Παρατηρώ κάτι με κρυφό ενδιαφέρον, δήθεν φευγαλέα, με συγκεκαλυμμένη έντονη κτητική διάθεση και επιθυμία, είτε για πράγμα είτε για πρόσωπο.

Επίσης και επιθυμώ σφόδρα, γουστάρω ν' αποκτήσω, ψήνομαι να.

Από το βλέφαρο του ματιού.

Συνώνυμα: κοζάρω μπανιζοκοζαρίζω, μπανιζοκοζάρω, μπανίζω, ζαχαρώνω, κοιτάω, βλέπω, παίρνω μάτι.

Επίσης «ρίχνω βλέφαρο», που σημαίνει επίσης παρατηρώ, κοιτάζω, πλην όμως ελάχιστα ως προς τη χρονική διάρκεια και ενδιαφέρον και ως βάρος, αγγαρεία.

  1. Εκείνη: - Λάκη κάτσε φρόνιμα, σε είδα πως τη βλεφάριαζες όλο το βράδυ τη γκόμενα.

  2. Πριν την επίσκεψη στο WC: - Βάλε στην τσέπη το κινητό σου, γιατί ο τύπος στη γωνία το βλεφαριάζει άσχημα.

  3. Ο γκατζετάκιας: - Βλεφαριάζω από μέρες το καινούργιο iphone, θα πάω αύριο στο Πλαίσιο να το αγοράσω.

  4. Προς τον συνοικιακό γόητα: - Έλα βρε Μηνά, μην είσαι τόσο ακατάδεκτος, ρίξε και σε μας κάνα βλέφαρο.

  5. Ο αιώνιος: - Αύριο αρχίζει η εξεταστική, πα να ρίξω κάνα βλέφαρο στην αντοχή υλικών.

ΔΥΟ ΤΕΧΝΗΤΑ ΒΛΕΦΑΡΑ (από iwn, 01/12/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η άκομψη σε εμφάνιση και τρόπους γυναίκα, η άτσαλη, η άγαρμπη, η αδιάκριτη, η αγενής αλλά και (ή σε συνδυασμό με) παχύσαρκη, χοντρή, τόφαλος.

Από το θηλυκό του αγελαίου ζώου της Αφρικής βούβαλος, που συχνά εμφανίζεται σε σχετικά ντοκιμαντέρ.

Μεταξύ γυναικών για τη... φίλη τους:
- Α τη βουβάλα, δεν φτάνει που 'γινε τόφαλος, μας έρχεται κι άπλυτη, καθυστερημένη και μας το παίζει και γκόμενα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έτσι περιγράφεται η έκπληξη, το ξάφνιασμα, ο αιφνιδιασμός, η τρομάρα, στο άκουσμα απρόσμενα, αναπάντεχα κακών και δυσάρεστων μαντάτων, νέων, πληροφοριών, ανακοινώσεων, αποφάσεων κλπ.

Ο δικηγόρος:
- Μη στεναχωριέσαι, θα του κάνουμε μια μήνυση και θ' ακούσει μια ποινή που θα βουίζουν τ' αυτιά του.

(από iwn, 16/12/10)(από iwn, 16/12/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Eτσι αποκαλείται εντελώς τελείως υποτιμητικότερα του «βούλγαρος», ο φίλαθλος, οπαδός, παίκτης η αθλητής, κυρίως του Πανθεσσαλονίκειου αθλητικού ομίλου Κωνσταντινουπολιτών (ΠΑΟΚ) που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη (Πόλη της Βορείου Ελλάδος απέχουσας περί τα 120 Km απο της Ελληνικής μεθορίου μετά της γείτονος Βουλγαρίας, συμπαθεστάτης και φίλιας χώρας της ΕΟΚ, απ' όπου έλκει την ονομασία του, παραφραστικά, ο εν λόγω χαρακτηρισμός).

Οι ποδοσφαιρόφιλοι (διάβαζε καυγαδόφιλοι) και μη, της Νοτίου Ελλάδος δεν παραλείπουν, ευκαιρίας δοθείσης, να επιδαψιλεύουν συλλήβδην με τον παραπάνω εθνοπροσδιοριστικό τίτλο και τους υπολοίπους κατοίκους της Βορείου Ελλάδος, με ιδιαίτερη προτίμηση, σ εκείνους της Κεντρικής Μακεδονίας.

Η προσφώνηση, ελλείψει προστατευτικού κιγκλιδώματος, αποτελεί θρυαλλίδα για την έναρξη τρανής κλωτσοπατινάδας.

Παράγωγα-τύποι: βουργάρα, βούργαροι, βουργαρία.

Όρα και βούλγαρος, βούλγαρος είσαι;

Υποδοχή σε ΠΑΟΚτσήδες στο λεωφορείο λίγο έξω απ την Αθήνα.
- Κατεβείτε κάτω ρε παλιοβούργαροι, με τα διαβατήρια σας.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είναι το το δάρσιμο, η χειροδικία, το κτύπημα, το βάρεμα, το ξυλοφόρτωμα, άσχετα αν χρησιμοποιηθεί ή όχι σανίδα βρεγμένη ή μη.

Παραλείπεται το «κτυπώ με» ή «δέρνω με» ή «βαρώ με» κλπ.

Πρόκειται για κυριολεκτικό ξυλοδαρμό όπου τη θέση του ξύλου καταλαμβάνει η σανίδα (πεπλατυσμένο, ευθύ τεμάχιο ξύλου, μικρού, πλάτους πάχους και μήκους) και μάλιστα βρεγμένη έτσι ώστε το αποτέλεσμα του πόνου, άμα και τσουξίματος, επί του δαρθέντος ατόμου, να είναι οδυνηρότερο.

Η έκφραση χρησιμοποιείται κυρίως σαν απειλή ή υπόσχεση τιμωρίας, ως επί το πλείστον, σε μαθητές δημοτικού-γυμνασίου.

Σε παλαιότερες εποχές, αυτό το είδος ποινής εκτελείτο από τον δάσκαλο, αυτούσιο, κανονικά και με το νόμο, σε μαθητές -όμως αντί σανίδας επιλέγονταν, ως προσφορότερη, η χρήση κλαδιού δέντρου, κοινώς βίτσα, την οποία προμήθευε και προσεκόμιζε στο σχολείο, όχι σπάνια, ο ίδιος ο μαθητής.

  1. Προς τον άτακτο μαθητή.
    - Κάτσε φρόνιμα, μην αρχίσω και σε περιλάβω με τη βρεγμένη σανίδα.

2- Ποια η γνώμη σας, για τους 300 της Βουλής;
- Α ρε, βρεγμένη σανίδα που τους χρειάζεται.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εκμεταλλεύομαι ευκαιριακά ή συστηματικά, θεμιτά ή αθέμιτα, ηθικά ή ανήθικα μια ευνοϊκή κατάσταση που μου προσπορίζει διαφορών ειδών οφέλη ή ανταλλάγματα.

Συνώνυμη έκφραση: βρίσκω το μήνα που θρέφει τους έντεκα

- Είδες τον Πανάγο; Από τότενες που άνοιξε νταλαβέριμ' αυτήνες τσι πούστηδοι, είναι κάθε μέρα στη μπούντρα.
- Καλά ξηγιέται, βρήκε βυζί και βυζαίνει, αφού.

(από iwn, 01/11/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης (Π.Ο.Π.) επιχείρησης εστίασης που ευρίσκεται πλησίον στρατοπέδου, στρατιωτικής μονάδας, γραφείων, επαγγελματικών χώρων, συνεργείων αυτοκινήτων, γηπέδου, γυμναστηρίου, σχολείου, νυκτερινών κέντρων, οίκων ανοχής και αλλαχού.

Είναι συνήθως ατομική επιχείρηση, βία Ο.Ε., αλλά μπορεί να είναι και περιστασιακή φουφού, χωρίς καμία απολύτως άδεια η νομική υπόσταση.

Η εγκαταστημένη ισχύς της κυμαίνεται από ξυλοκάρβουνα μέχρι μερικά KVA. Απασχολεί 1-3 άτομα (καντίνα, μικρό εστιατόριο, κιόσκι, πάγκος, ψησταριά). Ο χώρος υγιεινής W.C. μπορεί να είναι από υποτυπώδης έως το παρακείμενο δέντρο. Δεν είναι καταχωρισμένη στον Χρυσό Οδηγό η στο 1188... ούτε θα την συναντήσετε σε κάποιο τηλεοπτικό σποτάκι.

Δεν απαιτείται ινδιάνος Απάτσι για την ερμηνεία των σημάτων καπνού από τη τσιμινιέρα του καταστήματος που αποτελούν τον καλύτερο κράχτη τής εν λόγω επιχείρησης, μαζί με τη τσίκνα της παντσέτας (χοιρινό έδεσμα, πλήρες τριγλυκεριδίων) και τα περιφερόμενα πειναλέα κοπρόσκυλα.

Παρά την αποθαρρυντική έως αποτρεπτική οργάνωση-στήσιμο, οι επιχειρήσεις αυτές σπάνε ταμεία.

Στο γραφείο:
- Αχ, σας έφερα κάτι τυροπιτάκια απ' το σπίτι, που τα 'φτιαξα μόνη μου.
- Άσε, ρε Γιώργη, πετάξου στον βρομιάρη και πάρε κάνα κιλό παντσέτα με τα συναφή να ντερλικώσουμε, κερνάω εγώ σήμερα.

(από iwn, 30/10/10)(από iwn, 30/10/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γαμώ το σόι μου, μεταφορικά την κακοτυχία μου, την αναποδιά μου, τη γκαντεμιά μου κλπ.

Χρησιμοποιείται επίσης και σιμσελέ και σιμσιλέ.

Τι 'ταν αυτό το κακό που μας βρήκε πάλι, γαμώ το σεμσελέ μου.

Δες ακόμη: σιμσιλέ, σεμσελέ, γαμώ + αντικείμενο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έτσι περιγράφεται μια κατάσταση άσχημη, μαύρη κι άραχνη, μη αναστρέψιμη, χωρίς ελπίδα, που δεν επιδέχεται βελτίωση.

Η έκφραση μπορεί να χρησιμοποιηθεί διευρυμένα και να χαρακτηρίσει και πρόσωπα ή αντικείμενα.

  1. Εκείνος: - Πώς παν οι δουλειές;
    Ο άλλος: - Χάλια μαύρα, είμαστε για τ' ανάθεμα.

  2. - Τι έλεγε το καινούργιο γκομενάκι που γνώρισες;
    - Άστο, ήταν για τ' ανάθεμα.

  3. Πήγα να δω για ν' αγοράσω ένα μεταχειρισμένο αυτοκίνητο, αλλά ήταν για τ' ανάθεμα, τζάμπα το χρόνο που χαλάλισα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Προσωνύμιο που απευθύνεται απαξιωτικά η πειρακτικά σε κάποιο άτομο, όπως είναι και ο γλοιώδης, ο φιρφιρής, ο τσιχλιμπίχλης, ο μαγλύφας, ο χλεχλές κλπ.

Προέρχεται από το τουρκικό yağlı = λίπος, λιπαρός, λαδωμένος, πασαλειμμένος με λάδι.

- Ίσα ρε γιαγλή, που θες να μας κάνεις κι έλεγχο.

(από iwn, 24/10/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία