Συνουσιάζομαι έτσι και έτσι, χωρίς ιδιαίτερη όρεξη.

Χρησιμοποιείται όταν ο μπήχτης βάζει από υποχρέωση, απλά και μόνο επειδή του ζητείται από την δικιά του, χωρίς ο ίδιος να γουστάρει εκείνη τη χρονική στιγμή.

Ο βάζων ντεμί συνήθως δεν ολοκληρώνει τη συνουσία, αφήνοντας το μωρό του ντεμί-ικανοποιημένη.

- Πώς πάει ρε, διαβάζεις καθόλου για τις εξετάσεις;
- Ε προσπαθώ, αλλά έχω και τη δικιά μου που θέλει όλο κόλπα και δεν προλαβαίνω, τι να κάνω δεν ξέρω, άσ' τα.
- Θα σου πω εγώ ρε. Βάλε ντεμί και διάβασε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση σεξουαλικού περιεχομένου. Αναφέρεται σε κάποιον που έστω και θεωρητικά γνωρίζει τους τρόπους με τους οποίους θα πρέπει να εκτελεστεί η συνουσία, έτσι ώστε να αποδώσει τα μέγιστα ικανοποιώντας την εκάστοτε θηλυκή παρτενέρ!

Μέσα στο club:
- Τι έγινε ρε, πού εξαφανίστηκε ο Αλέξης με την άλλη πάλι;
- Άσ΄τα ρε, έφυγε πριν λίγο και μου είπε ότι πάει σπίτι να βάλει αργά και δυνατά!
- Κατάλαβα! θα το καψουρέψει πάλι το μωράκι του..

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση που χρησιμοποιείται για ομάδα ανθρώπων, συνήθως φίλων, που λόγω καλής διάθεσης και χημείας μεταξύ τους αναλώνονται σε κραιπάλες, ξενύχτια, απερίσκεπτη κατανάλωση αλκοόλ κτλ. Με λίγα λόγια αυτοί που έχουν μεγάλα αποθέματα αντοχής στις βραδινές τους εξόδους.

Συνήθως αποτελούνται από 3 με 4 άτομα. Όταν αποτελούνται από 4 αρσενικούς, τότε αποκαλούνται και ως οι 4 φανταστικοί.

  1. - Μεγάλε σήμερα κανόνισα μπουκάλι παραλιακή, πάρε και τους άλλους και πάμε για ζημιά.
    - Τι, να φέρω καμιά γκόμενα δηλαδή;
    - Όχι ρε, μαλάκας είσαι; Μόνο οι δυνατοί σήμερα...

  2. Έχοντας βγει τέσσερα ζευγαράκια στο bar:
    -Λοιπόν πίνουμε τα ποτά μας, στέλνουμε τις γυναίκες στα σπίτια τους και μένουν μόνο οι δυνατοί;
    -Ηρέμησε...

  3. - Έλα ρε μαλάκα Νίκο ντύσου γρήγορα, μας περιμένουν ο Αλέξης και ο Θοδωρής στο Αkanthus.
    - Τι, μόνο οι δυνατοί σήμερα ρε;
    - Όχι φίλε. Σήμερα οι 4 φανταστικοί!

Only the Strong (1993) (από poniroskylo, 23/07/10)

Σχετικό: σκληρός

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση που χρησιμοποιείται όταν κάποιος έχει τσαλακώσει τόσο πολύ αλκοόλ, που δε τον βαστάνε τα πόδια του.

Βέβαια επειδή η έκφραση αποδίδεται σε βετεράνους που αρρωσταίνουν με νύχτα, οι εν λόγω γονυπετείς συνεχίζουν τον ανήφορο της νύχτας τους μέχρι να πέσουν τελικά σαν τον Απόλλο...

Λέγεται και σκέτο «γόνατα».

  1. - Θα μαζευτούμε σε κάνα σπίτι ρε πριν βγούμε να πιούμε τίποτα;
    - Ναι ρε, μην ανησυχείς, πίνουμε μια κάλα σπίτι μου και μετά σκάμε στα γόνατα ακρωτήρι.
    - Αρρωσταίνεις με νύχτα τελικά!

  2. Περιγράφοντας σ' έναν φίλο το προηγούμενο βράδυ:
    - Πώς περάσατε τελικά χθες;
    - Εγώ δεν ήπια πολύ, αλλά ο Τέο ήπιε το βόσπορο πάλι.
    - Πόσο δηλαδή;
    - Άσ' το ρε, γόνατα σου λέω.

(από notheitis, 11/06/10)

Λέξεις για την υπερβολική μέθη: αλοιφή, γκολ, γόνατα, ζαμπόν, ζάντα, κόκαλο, κομματιανός, κουδούνι, κουνουπίδι, κουρούμπελο, κώλος, λιάρδα, λιώμα, μουνί, ντίρλα, πίτα, πλακάκι, σβερκώνω, σκνίπα, σταφίδα, στειλιάρι, στουπί, στρακόττο, τάπα, τούτζι, τσαλμπουράνι, τύφλα, φέσι, φέτα, φσέκι, χώμα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αποτελούν φανταστικά-κοροϊδευτικά συμπληρώματα διατροφής ευρέως διαδεδομένα στους κύκλους που συχνάζουν επίδοξα μπιλντέρια.

Αποδίδεται (η χρήση τους) με έναν ειρωνικό τόνο, σε αυτούς που καυχιούνται ότι «έχτισαν» το εν λόγω σώμα τους περνώντας αμέτρητες εργατοώρες στα γυμναστήρια, ενώ μια βδομάδα πριν είχαν το σώμα του Παναγιώτη (σώμα γνωστού τυροπιτούλη).

Εικάζεται λοιπόν ότι η απότομη αλλαγή αυτή οφείλεται στο κούμπωμα των ουσιών αυτών από τον εκάστοτε τσαρώφ των gym.

Πιάνοντας το χέρι του φίλου μας

- Τι έγινε μωρή ξεφτίλα, τουμπάνιασες σε μια βδομάδα μέσα; Τι πήρες, κοκταίηλ απο πρισμενολ και πριξτίν πάλι;
- Ρε μαλάκα ξεκόλλα, γαμιέμαι δυο μήνες στα βάρη!
- Έλα τώρα... μεταξύ μας μεταξά..

(από notheitis, 19/05/10)

Βλέπε και σταρχιδιαμόλ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αναφέρεται στο γνωστό μπικίνι.

Αποδίδεται ειρωνικά σε άνδρες όταν διερωτόμαστε ρητορικά γιατί καθυστερεί, ειδικά εάν η καθυστέρηση οφείλεται σε καλλωπισμό, ξύρισμα, κλπ.

Άντε ρε μαλάκα, κατουριέμαι! Τι κάνεις δυο ώρες στο μπάνιο, το μπικίνι ξυρίζεις;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σε ξέρω πολύ καλά, γνωρίζω τα χούγια σου.

Όπως μια μητέρα ξέρει την ιδιοσυγκρασία, τη ψυχολογία, τα θέλω και τα
γούστα του παιδιού της, έτσι και ο λέγων έχει τη πεποίθηση ότι γνωρίζει σε μεγάλο βαθμό τον εκάστοτε φίλο του.

Λέγεται μεταξύ ανδρών κυρίως.

- Πού 'σαι ρε παλιόφιλε, πού χάθηκες;
- Άστα ρε Γιώργο, μιλάω με μία πρώην τελευταία και δε ξέρω τι να κάνω, να τοποθετήσω, ή να το παίζω κυριλέ!
-Αφού ρε Τάκη σε έχω γεννήσει εσένα, αργά ή γρήγορα θα βάλεις αφού δε κρατιέσαι ποτέ!
-Ναι αλλά μεταξύ μας όμως ε, παίζει μπάλα και ο Αλέξης.
-Χαζός είσαι;

Και σ' έχω γεννήσει

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πέρα από τη προφανή έννοια, περιγράφει εναλλακτικά το δυνατό συκώτι που διατηρείται υγιές παρ’όλες τις συνοδευόμενες από αμύθητες ποσότητες αλκοόλ κρεπαλοκαταστάσεις.

- Χθες πότισα το ξαδερφάκι μου καμία δεκαριά σφηνάκια για να τον μυήσω στη παρέα και τελικά αυτός παρέμεινε ξενέρωτος και μέθυσα εγώ!
- Είχε καλή συκωταριά ο μικρός, κορόιδο πιάστηκες.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτός που καταφέρνει να ρίξει τη γκόμενα, να τη φιλήσει, να κάνει χαμούρεμα.

Ο γλείφων κοκαλάκι είναι το κλασικό αρσενικό ντόπερμαν, ο άντρας κυνηγός, που δεν ξεμένει ποτέ από το αγαπημένο του παιχνίδι (κοκαλάκι - γυναίκα).

  1. -Χθες βγήκα με το Μαράκι ρε.
    -Έλα, ωραίος, έγλυψες κοκαλάκι καθόλου;
    -Ναι κάτι έκανα, σιγά μη την άφηνα.

  2. -Ρε παιδιά τι θα γίνει με τη ντίβα το Στελλάκι, δεν πλησιάζει να χωθεί κανείς τελικά;
    -Μπα μη το λες ρε, έχει γλείψει κοκαλάκι ο Μανώλης,
    -Ε ναι αυτός είναι ντόπερμαν περιοπής ρε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

1) Πουλάω νταλαβέρι.
2) Ψεύδομαι ασυστόλως.
3) Παρουσιάζομαι ως κάποιος άλλος.

Κίνηση εντυπωσιασμού από τον πράττοντα, ο οποίος επιδίδεται στη συγκεκριμένη ενέργεια προκειμένου να παρουσιαστεί ανώτερος και στο ύψος των περιστάσεων.

Ως επί τω πλείστων, αποτελεί την τελευταία λύση του άντρα στη προσπάθεια του να καμακώσει την γκόμενα που έχει σταμπάρει.

Μέσα στο club:
-Κοίτα ένα μουνί ρε που μιλάει με το κολλεγιόπαιδο.
-Δυσκολάκι μεγάλε, αυτή κοιτάει από Λάτση και πάνω.
-Καλά εγώ θα πάω και θα πουλήσω αέρα. Θα πω ότι κάνουμε ένα πάρτυ στο σκάφος σου να ψαρώσει!
-Είσαι μεγάλος βαρόνος τελικά...

Δες επίσης και αεριτζής, αέρα πατέρα, αέρα μπανά

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία