Ο υπέρμαχος του σχεδίου Ανάν για την Κύπρο. Ανήκει και στην δεξιά ιδιόλεκτο στην οποία συνηθίζεται να παρατίθεται παρατακτικώς μετά άλλων ύβρεων, λ.χ. «είσαι γνωστός θολοκουλτουριάρης, εθνομηδενιστής, ευρωλιγούρης, αποδομιστής και ανανιστής», αλλά όχι μόνο, λέγεται και από άλλους επικριτές του αμφιλεγόμενου σχεδίου Ανάν. Επίσης χρησιμοποιείται αρκετά στην μαρτυριάρικη, λ.χ. για να χαρακτηρίσει μερίδα του πολιτικού κόσμου. Προφ λογοπαίγνιο με τον αυνάνα, βλ. και κόφι αυνάν.

Συνώνυμο: μάρτυρας του Αυνάν (πλάκα κάνω!, ξένε μεταφραστή).

  1. Ακόμη και σήμερα, ένα βήμα πριν την επιβολή, απ’ τη Νέα Τάξη, της Παγκόσμιας Διακυβέρνησης, την ανάγκη της οποίας τονίζει και ο ανανιστής πρωθυπουργός της κατεχόμενης Ελλάδας και πρόεδρος της Σοσιαλιστικής Διεθνούς, οι ιδέες παραμένουν το μεγαλύτερο όπλο της ανθρωπότητας. (Εδώ).

  2. είναι σταθερός, συνεπής και στοχοπροσηλωμένος στο 2004. Είναι ένας αδιόρθωτος «Ανανιστής» και όλα όσα λέγει περιστρέφονται γύρω από το Σχέδιο Ανάν. (Εδώ).

Περιοδικό που προδφέρεται για ανανισμό (από Vrastaman, 08/12/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σημαίνει ξεμουνιάστηκα στην Κυπριακή patois. Χρησιμοποιείται με την έννοια του ξεπατώθηκα ή ξεκωλώθηκα και αναφέρεται σε υπερβολές στο σεξ, στο φαγητό ή και σε άλλες ηδονές.

Εκ του Κυπριακού σσιήστοςμουνί») > σχιστό > σχισμή.

Διάλογος Α’

Gatzman: - Πέρι, εσύ που έζησες κάποιον καιρό στην Κύπρο, το πισωκολλητό εκεί τι θεωρείται: α) Οθωμανικό, β) Greek Style, γ) Κυπριακό, δ) Ελληνοκυπριακό, ε) Τουρκοκυπριακό, ή ζ) Αγγλικό ;

Πέρι: - Κανένα από τα παραπάνω. Το πλέον ευρύπρωκτο αποσσιήστωμα θεωρείται το Αφρικανικό, όλα τα άλλα είναι κοινές οδοντόκρεμες!

Διάλογος B’

Πιέρ:- Αποστηιστωθήκαμε στα κουπέπια το χαλούμι και την λούντζα!

Πανίκος: - Σταμάτα να μιλάς τζιέ πέσε τσαχμέ να αποσηιστωθούμεν στην κκαρκόλλαν, μελαψέ μου Γαλάτη!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κυπριακής προελεύσεως. Χρησιμοποιείται και στα ποντιακά. Ο άσχετος. Κυριολεκτικά σημαίνει ανίδεος, εκ του στερητικού α + χαμπάρι, αλλά επειδή δεν ακούγεται ωραία το αχάμπαρος, με τον καιρό έγινε αχάπαρος.

- 13 – (2 + 5)×5 = 30.
- Τι λες ρε αχάπαρε, 5×2 + 5×3 κάνεις πρώτα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εκ του κυπριακού βίλλα (=πέος), είναι η κυπριακή εκδοχή του ψωλομούρης, του dickhead/ dickface αγγλιστί, σημαίνει δηλαδή τον πολύ άσχημο και αποκρουστικό. Χρησιμοποιείται και ως βρισιά.

1. ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΗ ΣΤΑ ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΑ ΛΑΘΗ ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΑΛΛΑΣ ΛΑΛΕΙ Ο ΒΙΛΛΟΜΟΥΤΣΟΥΝΟΣ... ΔΕΤΕ ΤΑ

2. Ξεφούσκωμα λαστίχων σπίθκιών που δεν έχουν γκαράζ αλλά έχουν αυτοκίνητα καλά παρκαρισμένα πόξω. Τούτον δεν έσιει να κάμει καθόλου με αρχιτεκτονική αλλά κατά γενικήν ομολογίαν όσο πιο καλό το αυτοκίνητο τόσο πιό βιλλομούτσουνος τζιαι νεόπλουτος ο οδηγός (ξέρετε, πούροι της λίρας που εκάπνιζεν τζι ο πατέρας τους τζιαι μουσούθκια όπως τον κώλο του πιθήκου). Τούτον θα το κάμουμεν καθαρά που διασκέδασην διότι τζιαι οι επαναστάτες έχουν ανάγκην την υγιήν ψυχαγωγίαν.

3. Ο βιλλομούτσουνος Αρχιεπίσκοπος αν τολμά να σχολιάσει ακόμα μια διαφορετική σύγκλιση.

Κόμμωση τ. "dickhead". (από Khan, 24/04/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

βιλλόφατσα, βιλόφατσα

Στα κυπριακά είναι ο ψωλομούρης, ο dickhead ή dickface αγγλιστί, δηλαδή ο πολύ άσχημος, αλλά είναι και γενικότερα βρισιά. Εκ του βίλλα, βίλα (=πέος) και του -φατσα.

1. - apla enan kopeloui en tha asxolitun etsi skedio me tin kopeluaa! so men xonese piso p to daxtilo su r villofatsa je men nekatonese me tin kopeloua! [...]
- aman se gamisww en na doume pios en na i villofatsa [...]
-kalan r inta villa su mpennei esena pou katw j peripezeis tin kopellua;stile ksana j vale onoma na dume inta villofatsa eise esu

2. inda ahristiii isasten re pelee ! kanenas enene teleios je oson gia to pasha piene de tin vilofatsa sou je fkarton skasmo gamoto eginan mou ouloi krites

3. MEN KSANATOLMISIS NA PIS TIPOTA GIA TIS BELIEBERS RE VILOFATSA.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χρησιμοποιείται υβριστικώς για να δηλώσει χοντρή γυναίκα, που έχει και συναφή χαρακτήρα, δηλαδή χαρακτηριστικά όπως παχύδερμη, αδιάφορη, άτσαλη, ατσούμπαλη κ.τ.λ. Βεβαίως, ως βρισιά ενίοτε αποδεσμεύεται από την συγκεκριμένη σημασία της χοντρής και γίνεται πιο απροσδιόριστη.

Ο Ν. Σαραντάκος εδώ διερωτάται ποιο ζώο είναι η γκαμούζα και φαίνεται ότι προέρχεται από αιγυπτιακή αραβική λέξη για το βουβάλι, ενώ σε ελληνικά τοπικά ιδιώματα, όπως στην Κρήτη και την Κύπρο η τζαμούζα μπορεί να σημαίνει την βουβάλα ή την αγελάδα. Βλ. και εδώ.

  1. ΚΑΤΕΒΑ ΜΩΡΗ ΓΚΑΜΟΥΖΑ ΑΠ' ΤΟ ΜΗΧΑΝΑΚΙ ΚΑΙ ΤΟ ΧΩ ΚΕΡΩΣΕΙ !!!! (Εδώ)

  2. Η Μπεμπέ Λιλύ είναι ένα βουβαλομωρό που ψάχνει τον παππού. Όχι τον παππού της, έναν παππού γενικά. Του τηλεφωνεί στο σπίτι και απαντά μια κοπελιά (πιθανότατα η αποκλειστική που του προσέχει το χόλτερ) αλλά αυτή η γκαμούζα δεν τον δίνει στο τηλέφωνο αν δεν μάθει πρώτα ποιά τον ζητάει. (Εδώ).

  3. «Χέστηκα» θα μου πεις και θα 'χεις και δίκιο αλλά καλοκαίρι είναι και δεν υπάρχει λόγος να γίνεσαι γκαμούζα με τη πίκρα του πλησίον σου. (Εδώ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έτσι αποκαλούν αρκετοί Κύπριοι ειρωνικά τους Έλληνες. Αυτοί πιστεύουν πως οι Έλληνες είναι παραμυθιασμένοι με το λόγιο στυλ τους, τη χώρα τους, τον πολιτισμό τους.

Κύπριος: Ο Καλαμαράς ξέρει τα πάντα, για τα πάντα και πάντα έχει δίκιο. Θεωρεί πως τα νησιά του Πάσχα είναι Ελληνικά, πως η Αμερική ανακαλύφθηκε από τον Οδυσσέα, πως οι Έλληνες έχουν διαφορετικό DNA κλπ.

Οι Έλληνες θεωρούν πως όλοι οι άλλοι λαοί θέλουν να είναι Καλαμαράδες, αλλά δεν μπορούν. Γι' αυτό αδικούν την Ελλάδα στις διεθνείς οργανώσεις, επειδή ζηλεύουν. Θεωρούν πως η Ελλάδα έδωσε τα φώτα του πολιτισμού στον κόσμο.

Λένε πάλι πως η φέτα είναι το καλύτερο τυρί. Τα υπόλοιπα είναι άσπρα και κίτρινα σκατά.

Kyrios Kalamaris (από Vrastaman, 19/09/08)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η λέξη καλαμαράς χρησιμοποιείται κυρίως από Κυπραίους και σημαίνει αποκλειστικά Ελλαδίτης. Είναι ταυτόσημοι όροι όσον αφορά στη χρήση τους.

Όταν θέλεις να κάνεις μεταξύ Ελλήνων ιδιαίτερη μνεία στους Ελλαδίτες (Έλληνες της Ελλάδας, Έλληνες ιθαγενείς) ή στους Κυπραίους (Έλληνες της Κύπρου, Κύπριοι ιθαγενείς) δεν θα πεις απλά Έλληνας, γιατί ο όρος αυτός συμβολίζει το έθνος στο οποίο ανήκουν τόσο οι κύπριοι και οι ελλαδίτες, όσο και οι υπόλοιποι Έλληνες τους εξωτερικού, που μπορεί να μην έχουν την ελληνική ιθαγένεια, αλλά να έχουν τον ένα ή και τους δυο γονείς Έλληνες, να έχουν πάρει την ελληνική κουλτούρα, γλώσσα ήθη κι έθιμα, την αγάπη προς το συγκεκριμένο έθνος κ.ο.κ. (π.χ. οι Έλληνες της Αυστραλίας, της Γερμανίας, της Αμερικής...)

Και η λέξη προήλθε απ' όταν οι Ελλαδίτες, μορφωμένοι και γραμματιζούμενοι-λόγιοι, έρχονταν στο νησί για να διδάξουν στα σχολεία, τότε που η Κύπρος ήταν πιο φτωχή (και υπό την κατοχή άλλων λαών) και το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού ασχολείτο με τη γεωργία και τη κτηνοτροφία.

Οι καλαμαράδες (=Ελλαδίτες, Έλληνες της Ελλάδας και όχι απλά Έλληνες για να γίνεται η διάκριση) το Πάσχα έχουν ως παραδοσιακό έδεσμα το τσουρέκι, ενώ εμείς οι κυπραίοι (Έλληνες της Κύπρου) τη φλαούνα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Υποκοριστικό ή μειωτικό του «καλαμαρά» εις την Τζυμπριακήν.

Να σημειωθεί ότι η κατάληξη -ούι αποτελεί εμβληματικό γαμοσλανγκοτέτοιο στην μαρτυριάρικη μεγαλόνησο.

- Τι περιμένουμε δηλαδή από τον απλό κοσμάκη να σκεφτεί; Πώς θα εκφραστεί ο αγανακτισμένος μεσήλικας φορτηγατζής που χάνει τη δουλειά του, επειδή ένα νεαρό «καλαμαρούι», αναζητώντας απεγνωσμένα μεροκάματο για να σταθεί στα πόδια του, να φάει, να κοιμηθεί κάπου, να μετακινηθεί, τελικά ανεβαίνει στο τιμόνι του φορτηγού με τα μισά λεφτά από τον ντόπιο και σε αρκετές περιπτώσεις χωρίς κοινωνικές ασφαλίσεις, με την κουβέντα: «Ας αρχίσουμε και βλέπουμε»… (συγκλονιστικό άρθρο της Κυπριακής «Καθημερινής» για Ελλαδίτες οικονομικούς μετανάστες, δαμαί)

- Αν μας κατσει καλαμαρουι ακομα καλλιττερα 4. Εν μας ενοχλει τζιαι τοσο αν ειμαστε ουλλοι τουλαχιστον ολιγον γκευ. Τελος παντων..
(από Κυπριακό poushtoμπλόγκ, τζειαμαί)

- Ακομα θυμαμαι τισ μαθητριεσ να σκαρφαλωνουν στον τοιχο του στρατοπαιδου τησ ΕΛΔΥΚ για να δουνε κανα καλαμαρουι :D (τζειαχαμαί)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

(Κυπριακή διάλεκτος) Αυτός που είναι εντελώς χάλια εμφανισιακά / ο γύφτος / ο βρωμιάρης.

Ρε καταχάλη, σήμερα είπαμε να βάλουμε όλοι τα καλά μας!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία