Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Κατ' αρχήν κουμπάρος είναι ο συνέταιρος στο έγκλημα που λέγεται γάμος, κατέχων μάλιστα την τιμητική και εξόχως σημαντική θέση του εκτελεστή.

Βέβαια η καλοκάγαθη φύση του Έλληνος θεωρεί τον κουμπάρο φιλικό και άκακο ον, με αποτέλεσμα η προσφώνηση «κουμπάρε» να είναι συνώνυμη με άλλες τιμητικές / θετικού χαρακτήρα προσφωνήσεις όπως πρόεδρε, αρχηγέ, ψηλέ, μάστορα, γιατρέ μου, δικέ μου, πατριώτη, φίλε, φιλάρα, παληκάρι, αδερφέ και διάφορα άλλα που μου διαφεύγουν (όχι για πολύ).

Οι πρώτοι διδάξαντες στη συγκεκριμένη προσφώνηση είναι οι Κύπριοι αδελφοί μας που τη χρησιμοποιούν με την ίδια συχνότητα που εμείς οι καλαμαράδες χρησιμοποιούμε το «μαλάκα».

1
- Γεια σου ρε Νώντα τσίφτη, τι χαμπάρια;
- Έλα ρε κουμπάρε, χαθήκαμε. Πάμε για κανα ουζάκι να τα πούμε με την ησυχία μας.

2
- Πόσο έχει αυτό εδώ το μπλε;
- 59 ευρώ.
- Ε, ρε κουμπάρε, όχι και 59. Να σου δώσω 50 και να το πάρω να είμαστε εντάξει;
- Να μου δώσεις 50 και να μου δώσεις κι άλλα 9 και να το πάρεις όπου θες αδερφέ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σε προέκταση των γραφομένων υπό του acg, ως κουμπάρος μπορεί να χαρακτηριστεί ο Κύπριος μεταξύ των καλαμαράδων. Πρβλ. και χαλουμινάτι.

- Πού μας φέρανε εδώ μέσα στους κουμπάρους. Άντε να ακούσουμε καμιά λελοτουρμπίνα να τηγκανά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συναντάται και στις στρατιωτικές μονάδες της ΕΛΔΥΚ στην Κύπρο και έχει την ίδια σημασία με το ποντίκι, ποντικαρά, κλπ, του νέου δηλαδή, που τον τρέχουν παλιοί και καραβανάδες.

Συχνά πέφτουνε και κεράσματα φρέσκου καρότου όταν υποδέχονται οι παλιοί τους νιούφηδες, τοποθετώντας το καρότο στο κρεβάτι του.

  1. - Τι κοιτάς ρε κουνέλι; Όπως είσαι...μια σκέτη φράπα με πολλά παγάκια... έφυγες....

  2. - Γερμανικό σκοπέτο, κουνελάκι; Δεν πιστεύω να χαλιέσαι;

(από Vrastaman, 27/10/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ὁ ὀκνός, ὀκνηρός, βραδύς, τεμπέλης, στὰ κυπριακά.

Ὀκνός > ὀκουνός > κουνός > κούννος. Ἡ σταδιακὴ μεταλλαγὴ ἀρχίζει μὲ τὴν προσθήκη βραχέος, εὐφωνικοῦ -ου-, γιὰ νὰ χωρισθοῦν τὰ δύο ἄφωνα σύμφωνα. Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα τὸ παίρνει ὁ διάολος: Ὁ διπλασιασμὸς τοῦ ν γίνεται προκειμένου νὰ διατηρηθῇ ἡ βραχύτης τοῦ -ου-, μετὰ τὸν ἀναβιβασμὸ τοῦ τόνου.

Ἡ ἀρχικὴ ἑλληνικὴ ἑτυμολογία εἶναι ἀπὸ τὸ ὄκνος, ποὺ σημαίνει φόβος δειλία, δισταγμός, ἀπροθυμία, ἐνδοιασμός, καὶ κατ' ἐπέκτασιν βραδύτης ἀπὸ δειλία, ἀναποφασιστικότητα ἢ σωματικὴ κόπωσι. Ἡ περαιτέρω ἐτυμολόγησις εἶναι σκοτεινή.

(Διάλογος)
- Ἔντζε σούζεις chὲ σὺ λῆον τὸν κόλλον σου, ρέ Ἀchιλλέα;
- Ἄφησ' τον, μ' ἐένν τοῦ μιλλεῖς, ἐν κούννος τέλλεια, ρέ κουμπάρε!

Τουτέστιν:
- Δὲν κουνᾶς καὶ σὺ λίγο τὸν κῶλο σου, ρὲ Ἀχιλλέα;
- Ἄστονε, μήν τοῦ μιλᾶς, εἶναι τελείως ὀκνηρός, ρὲ κουμπάρε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

κούσουλος, -η, -ο, ουσιαστικό.

  1. Ο κουτσουρεμένος, ο χτυπημένος στο κεφάλι μετά από καυγά ή από ατύχημα. Λέγεται και για ζώα π.χ. για τουμπιές (= κτυπήματα με το ανθεκτικό τους μέτωπο) μεταξύ τράγων.

  2. Στα κυπριακά: κούσουλος = ο πρόξενος (η λέξη λέγεται χαϊδευτικά σε αγαπημένο και παραχαϊδεμένο πρόσωπο. Το ίδιο και η λέξη τσελεπής = ευγενής, που τη λέμε χαριτολογώντας με την έννοια «αγάπη μου», «μωρό μου»).

Προφανώς αυτό προέρχεται από το βυζαντινό «κόνσολος» (ίσως και με τη μεσολάβηση του τουρκ. kónsolos) με αρχικό το λατινικό consul =σύμβουλος, αξιωματούχος στην αρχ. Ρώμη.

  1. Μητέρα προς άρρεν τέκνο:
    - Πού κτύπησες το κεφάλι σου έτσι; Το έκανες κούσουλο, πάλι με τον Γιωργάκη καυγάδιζες;

Billy-goat\'s  fight (από tryager, 06/07/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Αυτός που έχει κομμένη την ουρά. Από τα κόβω + ευφωνικό ν + ουρά. Το λέμε για ζώα. Χαριτωμένη λέξη για μια επώδυνη εμπειρία.

  2. Προς μεγάλη μου έκπληξη βρήκα κάτι που αγνοούσα: ότι λέγεται και για ανθρώπους και σημαίνει ευφυής, εφευρετικός, βλ. εδώ και εδώ. Μάλιστα η έννοια αυτή είναι και η πιο διαδεδομένη (βλ. παραδείγματα 2.α., 2.β., 2.γ.). Παρόλ' αυτά την έβαλα δεύτερη γιατί θεωρώ ότι είναι συνέπεια της πρώτης και γιατί εκπλήσσομαι που τα λεξικά δεν αναφέρουν την πρώτη καν.

Δεκτή οποιαδήποτε διόρθωση αν πέφτω έξω.

1.α. O πορτοκαλάκης κοψονούρης μαζί με τον αδελφούλη του! Τελικά η κομμένη άκρη της ουρίτσας έπεσε και είναι σαν να μην του συνέβει ποτέ!

1.β. Κι όχι μόνο δεν μετανοούν, για να μη ταπεινοφρονήσουν, αλλά προσπαθούν να παρασύρουν και άλλους ν’ ακολουθήσουν την αμαρτωλή γνώμη τους, μόνο επειδή έχουν κομμένη την ουρά τους, και δεν θα ησυχάσουν ποτέ, αν δεν μας πείσουν να την κόψουμε κι εμείς. Ο κάθε κοψονούρης δεν ησυχάζει, αν δεν έχη συνενόχους, και όσο γίνεται περισσοτέρους.

========

2.α. Αυτός ο υποψήφιος βο(υ)λευτής υποτιμά τη νοημοσύνη των γυναικών… Από τώρα καταλαβαίνεις γιατί θέλει να βγει…για τη μάσα και μόνο…. Ποιος είναι τελικά αυτός ο δήθεν κοψονούρης;
εδώ

2.β. Το οίκημα κτίστηκε πρόσφατα και όμως δεν βρέθηκε κάποιος κοψονούρης να τους πει ότι από του χρόνου όλο το πρόγραμμα θα εκπέμπεται ψηφιακά και θα πρέπει να υπήρχε η σχετική πρόνοια πριν την ολοκλήρωση των εγκαταστάσεων.
εδώ

2.γ. ...το έλυσαν με έναν τρόπο που δε θα το σκεφτόταν κανένας άλλος όσο έξυπνος και κοψονούρης και να ήταν.
εδώ

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο κυπριακός όνος ήταν (και είναι) σωματώδης, γερός και δυνατός, σε αντίθεση με τα γαϊδουράκια που υπήρχαν στα νησιά του Αιγαίου και την υπόλοιπη Ελλάδα, γι αυτό και γινόταν εξαγωγή του. Τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, πριν από 70, περίπου, χρόνια, ήταν από τις σημαντικότερες εξαγωγές της Κύπρου προς την Ελλάδα. Οι κάτοικοι της Ελλάδας γνώρισαν ένα ζώο που, σε αντίθεση με τα γαϊδουράκια με τα οποία ήσαν συνηθισμένοι, δεν ήταν εύκολο να το χειραγωγήσουν, ειδικά όταν μουλάρωνε και πεισμάτωνε.

Έτσι η φράση στην Ελλάδα «κυπραίικο γαϊδούρι» λέγεται σκωπτικά είτε σε υπερβολική αναισθησία, είτε σε υπερβολική ισχυρογνωμοσύνη, όταν ο άλλος μουλαρώνει και πεισματώνει έντονα.

Αμετάπειστος είναι, μουλάρωσε σαν κυπραίικο γαϊδούρι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στη συνείδηση του Ελλαδίτη, οι Κύπριοι έχουν τα εξής χαρακτηριστικά:
1. Όνομα και επίθετο είναι ίδια (πχ. Νίκος Νίκου)
2. Βάζουν παντού ν (πχ. εις την Τζύμπρον)
3. Κοτσάρουν αγγλικές λέξεις (anyway, τι άλλα;)

-Πως σε λένε φίλε;
-Γεράσιμο Γερασίμου.
-Κύπριος είσαι;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέξη που χρησιμοποιείται αυτό τον καιρό από τον λαό της Κύπρου για να τονίσει τα όρια της μαλακίας που εκφώνησε ο άλλος...

Και μάλιστα επειδή συνήθως μπορείς να πεις αυτήν την λέξη όποτε σου δώξει, έστω και αν δεν κολλά με αυτό που ρώτησε ο άλλος, συνεπαγόμενη απάντηση είναι: - Το «πάει δεν πάει», εγώ το λέω.

Επίσης μία άλλη συνώνυμη λέξη είναι και ο Κωστής του Λεμ, που έχει ακριβώς την ίδια σημασία, άλλα δεν τονίζει τόσο πολύ το νόημα της λέξης, αντιθέτως από τον Κωστή που τα κάζζια.

- Ρε συ ποιος είναι αυτός, τον ξέρεις;
- Το ρωτάς ρε; Ο Κωστής που τα κάζζια...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο άνθρωπος που προσαρμόζει ένα γεγονός ανάλογα με το συμφέρον του. Αυτός που λέει εύκολα ψέματα, με το κατάλληλο πιστευτό ύφος.

Χρησιμοποιείται καθημερινώς στην Κύπρο.

Κλασικοί λαφαζάνηδες, θεωρούνται οι πραγματάδες και οι δικηγόροι.

Παναγιώτης Λαφαζάνης, ΣΥΡΙΖΑ (από Hank, 10/02/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία