Υποθετικό μουσικό όργανο της οικογένειας των πουλόφωνων, που παίζουν όσοι δεν παίζουν κάποιο άλλο όργανο. Οι φράσεις όπου χρησιμοποιείται μπορεί να έχουν (αλλά όχι υποχρεωτικά) σεξουαλικές συνυποδηλώσεις.

Ηχεί μία οκτάβα ψηλότερα από το κόντρα φλαμπούτσο.

- Αυτό το γκομενάκι που ήταν προχτές στην πρόβα σας...;
- Καλή, ε;
- Παίζει κάνα όργανο;
- Ναι, φλαμπούτσο!

Στο 3:18 είναι το φλαμπούτσο... Τζιμάκος! (από Cunning Linguist, 30/04/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το αναφορικό μέρος συνήθους παρομοίωσης, με δεικτικό μέρος κάποιον που πετάγεται εκεί όπου δεν θεωρείται ότι έχει δουλειά να μιλάει, φυτρώνει εκεί που δεν τον σπέρνουν.

Το πέος του κόκορα είναι μικρό μεν (δηλαδή, δεν το 'χω μετρήσει κιόλας, αλλά φαντάζομαι ότι πόσο πια να 'ναι;), αλλά λίαν δραστήριο. Έτσι κι αυτός που πετάγεται όλη την ώρα χωρίς να έχει ζητηθεί η γνώμη του, χαρακτηρίζεται μ' αυτή την παρομοίωση ως μικρός, «λίγος», ασήμαντος, αλλά και που δεν εννοεί να κάτσει στ' αβγά του.

Για μια περαιτέρω ερμηνεία της έκφρασης ισχύουν όσα εύστοχα γράφτηκαν στο συνώνυμο λήμμα πορδή του κάβουρα.

- Εγώ νομίζω...
- Εσύ να μη νομίζεις τίποτα! Αν χρειαστούμε τη γνώμη σου θα σε ρωτήσουμε! Τι πετάγεσαι σαν την ψωλή του κόκορα;

Βλέπε και σφηνόπουτσα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το δεύτερο μισό της έκφρασης «- Καλημέρα Γιάννη / - Κουκιά σπέρνω». Όλο μαζί λέγεται για να σχολιάσει καταστάσεις ασυνεννοησίας, όπου άλλα λες κι άλλα σου λένε.

- Λοιπόν, εσύ τα τηλέφωνα, έχε το νου σου και στο φούρνο μην κάψουμε το φαΐ, εγώ πετάγομαι για τα ψώνια πριν κλείσουν, επιστρέφω και πιάνουμε συγύρισμα. Πιστεύω ότι θα τα προλάβουμε όλα. - ΟΚ, έφυγα.
- Τι έφυγες; Πού πας;
- Ε τι λέμε, για τα ψώνια!
- Όχι ρε πούστη! Καλημέρα Γιάννη, κουκιά σπέρνω! Λοιπόν, πάμε πάλι από την αρχή:...

Τι έχεις Γιάννη; Τι ‘χα πάντα! (από Vrastaman, 27/04/09)(από xalikoutis, 03/05/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ελάχιστη ποσότητα φούντας ή μαύρου.

Ετυμολογικό σχόλιο: ψίλος < ψιλή, η (μια ψιλή=κάτι λίγο) με παρετυμολογική επίδραση της λ. ψύλλος. Υπάρχει όμως και η αντίστροφη άποψη: ψύλλος < από το όνομα του ζωυφίου, επειδή είναι πολύ μικρό, με παρετυμολογική επίδραση της λ. ψιλή.

Άμα σε πιάσουνε με κάνα ψύλλο
και σε ταράξουνε στο ξύλο ντον΄τ γουόρι, μπι χάπι. (Αφοί Κατσιμίχα)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αποπατώ, βεβαίως, αλλά δεν είναι αυτή η έννοια που θα μας απασχολήσει απόψε.

Η λέξη - που, αντίθετα από το αποπατώ, είναι μεταβατική: χέζω κάποιον - σημαίνει ενίοτε και «κατσαδιάζω, κατακεραυνώνω». Παραδόξως, σ' αυτή τη σημασία είναι ταυτόσημη με το ξεχέζω, ενώ θα ανέμενε κανείς το αντίθετο.

Γενικά, το ξεχέζω λέγεται συχνότερα από το χέζω. Tο χέσιμο, όμως, και το ξέχεσμα - αμφότερα εδώδιμα: έφαγα ένα ξέχεσμα αλλά και έφαγα ένα χέσιμο - χρησιμοποιούνται περίπου εξίσου συχνά με τη σημασία της κατσάδας, της ρομπατσίνας.

Τι ώρα πήγε πάλι ρε πούστη! Πάω σπίτι, θα με χέσει η μάνα μου.

Βλ. και χεσίδι, κωλόχερο

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το πρεζάκι, ο ναρκομανής. Αλλόμορφο της λέξης ζέο.

Ετυμολογία: από την ζα (ηρωίνη), που είναι συγκοπή του ζαπρέ, που είναι ποδανά για την πρέζα. Η ίδια η πρέζα έχει πολύ ενδιαφέρουσα ετυμολογία (βλ. σχόλια στο λήμμα).

- Ποιος ήταν αυτός, τον ξέρεις;
- Λεφτά μωρέ γύρευε! Πού να τον ξέρω, δεν κάνω παρέα με ζίου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ρήμα ελλειπτικό: χρησιμοποιείται μόνο στο τρίτο πρόσωπο, με υποκείμενο τον μπάφο ή άλλο συνώνυμο.

Λέγεται για τσιγάρο που έχει καπνιστεί μέχρι την τζιβάνα, οπότε ο επόμενος καπνίζει σκέτο χαρτόνι.

-Παίζει ακόμα;
-Μπα, το σκότωσα, τζιβάνιασε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Επί μπάφων: Σβήνω.

- Το σκοτώνω, ε;
- Όχι, έχει ακόμα μια - δυο τζούρες.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η διαδικασία κατά την οποία ένας χασισοπότης βάζει ολόκληρο το τσιγάρο στο στόμα του ανάποδα, με την τζιβάνα να βγαίνει από τα άλλως κλειστά χείλη του, και, κάνοντας χωνί με τα χέρια του, φυσάει τον καπνό στο στόμα του άλλου.

Θεωρείται αποτελεσματικό για να την ακούσεις, αλλά είναι απαίσιο και σχεδόν αναπόδραστα προκαλεί βήχα.

Εναλλακτικά γίνεται και χωρίς χέρια, χείλη με χείλη. Μεταξύ ατόμων που ψιλογουστάρονται, αυτό είναι ένας καλός τρόπος για να φτάσουν, δήθεν στο ξεκάρφωτο, στο πρώτο φιλί.

Κοντεύει να τελειώσει και δεν την έχω ακούσει ακόμα. Μου κάνεις μια ανάποδη;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

«Γίνομαι φραπόγαλο»: ταρακουνιέμαι πολύ (από την άτσαλη οδήγηση κάποιου, από το καράβι όταν έχει κύμα, από κενά αέρος κατά την πτήση κλπ.).

Μην το πας από τις λακκούβες ρε Γιάννη, φραπόγαλο γίναμε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία