κούσουλος, -η, -ο, ουσιαστικό.

  1. Ο κουτσουρεμένος, ο χτυπημένος στο κεφάλι μετά από καυγά ή από ατύχημα. Λέγεται και για ζώα π.χ. για τουμπιές (= κτυπήματα με το ανθεκτικό τους μέτωπο) μεταξύ τράγων.

  2. Στα κυπριακά: κούσουλος = ο πρόξενος (η λέξη λέγεται χαϊδευτικά σε αγαπημένο και παραχαϊδεμένο πρόσωπο. Το ίδιο και η λέξη τσελεπής = ευγενής, που τη λέμε χαριτολογώντας με την έννοια «αγάπη μου», «μωρό μου»).

Προφανώς αυτό προέρχεται από το βυζαντινό «κόνσολος» (ίσως και με τη μεσολάβηση του τουρκ. kónsolos) με αρχικό το λατινικό consul =σύμβουλος, αξιωματούχος στην αρχ. Ρώμη.

  1. Μητέρα προς άρρεν τέκνο:
    - Πού κτύπησες το κεφάλι σου έτσι; Το έκανες κούσουλο, πάλι με τον Γιωργάκη καυγάδιζες;

Billy-goat\'s  fight (από tryager, 06/07/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σκαπουλάρω σημαίνει γλιτώνω, ξεφεύγω, ξεγλιστρώ από κάποια δυσμενή κατάσταση με μικρό (συγκριτικά) ή καθόλου κόστος. Η βαρύτητα της κατάστασης ποικίλει από κάτι ανώδυνο έως τον θανάσιμο κίνδυνο.

Επίσης, λέγεται αντί του κάνω κοπάνα για ορισμένο χρονικό διάστημα από τα καθήκοντα μου (εργασία, σχολείο, οικογενειακές, νομικές υποχρεώσεις κτλ.), πάλι με μικρό τίμημα όμως.

Η πράξη του «σκαπουλάρω» λέγεται σκαπουλάρισμα.

Ετυμολογία: από το ιταλικό scapolare (λατ. *excapulare=ex-capulus «θηλιά»= λύνομαι από τα σχοινιά), το οποίο σημαίνει διαφεύγω, ξεγλιστρώ (αμετάβατο) ή βοηθάω κάτι να ξεγλιστρήσει (μεταβατικό). Αναφέρεται όμως και ως ναυτικός όρος : σημαίνει διαφεύγω κάποιον κίνδυνο ή εμπόδιο στην πλοήγηση, και επίσης, πιο συγκεκριμένα, «ξεμαγκώνω» κάτι (όπως την άγκυρα ή τον κάβο) όταν έχει κολλήσει κάπου.

Ασιστ: Mes από Δ.Π.

  1. Το χόμπι μου είναι να σπαμάρω και να βρίζω, αλλά να τη σκαπουλάρω χωρίς να τρώω μπαν.

  2. Είναι πολύ άρρωστος, αλλά πιστεύω ότι θα τη σκαπουλάρει.
    (=θα ζήσει)

  3. Την Παρασκευή να τη σκαπουλάρω από τη δουλειά και μετά σουκού! 4ήμερο μάγκα μου! Αγίου Νικολάου για καφέ, να βλέπω πιπίνια με τα φουστανάκια...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο Φούφουτος είναι η εμφατικά προσωποποιημένη μορφή ενός ανύπαρκτου ή άγνωστου χαρακτήρα (= ο κανένας, κάποιος).

Χρησιμοποιείται για να δηλώσει τον: «Ο κανένας ή ο τάδε, ο δείνα, ο άγνωστος, ο οποιοσδήποτε», ο «δεν ξέρω 'γω». Συνήθως ειρωνικά ή περιπαιχτικά.

  1. (κύρια χρήση)
    - Τοκ τοκ
    - Ποιος είναι παρακαλώ;
    - Ο Φούφουτος... Τι ποιος είναι (εγώ είμαι!), ρε μαλάκα; Έφερα τα σουβλάκια...

2.- Αλήθεια σου λέω, δεν της το είπα εγώ!
- Ποιος τότε; Ο Φούφουτος; Εννοεί: «Ο κανένας της το είπε; Σίγουρα (κατ’ εμέ) εσύ το είπες!»

  1. - Και ποιος λες να τα έχει τώρα με την Τιτίκα;
    - Ο Φούφουτος... Πού θες να ξέρω; (= τα έχει με κάποιον ή κανέναν, δεν με ενδιαφέρει / δεν ασχολούμαι).

  2. Όταν κάποιος ακούει ήχο ή κουδούνισμα, αλλά και στις δύο περιπτώσεις δεν υπάρχει ανθρώπινη επαφή / επιβεβαίωση / επικοινωνία (ανεξαρτήτως αν ήταν ανθρωπογενής ή τυχαία η πηγή του ήχου), τότε:
    - Άκουσα θόρυβο στην πόρτα / χτύπησε το τηλέφωνο, πήγαινε να δεις ποιος είναι!
    Πάει ο άλλος και δεν βρίσκει άνθρωπο, ή στο τηλέφωνο δεν απαντήσανε. Τότε λέει: - Ο Φούφουτος ήταν (=κανένας).

  3. Όταν ένας άνθρωπος δεν επιθυμεί να λάβει μέρος σε κάτι, λέει:
    - Θωμά, θα έρθεις το βράδυ στη συγκέντρωση; - Θα έρθει ο Φούφουτος! (=δεν θα πάει ο Θωμάς, κάτι δεν του αρέσει...).

  4. Η ιστορία με τον Οδυσσέα και τον Πολύφημο, όπου ο Οδυσσέας ονοματίζει τον εαυτό του ως Κανένας, δείχνει πόσο μακριά πίσω στο χρόνο πάει ο Φούφουτος!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η συνήθης έκφραση είναι «τον μπαγλάρωσαν» και σημαίνει ότι κάποιος συνελήφθη από τους αστυνομικούς. Επειδή η σύλληψη μπορεί να συνοδεύεται και με ξυλοκόπημα η λέξη παίρνει και αυτό το νόημα (= ξυλοφορτώνω).

Προέρχεται από το τούρκικο bağlar, bağlamak = δένω, όπου στα ελληνικά έχει και την έννοια του δένω πολύ καλά (πισθάγκωνα).

Σχετιζόμενα: τον κάνω τσακωτό, (οι αστυνομικοί) τον τσίμπησαν, συλλαμβάνω, πιάνω επ' αυτοφώρω.

Κυκλοφορεί και σε ουσιαστικό το μπαγλάρωμα (= σύλληψη).

Ασίστ: ironick

Μια καλή λύση επίσης θα ήταν να βουτάνε τους πιτσιρικάδες οι αστυνομικοί προληπτικώς!
– Μα δεν έκανα τίποτα, ρε θείο!
– Γι' αυτό σε μπαγλαρώνω, κωλόπαιδο! για να μάθεις τι θα πάθεις, όταν κάνεις!..
Τέλειο!
Τους βγάζεις τα νυχάκια εξ απαλών ονύχων.
Τους βγάζεις τα δοντάκια, πριν σου βγάλουν γλωσσίτσα.
Η πρόληψη είναι καλύτερη απ' την καταστολή.

Απόσπασμα του ΣΤΑΘΗ Σ. στην ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 18/03/2009

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Από το αρχαίο επίθετο μωρός (χαζός, ανόητος), το οποίο χρησιμοποιόταν στην κλητική πτώση (μωρέ) ως μειωτική ή επιτιμητική προσφώνηση, δημιουργήθηκαν οι τύποι : ωρέ, ρε και μπρε, βρε.

Το ρε χρησιμοποιείται ως φιλική ή υβριστική προσφώνηση ή ως εμφατικό (π.χ. ρε, τι πάθαμε!).

Νομίζω η πιο διαδεδομένη προσφώνηση, κυρίως ανάμεσα στους νέους είναι η: ρε μαλάκα... (είτε ως φιλικός χαιρετισμός είτε ως κατσάδιασμα, εξαρτάται από τη χροιά της φωνής).

Να σημειωθεί η λεπτή διαφορά στη χρήση του ρε από το βρε: Το βρε εκφράζει πιο μειλίχια συναισθηματική φόρτιση από το ρε (βλέπε παραδείγματα 1, 4). Τα ωρέ και μπρε είναι απαρχαιωμένα, τα συναντάμε κυρίως στην παράδοσή μας (δημοτικά τραγούδια, μυθιστορήματα κτλ.). Το μωρέ, βεβαίως, χρησιμοποιείται ακόμα ως προσφώνηση αλλά και ως εμφατικό (μωρ' εσύ) και γενικά για έκφραση απορίας, θαυμασμού, διαμαρτυρίας κτλ (βλέπε ελαμωρές). Το μωρέ χρησιμοποιείται αδιακρίτως φύλου, σε αντίθεση με το μωρή που είναι μόνο γυναικείο υβριστικό.

Ασίστ: ο χαρακίρης

  1. Μη στεναχωριέσαι ρε, εγώ θα σε βοηθήσω. (φιλική προσφώνηση)

  2. Σήκω, ρε, γάιδαρε, ... (υβριστική-περιπαικτική προσφώνηση)

  3. Για την Ελλάδα ρε γαμώτο

  4. Βρε μπαγάσα περνάς καλά εκεί πάνω ...(στίχοι Ν. Άσιμος)

  5. Μωρέ λες; (έκφραση έκπληξης)

  6. «Τι Ψυχή Θα Παραδώσεις Μωρή;» (όνομα σίριαλ)

  7. (ανέκδοτο) Δυο τσοπάνηδες συζητούν βόσκοντας τα πρόβατα τους.
    Μήτσος: Βρε τι μου θυμίζει αυτός εκεί ο βράχος.
    Κίτσος: Τι βρε Μήτσο;
    Μήτσος: Εκεί έκανα για πρώτη φορά έρωτα με το Μαριώ μου.
    Κίτσος: Σοβαρά ωρέ;
    -Μήτσος: Σοβαρότατα, ήταν και η μάνα της μπροστά!
    Κίτσος: Και καλά η μάνα της, τι είπε;
    Μήτσος: Μπεεεε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είναι παλιότερος τύπος της λέξης μάκα (=βρομιά, ακαθαρσία) και σημαίνει το χάλασμα/λιώσιμο/ανακάτεμα/λέρωμα τροφίμων ή άλλων αντικειμένων καθημερινής χρήσης.

Προέρχεται από το ιταλικό macchia (=λεκές, λατ. macula).

Χρησιμοποιείται κυρίως στις φράσεις: «Τα έκανες ματσιά!» και «…γίνανε ματσιά»

Γιατί άφησες τα σπανάκια έξω από το ψυγείο; Γίνανε ματσιά, αλλοιώθηκαν.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η καλπουζανιά είναι η ανέντιμη/πονηρή πράξη, η απάτη, η μπαγαποντιά, η βρομοδουλειά. Αυτός (-ή) που την ασκεί (... λέγε με απατεώνα) λέγεται καλπουζάνος (-α). Mεσαιωνικά: καλπαζάνης.

Ετυμολογία: από το τούρκικο kalpazan = παραχαράκτης. Aυτό προέρχεται από το περσικό qalbzan = το κάλπικο κέρμα, το οποίο με τη σειρά του είναι σύνθετη λέξη από το αραβικό qalp = αλλαγή, μεταβολή, αντιστροφή [τούρκικα kalp = ψεύτικο, ελληνικά: κάλπικο, ο κάλπης (= απατεώνας), η κάλπισσα] και από το πέρσικο zan = κέρμα

Ασίστ: Mes από το Δ.Π.

«Βαρύθυμοι και νωχελείς πλέον οι Ευρωπαίοι πολίτες έχουν κάθε λόγο να περιφρονούν το δικαίωμα ψήφου περίπου όπως μιαν επιταγή άνευ αντικρίσματος. Το πολιτικό νόμισμα είναι «γράμματα» ή « κορώνα» κι από τις δύο μεριές, οπότε η καλπουζανιά δεν θέλει κολαούζο για να αποκαλυφθεί. Οι εκλογές χρειάζονται για να διατηρούνται τα δημοκρατικά προσχήματα, για να ανέρχεται στην εξουσία η πιο δραστήρια πολιτική παρέα - τα υπόλοιπα ανήκουν στο παρασκήνιο. Ματσαράγκα δηλαδή; Λαοπλάνος τσαρλατανισμός; Ευτελής διαβουκόληση και αμαρτωλή δημοκοπία;»

καπουλζανιά; (από BuBis, 25/05/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Οι κόνξες: το σύνολο των συνεχόμενων πεισματικών αντιδράσεων ενός ατόμου, όταν δεν θέλει να κάνει κάτι ή έχει προσβληθεί. Ή, για να εκδικηθεί για κάτι που ήδη έγινε το οποίο δεν ήθελε να γίνει, αλλά το επέβαλαν άλλοι. Πείσμα, αντίδραση, τσιριμόνιες, νάζια, σκέρτσα, καμώματα, τσαλίμια.

Προέρχεται από το αγγλικό φραστικό ρήμα conk out που σημαίνει έπαθε βλάβη και δεν μπορεί να προχωρήσει (για μηχανάκια, αυτοκίνητα).

  1. - Προσβλήθηκε από αυτά που άκουσε και άρχισε τις κόνξες.

  2. - Μην κάνεις κόνξες τώρα (σταμάτα να αντιδράς), θα πας έτσι και αλλιώς!

  3. Με την έννοια της δυσλειτουργίας (ή βλάβης) για συσκευές:
    «Δεν είχε κουμπώσει καλά το καλώδιο firewire με αποτέλεσμα να κάνει κόνξες η σύνδεση».

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η αδιακρισία (περιέργεια) μπορεί να οδηγήσει σε επικίνδυνες καταστάσεις.

  1. Χρησιμοποιείται ως κόσμια απειλή προς κάποιον που είναι αδιάκριτος ή κάνει ανεπιθύμητες ερωτήσεις, ώστε να σταματήσει.

  2. Επίσης, ως αναφορά σε ένα πάθημα μας με το να ασχοληθούμε / περιεργαστούμε κάτι του οποίου δεν ξέραμε τις συνέπειες.

  3. Τέλος, ως απλή αναφορά για τις σκανδαλιές του συμπαθούς κατοικίδιου αιλουροειδούς, της γάτας.

Είναι αυτούσια μετάφραση της αγγλικής παροιμίας «Curiosity killed the cat»

Η αρχική φράση ήταν: «Helter skelter, hang sorrow, care'll kill a Cat, up-tails all, and a Louse for the Hangman», από την θεατρική κωμωδία του Ben Jonson «Every Man in His Humour, 1598». Με τη σημασία η ανησυχία / θλίψη (=care) σκότωσε τη γάτα.

Η κακή γνώμη για την αδιακρισία / περιέργεια και η μεγάλη περιέργεια που έχει η γάτα, οδήγησε στη μετατροπή του «care» (=ανησυχία, φροντίδα) σε «curiosity» (=περιέργεια).

Από τις πρώτες γραπτές αναφορές στα αγγλικά (εδώ σε μετάφραση) είναι από την εφημερίδα «The Portsmouth Daily Times, 1915»:
«Μητέρα: - Μην κάνεις τόσες πολλές ερωτήσεις, παιδί μου. Η περιέργεια σκότωσε τη γάτα!
Παιδί: - Τι ήθελε να μάθει η γάτα, μαμά;».

Η «πληρωμένη» απάντηση σε αυτή την απειλή / προειδοποίηση στα αγγλικά είναι «satisfaction brought it back» (= η ικανοποίηση θα τη φέρει πίσω. Λογοπαίγνιο με τις «εφτάψυχες» γάτες), εννοώντας ότι η ικανοποίηση της περιέργειας μας αξίζει το ρίσκο. Εσείς, τι λέτε;

  1. - Τι δουλειά έχει ο δικηγόρος, εδώ; Συζητάει τόση ώρα με το αφεντικό, να πάω να κρυφακούσω; - Κοίτα μην σε καταλάβουνε και έχεις μπλεξίματα. Η περιέργεια σκότωσε τη γάτα! (=πρόσεχε ή μην το κάνεις)

  2. Άνοιξα το κουτί του υπολογιστή (=tower) για να δω πώς είναι, και κατά λάθος προκάλεσα βραχυκύκλωμα στη μητρική (=motherboard) με το κατσαβίδι. Τώρα είναι για πέταμα. Η περιέργεια σκότωσε τη γάτα. (=χάλασε ο υπολογιστής)

  3. «Να φυλάμε, μακριά από τις γάτες μας, αντικείμενα, όπως κλωστές, ελαστικούς επιδέσμους, που μπορεί να τις τραυματίσουν. Είναι γνωστό το απόφθεγμα που λέει «η περιέργεια σκότωσε τη γάτα». Γι' αυτό, να φυλάμε μακριά από τις γάτες μας φανταχτερά αντικείμενα, όπως πούλιες, χρωματιστούς βόλους, κ.λπ., για να μην εξαίρουμε την περιέργειά τους».
    Απόσπασμα για την φροντίδα της γάτας από το ΚΕ.ΠΑ.Κ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ζέλωμα αποκαλείται η πράξη του να βάζει κανείς ζελέ στα μαλλιά και το αποτέλεσμα αυτής. Πρόσφατη δημιουργία από το ζελέ και το παραγωγικό επίθεμα -ώμα.

Το ζελέ (άλλοι τύποι ο ζελές, η γέλη, το τζελ) προέρχεται από το γαλλικό gelée, geler (παγώνω, λατινικά gelare). Το -ωμα δηλώνει συνήθως την ενέργεια ή το αποτέλεσμα της ενέργειας ρημάτων σε -ώνω. Συνεπώς, ο αδόκιμός κρίκος / ρήμα θα ήταν -ζελώνω.

- Στέγνωμα και ζέλωμα!
(νεαρός κουρέας επί το έργον)

Βλ. και τζελαρισμένος.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία