Επιπλέον ετικέτες

Μονάδα μέτρησης του πρηξίματος που προκαλείται από τη συναναστροφή με φορτικά και ιδιαίτερα κουραστικά άτομα (κοινώς πρήχτες).

Με πέθανε! Μια ώρα με ζάλιζε με τα γκομενικά της. Μιλάμε για 6,5 Πρίχτερ τουλάχιστον...

(από Vrastaman, 12/07/11)Πάνω από 8 (από Vrastaman, 12/07/11)

Aπό εδώ στο lexilogia.gr

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η λίστα αυτή αποτελεί μικρό συμπλήρωμα του ανύπαρκτου λεξικού που ανάρτησε ο χρήστης acg. Δεδομένου ότι το φαινόμενο Miesens είναι πραγματικά απύθμενο, κρίνεται αναπόφευκτη την ανάγκη και για γ’ τόμο!

  • Μαύρα μιζάνυχτα, τα: έχουν όσοι δεν συμμετέχουν στο πάρτι αυτό!
  • Μιζαλίνα, η: η Μάτα Χάρη που χρηματίζεται εκατέρωθεν.
  • Μιζαλλόδοξος, ο: αυτός που δεν έχει πρόβλημα να χρηματίσει ή να χρηματιστεί σε διεθνές περιβάλλον.
  • Μιζεγγύηση, η: ειδική μορφή παρακαταθήκης, κατά την οποία πράγμα κινητό ή ακίνητο διεκδικούμενο παραδίνεται ανεπιστρπτί σε τρίτον (τον μιζεγγυητή) για διεκπεραίωση «εκκρεμών υποθέσεων».
  • Μιζέλληνας, ο: ο Έλληνας που χρηματίζεται και χρηματίζει.
  • Μιζθοδοσία, η: οι μηνιαίες αποδοχές πολιτικών όλων των κομμάτων από την Siemens.
  • Μιζοαστός, ο: το τυπικό κοινωνικό προφίλ του χρηματιζόμενου.
  • Μιζογειακά Προγράμματα, τα: κοινοτικά προγράμματα με χοντρό παραδάκι.
  • Το ποτήρι είναι μιζογεμάτο ή μιζοάδειο; : απορία αυτού που είτε λόγω ηθικών αναστολών είτε λόγω ανικανότητας δεν άρμεξε το σύστημα στο έπακρον.
  • Μιζογύνης, ο: αυτός που χρησιμοποιεί την θέση του σαν μοχλό για σεξουαλική ικανοποίηση με υφιστάμενες σου.
  • Μιζοξενία, η: Βλ. μιζαλλόδοξος
  • Μιζοτάκι, το: η κοτόσουπα στα γιαπωνέζικα. Εκ των miso (ζωμός) και take (κότα).
  • Μιζοτοιχία, η: συνέργειες πλουτισμού ανάμεσα σε τμήματα ιδιωτικής ή δημόσιας επιχείρησης, το αντίθετο των «σινικών τοίχων»
  • Ο Μιζτικός Δείπνος, ο: ακα το μεγάλο φαγοπότι
  • Πολιορκία του Μιζολογγίου, η: Η παρατεταμένη πολιτικοοικονομική μας κατάσταση τα τελευταία 30 και πλέον έτη.

- Είχα μαύρα μιζάνυχτα ότι για να χειρουργηθεί η φουκαριάρα η σλανγκομούnα μου έπρεπε να βάλω το σπίτι μου μιζεγγύηση στην μιζαλίνα μεγαλογιατρό!

- Ο τυπικός μιζοαστός μιζέλληνας δεν είναι καθόλου μιζαλλόδοξος! Δέχεται μιζοξενία από κάθε φυλή του Ισραήλ εν μέσω πολιορκίας του μιζολογγίου!

- Ο Krokus ήταν πρώτα στην μιζοδοσία της Ανατολικής Γερμανίας και μετά της Miesens!

- Κατά τον μιζτικό δείπνο, πολλοί αναρωτήθηκαν εάν το ποτήρι είναι μιζογεμάτο ή μιζοάδειο. Αυτά είναι ψευδοδιλλήματα είπε ο μεγάλος, φάτε μπόλικο μιζοτάκι να συνέλθετε γιατί έπονται και μιζογειακά προγράμματα!

Όταν η Τσέκου επισήμανε στον μιζογύνη Ζαχόπουλο για την ύπαρξη βίντεο, αυτός τραγούδησε πικρά: «Αχ ρε παλιο-μιζοφόρια τι τραβάν για σας τα’ αγόρια!»

- Οι μιζοτοιχίες επιτρέπουν στο τμήμα ανάλυσης της χρηματιστηριακής να πληρώνεται από τις εταιρείες που αναλύει!

Ο Μιζτικός Δείπνος (από Vrastaman, 25/03/09)(από Vrastaman, 29/07/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο μαλάκας Κωνσταντίνος. Από το «Κων/νος». Το λέμε μόνο όταν θέλουμε με τρόπο να χαρακτηρίσουμε μαλάκα κάποιον Κωνσταντίνο. Λογοπαίγνιο με την γαλλική λέξη για τον μαλάκα (con).

Χθες έπεσα πάνω στον Κώνο κι έκανα ότι δεν τον είδα, δεν ξέρω αν με κατάλαβε...

(από GATZMAN, 23/03/09)Κώνος συντομογράφος. (από Khan, 11/02/13)

βλ. και κατίνος, ΣΧΗΣ, Θεσνίκη (Θεσσαλονίκη) κά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Η γυναίκα, που όπως η Κάρε Ότις στην ταινία «Άγρια Ορχιδαία» κάνει τα αρχιδάκια του κάθε αρσενικού να παθαίνουν ταράκουλο από την υπερπαραγωγή σπερματοζωαρίων.

  2. Ο άνθρωπος που έχει μία ή περισσότερες από τις παρακάτω ιδιότητες σε άγριο βαθμό: αρχίδι, αρχιδόπουστας, αρχίδαμος, αρχιδολεβιές σπασαρχίδης ή και σλανγκαρχίδης-σλανγκαρχίδω.

Κάντε το τεστ του Vrastaman στο λήμμα σλανγκαρχίδης, ο - σλανγκαρχίδω, η κι αν έχετε 9 με 10 βαθμούς, τότε είστε άγρια (σλανγκ-)αρχιδαία, αγγλιστί: Wild Slang-orchid !

Άγρια Ορχιδαία & Αρχιδαία! (από Dirty Talking, 11/03/09)Άγρια Ορχιδαία απλώς. (από Dirty Talking, 11/03/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εκείνος που με δυσκολία συναινεί στην παραγγελία και κατανάλωση πίτσας κατά την παρακολούθηση κάποιου φιλμ ή ματς κυρίως γιατί προτιμά κάποιο άλλο εξίσου υγιεινό έτοιμο έδεσμα.

- Να παραγγείλουμε μία καπριτσιόζα;;
- Πάρε κάνα δίπιτο καλύτερα.
- Αμάν μωρ' αδερφέ μου, είσαι πολύ δύσπιτσος...

Κόλπα ζόρικα που κάνουν στην Ινδία (από Vrastaman, 11/03/09)

Λογοπαίγνιο με το δύσπιστος.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Παμπάλαια δόκιμη λέξη εκ του «έσχατον» και «γήρας», που δηλώνει άρα τον ευρισκόμενο σε έσχατον γήρας, δηλαδή τον πάρα πολύ γέρο. Ορθογραφείται η κατάληξη με ωμέγα, όπως το «αγήρως», επειδή θεωρώ ότι προέρχεται εκ συναιρέσεως «εσχατογήραος»-«εσχατόγηρως» («εσχατογήρως» θα ήταν κανονικά αλλά υπάρχει και η σλανγκική αδεία).

  2. Ωστόσο, η λέξη σλανγκίστηκε ως ένα σλανγκολόγιο ισοδύναμο για τον «σκατόγερο», δηλαδή για τον γέρο με σκατένιο χαρακτήρα. Να σημειώσω ότι γενικότερα υπάρχει η τάση να παρετυμολογείται το «σκατόν» από το «έσχατον», επειδή είναι ομοίηχα και το «σκατό» είναι άλλωστε το «έσχατο» του πεπτικού συστήματος. Ομοίως, υπάρχει η τάση να συμφύρονται η «εσχατολογία» και η «σκατολογία». Όμως, το σκατό ετυμολογείται:

σκατό < μεσαιωνικό: σκατόν από τον πληθυντικό σκατά του αρχαίου σκωρ, σκατός = περίττωμα < ινδοευρωπαϊκό sker- = αποπατώ, πρβλ λατινικό *muscerda = περίττωμα ποντικού.

Ενώ:

έσχατος < έχσ-κα-τος / *έξ-κα-τος < πρόθεση *εξ, πρβλ έγκατος, έγκατα < ινδοευρωπαϊκό *eghs.

Οπότε ο όποιος συσχετισμός υπάρχει μόνο στα πλαίσια της καλπάζουσας σλανγκικής φαντασίας μας.

Ασίστ: Mes, Vrastaman.

Στο ρετιρέ της Αμαλίας το Λίλιαν γαμήθηκε ακόμη και μ' αυτόν τον εσχατόγηρω, τον Επαμεινώνδα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πάρα πολύ σπάνιο ψάρι που συναντάται πάρα πολυ σπάνια στην παραλία της περιοχής Δουνέικα στο Νομό Ηλείας.
Προσοχή: Εάν τυχόν το συναντήσετε ποτέ, υπάρχει να σας μπει στο κώλο!

Πετράν και Αλέκος είναι καθ' οδόν για Δουνέικα.

Πέτρος:- Ρε μαλάκα τι ακούγετε «μπα μπα μπαπ» κατω απο το αμάξι;
Αλέκος:- Πουτσομούρες θα είναι ρε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το νικ του Βασίλειου Κωστέτσου, λόγω της διαφήμισης του σίδερου «Στιρέλα» με σλόγκαν «τη Στιρέλα, τη Στιρέλα!». Συνεκδοχικά ο κάθε πούστης, κι ιδίως οι μόδιστροι.

Ασίστ: GATZMAN.

Έμαθα ότι το σιδερώνει το πουκάμισο ο Λούλης! Μεγάλη πουστηρέλα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Από την κωμωδία «Θεσμοφοριάζουσες» του Αριστοφάνους. Οι Σλανγκοφοριάζουσες είναι το αντίθετο από την Λυσισλάνγκη. Αν η Λυσισλάνγκη είναι αυτή που προσπαθεί πάση θυσία να σταματήσει το σλανγκάρεστο έργο του άντρα της, οι Σλανγκοφοριάζουσες είναι οι γυναίκες, που όπως οι Θεσμοφοριάζουσες, έχουν μετατρέψει την σλανγκ σε καθαρά γυναικεία γιορτή / υπόθεση / δουλειά και δεν επιτρέπουν στους άντρες τους να εισέλθουν. Δηλαδή είναι οι Λήμμαν Sisters, αλλά στο πολύ πιο ακραίο!

Να θυμίσω ότι η αριστοφανική κωμωδία αναφέρεται στην γιορτή «Θεσμοφόρια» προς τιμή της Δήμητρας, που είναι μια καθαρά γυναικεία γιορτή, όπου δεν επιτρέπεται να παρίστανται άνδρες, και τα ευτράπελα αρχίζουν από την στιγμή που δύο άντρες αποφασίζουν να παραβούν την εντολή της θεάς. Παρομοίως, οι Σλανγκοφοριάζουσες είναι σλανγκίστριες μυημένες στα άδυτα της γυναικείας σλανγκ, όπου οι άντρες σλανγκιστές δεν μπορούν να εισέλθουν. Με λίγα λόγια η Λυσισλάνγκη είναι το παράδειγμα γυναίκας προς αποφυγή, ενώ η Σλανγκοφοριάζουσα είναι το πρότυπο της γυναίκας προς μίμηση. Οι Σλανγκοφοριάζουσες είναι το μέλλον της σλανγκ.

Παραδείγματα Σλανγκοφοριαζουσών και Σλανγκοφορίων:

Η αναγωγή της Μουνολογίας σε επιστήμη από την Regina Vagina. Βλ. μουνίλα, η, καμένο ντουί, το, περιοδόβρακο.

Η συγγραφή του Slangopolitan από την Yaloma Dentata σε λήμματα, όπως μωρό και το φιλικό στον χρήστη άνδρα μαγειρεύω ένα καλό γεύμα.

Τα inside informations της Πειρατίνας με έμβλημα το χταπόδι για τις ανάφτρες (pun unintended).

Οι γρίφοι της Στρουμφίτας για τα δώδεκα αρχίδια που έχουν οι γυναίκες...

Η όποια ομοιότητα με χρήστη/ χρήστρια του slang.gr είναι εντελώς συμπτωματική και δεν βαρύνει τον συγγραφέα. (από Hank, 28/02/09)Θεσμοφοριάζουσες. (από Hank, 28/02/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γλωσσικό αμάλγαμα των «μεγαλειώδης» και «γλοιώδης». Δύναται να χρησιμοποιηθεί για να χαρακτηρίσει άτομα που το παίζουν καμπόσοι αλλά ταυτοχρόνως είναι σιχαμεροί (βρυ)κόλακες των ανωτέρων τους.

«Ο σοφέρ ανοίγει την πόρτα της απαστράπτουσας Hispano-Suiza και ευθύς ξεπηδά από μέσα αγέρωχος ο στρατάρχης [...]. Από πίσω, σκυφτός, με μοχθηρό χαμόγελο στα χείλη ακολουθεί βήμα προς βήμα ο μεγαγλειώδης υποστράτηγος Παχλάτσας.»

Από ανύπαρκτο μυθιστόρημα που διαδραματίζεται στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου.

Κλασσικός μεγαγλειώδης χαρακτήρας από τον κόσμο των κόμικς. (από the_inq, 25/02/09)Κλασσικός μεγαγλειώδης χαρακτήρας από τον κόσμο των κόμικς. (από the_inq, 25/02/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία