Θα σου τηλεφωνήσω.

Δεν πρόκειται απλώς περί συντομογραφίας, αλλά λέγεται πλέον έτσι ακριβώς και προφορικά (παίζει 2-3 χρόνια τώρα σίγουρα, μπορεί και παραπάνω).

-Θα μου πεις όταν είναι η ώρα;
-Ναι ρε, κουλ. Θα σου τηλ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αρχαιολογική ζαργκόν για τα μνημεία που συγκεντρώνουν διάφορα αρχιτεκτονικά και καλλιτεχνικά στοιχεία, διαφόρων εποχών.

Ο χαρακτηρισμός αυτός αποδόθηκε πρόσφατα στην Αμφίπολη (βλ. παράδειγμα), αλλά κττμγ ένα από τα χαρακτηριστικότερα, της εποχής μας κιόλας, τέτοια μνημεία, είναι αυτή η παρτσακλή εκκλησία στην Μαντίνεια, η Αγία Φωτεινή (βλ. μήδι).
Καμία σχέση με τον περίφημο άγιο.

Πως είναι δυνατόν να μην είναι ελληνιστικό, τουλάχιστον, ένα ταφικό μνημείο τόσο «παστίτσιο», όπως λέμε εμείς οι αρχαιολόγοι, με τόσο πολλά εκλεκτικιστικά στοιχεία δηλαδή, ένα χαρακτηριστικό που φωτογραφίζει μεταγενέστερες της κλασικής εποχές;
από εδώ

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο πιώμας, ο μπεκρούλιακας, αλλά σε city φάση. Δηλ. αυτός που πάει σταθερά και την πίνει σε ένα μπαράκι ή στο σπίτι του, αλλά δεν του φαίνεται τόσο. Ο αλκοολικός, ειρωνικά και εξευγενισμένα συγχρόνως.

Ως λέξη ανήκει στην νέας κοπής κατηγορία χαρακτηρισμών τ. αριστερούλης κττ.

(ντισκλέιμερ: προσώπικλυ την σιχαίνομαι την κατάληξη αυτή)

- Ρε δεν ήξερα ότι ο Αντρέας την έπινε χρόνια ολόκληρα στο Λώρας!
- Ναι ρε συ, μέγας ποτούλης λέμε...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Απαξιωτική κατάληξη, η οποία κολλάει παντού και δηλώνει συνήθως γενική και άκριτη πράξη.

Grill (γκριλ) => γκριλιάζω
Tupper (τάπερ) => ταπεριάζω
Χλωρίνη => χλωρινιάζω
Ψυγείο (βάζω κάτι στο) => ψυγειάζω

Ενίοτε στέκει και η κατάληξη -ώνω, πχ ψυγειώνω.

Πιο συχνά απαντάται το χλωρινιάζω (το βρίσκει κανείς και στο νέτι). Έχω ακούσει όμως και τα άλλα, πράγμα που σημαίνει ότι θα καθιερωθούν κάποια στιγμή, κι αυτά κι άλλα.

Οχι μην ανησυχεις! Βεβαια οκ,μην πινει νερο με χλωρινη. Αν και ο μαυρογατος ο εξω οταν χλωρινιαζω την βεραντα παει και γλυφει τα νερα.Τπτ δεν εχει παθει. (από εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση που λένε καμιά φορά οι Αλβανοί που ζουν στην Ελλάδα. Σημαίνει είτε πεθαίνω, ή τιμωρούμαι δια απέλασης.

- Τι κάνει ο πατέρας του Θανάση;
- Δεν την βγάζει.
- Κατάλαβα, πάει Κακαβιά.
...
Πρόσεξε με αυτά που κάνεις, πας Κακαβιά μετά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είμαι εξαιρετικά αφηρημένος, μάλλον έχει αρχίσει το έμενταλ και γω έχω αρχίσει να καταπίνω ψαρέλαιο με ω3 μπας και.

- Καλά πάλι το ξέχασες;
- Ποιο;
- Το στικάκι με την δουλειά του πελάτη.
- Ποιού πελάτη;!
- Νταξ, είσαι για ψαρέλαια.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η μανία καταδίωξης, η παράνοια. Όταν κρύβεσαι μέσα στο σπίτι σου, στα σκοτάδια -και κοιτάς πίσω από την γρίλια του κατεβασμένου ρολού ή του παντζουριού για να δεις αν κάποιος σε παρακολουθεί από το απέναντι σπίτι, από το πεζοδρόμιο κλπκλπ.

Έκφραση των παρανοϊκών όταν θέλουν να κοροϊδέψουν τα χάλια τους.

- Σεταμάς;... περάσαμε και μεις το σύνδρομο της γρίλιας ξέρεις...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η διεθνής και υπεραιωνία κατηγορία πότη που καταναλώνει μόνο ουίσκι και δεν καταδέχεται άλλο ποτό. Ο χαρακτηρισμός αυτός έχει κύρος, σε αντίθεση με το ουισκάκιας που δηλώνει τον ντεμέκ ουισκά, ή τον φτηνιάρη ουισκά, τον ουισκά που κατρακύλησε από την υπερκατανάλωση, τεσπα όχι τον ουισκά με πεντιγκρί.

Και για άλλα ποτά παίζει η κατάληξη -άς (κονιακάς, μπυράς) αλλά πολύ πιο σπάνια, νομίζω.

  1. Διαβάζοντας τα διάφορα δελτία τύπου που έχουν ήδη γραφτεί για το Double Black ξεχωρίζω κάποιες κοινές λέξεις ανθρώπων του marketing όπως, κομψότητα, μυστήριο, σκοτεινός χαρακτήρας, υψηλών απαιτήσεων και κάποια ακόμη. Μπερδεύομαι λίγο με όλα αυτά και για να πω την αλήθεια, μιας και είμαι ουισκάς, δεν μου πολυαρέσουν. Πίνω ένα διπλό σκέτο Double Black ακούγοντας Τζαζ. Τότε ακούγοντας την μυστηριώδη φωνή της Billie Holiday στο P.S. I Love You σε μουσική του Gordon Jenkins και στίχους του τεράστιου Johnny Mercer σε μια ηχογράφηση του 1954 βλέπω το φως το αληθινό! Αυτό είναι το Double Black. Ένα ταξίδι σε άλλη εποχή. Δεν μπορείς να το πιεις στην κουζίνα σου που φτιάχνεις και τον φραπέ σου. Δεν μπορείς να το πιεις σε ένα καναπέ γεμάτο κουτάκια μπύρας, κουτιά πίτσας και τσαλακωμένες εφημερίδες. Δεν μπορείς να το πιεις ακούγοντας φασαριόζικη μουσική. ... Είναι το ουίσκι του Humphrey Bogart στην ταινία The Big Sleep του 1946. ... Το Double Black ανοίγει νέα κεφάλαια αναμνήσεων από άλλες πιο κλασάτες εποχές.

  2. Αυτό το έχω πει με μερικά καλά μολτ (τι καλά; Θεϊκά. Τι θεϊκά; Ημίθεα!). Για τα καλύτερα απ' αυτά, έλεγα «Τύφλα να 'χουνε τα μπράντια, τα κονιάκια κι όλα τ' άλλα τα φαρμάκια». Ωστόσο, από ευρωπαϊκά ποτά, είμαι μάλλον ουισκάς (για κάποιες άριστες μπράντες τουλάχιστον) παρά κονιακάς.

  3. Εσύ είσαι ουισκάς, ε? ή θυμάμαι λάθος?.. Ναι ουισκάς είμαι, αλλά το καλοκαίρι φέρνει πολύ ζέστη το ουίσκυ..

Όλα από το νέτι, στα πρώτα αποτελέσματα της αναζήτησης της λέξης.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Την λέξη έχω ακούσει μόνο από τον πατέρα μου και όταν τον ρώτησα τι σημαίνει, μου απάντησε: "διαμπερές".

Ψάχνοντας, βρήκα ότι ναι μεν σημαίνει κάτι παρόμοιο (πχ. στον Δρυμώνα Τριχωνίδας έχει την έννοια του πέρα για πέρα ανοιχτά, βλ. εδώ), αλλά βρήκα και τη σημασία λίμπα (στην ντοπιολαλιά των Γαργαλιάνων, βλ. εδώ.

Όποιος έχει να προσθέσει κάτι ας το γράψει στα σχόλια κ θα επιληφθεί η ΣΟ του θέματος, θένκια...

(παράδειγμα γιόκ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η ευγενής προσφορά συμπολιτών να βοηθήσουν τον ανήμπορο ή την χήρα σε δουλειές, κυρίως στο χωράφι αλλά και "για να κτιστεί σπίτι ή να ανοίξουν κάποιο δρόμο". Γίνεται πάντα χωρίς αμοιβή (βλ. παρ. 1). Κάποτε γινόταν με πρωτοβουλία του ιερέα μετά τη λειτουργία της Κυριακής.

Από το ρήμα εξ-ελαύνω, λέει εδώ (δηλ. Λεξικό του ΔΗΜ.Β.ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΥ) και αλλού.

Μια δεύτερη όμως ετυμολογία, είναι από το ρήμα έλκω + έξω, δηλ. τραβάω έξω, βγάζω. Στο κείμενο όπου βρήκα αυτή την δεύτερη ετυμολογία, βρήκα ΚΑΙ την παραπάνω σημασία της λέξης, αλλά ΚΑΙ μια άλλη, που προφ σχετίζεται με την δεύτερη ετυμό: το καθάρισμα του καλαμποκιού από τα φύλλα του (βλ. παρ. 2).

Δηλαδή, όπως λέει αυτό το κείμενο, "αυτολεξεί είναι το ξεφλύτσισμα του αραποσιτιού. [στην] ουσία, σημαίνει συνεργασία, αλληλοβοήθεια, σύμπνοια, κατανόηση, αγάπη, προσφορά, ανιδιοτέλεια, ανυστεροβουλία."

Η πρακτική αυτή συνηθίζεται ακόμα (βλ. πάλι εδώ).

Απ' όσο κρίνω, είναι κυρίως πελοποννησιακής έμπνευσης: οι αναφορές (παρελθοντικές ή σημερινές) είναι από Κοπανάκι και Αυλώνα Μεσσηνίας, Σέρβο και Βέρβενα Αρκαδίας, Χάβαρι Ηλείας κά.

  1. Εκείνος που ήθελε να κάνει ξέλαση, πληροφορούσε για την εργασία που ήθελε στα μαγαζιά ή τους τόπους συγκέντρωσης τους κατοίκους ότι την τάδε Κυριακή ή αργία θα έχει ξέλαση, και παρακαλούσε όλους άνδρες και γυναίκες, να έλθουν και να βοηθήσουν με όποιο τρόπο μπορούσαν. (από εδώ)
  2. Ξέλαση λέγανε το ξεφλύτσισμα. Ήταν η δουλειά που σκοπό είχε να βγάλουν από το «τρουμπούκι» του καλαμποκιού τα «πούσια», δηλαδή τα φύλλα που κάλυπταν τον καρπό του. Και αυτή η δουλεία είχε την τεχνική της.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία