Η μαλακία, η παπαρολογία, η υπερβολή.

Κυπριακό ιδίωμα, εκ του λαφαζάνης που σημαίνει μπουρδολόγος.

- Το 2007, ο σεβαστός Harry Frankfurt του πανεπιστημίου Princeton εξέδωσε ένα εξαίρετο δοκίμιο-σύγγραμμα με τίτλο “On Bullshit”, το οποίο προκάλεσε έντονες συζητήσεις στους ακαδημαϊκούς κύκλους της πολιτικής φιλοσοφίας. Αρχίζει το πρώτο κεφάλαιο σημειώνοντας ότι «ένα από τα πιο χαρακτηριστικά γνωρίσματα της κοινωνίας μας είναι ότι υπάρχουν παντού λαφαζανιές (bullshit)». O Frankfurt καταλήγει, καθοδόν προς την ανάπτυξη μιας «περί λαφαζανιάς» θεωρίας (σοβαρομιλώ).
(δαμαἰ)

- Η ιστορία της αξιολόγησης της Τουρκίας, το ορόσημο του Δεκέμβρη και οι κυρώσεις, που θα έπρεπε να της επιβληθούν και οι πολιτικές «λαφαζανιές» των ηγετών μας, συνθέτουν την νέα πολιτικο-διπλωματική καταστροφή, που υπέστη η Κύπρος εξαιτίας της ανεπαρκούς πολιτικής της Κυβέρνησης Χριστόφια.
(τζειαμαί)

-Τεράστιες τσιόφτες, λαφαζανιές και ηθοποιηλίκια περιλάμβανε η χτεσινή ανακοίνωση της επίσημης Ομόνοιας.
(τσαχαμαί)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στη συνείδηση του Ελλαδίτη, οι Κύπριοι έχουν τα εξής χαρακτηριστικά:
1. Όνομα και επίθετο είναι ίδια (πχ. Νίκος Νίκου)
2. Βάζουν παντού ν (πχ. εις την Τζύμπρον)
3. Κοτσάρουν αγγλικές λέξεις (anyway, τι άλλα;)

-Πως σε λένε φίλε;
-Γεράσιμο Γερασίμου.
-Κύπριος είσαι;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κυπριακής προελεύσεως. Χρησιμοποιείται και στα ποντιακά. Ο άσχετος. Κυριολεκτικά σημαίνει ανίδεος, εκ του στερητικού α + χαμπάρι, αλλά επειδή δεν ακούγεται ωραία το αχάμπαρος, με τον καιρό έγινε αχάπαρος.

- 13 – (2 + 5)×5 = 30.
- Τι λες ρε αχάπαρε, 5×2 + 5×3 κάνεις πρώτα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συναντάται και στις στρατιωτικές μονάδες της ΕΛΔΥΚ στην Κύπρο και έχει την ίδια σημασία με το ποντίκι, ποντικαρά, κλπ, του νέου δηλαδή, που τον τρέχουν παλιοί και καραβανάδες.

Συχνά πέφτουνε και κεράσματα φρέσκου καρότου όταν υποδέχονται οι παλιοί τους νιούφηδες, τοποθετώντας το καρότο στο κρεβάτι του.

  1. - Τι κοιτάς ρε κουνέλι; Όπως είσαι...μια σκέτη φράπα με πολλά παγάκια... έφυγες....

  2. - Γερμανικό σκοπέτο, κουνελάκι; Δεν πιστεύω να χαλιέσαι;

(από Vrastaman, 27/10/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

(Κύπρος) Ντυμένη προκλητικά προς άγρα αρσενικών. Αρνητικός χαρακτηρισμός, λέγεται συνήθως από γυναίκα για γυναίκα κοροϊδευτικά και με έναν τόνο ζήλιας. Συνεπώς, η αναφερόμενη πρέπει να είναι όχι απλά σενιαρισμένη στην τρίχα αλλά μάλλον να λατερνοφέρνει, όχι απλά παρφουμαρισμένη, αλλά μάλλον προς το παστωμένη, και τα λοιπά και τα λοιπά.

Για την προέλευση της έκφρασης, ενώ η εύλογη (για έναν καλαμαρά) ερμηνεία θα ήταν ίσως το ευπαρουσίαστο ενός περιποιημένου εδέσματος κότας, ο κύπριος που έχω εδώ πρόχειρο μου εξήγησε ότι κόττα είναι προστακτική του ρήματος κοττώ που σημαίνει «παίρνω», ενώ το ρεπανάκι αναφέρεται στο πέοςμε το συμπάθιο.

Η ετυμολόγηση φαίνεται ακόμη ευσταθέστερη αν έχουμε υπόψη, όπως μου λένε, πως στην Κύπρο ως ρεπανάκι δηλώνεται το ελλαδίτικο (λευκό) ρεπάνι, ή αλλιώς ρέβα, το οποίο σε σχέση με το κόκκινο είναι κάπως μεγαλύτερο, μακρουλότερο και λευκότερο –αν και όχι και τόσο πικάντικο, πράγμα που οδηγεί μοιραία την κουβέντα σε φιλοσοφικότερα ερωτήματα περί ποιότητα, ποσότητα, ευ, πολλώ και άλλα δε δαιμόνια...

Έν επρόλαβεν ν' αποσαραντώσει ο μακαρίτης, τζι' εβγήκεν 'πόξω, πού 'ν' η πλατεία, πού 'ν' ο καφενές, με τα κολιέρκα της, τα δαχτυλίθκια της, κόττα ρεπανάκι.
(από τον κύπριο που έχω πρόχειρο)

Η ρέβα - οπτικά, πιο πολύ γογγύλι παρά ρεπάνι (από poniroskylo, 01/08/09)Ένα αξιόλογο άσπρο ρεπάνι, της ποικιλίας Daikon (από poniroskylo, 01/08/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η κουράδα στα κυπριακά.

Εδώ:

Οι «κότσιροι» απέκτησαν και ονομασίες! Κάθε ένας έχει χρόνια τη χάρη, αλλά δεν είχε το όνομα!

Έχουμε και λέμε λοιπόν:

Κότσιρος «Βungee jumping» :
Αυτός ο κότσιρος θα κρεμαστεί όλος από τον κώλο σας μέχρι να πέσει στο νερό.

Κότσιρος «κομάντο» :
Γλυστράει τόσο ομαλά και καθαρά που δεν τον νιώθεις. Κανένα ίχνος στο χαρτί, πρέπει να κοιτάξεις στη λεκάνη για να σιγουρευτείς ότι βγήκε.

Κότσιρος «ΒΙG SPLASH» :
Αυτός ο κότσιρος χτυπάει το νερό πλαγίως και κάνει ένα μεγάλο SPLASH που βρέχονται τα κωλομέρια σου!

Κότσιρος «Κινγκ Κονγκ» :
Αυτός ο κότσιρος είναι τόσο μεγάλος που είσαι σίγουρος ότι δεν πρόκειται να πέσει αν δεν τον κόψεις σε μικρότερα κομμάτια. Αυτό το είδος συνήθως συμβαίνει όταν είσαι σε σπίτι άλλου.

Ο ορισμός τροποποιήθηκε κατόπιν αιτήματος του λημματοδότη.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χρησιμοποιείται υβριστικώς για να δηλώσει χοντρή γυναίκα, που έχει και συναφή χαρακτήρα, δηλαδή χαρακτηριστικά όπως παχύδερμη, αδιάφορη, άτσαλη, ατσούμπαλη κ.τ.λ. Βεβαίως, ως βρισιά ενίοτε αποδεσμεύεται από την συγκεκριμένη σημασία της χοντρής και γίνεται πιο απροσδιόριστη.

Ο Ν. Σαραντάκος εδώ διερωτάται ποιο ζώο είναι η γκαμούζα και φαίνεται ότι προέρχεται από αιγυπτιακή αραβική λέξη για το βουβάλι, ενώ σε ελληνικά τοπικά ιδιώματα, όπως στην Κρήτη και την Κύπρο η τζαμούζα μπορεί να σημαίνει την βουβάλα ή την αγελάδα. Βλ. και εδώ.

  1. ΚΑΤΕΒΑ ΜΩΡΗ ΓΚΑΜΟΥΖΑ ΑΠ' ΤΟ ΜΗΧΑΝΑΚΙ ΚΑΙ ΤΟ ΧΩ ΚΕΡΩΣΕΙ !!!! (Εδώ)

  2. Η Μπεμπέ Λιλύ είναι ένα βουβαλομωρό που ψάχνει τον παππού. Όχι τον παππού της, έναν παππού γενικά. Του τηλεφωνεί στο σπίτι και απαντά μια κοπελιά (πιθανότατα η αποκλειστική που του προσέχει το χόλτερ) αλλά αυτή η γκαμούζα δεν τον δίνει στο τηλέφωνο αν δεν μάθει πρώτα ποιά τον ζητάει. (Εδώ).

  3. «Χέστηκα» θα μου πεις και θα 'χεις και δίκιο αλλά καλοκαίρι είναι και δεν υπάρχει λόγος να γίνεσαι γκαμούζα με τη πίκρα του πλησίον σου. (Εδώ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κύπριοι που έχουν γεννηθεί και μεγαλουργούν στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ομιλούν ένα ιδιαίτερο ιδίωμα, παντελώς ακατάληπτο τόσο από τους Άγγλους όσο και από τους Κυπρίους. Εκ του B.B.C. (British Born Cypriot).

Κυπριακή αργκό.

- Πάμε για chopping;
- Παναγία μου, η νύφη του Τσάκι θέλει να με διαμελίσει!
- Χαλάρωσε, το κορίτσι είναι μπιμπισού και θέλει να πάει για ψώνια!

Πάμε chopping? (από Vrastaman, 09/07/08)Its a vraka ting! (από Vrastaman, 09/07/08)

Δες και τσάρλης.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το μουνί, εις την Κυπριακήν, μτφ. ο δειλός άνθρωπος. Επίσης συναντάται και ως το πουττίν.

- Πουττίν σσιιστόν, πουττίν πελλόν, εννά σε κουπανήσω τζι ολόϊσια στην τρύπαν σου σαν ταύρος θα ορμήσω!

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο σπασίκλας για τους κύπριους.

Γενικά δεν έχω σκοπό να κατακλύσω το σάιτ με κυπριακούρες, φρονώ εντούτοις πως η συγκεκριμένη λέξη πρέπει να μνημονευθεί δια τους εξής λόγους:

  1. Σε αντίθεση με τον ελλαδικό σπασίκλα, το σπάσμα είναι ουδέτερο, αφαιρεί δηλαδή από τον καλό μαθητή που όλοι φθονούν την πολύτιμη ιδιότητα του γένους, αρσενικού ή θηλυκού. Ένα αγόρι-φυτό χάνει την αρρενωπότητά του, ένα κορίτσι-φυτό χάνει τη θηλυκότητά του. Αμφότερα μεταβάλλονται σε ''όντα'', ''πλάσματα'', χωρίς ουσιαστική ταυτότητα, με ζωή υποτυπώδη ωσάν του φυτού, με μόνη ασχολία το διάβασμα, κάτι που τη σπάει απίστευτα κι ανυπόφορα στους άλλους, τους ''φυσιολογικούς''. Εξ ου και σπάσμα.

  2. Το ''σπάσμα'' παραπέμπει συνειρμικά στους σπασμούς, οι οποίοι σπασμοί παραπέμπουν γενικά σε κουλαμάρες, αναπηρίες, σακατιλίκια κλπ, κι όλα αυτά (εμένα τουλάστιχον) μου θυμίζουν Στίβεν Χόκινγκ, το προαιώνιο αρχέτυπο του φυτού/σπάσματος/σπασίκλα. Θα μου πεις τώρα πήγες Πατήσια-Ομόνοια μέσω Νέας Υόρκης, αλλά anyway...

  3. To ''σπάσμα'' κάνει σε πιο αρχαιοπρεπές, βρε αδερφάκι μου, σε σχέση με το ''σπασίκλας'', που όσο κι αν πεις είναι κατά τι πιο λαϊκουτζούρικο (ιδίως εκείνο το σύμπλεγμα ''κλ'' κάνει κάτι σε ''κλανιά'', ''σπασοκλαμπάνιας'', ''κλαπαρχίδας'' κ.ο.κ.). Κλίνεται άλλωστε κατά την γ' κλίση: το σπάσμα, του σπάσματος, τω σπάσματι... Άντε μην κατεβάσω κανένα σεντόνι τώρα για τους αδελφούς μας τους κύπριους που διατηρούν ανόθευτη τη γλώσσα των προγόνων μας κ.λπ. κ.λπ. και μας πάρουν όλους τα ζουμιά...

- Άτε κόρη κάτσε θκίβασε τσε λλίον λαλώ σου...
- Άισμε ρε μάμμα, εζάλισες με.
- Αρωτώ σε ρα, ίντα μπουννακάμεις εις την ζωήν σου; Να θωρείς την Κούλλα του Πελλογιωρκή τσε να πκιάννεις παράδειγμα.. Έν πολλά καλή μαθήτρια..
- Όι μάμμα, τούτον εν σπάσμα, έντζεν άθρωπος.

Δες και σπάω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία