Το πασαπόρτι (ιγκλιστί passport) έχει την ίδια ακριβώς σημασία με το διαβατήριο. Η λέξη πασαπόρτι «εξελληνίστικε» απο τους εωσφόρους Διδασκάλους του Γένους (π.χ. Αδαμάντιος Κοραής), οι οποίοι πρόκριναν ότι η γλώσσα των Ελλήνων έπρεπε να καθαρθεί από κάθε αλλότρια επιρροή. Έτσι το πασαπόρτι μετονομάστηκε σε διαβατήριο.

Το εν λόγω λήμμα χρησιμοποιείται και μεταφορικά δηλώνοντας ότι κάποιος (συνήθως απατημένος σύζυγος, ή δύσγαμος) διώχνει τη γυναίκα του από το σπίτι και από τη ζωή του παραχωρώντας της μεταφορικά πασαπόρτι.

  1. Τον τελευταίο καιρό δε μου τα λέει καλά η Κατερινούλα. Αν συνεχίσει έτσι θα της δώσω πασαπόρτι.

  2. - Γιαγιά βιάσου, θα χάσουμε το αεροπλάνο.
    - Περίμενε λίγο, δε βρίσκω το πασαπόρτι μου.
    - Ποιό πασαπόρτι ρε γιαγιά, διαβατήριο το λένε...

(από Khan, 18/05/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πρόκειται για παρετυμολογία της λέξης λιμοκοντόρος που χαρακτηρίζει μειωτικά κάποιο νεαρό, ο οποίος συμπεριφέρεται επιδεικτικά και επιτηδευμένα παριστάνοντας κατ' ουσίαν το γόη (τεντυ μπόυ).

Η λέξη λημμοκοντόρος ανήκει εις τη σλανγκική γλώσσα και συντίθεται από τις λέξεις λήμμα+κοντά+οράω. Ως εκ τούτου δηλώνει τον κοντόφθαλμο λημματοδότη, ο οποίος στη προσπάθεια του να ορίσει κάποιο λήμμα παραλείπει σημαντικές πληροφορίες, όπως για παράδειγμα η ύπαρξη παράλληλων χρήσεων του λήμματος, τόσο σε μεταφορικό, όσο και σε κυριολεκτικό επίπεδο.

Επίσης, η λέξη χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει κάποιον που τίθεται στη διαδικασία παραγωγής κάποιου ορισμού έχοντας ως αυτοσκοπό τη προσωπική ανάδειξη του ιδίου χρησιμοποιώντας πολύ συχνά φθηνές πρακτικές εντυπωσιασμού.

-Καλά ο Κώστας έχει μυηθεί βαθιά εις το zeroαστρισμό.
-Αφού είναι λημμοκοντόρος, ο γελοίος.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πρόκειται για χαρακτηρισμό που αναφέρεται σε ιδιαίτερα μη ευειδείς γυναίκες, η εξωτερική εμφάνιση των οποίων, σε συνδυασμό με το υψηλό τουπέ που εσφαλμένα (προφανώς) διαθέτουν, θέτει κάποιον στη διαδικασία να κατασκευάσει λήμμα στο slang.gr, προκειμένου να περιγράψει την ασχημοσύνη αυτών των κορασίδων, καθώς και να μετριάσει την εύλογη άρνηση του προς το πρόσωπό τους.

Η όψη αυτών κρίνεται άκρως επικίνδυνη για την υγεία των οφθαλμών του βλέποντος, ο οποίος εύχεται το μόνο λειτουργικό σημείο του οφθαλμού του να είναι το «τυφλό σημείο». Μία πολύ γνωστή ασθένεια που οφείλεται σ 'αυτό το γεγονός είναι η θλάση οφθαλμού, καθώς και η εμφάνιση καταρράκτη σε νεαρή ηλικία.

Υ.Γ. Τα γυαλιά ηλίου δεν φέρουν διαφορετικό αποτέλεσμα.

Ρε φίλε προχθές μου την έπεσε μια γκόμενα,πραγματικό θεόμπαζο,εύκολα κέρδιζε το βραβείο της επιτυχίας της ασχήμιας.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χρησιμοποιείται όταν κάποιος αλλάζει εντελώς τις απόψεις του και τα λεγόμενά του μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Φράση δηλωτική του κωλοτούμπα, που στη γεωγραφική περιοχή της κάτω Βαλκανικής ή αλλιώς Ελλαδιστάν τείνει να αποκτήσει εθνικό χαρακτήρα και συνήθεια πασών των κατατρεγμένων Ελλήνων, από πολιτικούς εκατομμυριούχους, μέχρι ταξιτζήδες μεροκαματιάρηδες.

- Ρε αυτός δεν έλεγε ότι η λαϊκή επανάσταση θα μας σώσει; Τι δουλειά έχει με τα τσιράκια του Βαρδινογιάννη;
-Έτσι έλεγε, αλλά δε του 'ρθε βολική η επανάσταση και τώρα τα μαζεύει.

Δες και σχήμα γνωστού αγνώστου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Δηλώνει την επικείμενη πράξη αφόδευσης. Συνήθως λαμβάνει χώρα όταν ο φίλος μας βρίσκεται σε δημόσιο χώρο και προφανώς δεν είναι προγραμματισμένη, πράγμα που πανικοβάλει έτι περισσότερο τoν άτυχο φίλο.

- Εεε,θα με συγχωρέσετε για λίγο, έχω μια δουλίτσα.
- Τι έπαθες ρε;
- Τίποτα μωρέ,έχω συνάντηση με τον πρόεδρο. Πάω κι έρχομαι.
- Ααα πάρε και χαρτί μαζί σου, για καλό και για κακό.

(από sytalkas, 08/02/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο καυλαμάς, κατά τον λακαμά και όχι κατά τον Παλαμά (που μάλλον ιεροσυλία θα αποτελούσε), δηλώνει ότι κάποιος έιναι εντελώς μαλάκας, ότι κάποιος είναι κάτοχος p.hD με αντικείμενο τη μαλακία. Το πρώτο συνθετικό (καύλα) χρησιμοποιείται εμφατικά για να δηλώσει την ένταση και το ευμέγεθες της μαλακίας, η οποία εννοείται με το «μάς», του οποίου η ολοφραστική εκφορά παραλείπεται σκοπίμως για λόγους ευηχότητος και ηθικοπλαστικής προκατάληψης.

- Πώς έμαθε η δικιά σου τα καμώματά σου με την Άννα;
- Της τα είπε ο Τάκης.
- Αυτός είναι εντελώς καυλαμάς ρε, μη μου πεις ότι ακόμα του μιλάς;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αναφέρεται στην κατάσταση που έχει περιέλθει κάποιος έπειτα από υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ: συγκεκριμένα στην πολλαπλή αποβολή ασυνήθιστα μεγάλης ποσότητας γαστρικού περιεχομένου εκ του στόματος.

Ο «κώλος» χρησιμοποιείται αυθαίρετα και συνειρμικά, καθώς ο περί ου ο λόγος ντίρλας αποβάλει τα ίδια του τα σωθικά, έχοντας χάσει τον έλεγχο του εαυτού του.

Ρε τα έμαθες για τη Βάλια;Προχθές που βγήκαμε έξω ήπιε όλο το Βόσπορο και μετά ξέρναγε το κώλο της.Αφού τη πήγαμε στο νοσοκομείο και τη βάλανε στον ορό για να συνέλθει.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία