Υπάρχουν τουλάστιχον πέντε μεγάλες κατηγορίες από σκοτώστρες:

1.
Σκοτώστρα Κορίνθου Πατρών! Διόδια STOP! Δεν πληρώνουμε!

2.
Η ΑΤΤΙΚΗ ΟΔΟΣ…ΣΚΟΤΩΣΤΡΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΜΠΟΜΠΟΛΑ

3.
Η καθημερινή Έδεσσα: Μετέτρεψαν πάρκο σε παιδική σκοτώστρα

4.
Στάση ΣΚΟΤΩΣΤΡΑ στην καρδιά της Αθήνας

5..
Ένας ακόμη νέος άνθρωπος έχασε τη ζωή του οδηγώντας μια «σκοτώστρα» όπως συνηθίζουν να αποκαλούν τις μοτοσικλέτες, πολλοί, κυρίως γονείς.

6.
Τα φιξάκια είναι λίγο σκοτώστρες στην αρχή, αλλά σου γίνονται πάθος

7.
- Η Tata Motors παρουσίασε την Πέμπτη το φθηνότερο αυτοκίνητο του κόσμου αξίας κάτι λιγότερο από 1.700 ευρώ.
- Πραγματικη σκοτωστρα. Των Flinstones αυτοκινητο πιο ασφαλες ειναι απο δαυτο.

8.
Γιαγιά - <σκοτώστρα> Μιλάμε τώρα ότι αυτή θα πρέπει να είχε βγάλει το δίπλωμα το ...1920.

9.
- Πάμε ρε μια βόλτα με την αμαξάρα μου να δείς τί πήρα.
(Ο φίλος ξέρει τι σκοτώστρα οδηγός είναι ο άλλος και αρνείται ευγενικά)
- Άσε ρε κι έχω μια δουλειά σε μισή ώρα.
- Μισή ώρα; Σε μισή ώρα πάμε Θεσσαλανίκη και ξαναρχόμαστε. Μια βολτίτσα εδώ κοντά σου λέω.

10.
Με τόση σήψη έχει γεμίσει ο τόπος έντομα και κάτι κουνούπια-τίγρεις, να με το συμπάθιο, ολόκληρη μετάγγιση σου κάνουν στο λεπτό. Μια σκοτώστρα θα την χρειαστώ φέτος. Όχι τις απλές. Εκείνες τις εισαγόμενες, τις ηλεκτροφόρες, που σου κάνουν το έντομο-μετάλλαγμα στραγάλι στο λεπτό να τελειώνουμε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

  1. Κλασικό, κυρίως καλοκαιρινό φαγητό που αποτελείται από γεμιστές μελιτζάνες με κιμά, το σχήμα και το χρώμα του οποίου θυμίζει μικρού μεγέθους υποδήματα.

Εν ολίγοις κόβουμε μελιτζάνες κατά μήκος και τις αδειάζουμε για να τις γεμίσουμε με κιμά, τον οποίο τσιγαρίζουμε με λάδι και κρεμμύδι και τον σβήνουμε με κρασί, ενώ προσθέτουμε ντομάτες ψιλοκομμένες, αλάτι, πιπέρι, κανέλα και μπαχάρι. Τέλος βάζουμε από πάνω ότι τυρί που λιώνει και ψήνουμε στους 180 βαθμούς μέχρι να να ψηθούν οι μελιτζάνες.

  1. Ελαστικά επιθέματα που βρίσκονται στους σιαγόνες των φρένων των ποδηλάτων και τα οποία εφάπτονται με πίεση επί της στεφάνης στη ζάντα του τροχού κατά το φρενάρισμα, δημιουργώντας έτσι μέσω της τριβής, σημαντική επιβράδυνση.

Με λίγη φαντασία τα επιθέματα αυτά θυμίζουν μικρού μεγέθους υποδήματα.

Συνώνυμα: τακούνια, τακάκια.

  1. Κλασική κι αγαπημένη συνταγή! Έτσι ακριβώς κάνουμε κι εμείς τα παπουτσάκια, μόνο που δεν ξεπικρίζουμε ποτέ τις μελιτζάνες. (εδώ)

  2. Αν λάδι ή γράσο έρθει σε επαφή με τα παπουτσάκια θα πρέπει να τα αντικαταστήσετε, διαφορετικά ενδέχεται να μην λειτουργούν (εδώ)

Ακριβώς αυτό. (1) (από PUNKELISD, 03/11/11)Ακριβώς αυτό. (2) (από PUNKELISD, 03/11/11)(από GATZMAN, 04/11/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτοκίνητο όχημα το οποίο χρησιμοποιείται σε αγροτικές εργασίες και διαθέτει προσαρμοσμένη καρότσα στο αμάξωμα.

Είναι σκληροτράχηλα οχήματα που οι κάτοχοι τους κοκορεύονται ότι δεν έχουν βάλει λάδι και νερό εδώ και είκοσι χρόνια. Στο εσωτερικό μπορείς να βρεις λογαριασμούς, αποδείξεις, μισοάδεια (ή μισογεμάτα) μπουκαλάκια με νερό ή ξεθυμασμένο πιοτό, σακούλες, κέρματα, βίδες, εργαλεία, παπούτσι κ.α.

Αν μιλάμε για κλασικές εικόνες τότε σίγουρα είναι όχημα τ. Ντάτσουν. Πιθανότατα διαθέτει αρκετά σημάδια κακομεταχείρισης - όπως αναρίθμητα βουλιάγματα και τρακαρίσματα - αλλά και αρκετές ενδείξεις φροντίδας με κλασσικότερη το μπογιάντισμα σημείου ή επιφάνειας με εμφανείς πινελιές, για την αποφυγή σκουριάσματος.

Σε άλλη περίπτωση παρατηρούμε μια πολυφωνία ανταλλακτικών στο όχημα: το ανταλλακτικό (πόρτα, καπό κ.α.) μπαίνει όπως έχει αγοραστεί, ανεξαρτήτως χρώματος, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα αυτοκινούμενο ουράνιο τόξο.

Επίσης, σε περιπτώσεις όπου το αυτοκίνητο είχε αγοραστεί για «καλό» ενώ τώρα έχει καταλήξει να κάνει όλη τη χαμαλοδουλειά, υπάρχουν απομεινάρια της παλιάς καλής του εποχής όπως διακοσμητικό σεμεδάκι στο ταμπλό, αυτοκόλλητες εικονίτσες της Παναγίας, καλύμματα καθισμάτων από ξύλινες χάντρες ενώ στον καθρέφτη μπορεί κανείς να βρει κρεμασμένα λούτρινα ζάρια, λαγοπόδαρα, cd κ.α..

Στις μέρες μας οι σύγχρονοι «αγρότες» έχουν μεταμορφωθεί σε μυώδη κτήνη τ. Ναβάρα 4x4 και θυμίζουν ελάχιστα τους παλιούς κλασικούς. Συνήθως στην καρότσα διαθέτουν αυτοσχέδιο σκυλόσπιτο με τρυπούλες για τον αέρα, αυτοκόλλητα με μπεκάτσα ή τσίχλα και στην χειρότερη να είναι λασπωμένα από την κορυφή ως τα λάστιχα με μόνο καθαρό σημείο την τροχιά των υαλοκαθαριστήρων.

- Έλα, μ' ακούς; δεν έχω σήμα και θα τελειώσει η μπαταρία! Έχω μείνει με το παπί από λάστιχο και βενζίνα στα αγριόματα πάνω απ' το χωράφι του κυρ 'μίλιο.
- Καλά, κλείσε. Θα 'ρθω να σε πάρω με τον αγρότη.
- Έλα, μ' ακούς; Ναι!

Ο αγρότης τότε (από PUNKELISD, 22/08/11)Ο αγρότης τώρα (από PUNKELISD, 22/08/11)

βλ. και αγροτικό

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κυριολεκτικά: το μηχανόλαδο που αναμειγνύεται με το καύσιμο για την λίπανση δίχρονου κινητήρα (βλέπε διχρονίλα, ξερό, λαδιέρα)

Σλανκιά: ύποπτης ποιότητας τηγανόλαδο ή λάδι μαγειρεμένο και, σπανιότερα, λάδι σαλάτας (ωμό).

  • Συνηθέστερο όλων το τηγανόλαδο, που μπορεί να έχει να αλλαχτεί από τότε που βγήκαν οι λάσπες με αποτέλεσμα να πέφτει η πατάτα στο στομάχι σαν πέτρα και να ενοχλούνται ακόμα και όσοι τρέφονται με βρώμικα.
  • Το διχρονόλαδο στα μαγειρευτά είναι πιο ύπουλο, ιδίως αν ο μάστορας έχει φροντίσει να καλύψει την μπόχα με μπαχαρικά, μυρωδικά κλπ. Ο ανυποψίαστος πελάτης γεύεται με βουλιμία τα εδέσματα, φεύγει ευχαριστημένος και σε μισή, το πολύ μία ώρα, αρχίζουν τα βάσανα.
  • Το διχρονόλαδο στη σαλάτα είναι η απόλυτη ένδειξη ότι ο μαγαζάτορας δεν δίνει δεκάρα για την φήμη του (η επόμενη ταβέρνα είναι 15 χλμ μακριά), έχει στενή συγγένεια με τις αρχές του χωριού (και της πιο κοντινής πόλης), δεν έχει ενδοιασμούς να σου σερβίρει κατσαρίδες μαζί με τα μακαρόνια και να σου κάνει και πλάκα ότι δεν θα σου τις χρεώσει έξτρα.

Συμπτώματα: στομάχιασμα, καούρες, τάση για εμετό, ξηροστομία, κροκοδείλιασμα, υπερβολική κατάποση σόδας-κοακόλα και λοιπών γιατροσοφίων.

Αποτέλεσμα: τα πιο ευαίσθητα στομάχια αρνούνται να φάνε σε οποιαδήποτε ταβέρνα δεν έχει δοκιμαστεί από εξίσου ευαίσθητα στομάχια.

Σημείωση: αναφέρεται κυρίως σε ταβέρνες και εστιατόρια και όχι σε βρομικάδικα ή παντός είδους τζανκ, καθώς η ποιότητα υλικών των δεύτερων δεν αμφισβητείται, είναι βέβαιο ότι είναι κακή.

  1. - Τι λάδι έβαλες στην σαλάτα ρε μάνα;
    - Καλό είναι; Το πήρα να το δοκιμάσουμε
    - Τι καλό; Σκέτο διχρονόλαδο είναι. Στράγγιξέ την και βάλε ξίδι μήπως και ισιώσει

  2. - Το καλοκαίρι θα πάω στην Ανάφη, στο Ρούκουνα.
    - Μακριά από το διχρονόλαδο της παπαδιάς, ακόμα και την σαλάτα με δίχως λάδι να την παραγγείλεις.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σημαίνει:

1. Επίχρυσο περιδέραιο με μπαρόκ διακοσμητικά στοιχεία, μέρος της γυναικείας αστικής φορεσιάς των Ιωαννίνων αλλά και πολλών άλλων περιοχών της Ελλάδας.

Ο Πετρόπουλος διασώζει πως χαρχάλια ήταν τα κοσμήματα - κουδουνάκια που φορούσαν οι ανατολίτισσες χορεύτριες στα πόδια τους.

Προέρχεται από το τούρκικο halhal.

2. Σαρκώδης έκφυση - κρεμάμενη σάρκα απ’ όπου προκύπτουν:

  • το λειρί (και κακάλι) αλλά και το κάτω από το ράμφος σάρκωμα του πετεινού,
  • στον πληθυντικό, χαρχάλια: τα αρχίδια (με έμφαση στο κρεμάμενο άμα χαλαρά, της εμφάνισής τους), (όπως σωστά λέει ο lykos εδώ),
  • η κλειτορίδα (πάλι από τον Πετρόπουλο, που παρεμπιπτόντως, παράλληλα με το γνωστό και κλασικό γλωσσίδι αποκαλεί παραψώλι τη μεγάλη σε μέγεθος κλειτορίδα).

    Η συνηθέστερη ετυμολογία είναι πως προέρχεται απ’ το μεσαιωνικό καρακάλλιον που είναι υποκοριστικό του αρχαίου καράκαλλον που σχετίζεται με το λατινικό caracalla που σημαίνει κουκούλα.

Κατά δεύτερη ετυμολογία, προέρχεται απ’ το κάλλαιον με αναδίπλωση του κα-, αντικατάσταση του κ από χ κι ανάπτυξη υγρού στην προπαραλήγουσα λόγω της παρουσίας υγρού στη λήγουσα (κακάλλαιον – κακάλι- χαχάλι – χαρχάλι). Παρομοίως ετυμολογεί εδώ κι ο Βασίλης-7. Έτσι πιστεύω πως ετυμολογούνται και τα: καρκάλια, κάκαλα.

Παρεμπιπτόντως – για να βοηθήσω στην εδώ απορία των Bes, Bubis - το καρκάλι με την έννοια: κεφάλι, γκλάβα, κούτρα, μέτωπο και νιονιό μπορεί να έδωσε (το πιθανότερο) ή να προέρχεται απ’ το χρησιμοποιούμενο γύρω απ’ τη Χαλκίδα καρκαλί = ψωλοκέφαλο.

3. (Στον πληθυντικό) μύτες, ακίδες, οδοντωτό/ζικ-ζακ περίγραμμα (σχήμα του λειριού του πετεινού) με έμφαση στο ότι κρέμονται (συναντάται και σαν «χαχάλια») απ’ όπου προκύπτουν:

  • διακόσμηση σε καπέλο,
  • το δαντελωτό τελείωμα - φινίρισμα ενός εργόχειρου.

    4. Με ηχομιμητική ετυμολογία προκύπτουν:

  • το ποτάμι, το αυλάκι με νερό (και χαρχαλιά). (Στην Κρήτη κι όχι μόνο)

  • ο νερόμυλος (Στην Ευρυτανία)
  • χαρχαλία (επιπλέον του κοχλίδαι), τα σαλιγκάρια κι ειδικότερα το κέλυφός τους. (Στα Ποντιακά)

    Πιο σλανγκικά:

5. Οποιαδήποτε μηχανή, συσκευή, κατασκευή που δεν λειτουργεί σωστά, κάνοντας θόρυβο είτε επειδή είναι χαλασμένη, σαραβαλιασμένη, ξεχαρβαλωμένη είτε επειδή είναι πολύ παλιά. Εδώ η έννοια είναι πολύ κοντά στα χάρχαλο, χάρβαλο, χαρχάλα, χαρχάλω, .

6. Μειωτικός χαρακτηρισμός για πρόσωπα, παρόμοιος (αλλά κάπως ηπιότερος) με την υβριστική έννοια του αρχίδι, ρεμάλι. Πιο περιπαικτικός όταν τονίζεται το –χάλι.

  1. «..ξαφνικά αντιλαμβάνεται να τον ακολουθεί ένας παπάς, με το θυμιατό του δε, να τον λιβανίζει, αρχίζει να επιταχύνει το βήμα του το ίδιο όμως κάνει και ο παπάς, ψάχνει με αγωνία να βρει σπίτι με φως. Βάζει τις φωνές: “βοήθεια χωριανοί ένας παπάς με ακολουθεί και με θυμιατίζει με τα χαρχάλια του” …»

  2. «…Το πρόβλημα είναι ότι μερικοί ακόμα νομίζουνε ότι λόγω της θέσεως τους είναι αρχηγοί κράτους. Όχι κύριοι, με την στάση σας αποδεικνύεται δυο πράγματα: ότι έχετε κόμπλεξ κατωτερότητας και ότι νομίζετε ότι έχετε πιάσει τον Χριστό απ’ τα χαρχάλια!...»

  3. «…Επειδή δεν είχαν εμφανιστεί ακόμα οι χαρτοπετσέτες και τα αλουμινόχαρτα, όσες βοηθούσαν στην ετοιμασία έπρεπε μεταξύ άλλων να κόψουν και τετράγωνα κομμάτια χαρτί «με χαρχάλια» από γυαλιστερές κόλλες ή στη χειρότερη περίπτωση εφημερίδες, όπου θα τύλιγαν τα εν λόγω γλυκά…»

  4. «Δοκίμασα να σ' αρνηθώ για ν' αγαπήσω άλλη, μα αλάργο σου μοιάζει η ζωή με τ’ άνυδρο χαρχάλι!....» (Κρητικές μαντινάδες)

  5. «Το βότο γκαλίζει στο χαρχαλία»: (Το νερό πηγαίνει στο μύλο)

  6. «…είναι γνωστό το καλαμπούρι που λένε δήθεν για Πόντιους αλλά μάλλον από άλλη ράτσα θα ήταν αυτός που την έπαθε: Έβαλε να βράσει σαλιγκάρια αλλά η κατσαρόλα λέει στράβωσε, έλιωσε και τα «χαρχαλία» τα τσέφλια δηλαδή δεν είχαν βράσει…»

  7. «Πουλί που τη φωλιά θωρεί στο γυρισμό χαρχάλι μ' ίντα ψυχή και δύναμη να ξαναχτίσει άλλη...»

  8. «..μιλάμε το αμάξι δε πήγαινε μια. Δεν κρατούσε ρελαντί οι στροφές έπεφταν... ο θόρυβος του ήταν απαίσιος έκανε σαν χαρχάλι...»

  9. «…Έκανα σύνδεση σε γνωστή εταιρεία η οποία μου προμήθευσε ένα χαρχάλι μόντεμ το οποίο δεν μου δίνει την δυνατότητα να συνδέσω 2 υπολογιστές….»

  10. «..Ρε θα ήταν καλύτερο να πάρω μαζί κάμερα 10 μεγκαπίξελ και χαρχάλι κινητό ή καλό κινητό με κάμερα 5 μεγκαπίξελ;…»

  11. «…Ένα χαρχάλι της κακιάς ώρας, που τον έχουν διώξει από άλλα 2 σχολεία (και θα τον διώξουν κι απ' αυτό), με μόλις 3 μέρες εδώ, πήρε τη βάση του μικροφώνου, και μου 'ριξε μια στην πλάτη (εγώ καθόμουν, δεν είχα πάρει χαμπάρι)…»

  12. «..Καλά βρε χαρχάλι!! Τι παπαριές έγραφες στον Πέρι στα σχόλια στο βιντεάκι του Πάνου; Φίδι; Είναι δυνατόν να πιστεύεις εσύ με τα αδιάψευστα στοιχεία ότι η Βουλγαρία επί κατοχής ήταν κομμουνιστική;…»

Γιαννιώτικο χαρχάλι (από sstteffannoss, 03/01/11)χαρχάλια (από sstteffannoss, 03/01/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ετυμολογικά σχετίζεται με το χάρχαλο.

Ουσιαστικά είναι συνώνυμο με το χαρχάλα.

1. Όταν πρόκειται για γυναίκα χρησιμοποιείται (πολύ συχνότερα απ’ ότι το χαρχάλα) μειωτικά και σαν βρισιά (συχνότατα πακέτο με το «μωρή»)και σημαίνει:

  • την άσχημη γεροντοκόρη, αυτή με τα πλαδαρά μάγουλα, την πουτάνα,
  • (κυρίως) την κουτσομπόλα, αυτήν που ανακατώνεται και φέρνει αναστάτωση όπου χώνεται, την κότα (ως προς τη χαζομάρα, την πουτανιά, τόσο κυριολεκτικά όσο και μεταφορικά), την άχρηστη που το παίζει κάποια.

    2. Όταν πρόκειται για κάποια μηχανή (συνήθως αυτοκίνητο, μοτοσικλέτα και όχι μόνο) σημαίνει ό,τι ακριβώς τα χάρχαλο, χάρβαλο και (κατά μια έννοια) το χαρχάλα, αλλά χρησιμοποιείται σαφώς λιγότερο με έμφαση στο ό,τι κάνει θόρυβο λόγω παλαιότητας ή/και υπερβολικής χρήσης, ενώ εννοείται πως είναι προς αντικατάσταση (που θα έπρεπε να έχει ήδη γίνει αλλά αναβάλλεται για οικονομικούς λόγους) γιατί είναι ξεχαρβαλωμένη, σαραβαλιασμένη.

  1. «..Αχ ρε Β.. τι άδικος είναι ο κόσμος! Εκείνη η χαρχάλω του Α.., του έφερε γούρι και ξαναβγήκε Πρωθυπουργός, ενώ εσύ με την πανέμορφη Μαρία μόνο δυσκολίες έχεις!...»

  2. «…Κώλο έχει ωραίο αλλά βυζιά μικρά. Κρίμα. Με άριστα το 10, ένα 7.6 με τίποτα, είναι λίγο, και 8 είναι πάρα πολύ και ξεφεύγει. 7 με τάσεις ανόδου, αν σφίξει λίγο το σώμα γιατί είναι λίγο χαρχάλω. Γεμάτο 7-άρι λοιπόν….»

  3. «…Η Τζένι ΜακΚάρθι δεν είναι, πάντως, και του κατηχητικού. Έχει κι αυτή τα άπλυτά της στο ενεργητικό της. Το 2006 η γνωστή Αμερικανίδα πορνοστάρ Τζίνα Τζέιμσον (τι να μας πει μωρέ η χαρχάλω; Ξέρει τι κάνουνε με τις σαμπάνιες αυτή;) είπε σε μια συνέντευξή της ότι έχει διαβάσει δυο φορές το βίο της Σαπφούς της Λεσβίας με την Τζένι. Η 38χρονη Αμερικανίδα, πάντως, δεν αρνήθηκε τα πάντα. Είπε μεν ότι δεν κάνανε σεξ με την Τζίνα. Παραδέχτηκε, όμως, ότι είχαν ψιλοφτιάξει ιμάμ μπαϊλντί παρέα….»

  4. «…Το Πάσχα είχα στείλει την κόρη μου στον πατέρα της να περάσει εκεί μαζί με την τωρινή του σύζυγο και τα παιδιά της Λέμε καμιά φορά ότι αν κάνεις κάτι κακό σου γυρνάει πίσω. Εγώ βλέπω το αντίθετο. Αυτοί περνάνε μια χαρά. Αυτή βολεύτηκε βρήκε ένα κωθώνι να δουλεύει όλη μέρα γι’ αυτή, τα παιδιά και την μάνα της, ενώ αυτή κάθεται όλη μέρα και κοπροσκυλάει στο σπίτι και είναι όλα μέλι γάλα. Σαν πασάς η χαρχάλω.»

  5. «…-Αν το θέλετε σε ψιλά, δηλαδή λίρες νομίσματα, βεβαίως να σας το κάνουμε. Χαρτονομίσματα όμως δεν μπορούμε να σας δώσουμε!;!;!; -Τι λες μωρή χαρχάλω που δεν μπορείς να μου το κάνεις όταν εχεις ένα ταμείο γεμάτο χαρτονομίσματα; Σου είναι δύσκολο να κανεις τις πράξεις;..»

  6. «…Χαρχάλω, η πρώτη μου μοτοσικλέτα μια ΜΖ150 του 1972. Νοείται η βαβουριάρα, άχαρη, ατσούμπαλη και ζημιάρα μοτοσικλέτα. Συνηθισμένο όνομα για τις παλιές μονοκύλινδρες ή δικύλινδρες μοτοσικλέτες που εγκατέλειψαν στην Ελλάδα μετά τον Β' παγκόσμιο πόλεμο οι σύμμαχοι και οι γερμανοί,(κυρίως Norton, BSA, και BMW, αλλά και Zundapp, NSU, και Horex. Σ΄ αυτές οι δαιμόνιοι έλληνες προσάρτησαν καρότσι στο πλάι ή τις έκοψαν στη μέση και κόλλησαν καρότσα με σασμάν και διαφορικό! Έγιναν εργαλεία δουλειάς, «εκτελούνται μεταφοραί», που έδωσαν ψωμάκι στη φτωχολογιά και ανέστησαν φτωχογειτονιές. Οι παλιοί είχαν μια περίεργη σχέση μ' αυτές, αποστροφής αλλά και αγάπης…»

(όλα απ’ το δίχτυ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ετυμολογικά σχετίζεται με το χάρχαλο.

Κατά τον Αντώνιο Ν. Βάλληνδα (Πάρεργα: Φιλολογικά πονημάτια 1887) σημαίνει «κώδων κακοήχως σημαίνων».

Επίσης, «το βελανίδι που μαζεύεται το φθινόπωρο» (όπως αναφέρει εδώ ο xalikoutis).

Σήμερα:

1. Όταν πρόκειται για γυναίκα,

  • σημαίνει την άσχημη γεροντοκόρη, τη χοντρή και πλαδαρή γυναίκα.
  • σήμερα χρησιμοποιείται σαν το πουτάνα και τα συναφή όπως λέει εδώ ο xalikoutis. Συνώνυμο το χαρχάλω (κατά μια έννοια).

    Όμως, αρχικά, σήμαινε τη χοντρή και πλαδαρή πουτάνα που ‘χε χρόνια στο κουρμπέτι (οπότε αφενός πεπειραμένη, αφετέρου γριά, για το λειτούργημα) στυλάκι: «κλάσε λιγάκι μωρή, να βρω το δρόμο» -ίσως εδώ(;!) να έγκειται κι η πιθανή συγγένεια με το «χαρχαλεύω».

2. Τρύπα (που εύκολα συσχετίζεται με το πουτάνα).

3. Όταν πρόκειται για κάποια μηχανή (συνήθως αυτοκινήτου ή μοτοσικλέτας, αλλά όχι μόνο) ουσιαστικά έχει την ίδια ακριβώς έννοια με το χάρχαλο, το χάρβαλο και (κατά μια έννοια) με το χαρχάλω με έμφαση στο ό,τι κάνει θόρυβο λόγω παλαιότητας και/ή υπερβολικής χρήσης, ενώ εννοείται πως είναι προς αντικατάσταση (που θα έπρεπε να έχει ήδη γίνει αλλά αναβάλλεται για οικονομικούς λόγους) γιατί είναι ξεχαρβαλωμένη, σαραβαλιασμένη.

4. 'Οταν πρόκειται για χρήματα σημαίνει

  • το εύκολο, μαύρο χρήμα που προέρχεται από διαπλοκή,
  • τη μεγάλη μάσα, το φαγοπότι μεγάλων ποσών.

    5. Η έκφραση μ’ έφαγε η χαρχάλα κατά το Λαρ’σινό Λεξ’κό σημαίνει τον ήπια, τα ‘παιξα, τα ‘φτυσα, τα είδα όλα.

6. (Στην Κρήτη, κυριολεκτικά), η σφενδόνα. Προέρχεται απ’ τη διχάλα κι αυτή απ’ το αρχαίο χαλή (χηλή) - αφιερωμένο στον xalikoutis που το ‘χε απορία εδώ.

Παρεμπιπτόντως, απ’ εδώ προέρχονται:

  • τα Κρητικά: το χαχάλι, η χαχαλόβεργα και τα Χιώτικα: το χάχαλο, ο χάλος, το χαλούνι, ο χαχάλης (το κλαδί ή το ξύλο ή σίδερο που καταλήγει σε διχάλα –το δικράνι - αλλά και το σχήμα V),
  • η Κρητική χαχαλιά (η χούφτα - και σαν μονάδα μέτρησης μικροποσοτήτων).
  1. «…Όντας όμως πρακτικός άνθρωπος, σκέφτηκε πως αν έλεγε πως παντρεύεται για την περιποίηση του ορνιθώνα του, σίγουρα θα τον εκλάμβανε (η γριά προξενήτρα) για κανέναν αγροίκο ορεσίβιο και ασφαλώς θα του φόρτωνε καμιά χαρχάλα…»

  2. «…Παραπονείται επίσης, στον έναν από τους δυο σιδηροδρομικούς …. ότι στις τουαλέτες του τρένου που πήγε πριν από λίγο να κάνει την ανάγκη της, δεν είχε νερό. Ο σιδηροδρομικός, …., το παίρνει κατάκαρδα. -Έλα εδώ μωρή καριόλα!.. Που θα μου πεις εμένα πως δεν έχει νερό το βαγόνι!.. Που δεν ξέρεις που παν τα τέσσερα, κωλόβλαχα!.. Έλα εδώ μωρή φακλάνα. Να σου δείξω εγώ αν έχει ή δεν έχει νερό το τρένο... Γιατί φεύγεις μωρή χαρχάλα; Έλα ‘δω!....»

  3. «… η ωραία κίνηση ήταν η πάσα πριν το γκολ! Εκεί που αδειάστηκε η άμυνα! Από κει και πέρα ο παίκτης ήταν ελεύθερος πια με καθαρό οπτικό πεδίο είδε την χαρχάλα που άφησε ο πορτιέρο και με ένα καλό τωόντι σουτ έγραψε…»

  4. «…Και με αυτά τα λόγια σηκώνει το μαστίγιο και το κατεβάζει πάνω στον πισινό μου. Αυτή τη φορά, το χτύπημα δίνεται έτσι ώστε η λουρίδα να χωθεί σαν φίδι ανάμεσα στα σκέλια και να προσβάλει την χαρχάλα που χάσκει ανοιχτή…»

  5. «…Ναι, υπάρχει το ταξί. Αλλά κοστίζει περισσότερο από μια κακοσυντηρημένη χαρχάλα που δυστυχώς τα ΚΤΕΟ επιτρέπουν να κυκλοφορεί….»

  6. «…Εδώ συζητιέται αν το Samsung Omnia (WM 6.1) θα είναι καλύτερο από το iPhone και θα είναι η χαρχάλα της Nokia με το «φοβερό» Symbian Touch UI καλύτερο; Χα Χα….»

  7. «…Μα η τελευταία Νομαρχιακή απόφαση του Ψωμιάδη δεν ήταν και πάλι χαρχάλα χρήμα στον εξυπνάκο μας από την καύση σκουπιδιών; έλεος πια!! …»

  8. «…Ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης επί ΠΑΣΟΚ έβγαζε από τις επιτροπές 19,000€. Αυτό είναι γραμμένο σε αγωγή Πασοκτζή Προϊσταμένου που αντικαταστάθηκε τον Αύγουστο του 2004 και ζητάει αποζημίωση γιατί αντικαταστάθηκε «παράνομα» και ζημίωσε. Γι' αυτό και το μένος της κυρίας που φαίνεται ότι είχε γλυκαθεί στην χαρχάλα. Όλα τα άλλα (διδακτική εμπειρία κλπ) είναι φούμαρα για αφελείς….»

  9. «…ο “τζάμπα” λιγνίτης δυστυχώς η ευτυχώς τελείωσε για τις επόμενες γενιές. Τώρα τα κοράκια βάλαν μάτι στα υδροηλεκτρικά Αώο, Αχελώο, Αξιό κλπ. Εκεί είναι το ζουμί και η χαρχάλα….»

  10. «…Γιατί μ’ έφαγ’ η χαρχάλα μαζί σ’ πια Νάσου. 2 χρόνια μι πιλατέβεις…»

  11. «…Η χαρχάλα στην κολότσεπη μία φέτα ψωμί με ζάχαρη ή ξυσμένη ντομάτα με ρίγανη στο χέρι, δίπλα μας το αυτοσχέδιο πατίνι με ρόδες τα μεγάλα ρουλεμάν της παλιάς αλωνιστικής και μπρος για κατηφόρες, φωνάζοντας στους άδειους δρόμους και στις όμορφες γειτονιές...»

(όλα απ’ το δίχτυ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Από το χάρβαλο που προέρχεται κατά μια ακόμα ετυμολογία από το άρβαλον, (απ’ τη ρίζα -ρα- > ρήγνυμι (γ>β) > ραβάσσω > αρραβάσσω (α, ευφωνικό.) > αραβέω > άραβος > αρβαλώ) που σχετίζεται ως προς τη σημασία με το ρήμα αρβελίζω που σημαίνει κόβω σε μικρά κομμάτια.

1. Σημαίνει κάτι που είναι χάρβαλο, σαράβαλο, ξεχαρβαλιασμένο, και γι’ αυτό κάνει θόρυβο.

Όπως έφη ο acg, χάρχαλο είναι το ξεχαρβαλωμένο πράγμα, κάτι που έχει προ πολλού χάσει το αρχικό του σχήμα· βρίσκοντας σύμφωνο τον xalikoutis πως χάρβαλο κατράβαλο είναι παιδική λέξη για το χάρχαλο ή το σαράβαλο (εδώ).

Όταν αναφερόμαστε σε κτίρια, οικοδομήματα ή κατασκευές σημαίνει ερείπιο, ρημάδι.

2. Για πρόσωπα είναι ένας μειωτικός χαρακτηρισμός που σημαίνει χαζός, βλάκας, μαλάκας που έχει πάρει ψηλά τον αμανέ.

Aν αναφερόμαστε σε ηλικιωμένους δίνεται έμφαση στη μεγάλη ηλικία και υπονοείται πως είναι ανήμπορος σωματικά, ξεκουτιασμένος, ραμολί.

3. Στον πληθυντικό χάρχαλα σημαίνει αρχίδια, προφανέστατα αντί του χαρχάλια.

Οι εκφράσεις μου ‘κανες τ’ αρχίδια χάρχαλα ή μου τα ‘κανες χάρχαλα είναι ταυτόσημες με τις: μου ‘σπασες/ζάλισες τ’ αρχίδια, μου τα ‘πρηξες/ζάλισες.

4. Κυρίως στον πληθυντικό σημαίνει τα άχρηστα μικρά κομματάκια, θρύμματα, σκουπίδια που προέρχονται από την κατεργασία/επεξεργασία κάποιας πρώτης ύλης για να δημιουργηθεί κάποιο χρήσιμο αντικείμενο / προϊόν.

Εξού η φράση είναι για τα χάρχαλα σημαίνει πως κάποιος ή κάτι είναι άχρηστο/για τα μπάζα, για τα σκουπίδια, για τα τσακίδια, για τον πούτσο.

5. Όταν αναφερόμαστε σε μια κατάσταση είναι συνώνυμο του μπάχαλο.

Υπάρχουν και τα κάργα σχετικά:

6. ο χαρχάλας, χαρχαλάς,

7. η χαρχάλα,

8. η χαρχάλω,

9. Τα ρήματα χαρχαλεύω, χαρχαλίζω, χαρχαλώ σημαίνουν κάνω θόρυβο ψάχνοντας, ψαχουλεύοντας, ανακατεύοντας διάφορα πράγματα αλλά και χαϊδεύω, πασπατεύω, γαργαλεύω, σκαλίζω, αφρατεύω το χώμα, μαστορεύω.

Σχετικό και το Κερκυραϊκό χαρχαλιάζω που σημαίνει «δοκιμάζω».

Όταν ένα ζευγάρι χαρχαλεύεται σημαίνει πως ερωτοτροπεί, βρίσκεται στα προκαταρκτικά.

Προέρχονται από το χαλεύω (με αναδίπλωση του χαλ-, κι ανάπτυξη υγρού στην προπαραλήγουσα λόγω της παρουσίας υγρού στη λήγουσα) που σημαίνει ψάχνω (αναζητώ, ζητώ, γυρεύω, θέλω –από το «σκαλίζω» ή το «χαλώ»: διαλύω τα ενωμένα, αραιώνω τα πηχτά, ανοίγω τα κλεισμένα).

Μια άλλη ετυμολογία τα θεωρεί ηχομιμητικά.

  1. «…είχα κι εγώ ένα χάρχαλο αμάξι εικοσαετίας που δεν το κινούσα σχεδόν καθόλου παρά μόνο αν χρειαζόταν για το παιδί...»

  2. «…Πολλοί πιστεύουν ότι είμαι ηλίθιος και μηδαμινά ταξιδεμένος που δε γουστάρω τη Σαλόνικα. Τουλάχιστον για το δεύτερο είναι πολύ σωστοί. Μα δε μπορώ το άναρχο μπάχαλο, πρασινοτσιμεντένιο με βούλες από πολιτισμό μεταφρασμένο σε δυο-τρία πέτρινα χάρχαλα σε κεντρικά σημεία…»

  3. «-σιγά ρε θείο. Και εμείς αγαπήσαμε αλλά δεν κάναμε έτσι. Κάναμε χειρότερα.
    -ρε χάρχαλο , δεν την αγάπησα. Αλλά η γυναίκα είναι απίστευτη. Σε περίπτωση που είσαι ολίγον πιτσιρικάς και ολίγον πουτανοκαψούρης, άνετα και με συνοπτικές το κάνεις το έγκλημα...»

  4. «…Ένα παιδαρέλι, ένας δανδής, ένα χάρχαλο. Δεν ηξεύρω κιόλας, αν ημπορούσε, κατά τη σκαμπρόζικη ιδέα του Βάρναλη, να γαμεί. Έχει το μυαλό ενός μεγάλου παιδιού. Ό,τι και να ειπεί είναι παρόλες και λύματα. … Ο Σιδώνιος με την ποίησή του, θαρρεί ότι θα φωτίσει τον κόσμο. Και γι’ αυτό τα δίνει όλα για την ποίηση. Και τη ζωή και το θάνατο. … Ωστόσο από το ζωηρό Σιδώνιο λείπει το καίριο. Εκείνο που δεν έλειψε βέβαια από τον Αισχύλο. Του λείπει η χάρη της αληθινής γνώσης. Του λείπει η φυσική διαλεκτική με τη σκληρότητα του κόσμου και της ζωής, που είναι ανεκλάλητα αδυσώπητη. Εντελώς αναγκαία όμως για τη μεγάλη τέχνη…»

  5. «…Εγώ έτυχε να αγοράσω απ’ αυτόν τον χάρχαλο, το φίλτρο αέρα που έχει το VTEC αφού τσακωθήκαμε μέχρι να τον πείσω ότι το φίλτρο που κάνει για το δικό μου είναι αυτό του μοντέλου 1998 (δεν υπήρχε στον κατάλογο το μοντέλο το δικό μου....και ήταν και 2003 ο κατάλογος!!!) ήθελε να του πάω και όλας το mail που μου έστειλαν απ’ την Αμερική κάποια παιδιά που μου έλεγαν ότι είναι ίδιο το φίλτρο με του 1998. Ποτέ ξανά απ’ τον τύπο γιατί το υφάκι μου την δίνει στον εγκέφαλο...»

  6. «…Αυτό το χάρχαλο ο Δεξιοκουμουνιστής όπου υπάρχει μάσα μέσα είναι. … Μας έχουν ζαλίσει τα ούμπαλα με τη μουσική του. Και λοιπόν; Όταν θέλει να προβληθεί κάνει τον κουμουνιστή μετά το γυρίζει στη δεξιά για να τα κονομήσει…»

  7. «…Όσο για τη Λάτσιο δε με νοιάζει που ήταν άουτ το γκολ. Με νοιάζει που έξυνε τα χάρχαλα του. Και το γκολ μέτρησε…»

  8. «…Ρε συ μ..1 τι πράγμα είναι αυτό με σένα ρε τρεις μέρες τώρα; τι ζόρι τραβάς και τους έχεις κάνει τ’ αρχίδια χάρχαλα των ανθρώπων εδώ μέσα; Σεβάσου ρε κακομοίρη το χώρο που σε φιλοξενεί. κι εγώ αλλόθρησκος είμαι αλλά σέβομαι το χώρο εδώ μέσα…»

  9. «…Κατά την πορεία της μεταφοράς ο αγωγιάτης-αγγειοπλάστης έπρεπε να επαγρυπνεί μην τυχόν εκτραπεί ο γάιδαρος από τη μέση του δρόμου και προσκρούσουν τα τσίκαλα σε κανένα τράφο ή δέντρο και γίνουν χάρχαλα….»

  10. «Β…ς Μ…ς – Το προσωπικό μου πουλέν εδώ και χρόνια. Κάτι όμως μου λέει, ότι θα είναι λίγο για τα χάρχαλα. Μην με ρωτάτε να σας εξηγήσω, το είδα σε όνειρο…»

  11. « Είτε αποποινικοποιήσουμε είτε όχι (την ινδική κάνναβη) το ίδιο χάρχαλο θα γίνεται. Μην την ψάχνετε…»

  12. « Μα είναι δυνατόν κάποιοι γραφειοκράτες, καρεκλοκένταυροι, δεινοσαυρίσκοι του χειρίστου είδους να εκθέτουν έτσι μια ολόκληρη χώρα και κανείς να μην κάνει κάτι επιτέλους; Δεν υπάρχει πολιτική ηγεσία, σ’ αυτό το χάρχαλο που λέγετε ΥΠΑ, να τρίξει λίγο τα δόντια;..»

  13. «…Η άμυνα όπως καταλάβατε έκανε μεγάλο παιχνίδι όμως το κλειδί ήταν ότι στη μεγαλύτερη διάρκεια του αγώνα το κέντρο ήταν συγκροτημένο κι όχι χάρχαλο…»
    (όλα απ’ το δίχτυ)

  14. - Πώς και δεν ακούγονται τα πιτσουνάκια;
    - Θα χαρχαλεύονται ακόμα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αποκτώ διαρκές αγαθό με χαμηλή αξία μεταπώλησης.

- Έμαθες ο Αποστόλης, παντρεύτηκε ένα Saab!
- Έ τον παπάρα, όταν έρθει ή ώρα θα πρέπει να το σκοτώσει για να το διώξει!

(από Vrastaman, 21/09/10)(από electron, 21/09/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πρόκειται για τσίγκινη συσκευασία έτοιμου φαγητού τίγκα στα συντηρητικά και τα βελτιωτικά γεύσης.

Απαντάται σε διάφορα σχήματα με πιο διαδεδομένο το κυλινδρικό για υδαρές περιεχόμενο και κυβικό ή τραπεζοειδές για στεγνό (λατσιομήτι και κορνεμπίφι ).

Τελευταία εμφανίστηκαν και κάτι εξάγωνα που το παίζουν ιστορία , και καλάουα ποιότητακι έτσι.

Το τενεκεδάκι αυτό, σύμφωνα με επιβεβαιωμένες πληροφορίες, αποτέλεσε το βασικό φονικό όπλο των αθεοαναρχοκουμμουνιστοσυμμοριτών και ειδικά ως οξειδωμένο.

Σλανγκικώς, και καταλήγω, είναι το όχημα του μπάρμπα-Μπρίλιου, με ό,τι αυτό συνεπάγεται: ανήκει στον προηγούμενο αιώνα, δεν πάει, δεν σταματάει, δεν στρίβει, καίει περισσότερο λάδι στον θάλαμο καύσης από βενζίνα (απλή), και μπορεί να είναι από καντέτ και σάννυ έως λάντα και σκουντάι άξιντεντ.

  1. Όταν λες ότι δεν χωρούσες μέσα στην SLK τι εννοείς; Μήπως να το ξανασκεφτείς;

Μιλάς για αυτοκίνητο (SLK) και για κονσερβοκούτια με ρόδες... αν θες να κάνεις τη σύγκριση.

από εδω

και ...
2. Ωραια τα λες, αλλα δοκιμασε να πας διακοπες στην Παργα με δυο διαβολακια κρεμασμενα στους πλαινους σακκους της μηχανης, την συζυγο απο πισω και τα μπαγκαζια δεμενα με ταινια στο κρανος, το ντεποζιτο, το πισω φτερο και το μπροστινο πιρουνι.

Και μετα μου λες τι χρειαζεται το κονσερβοκουτι...

από 'κει

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία