Ναι μωρέ, κατέω το πως δεν είναι σλανγκ, μα είπα να το γράψω μιας και δεν το 'χει ούτε ο Μπάμπης, ούτε ο Τριαντάφυλλος.

Χαλδούπηδες λοιπόν ονόμαζαν οι υπό οθωμανική κατοχή Έλληνες τους εξ Ασίας προερχόμενους Τούρκους, την ορίτζιναλ βερσιόν ένα πράμα, πιθανώς σε αντιπαραβολή με αυτούς που είχαν γεννηθεί και μεγαλώσει στον Ελλαδικό χώρο. Όχι πως δεν αποκαλούσαν έτσι τους Τούρκοι γενικότερα, αλλά η λέξη τόνιζε βασικά την ασιατική κατασκευή και προέλευση των τελευταίων.
Συνώνυμα: Κόνιαροι (από το Ικόνιο), Ντουντούμηδες (έχω σκεφτεί διάφορες μαλακίες εδώ, αλλά ας μην το σεντονιάσω).

Η λέξη, που είχε βεβαίως περιφρονητική / μειωτική χροιά, πώς δγιεάολο θέτε να ξέρω από πού προέρχεται; Πάντως, η αρχαία ακκαδική λέξη kaldu = Χαλδαίος (στανταράκι Ασιάτης δλδ) επιζεί μια χαρά στο νέτι, μέχρι και kaldu.tv έχει ο μπαξές. Ε, σημιτική γλώσσα ήτουνα, μπας και φτάσαμε στους χαλδούπηδες μέσω Αράβων και Οθωμανών; Ώχουυυυυυ......

Εμένα τουλάχιστον η κούτρα Μου δεν κατέβασε κάτι άλλο, κι ένας από το νέτι μάλλον συμφωνεί με την άποψή Μου.

  1. Οι Αλβανοί και οι Έλληνες πολεμιστές είχαν τότε φιλικές σχέσεις πολλές φορές ως συντοπίτες και κορόιδευαν τους ανατολίτες Τούρκους λέγοντάς τους Κονιάρους, Χαλδούπηδες ή Ντουντούμηδες [...]

Ωρέ Αρβανίτε, δεν είναι κανένας από σας παλικάρι να με σκοτώσει με τη πιστόλα του, παρά αφήνετε τους χαλδούπηδες να με παιδέψουν;

[...] ο τουρκικός στόλος [...] αφού επιβίβασε μερικές χιλιάδες Τούρκους από την Μικρά Ασία κατευθύνθηκε [...] Τους ασιάτες Τούρκους (χαλδούπηδες) θα τους άφηνε αργότερα στην Πάτρα [...]

[...] τέως ανατολικές χώρες, οι οποίες αποδείχτηκαν ανίκανες να ενταχθούν στην ευρωπαϊκή οικογένεια, αλλά σαν ηλίθιοι (όπως πάμε να κάνουμε με τους χαλδούπηδες) εντάξαμε [...] στην ΕΕ.

Μας ήρθε και κατακέφαλα το «χαλδουπέικο», παιδιά από τα λίγα λέμε, αγύρτες και με πολιτισμό και συνήθειες ανώτατες, αξεπέραστες μιλάμε (:P) [...]

Αυτός είναι ο «περιβόητος» Τούρκος αξιωματικός που πρέπει να έχουμε συνεχώς στη σφαλιάρα μπας και στρώσει [...] Είθε να μην αργήσει η στιγμή να τελειώνουμε με τους χαλδούπηδες.

(Όλα από το νέτι, όπου η λέξη καλά κρατεί ως υβριστικός χαρακτηρισμός κατά των φίλων και συμμάχων γειτόνων).

  1. Από το βιβλίο του Νίκου Αγγελή «Εντεψίζικα νάκλια (πιπεράτα ανέκδοτα) των Κρητότουρκων», εκδ. Σμυρνιωτάκης 1998. Κάπου στη δεκαετία του 60 ο συγγραφέας συναντά στο Αϊβαλί Τουρκοκρητικό εκριζωθέντα το 1923 με την ανταλλαγή.

[...]Σε μιά γωνιά κάθονταν δυό-τρείς ντόπιοι, μισοκοιμισμένοι [...]
- Γκιτ! Όξω! Μουσαφιρέους έ'ω.
Τους έβγαλε πεταχτούς από το αυλιδάκι. [...]
- Άκουσα, είπε με βαριά κρητική προφορά, μυρωδιά λεβεδιάς κι αναγάλλιασε η ψυχή μου [...] Γι αυτό απόβγαλα τσοι Χαλδούπηδες. Να κάτσουν οι Κρητικοί! Εγώ είμαι ο Αλής του Ισμαήλ Αργυράκη ο γιός απού την Κάντανο. [...]

(Αχ μωρέ σύντεκνε Αγγελή...Μα είναι δυνατόν να πέφτει στα χέρια σου αυθεντικό χειρόγραφο με τεχνικής φύσεως συμβουλές Τουρκοκρητικιάς τσατσάς προς πουτάνες σε κρητικά μπουρδέλα το 1870-1920 και συ να μας πασάρεις μόνο τις «λιγότερο τολμηρές περικοπές» από ένα γραπτό που «σε άλλη χώρα θα το καταχωρούσαν στα μνημεία της λαϊκής γλώσσας και έκφρασης»; Πώς θα μάθουμε τώρα τις λεπτομέρειες εποχής για «αυτό το άλλο κανάλι» που «μπορεί καθεμιά να το δίδει μόνο στον άθρωπό τση, παρεκτός νάναι εξουσία ή τινάς πολλά παραλής»; Ή για την «αηδιαστική στοματική διαδικασία» που «δεν είναι δα και χαμός κόσμου»; Σταμάτησες ακριβώς εκεί που έπρεπε να αρχίσεις. Κρίμα μωρέ σύντεκνε, κρίμα, ντροπής πράματα...Τι θα πω στους σλάνγκους τώρα;...)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο πρόσφυγας από Μικρά Ασία, και κατεπέκταση, αυτός που κατάγεται από τη Μικρά Ασία.

Χαλάλι και οι περιουσίες μας, με τις οποίες το ελληνικό κράτος –η γλυκιά «μητέρα-πατρίδα»– πλήρωσε τις πολεμικές αποζημιώσεις στους νικητές. Εντάξει, λίγο την Ανταλλάξιμη Περιουσία μας έκλεψαν, λίγο μας πέταξαν στο υπόγειο ως τουρκόσπορους και αούτηδες. Αλλά δεν πειράζει. Έθνος μας είναι, αίμα μας! (απο το Indymedia)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο χωριάτης, ο επαρχιώτης. Μεταφορικά εννοεί τον άξεστο, τον αγενή, ή αυτόν που μιλάει με το νjι και με το λjι.

  1. Κοίτα ρε τον βλάχο, που κατέβηκε απο τη Λάρ'σα και θέλει να κλαμπάρει όπως κάνουμε στην Αθήνα για να χτυπήσει γκόμενα!

  2. Του είπα ότι δεν μπορώ να έρθω και μου το έκλεισε το τηλέφωνο χωρίς να πει κουβέντα, ο βλάχος!

  3. Ο συγκάτοικός μου είναι πολύ βλάχος. Μόλις μπει στο δωμάτιο αφήνει τις αρβύλες του στη μέση, γδύνεται, και τα πετάει όλα χάμω. Άσε που όταν πίνει μπύρα ρεύεται και τον ακούνε στο δίπλα!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες πουρκουάδων:

Α. Οι ενδοτικοί, οι ραγιάδες

Όταν εμείς οι Έλληνες γειώσαμε τον Γκράτσι με το άπταιστο γαλλικό «Alors, c'est la guerre!», οι Γάλλοι ξεχύθηκαν στα καφέ του Καρτιέ Λατέν προβάλλοντας το υπαρξιακό ερώτημα “Pour qui et pourquoi;” («Για ποιον και γιατί;»)

Στις παραμονές του Β’ Π.Π., γάλλοι πουρκουάδες απ όλο το πολιτικό φάσμα έτειναν αντιηρωικά τον πρωκτό τους: από την φασίζουσα λαϊκή δεξιά του (μετέπειτα κατοχικού υπουργού) Marcel Déat που έγραψε το διθυραμβικά «Mourir pour Dantzig;» («Να Πεθάνουμε για το Γκντανσκ;»), τους φιλειρηνιστές αφισοκολλητές του Λαϊκού Μετώπου που με «ριζοσπαστική ηττοπάθεια» γέμισαν το τόπο με το σύνθημα “Pourquoi;” («Γιατί να πολεμήσουμε;») μέχρι και το ΚΚΓ που το τερμάτισε, αποκαλώντας την εμπλοκή της Γαλλίας στο Β’ Π.Π. «ιμπεριαλιστική» και κάλεσε τους στρατιώτες να λιποτακτήσουν (κατά τςι επιταγές του Γερμανοσοβιετικού Συμφώνου μη Επίθεσης).

Στα πλαίσια αυτά, δεν είναι διόλου τυχαία η άκαπνη προσάρτηση μεγάλου τμήματος της Γαλλίας στο Τρίτο Ράιχ και η με συνοπτικές διαδικασίες μετατροπή του υπόλοιπου σε κράτος-δορυφόρο (Βισύ).

Πρόκειται λοιπόν για σλανγκιά του Β' Παγκόσμιου, που μεταπολεμικά χρησιμοποιείται ειρωνικά για κάθε λογής ραγιά και ενδοτικό. Τα τελευταία χρόνια, ο όρος χρησιμοποιείται επίσης από τον αντιμνημονιακό τύπο εις βάρος των σφάξε-με-αγά-μου-να-αγιάσω τσολάκογλου.

Για περισσότερα, βλ. γαμάτη αναλυσούλα εδώ.

Β. Οι βατραχοφάγοι γαλλαίοι

Το λήμμαν αυτονομήθηκε από τα ιστορικά του πλαίσια, και πουρκουάδες αποκαλούνται, με ψιλορατσιστική διάθεση, οι Γάλλοι. Ειδικά στην μπάλα.

Δημοσιεύεται παραμονή της 28ης Οκτωβρίου. Πάσα από το δουπού: ΜΧΣ.

Α. Οι ενδοτικοί, οι ραγιάδες

1.
Αν θεωρείται περισσότερο Ευρωπαίος και λιγότερο ανατολίτης από τον Έλληνα ο Γάλλος πουρκουάς, pourqoi et pour qui να πολεμήσω δηλαδή που στον πρώτο παγκόσμιο, άστο τότε... είμαι ανατολιτης...

2.
Έλληνες προδότες, συνεργάστηκαν με τις κατοχικές δυνάμεις και άνοιξαν την κερκόπορτα για τη νέα κατοχή. Ψάξτε τους συνεργάτες των Εισβολέων στα κόμματα του μνημονίου και τους μυστηριώδεις συμβούλους και τα δικηγορικά τους γραφεία! Βόμβες από τον Αλέξη Τσίπρα, που μετά το εσωτερικό ξεκαθάρισμα από τους πουρκουάδες και τους επίορκους δείχνει ένα πρόσωπο εφάμιλλο με το προσωπικό ιδεολογικό του υπόβαθρο.

3.
Οι πουρκουάδες πλήθυναν τελευταία όταν εκδηλώθηκε η γενικευμένη επίθεση ενάντια στον κόσμο της εργασίας. Αυτός ο ενδοτισμός που καλλιεργείται από τα ΜΜΕ και την ΠΑΣΚ στα συνδικάτα οδηγεί σε μια γενική παράλυση τους εργαζομένους και ανοίγει τον δρόμο για να περάσει ο αντιδραστικός οδοστρωτήρας. Σε κάθε φάση του ταξικού αγώνα το ενδοτικό ρεύμα, οι πράκτορες της αστικής τάξης στο εργατικό κίνημα, αποτελούσαν τον παραλυτικό ιό ώστε να σταματήσει η γενικευμένη αγανάκτηση, να μπούμε όλοι στο ιδεολογικό και πολιτικό σύστημα «ας πληρώσουμε την κρίση».

Β. Οι βατραχοφάγοι γαλλαίοι

4.
Οι πουρκουάδες επικρατούν με 4-1 γιατί ο Καστίγιο είχε ξενυχτήσει στο Πασαλιμάνι το προηγούμενο βράδυ και δεν έπαιξε καλά, και κάποιος Lucien Laurent χρίζεται ο πρώτος σκόρερ στην ιστορία του θεσμού.

5.
Βρίζεις τους Φρίτσηδες και τους Πουρκουάδες που μας λένε τεμπέληδες αλλά παράλληλα ‘μάχεσαι’ για ‘καμία αξιολόγηση, καμία μετακίνηση ,καμία απόλυση’. Παρατηρείς μια αντίθεση έτσι δεν είναι;

6.
Ο πολιτισμένος Ευρωπαϊκός Νότος εκπροσωπείται μόνο από την τίμια πλην χρεοκωπημένη Ελλαδίτσα και εν μέρει από τους βατραχοφάγους πουρκουάδες, που είναι η συμπαθέστερη από τις «ηπειρωτικές» χώρες, ίσως επειδή έχει το ένα της πόδι στο νότο και το άλλο στον βορρά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Υβριστικός χαρακτηρισμός για σκουρόδερμο άνθρωπο, τον μαύρο.

Συχνά στα σχολεία, το χρησιμοποιούν οι μαθητές ως «ο σκυλάραψ», για να κοροϊδέψουν τους καθηγητές των αρχαίων, όταν αυτοί τους βάζουν να κλίνουν ουσιαστικά (ιδιαίτερα τριτόκλιτα).

  1. Ήρθε ένας σκυλάραπας σήμερα στην καφετέρια που καθόμουν και επέμενε να μου πουλήσει CD. Του λέω δεν θέλω άνθρωπε μου αλλά αυτός εκεί δεν έλεγε να ξεκολλήσει. Τσουρέκιαμου τα κανε!!

  2. Καθηγητής: Άσκηση για το σπίτι. Να κλιθούν τα ουσιαστικά ο όνυξ, η πατρίς και ο κόραξ.
    Μαθητής: Το ουσιαστικό ο σκυλάραψ δεν θα μας το βάλετε, κύριε;

(από elias-jelay, 31/12/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο φιλάργυρος και συμφεροντολόγος άνθρωπος που εκμεταλλεύεται τους αδύναμους. Λέξη τουρκικής προελεύσεως < çιfιt, σημαίνει τσιγκούνης και φιλάργυρος.

- Ήρθε ο παλιοτσιφούτης ο ιδιοκτήτης για το ενοίκιο σήμερα. Μου είπε ότι έτσι και δεν το πληρώνουμε την πρώτη μέρα του μήνα, θα μας κάνει έξωση. Απίστευτος μαλάκας!

βλ. και τσιαφούτης

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κάποτε δεν υπήρχαν οικιακές συσκευές όπως πχ τα πλυντήρια πιάτων και ρούχων. Ως εκ τούτου χρειαζόντουσαν ανθρώπινα χέρια. Ακόμα κι ένα μικροαστικό σπίτι όπως αυτό του Κάφκα είχε υπηρετικό προσωπικό, ήτοι μια πλύστρα και μια μαγείρισσα οπωσδήποτε. Όσο πιο πλούσιος ήσουν, τόσο πιο πολλά άτομα είχες να σε υπηρετούν.

Όσο πιο παλιά πάμε στον χρόνο, τόσο πιο συνηθισμένο ήταν να αντιμετωπίζονται οι υπηρέτες σαν τα αντικείμενα με τα οποία αντικαταστάθηκαν στις μέρες μας... Ο υπηρέτης όφειλε να υπακούσει λες και του πάταγες το ον/οφ κουμπάκι του. Πολλοί νοικοκυραίοι ήταν καλοί και το υπηρετικό προσωπικό έβρισκε μια καλή δουλειά δίπλα τους. Όταν όμως δεν συνέβαινε αυτό (πράγμα όχι σπάνιο), ο υπηρέτης υφίστατο την κακομεταχείριση και τις προσβολές των κυρίων του.

Τότε ήταν που λογαριάζονταν ως δούλος, ακόμα πιο δούλος από αυτόν των αρχαίων χρόνων (όπου η λέξη δεν είχε τη σημερινή βαρύτητα, ήταν αυτό που ήταν χωρίς την κοινωνική κριτική που φέρει σήμερα).

Οι ελληνίδες κυρίες, αφότου έπαψαν να σκουπίζουν τον κώλο τους με πέτρες και φύλλα, αποφάσισαν ότι είναι ισάξιες των ευρωπαίων οικοδεσποινών, οι οποίες, παρά την αποτρόπαιη σνομπαρία τους, αν μη τι άλλο είχαν και μια παράδοση στην αριστοκρατοσύνη τους και δεν είχαν ανέβει απότομα αυτό το σκαλί (άσε που η αριστοκρατία της Δύσης έδωσε, εκτός από καταπίεση, και μια ώθηση προς το πολιτισμικότερον, ενθαρρύνοντας την τέχνη, το πνεύμα κλπκλπ: μην ξεχνάμε ότι ο γαλλικός Διαφωτισμός τράφηκε στους κόλπους της).

Όταν λοιπόν οι ελληνίδες κυρίες αποφάσισαν ότι είναι ανώτερες των υπηρετών τους, άρχισαν να εμφανίζονται στα ελληνικά οι προσβλητικές λέξεις: «το δουλικό», «το δουλί», «το λαδικό». Λέξεις σε ουδέτερο γένος άρα πιο προσβλητικές (φέρνει πιο πολύ σε αντικείμενο), καίτοι αναφερόμενες πάντα σε γυναίκες, πρώτον γιατί το γυναικείο μένος ξεσπά συνήθως ενάντια στο ίδιο φύλο, δεύτερον γιατί άντρες υπηρέτες δεν υπήρχαν πολλοί.

Εκτός από τους έτσι κι αλλιώς παλαιάς κοπής πλουσιέξ, η σημερινή πλουτοκρατία νέας κοπής, μεταξύ των οποίων και πολλά ψάθινα καπέλα που το παίζουν δημοκρατία, ανθρώπινα δικαιώματα, πνεύμα, τέχνη, κλπκλπ αλλά μεγαλώνουν τα παιδιά τους με Φιλιππινέζες τις οποίες τραβολογούν και στις διακοπές μαζί τους, αυτή η φάρα ελλήνων που δεν πληρώνει το ΙΚΑ στην οικιακή βοηθό, που την έχει δει αριστοκρατία με πισίνες και βιλάρες, που καταξοδεύεται στα κομμωτήρια και στα μπουζούκια και στο θέατρο, που με το που μπαίνει η νέα σεζόν αδειάζει τα ράφια των καταστημάτων ένδυσης, που οδηγεί τσερόκι, που είναι μες την κομπίνα και τη λαμογιά, που που που που που, έχει αναπτύξει νέα καλολογικά επίθετα για το είδος: ξεκινάμε από το μαλακό «παραδουλεύτρα» (πάει εκείνο το παλιό «ψυχοκόρη») και μετά πάμε κατευθείαν στα «δουλάρα», «δούλα», Φιλίππα, «Αλβανό», ξεσκατώστρα, παραπουλεύτρα κλπ.

Οι λέξεις αυτές δεν υποτιμούν απλώς το επάγγελμα και την κοινωνική θέση των γυναικών αυτών, αλλά και τον χαρακτήρα τους σε σχέση με αυτά των κυριών τους πάντα... Έτσι πχ η λέξη «λαδικό» σημαίνει και την πονηρή, την πουτανόψυχη, την δευτεράντζα, την πρόστυχη, κλπ (παρ.4).

Τέλος, τα καλολογικά αυτά επίθετα μπορούν να χρησιμοποιηθούν και από κάποιον που δεν τα εννοεί, αλλά θέλει να δείξει τον τρόπο έκφρασης των νεόπλουτων αυτών οικογενειών (παρ.1)

  1. Κατάλαβες η Αντωνία; Και καλά κουλτούρα να φύγουμε, αλλά να η αμαξάρα, να το γκαζόν στο εξοχικό της στο ξερονήσι, έχει και το δουλικό να της βαστάει το μωρό να μην ασχολείται, και το παίζει και κουρασμένη κι από πάνω, καλό ε;;;;

  2. - Ωχ! Έριξα κάτι ψίχουλα στο πάτωμα... Κάτσε να τα μαζέψω μην τα πατήσουμε.
    - Ε πάρε και συ μια δούλα καλέ να σε βοηθάει να κάνεις το σπίτι, χαζή είσαι;

  3. Δε φτάνει που μου την έσπασε τη τζαμαρία, αλλά μου την είπε κι από πάνω η δουλάρα κι έφυγε, κι έμεινα χωρίς βοήθεια!

  4. - Καλό κοριτσάκι η Στέλλα.
    - Είναι ένα λαδικό αυτή...

κι αυτό λαδικό είναι... (από BuBis, 27/10/09)λαδικό! (από BuBis, 27/10/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Ένα ακόμα συνώνυμο του γυναικωτού.

Ίσα μωρή λουλού που μας το παίζεις και άντρας!

(από joe909, 29/07/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ετυμολογία: κουσούρι < τουρκική (kusur) < αραβική كسور (küsûr).

Κυριολεκτικά είναι το ελάττωμα, το μειονέκτημα, η αναπηρία, η κακή συνήθεια.

Στην σλαγκ, το κουσούρι, όπου δεν διευκρινίζεται, είναι η ομοφυλοφιλία.

Παλιότερα η χρήση περιοριζόταν σε ευσεβείς αλλά ψυχοπονιάρες θειές, που αν και δεν μπορούν να αντικρούσουν τον παπά της ενορίας και τις γραφές ότι η ομοφυλοφιλία είναι θανάσιμο αμάρτημα, νιώθουν μια κάποια συμπάθεια προς τους ομοφυλόφιλους -ή μάλλον στις οικογένειές τους.

Ως καλές γειτόνισσες, γνωρίζουν τα άπλυτα ολάκερης της γειτονιάς, και αναγνωρίζουν ότι η οικογένεια που της «έλαχε το κακό» δεν είναι χειρότερη απ' τις άλλες, δεν κουβαλάει πολλά κρίματα ώστε να τους τιμωρήσει ο θεός με τόσο σκληρό τρόπο και κάπου μέσα τους νιώθουν και μία ανακούφιση, γιατί αναγνωρίζουν ότι θα μπορούσε να είναι το δικό τους παιδί ή εγγόνι.

Για την συμπάθεια που δείχνουν, συνηγορεί και η συμπεριφορά του «καημένου του παιδιού», που δεν είναι όπως το φαντάζονταν όταν άκουγαν τους πύρινους λόγους του παπά, αλλά είναι ένα -κατά τα άλλα- φυσιολογικό παιδί.

Προφέρεται δε με χαμηλή φωνή, συνωμοτικά, και πιθανόν να συνοδεύεται από την φράση: τι φταίει κι αυτό το καημένο, έτσι τόφτιαξε ο θεός

Στην μέινστριμ σλαγκ μπήκε το 2004, όταν ο Μακαριστός Χουντόδουλος δήλωσε για την ομοφυλοφιλία: «Σε ποιο κατάντημα έχει φτάσει σήμερα η ανθρωπότητα, η οποία αυτό που είναι αμαρτία βοώσα και κράζουσα θέλει να το καλύψει. Να μη μιλάμε, γιατί ενοχλούνται αυτοί που έχουν το κουσούρι».
Του γύρισε όμως μπούμερανγκ, όταν δημοσιεύματα αφιερωμένα στην ιδιωτική του ζωή είχαν σαν τίτλο «το κουσούρι του Χριστόδουλου» πχ εδώ, και εδώ.

  1. @ιρον : άντε βρε νούμερο που θα βάλω και σικ. α στο διάλο.
    (κάποια εκεί στην χα πρέπει να του πει ότι δεν είναι κ πολύ αντρουά ατάκες αυτές κ ότι πρέπει να σταματήσουν τις αντρίλες εκεί στ' αποδυτήρια γιατί θα του μείνει κάνα κουσούρι). τζίζους, εδώ (απ' όπου πήρα και την πάσα)

  2. Τὸ λεβεντοπούστης εἶναι δοκιμότατος σλαγκόρος, ἀλλὰ δὲν εἶναι ταυτόσημος τοῦ πουστόμαγκα. Ἂν τὰ εἶχα συσχετίσει στὸ μυαλό μου, θὰ εἶχα ἀναφέρει τὴ διάκρισι μέσα στὸ ὁρισμό, διότι ἀξίζει τὸν κόπο. Μιὰ καὶ τὸ συζητοῦμε, ἕνας λεβεντοπούστης εἶναι κυρίως λεβέντης, ποὺ ἔχει καὶ ΤΟ κουσοῦρι (οὐδεὶς τέλειος). Θὰ μποροῦσε νὰ ὅμως νὰ ἔχῃ κάποιο ἄλλο. Τὸ ὅτι ἐμεῖς ἀσχολούμεθα εἰδικῶς μὲ τὸν λεβεντοΠΟΥΣΤΗ καὶ ὄχι τόσο πχ μὲ τὸν λεβεντοΧΑΣΙΚΛΗ ἢ λεβεντοΤΖΟΓΑΔΟΡΟ κλπ, ἔχει νὰ κάνῃ μὲ δικά μας θέματα. Σὲ πρακτικὸ ἐπίπεδο, δὲν θὰ μποροῦσε ποτὲ πχ νὰ χαρακτηρισθῇ λεβεντοπούστης ἕνας κίναιδος, ποὺ ἐκμεταλλεύεται ἄλλους κιναίδους. Αίας, εδώ

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η γυναίκα, μικρής ή μεγάλης ηλικίας, κάποιες φορές χαμηλού μορφωτικού επιπέδου αλλά όχι πάντα ή απαραίτητα, που αναλώνεται σε επουσιώδη ζητήματα, επιδίδεται στο σχολιασμό τρίτων προσώπων και κουτσομπολεύει ασύστολα. Βασικό χαρακτηριστικό της Κατίνας είναι η διπροσωπία και η κουτοπονηριά. Εναλλακτικά χρησιμοποιούνται και οι όροι «κατινάκι» ή «κατινικό».

Η γυναίκα του Γιώργου είναι μεγάλη κατίνα: χθες σχολίασε τα ρούχα της Καίτης μπροστά σε όλους, λέγοντας ότι είναι σίγουρα αγορασμένα από φτηνιάρικη βιοτεχνία στα Λιόσια.

Σχέση αγάπης- μίσους με την κυρα-Κατίνα. (από Hank, 22/02/09)

Βλ. και κατινιά. Στα σχόλια του λήμματος υπάρχει συζήτηση για την ετυμολογία του «κατίνα».

Βλ. και αυτί της γης, το, γλωσσοκοπάνα, ελεύθερη ραδιοφωνία, κουτσομπολιό, κουτσομπολόι, κατινάζ, το, κυρα-περμαθούλα, η, Ρόιτερ, το, θάβω, θάψιμο

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία