άλλοι.
Προφανώς ο Α ομιλεί τα ποδανά και εννοεί «πουτάνα;», ο δε Β τα κομμέ, και καταλαβαίνει «να τα πούμε;».
Υπάρχουν με άλλα λόγια και αντενδείξεις ως προς τη συγχορήγηση.
Και στην Κρήτη, στα Σφακιά, λέμε βλέπου, δηλαδή, πρόσεχε! Δεν είναι κομμέ, για όνομα. Είναι από τ' αρχαία.
Θεμιστοκλής -> Θεμιστόκλας -> Μιστόκλας
από ζήλεια για τα
Επαμεινώνδας -> Νώντας
ή Νικόλαος -> Νικόλας
Ακολουθεί σεντόνι με κρητικές παρατηρήσεις ειδικού σκοπού και ενδιαφέροντος:
Πάω στοίχημα ότι κάποιος Παπαμιχαηλίζων στην ελληνική επικράτεια, έχοντας (όπως θέλει ο ίδιος) διαβάσει το/α σχόλιο/α πιο πάνω για το «παίζω» στην Κρήτη, και αυθυποβαλλόμενος σχετικά με το τι άκουσε στις καλοκαιρινές του διακοπές, το έχει ήδη πετάξει το διαλεκτικό Σμαράγδι του: «ωρέ κοπέλια, επαίξανε τον Μανωλιό!».
Για να μην στρογγυλεύουμε το πράμα, το παίζω ναι μεν σημαίνει και στην Κρήτη πυροβολώ, αλλά...
Το παίζω στην Κρήτη γενικά χρησιμοποιείται όπως το χτυπώ (πλήττω, με ή χωρίς θόρυβο): παίζω μια με την κατσούνα (=χτυπάω με τη μαγκούρα), παίζω μια με το μανάρι (=χτυπάω με το τσεκούρι), λέγεται ακόμα και παίζω του ένα χτύπο (=το(ν) χτυπάω). Σημαίνει και κρούω, παίζω την καμπάνα, παίζω την κόρνα.
Πάντα δηλαδή εννοείται ένα άμεσο αντικείμενο σε αιτιατική, το οποίο μπορεί να είναι σύστοιχο: παίζω μια (κατσουνιά/έ) με την κατσούνα. Αυτό το οποίο πλήττεται από το χτύπημα (έμμενο αντικείμενο) μπαίνει πάντα σε γενική. Π.χ. παίξε μια τση τηλεόρασης μήμπας και σιάξει (=ρίξε μία στην τηλεόραση μήπως και φτιάξει... νοσταλγία!) ή παίξ' του μια να πάει πέρα πέρα, δηλαδή, σπρώξ' το να φύγει από τη μέση.
Ειδική κάπως περίπτωση είναι το παίζω όταν σημαίνει πυροβολώ. Μπορεί να σταθεί και μόνο με το άμεσο αντικείμενο σε αιτιατική: π.χ. παίζω μια μπαλωτέ (ή μπαλωθιά) ή απλά παίζω μια (και δυο, και τρεις...). Όταν δεν υπάρχει έμμεσο αντικείμενο, σημαίνει είτε ότι έπαιξα στον αέρα «ασκόπως», είτε ότι δεν πέτυχα το στόχο μου.
Αν υπάρχει έμμεσο αντικείμενο και είναι άψυχο, μπορεί να σταθεί και μόνο με αυτό, πάντα σε γενική, αν και είναι πολύ σπάνιο. Π.χ. επαίξανε μρε του ΟΤΕ και εκόπηκε το τηλέφωνο (δηλαδή, κάποιος πυροβόλησε το στήλο του ΟΤΕ και...). επαίξανε τον ΟΤΕ δεν παίζει.
Αν υπάρχει έμψυχο αντικείμενο (άνθρωπος, κυνήγι) μπορεί να είναι μόνο έμμεσο αντικείμενο, και μπαίνει πάντα στην γενική, αλλά σπάνια θα λεχθεί χωρίς να υπάρχει και το άμεσο αντικείμενο, έστω ελλειπτικά, σε αιτιατική, προφανώς γιατί είναι λιγότερο αυτονόητο με ποιο τρόπο μπορεί να χτυπήσανε έναν άνθρωπο. Επαίξανέ-ν-του Μανώλη μια [μπαλωτέ]. επαίξανε τον Μανώλη. Αν θέλετε να πείτε ότι χτυπήσανε κάποιον, χωρίς να πείτε το πως (δηλαδή, με την έμφαση στο θύμα, όχι στο πλήγμα), μπορείτε να πείτε ότι εβαρήκανε του Μανώλη (=τον βαρέσανε).
Άλλο είναι το παίζω κάποιον ή περιπαίζω κάποιον = κοροϊδεύω, που προφανώς είναι από το παίζω και όχι το παίω, και παίρνει αντικείμενο σε αιτιατική.
Είναι ενδιαφέρον ότι (απαρχαιωμένες, λογοτεχνικές ή πλήρως εξαφανισμένες) λέξεις με προέλευση ή συγγενείς στο παίζω (και όχι το παίω) έχουν σχέση με σκοποβολή και πυροβολισμούς: π.χ. παιγνιώτης = ο καλός σκοπευτής, το παιγνίδι = η σκοποβολή (απ' ό, τι ξέρω όμως όχι το παιγνίδι = το θήραμα όπως the game στα εγγλέζικα).
Το μπούρου μπούρου στην πλατεία Κουμουνδούρου...... θα μπορούσε να επικαιροποιηθεί ως μπούρου μπούρου μας τα πρήξαν με τη Δούρου
Όπως το περιγράφεις είναι σαν το εγγλέζικο ladette που ήταν και είναι μεγάλο θέμα στο νησί.
και μνημονιακό προαπαιτούμενο. ή προεξαπατούμενο.
τ' είπες τώρα! Poustial Scream...
Στην Κρήτη υπάρχει επίθετο Τσουρδαλακης, και Τσουρδακης, αγνοω το ετυμο. Το ξετσουμισε λέγεται, ετυμολογικά άσχετο αλλά συνώνυμο είναι το ξετζανώνω.
Έγραψες θούριο. Τι θούριο, ολοθούριο και βάλε!
(η άποψη ότι ο τουκανισμός θα πρέπει να μετονομαστεί σε ολοθουρισμό, η οποία άλλωστε προωθεί έναν παρωχημένο πανσεξουαλισμό ως ερμηνευτική αρχή για τον ψυχισμό, αντεκρούστη νομίζω πλήρως με την ανεύρεση αδημοσιεύτων χειρογράφων του Βέλγου φυσιοφίδη, όπου ο ίδιος τεκμηριώνει αδιάσειστα τους λόγους για τους οποίους ο ολοθουρισμός θα πρέπει να θεωρηθεί ότι ανήκει στο φάσμα του τουκανισμού και όχι το αντίστροφο... ή κάτι τέτοιο)
Μιαπουταναφερες Hank και σε ευχαριστούμε, το «Γραφικά είναι τα Άγραφα» είναι ένα είδος γειώσεως αλλά ιδιότροπης, καθώς δεν έχει στόχο να προσγειώσει, να περιορίσει αυτόν που ξεφεύγει, αλλά το αντίθετο, να απελευθερώσει τον εγκλωβισμένο. Αφού το απογείωση είναι πιασμένο θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι μια αντιγείωση, ας τον τρελό στην τρέλα του, από τρελό και γραφικό μαθαίνεις την αλήθεια. Όπως άλλωστε παρατηράς, τον γραφικό όταν τον πρωτοεπισημάνουν στην οζονόσφαιρα τον τραβάνε στη γη, αλλά αν επιβεβαιωθεί, τον κρατάνε αέναα σε τροχιά. Για να μην παραξηγηθούμε όμως, ότι είμαστε γραφικοί υπερασπιστές των γραφικών, ενόψει ευρωεκλογών το νέο κόμμα που κυοφορείται στο σλανγκ θα κατέβει με κεντρικό σύνθημα στηρίζουμε την ουτοπία, ελέγχουμε τη χίμαιρα.
Βλέποντας αυτό το βίντεο (στο 01.16)με τον αυθεντικό άνθρωπο της υπαίθρου που διατηρεί πηγαία σχέση με τη γλώσσα μας μπορώ να ανατρέψω τη θεωρία που αναπαράγει εδώ ο ηλεκτριανταφυλλίδης, ότι το παντεσπάνι προκύπτει από το pan de Spagna «ψωμί της Ισπανίας», και να ισχυριστώ ότι προκύπτει από το ελληνικότατο πεντασπάνιον, ένεκα προφανώς του ήταν εκλεκτό και πολύτιμο.
Σε ανέκδοτο:
Κινέζος περιηγητής επισκέπτεται τα Σφακιά. Από το καφενείο τον βλέπει ένας μπάρμπας και του λέει να πλησιάσει:
- Από που είσαι κουμπάρε;
- Εγκώ Κίνα.
- Κίνα; Όι δα... Κι από που δηλαδή από την Κίνα;
- Εγκώ, Πεκίνο.
- Πεκίνο; Γροίκα συ ένα μπράμα. Και τίνος είσαι μπρέ;
αυτά παθαίνεις όταν παραβιάζεις την αργία της εργατικής πρωτομαγιάς, κάνεις γραμματικά λάθη