Μου ήρθε φλασιά: ξαφνικά θυμήθηκα.

- Έψαχνα όλο το σπίτι για να βρώ τα κλειδιά και στο τέλος έφαγα φλασιά ότι τα είχα στην τσέπη του μπουφάν μου.

(από Khan, 20/02/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η συμπεριφορά του μαλαγάνα, δηλαδή η συμπεριφορά που δηλώνει μπαμπεσιά, πονηριά, υστεροβουλία, (κουτο)πονηριά, αλλά γίνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να γλείφει και να κολακεύει.

Για την ετυμολογία δες το λήμμα μαλαγάνα, όθεν και σχηματίζεται η λέξη με την προσθήκη της σλανγκογόνιμης κατάληξης -ιά.

  1. Από εδώ:

Η αγραμματοσύνη είναι η συνήθης επιλογή στον Έλληνα, που, κατά πλειοψηφίαν, πιστεύει μόνο στο καουμποϊλίκι, την πόζα, τη μαλαγανιά, την ψευτομαγκιά, την αρπαγή και το χρήμα. Σε τίποτε επί της ουσίας. Γι’ αυτό καταντήσαμε βάλτος κροκοδείλων, κανιβαλισμός και λούμπεν τζιπάτοι, πολιτικάντηδες της διαπλοκής ή φτωχοαλαζόνες που ονειρεύονται να γίνουν κι αυτοί κάτοχοι μεζονέτας και μοντελοπνίχτες σαν τον Κούγια.

  1. Από το φόρουμ του gayworld:

Γκέι κλισέ που μας σπάνε τα νεύρα:
Johnnys:
Οταν μας αποκαλούνε οι str8 (πούστηδες), και ότι απο τους πούστηδες βγήκε και η πουστιά, η μαλαγανιά, κάποια μαλακία, που κάνει κάποιος σε κάποιον άλλον.

  1. Από το Αντίβαρο:

H μια πλευρά του εθνικού ξεσηκωμού το 1821, αυτή
που όλοι διδασκόμαστε στα σχολικά βιβλία, αφορά τις
μάχες και τον αγώνα για την ανεξαρτησία. H άλλη,
αυτή που δεν διδάσκεται στα σχολεία, είναι αυτή που
έχει να κάνει με την προσωπική ζωή των
πρωταγωνιστών της. Kαι προσωπική ζωή χωρίς ποδόγυρο δεν γίνεται. Γιατί δεν ήταν μόνο η αγάδες και οι
πασάδες, που «χαίρονταν» τη ζωή με τα χανουμάκια
τους και τα γιουσουφάκια τους. Ήταν και οι κλέφτες
και οι αρματολοί, που το 'λεγε η «περδικούλα» τους,
όχι μόνο στα πεδία των μαχών αλλά και στο κρεβάτι,
όπου ο καθένας έδινε τη δική του προσωπική «μάχη»,
όχι με τα κουμπούρια και τα γιαταγάνια, αλλά με τη
μαλαγανιά, τη γοητεία και φυσικά το νταηλίκι.

Στο 2.35 περίπου μια ενδιαφέρουσα ποιητική χρήση. (από Khan, 26/09/09)(από Vrastaman, 27/09/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

(Από το ιταλικό mazzeranga) Απάτη, δόλος, απατεωνιά.
Επίσης, ματσαράγκας = απατεώνας

  1. - Πάμε για μπάσκετ;
    - Ξέχνα το, δεν ξαναπαίζω μαζί σου γιατί μου σπας τα νεύρα... Όλο κλαίγεσαι και κάνεις ματσαραγκιές!

  2. (από το διαδίκτυο)
    «Και για να μην λέμε πως όλα πάνε κατά διαόλου: Το γεγονός πως αυτή η ματσαραγκιά της κυβέρνησης συζητάται δημόσια σημαίνει πως -πάρα πολύ αργά ίσως- η Ελληνική κοινή γνώμη ενημερώνεται και έχει απαιτήσεις....»

  3. - Άλλα είχαμε κανονίσει με τον γυψοσανιδά και άλλα μου ζητάει τώρα...
    - Σε βρήκε στην ανάγκη ο παλιοματσαράγκας!

Ο σερ Μπιθικώτσης, ο αριστοκράτης μάγκας! (από Cunning Linguist, 26/02/09)(από Cunning Linguist, 03/03/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η παπαριά είναι δέντρο επί του οποίου φυτρώνουν παπάρες (άλλως: «παπάρια»). Ευδοκιμεί ιδιαίτερα στον Μεσογειακό χώρο, είναι πολύ ανθεκτική και παραγωγική, οι δε καρποί της έχουν γεύση όξινη, στυφή και προκαλούν δυσπεψία, ενίοτε δε και νευρικό γέλωτα.

Το δέντρο, καίτοι οπωροφόρο, χαρακτηρίζεται ως ζιζάνιο. Παρόλες όμως τις εκάστοτε προσπάθειες για την εξαφάνισή του, αναπτύσσεται ολοένα και περισσότερο. Οι παπάρες ή τα παπάρια ομοιάζουν με τους όρχεις του ανδρός, εξ ου και μια από τις πολλές ονομασίες των τελευταίων (πχ. στην κλασική έκφραση «σε γράφω στα παπάρια μου»).

Η παπαριά μπορεί να διατηρηθεί σε μέγεθος μπονζάι ή σε μέγεθος θάμνου, συνήθως όμως αφήνεται να αναπτυχθεί τόσο ώστε να μπορεί να παίρνει καλλωπιστικά επί των οδών των πόλεων σχήματα (παπαριά η καμαρωτή).

Επειδή η παπαριά είναι εξαιρετικά διαδεδομένο φυτό, η ονομασία της (κυρίως δε, αυτή του καρπού της) έχει περάσει πια στην καθομιλουμένη και δη στη σλανγκ, σημαίνοντας κάτι το άκρως ευτελές, συνηθισμένο, ανούσιο και γελοίο (βλ. παράδειγμα).

Βλ. και παπάρια μέντολες, Παπαρία φυλή, παπαριανός, για χάρη του βασιλικού, ποτίστηκε και η γλάστρα, τα παπάρια μου κλάσ' τα, τα παπάρια μου τράβα, κά.

- Τι σου είπε;
- Παπαριές, τίποτα.

- Τί σου είπε;
- Παπάρια, τίποτα.

- Τι σου είπε;
- Παπάρες, τίποτα.

Παπαριές... (από panos1962, 08/11/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η επιτυχία, λογοπαίγνιο με το χέσιμο. Για όσους ντρέπονται να ευχηθούν «καλή επιτυχία».

Άντε, μεγάλε, καλή πετυχεσιά με τις εξετάσεις. Μόλις γράψεις πάρε με να πάμε για καφέ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Προσποιητή συμπεριφορά.

Άσε τις δηθενιές κι έλα στο ψητό!

Δές και δηθενισμός, δηθενιστής, ντεμέκ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέξη ιδιαιτέρως διαδεδομένη η οποία σημαίνει βλακείες, ανοησίες, χαζομάρες.

-Μου είπε ότι θα βγει με τη Μπελούτσι...
-Παπαριές!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η απάτη, ο δόλος. Προέρχεται από την ιταλική λέξη mazzaranga, mazzeranga, που σημαίνει κόπανος για θρυμματισμό χαλικιών. Χρησιμοποιείται συχνά σε ρεμπέτικα τραγούδια με την έννοια της παγίδας, όταν την στήνουν σε κάποιον.

Μου είπες πως σου έστησαν απόψε ματσαράγκα στου Αλευρά τη μάντρα (Βασίλης Τσιτσάνης)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία