Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Υπάρχει ένας αστικός μύθος για ένα παιχνίδι που παίζεται ως εξής:

Τέσσερα ή και περισσότερα καρφιά μαζεύονται σε ένα σπίτι και μη έχοντας τίποτα καλύτερο να κάνουν παίζουν το μπισκότο. Αρχίζουν και βαράνε ταυτόχρονα και όποιος τελειώνει, τελειώνει πάνω σε ένα μπισκότο. Ο τελευταίος που δεν έχει τελειώσει...τρώει το μπισκότο.

Συνεπώς η έννοια του μπισκότου είναι διπλή:

α. Παίζω το μπισκότο: Βαριόμαστε πάρα πολύ, κωλοβαράμε

β. Τρώω το μπισκότο: Αποτυγχάνω παταγωδώς. Σκατάσταση. Κάθομαι στο παγωτό

α.
- Έλα ρε, τι λέει; Τι κάνατε χτές;
- Τίποτα, σκάσανε από εδώ οι άλλοι και μαλακιστήκαμε.
- Και τι κάνατε δηλαδή;
- Παίζαμε το μπισκότο ρε μαλάκα, τι κάναμε, τίποτα....

β. - Ρε, έχεις τσιγάρα;
- Όχι, ούτε εσύ έχεις;;;
- Όχι....φτουυύ. Και τώρα τι θα κάνουμε;;
- Τώωωρα, θα φάμε το μπισκότο...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Βλέπε μουνί της λάσπης.

Χρησιμοποιείται από παρμένους ακαδημαϊκού επιπέδου.

Το αρχίδι, το μουνόπανο, ο γλοιώδης, ο τρικάριολος καρακαριώλης, ο που δεν τον πιάνεις στο στόμα σου γιατί πρέπει να το πλένεις τρεις μέρες.

Μου χρωστάει έξι μηνιάτικα και ποιεί την νήσσα, το αιδοίο του έλους.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στην αργκό των ελευθεροκαμπινιστάδων, είναι το απόμερο στέκι της αυτοκάθαρσης.

Μερικά αρμυρίκια ή θάμνοι εν είδει παραβάν, μια λακκουβίτσα, ανισόπεδο έδαφος για λήψη της κατάλληλης στάσης και άμμος για την υγιειονομική ταφή των ανοσιουργημάτων, συνθέτουν το γκανιάν της ευωχίας του σκηνίτη.

Ο συνεπής φυσιολάτρης πρέπει να υπολογίζει σοφά τον άνεμο, αλλά και την απόσταση, τόσον από το προσωπικό ενδιαίτημά του όσο και των ΑΛΛΩΝ, ώστε επιλέξει μια σωστή χεσοκαβάντζα και να μην όζει σκατίλας το περιβάλλον.

Επίσης, θα πρέπει να συνεννοείται με τις άλλες σκηνές (πού χέζουμε, πού τρώμε, πού μαζεύουμε τα απορρίμματα, τι παίζει, τι κάνουμε το βράδυ, αν υπάρχει γιατρός κλπ), να θάπτει επιμελώς ΚΑΙ τα κακάκια ΚΑΙ τα πασαλειμμένα χαρτάκια του, ώστε να αποσυντίθενται φυσικά, αλλά και να μην τα παίρνει ο αέρας και γεμίζει ο τόπος, ούτε να μαζεύονται σκατόμυγες, εκεί που ο διπλανός τρώει καρπούζι.

Φευ, οι σημερινοί ελευθεροκαμπινίστες, λόγω της τρέχουσας αποσπασματοποίησης των εννοιών, αδυνατούν να κατανοήσουν το εύρος του «χόμπι» των, εντός του κινήματος της ελεύθερης κατασκήνωσης, που συνεπάγεται ένα ελευθεριακό πλέγμα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων προς τους άλλους.

Έτσι, ενώ το ελεύθερο κάμπινγκ είναι μια συλλογική δράση, όπως και το ισπανικό botellon (βλ. σχετική παράγραφο σε λήμμα γιουσουρούμ), τα μαλακισμένα νεοελληνάκια εμφορούμενα μάλλον από σταρχιδίστικη τζαμπατζοσύνη κι όχι από διάθεση κουλαρίσματος στη φύση, στήνουν τη σκηνή τους όπου λάχει και χέζουν ομοίως, αποφεύγουν ακόμα και την καλημέρα με τους γύρω τους, παραμένοντας περιχαρακωμένα στις σαββατοπαρέες τους, βάζουν τσίτα ηλεκτρονική μουσική μέσα στη σιγαλιά ή ακόμα χειρότερα πατάνε κάτι αγριοφωνάρες με ξεκούρδιστες κιθάρες στερούμενα παντελώς οιασδήποτε μορφής μουσικής (ή άλλης) παιδείας, ανάβουν χαζο-bonfires μέσα σε πευκοδάση, παίζουνε τουμπελέκια και λατέρνατιβ παιχνίδια (ντιαμπολό-πύρινες αλυσίδες κλπ) μες στον κόσμο, στριφογυρνάνε αγκίστρια κι όποιον πάρει ο Χάρος και εσχάτως μου κουβαλήσανε και μικρά σκάφη, με τα οποία διαγράφουν γκαζώνοντας εσωτερικά ημικύκλια (δηλ. από την πλευρά των λουομένων κι όχι εξωτερικά προς τα βαθιά), θερίζοντας κεφάλια και σώματα.

Έτσι, σ’ έναν ελεύθερο χώρο μπορεί κανείς να βρει τόσες χεσοκαβάντζες όσες και οι λουόμενοι και δη με τσαπατσούλικα μισοθαμμένα κόπρανα-κωλόχαρτα-σκουπίδια, στα οποία ενδεχομένως να στήσει τη σκηνή του ή την πετσέτα του απρόσεκτος τις.

Τα τελευταία χρόνια δε, ιδίως στην Χαλκιδική, παρατηρείται το φαινόμενο της καβαντζοπουστιάς υπό την μορφή κατάληψης των «φιλέτων» της παραλίας (π.χ. καβουρότρυπες σε βράχο, τα λιγοστά δέντρα για σκιά κλπ), από πουσουκουτζήδες που στήνουν την σκηνή τους χωρίς να μένουν εκεί, αφού πιάνουν «πόρτα για το χειμώνα» (δηλαδή όταν τους τη δώσει κάνα σαββατοκύριακο να κατέβουν απ’ τη Σαλονίκη), συνεπείς ως προς τις παραδόσεις των πατέρων τους, που έχτιζαν πάνω στο κύμα, αποκλείοντας την πρόσβαση των άλλων.

Τέτοιες πρακτικές βέβαια είναι ιδιαίτερα επισφαλείς, αφού ο παρμένος κατασκηνωτής, που δεν θα’ χει πού να στήσει, θα χρησιμοποιήσει την ήδη στημένη του καβαντζόπουστα (στην καλύτερη) ή (στην χειρότερη) θα την σκίσει και θα κάνει την πάπια

Πολύς κόσμος δεν έχει, ούτε και γουστάρει να τα χώσει στα χουντοπριμοδοτημένα και πανάκριβα ξενοδοχεία (οι ιδιοκτήτες των οποίων είτε καλούν τους μπάτσους αφού «κόπτονται» για το περιβάλλον που οι ίδιοι γάμησαν προ 30ετίας, είτε «παίρνουν το Νόμο στα χέρια τους» = στέλνουν μπράβους που σπάνε σκηνές), ούτε και στα ιδιωτικά τρισάθλια και επίσης πανάκριβα κάμπινγκ. Μαγκιά του.

Η επιλογή όμως της ελεύθερης κατασκήνωσης υπάγεται αναγκαστικά στην κοινοβιακή κουλτούρα και άρα η έλλειψη συλλογικής αυτο-οργάνωσης και αλληλοσυνεννόησης βάζει και την ταφόπλακά της. Άσε που «όποιος βγαίνει έξω απ’ το μαντρί, τον τρώει ο λύκος», που έλεγε κι ο Αβέρ-off.

Πράγματι, το ελληνικό Κράτος διώκει την ελεύθερη κατασκήνωση, με το άρθρο 10 § 2 Ν. 392/1976, όπως συμπληρώθηκε με άρθρο μόνο Ν. 779/1978, όπως τροποποιήθηκε με άρθρο 4 § 12 Ν. 2160/1993 και 2741/1999 και σε βαρύτερες περιπτώσεις καταστροφής του φυσικού πλούτου (σκουπίδια-μόλυνση κλπ) με Ν. 743/1977, Ν. 998/1979 και Ν. 1650/1986 κλπ, διότι υποτίθεται ότι οι κατασκηνωτές είναι υπεύθυνοι για τις πυρκαγιές στα δάση και την υποβάθμιση του περιβάλλοντος (αν και από τις εισηγητικές εκθέσεις μαντεύεται η πρόθεση περιορισμού της μετακίνησης των τσιγγάνων).

Δεν μπορώ να διαφωνήσω. Μαζί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά.

- Λοιπόν, θα στήσουμε εδώ κάτω απ’ τον πεύκο, να’ χουμε και σκιά το πρωί.
- Ρε μαλάκες! Τι ζέχνει έτσι;
- Ωχ! Σαν πολλές μύγες βλέπω…
- Φτου, ρε πούστη! Σε χεσοκαβάντζα πέσαμε, γαμώ την τρέλα μου!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πρόκειται για σεξουαλικό φετίχ, κατά το οποίο ο ένας σύντροφος ουρεί πάνω στον άλλον. Ο όρος προέρχεται από το χαρακτηριστικό κιτρινωπό χρώμα των ούρων.

Συναντάται και ως ουρολαγνεία ή ουροφιλία και δεν πρέπει να συγχέεται με την ουροφαγία.

- Τι έγινε χτες, έβαλες;
- Μόνο; Μαλάκα, δεν μου έχει ξανασυμβεί αυτό το πράγμα. Η γκόμενα τα ήπιε όλα και μετά μου ζήτησε και χρυσό ντους!
- Ηρέμησε ρε Τσαρώφ.
- Αλήθεια ρε φίλο. Άδειασα τελείως σε λέω.

βλ. και χρυσή βροχή

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ίχνη τροχοπέδησης – πλάγιας ολίσθησης στο εσώβρακο απο αδέξια μανούβρα του κώλου (διότι ο φέρων δεν είχε διαρκώς τεταμένη την προσοχή του, ώστε να εκτελεί τους απαραίτητους χειρισμούς κάθε στιγμή κλπ-κλπ που λέει κι ο ΚΟΚ).

Αγγλιστί: Skid mark.

- Θα βάλω πλυντήριο με άσπρα, έχεις τίποτα για πλύσιμο;
- Κοίτα στο καλάθι...
- Α, καλά! Αυτό το σώβρακό σου με το κωλοφρενάρισμα στη μέση, θα το βάλω με τα σκούρα. Κοίτα ’δώ, Monza το’ κανε το σώβρακο, να σε χαίρεται η μανούλα σου, λεβέντη μου!
- Δε γαμείς...

κωλο-μπαντιλίκια... (από MXΣ, 21/06/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Κύλισε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι.

  2. Ανάλογα με την αρχιδοκατάσταση και το εργαλείο.

  1. - Ο Γιάννης άρχισε να κάνει παρέα μ' αυτό το ζώον το Μάριο.
    - Ό,τι σκατά και το φτυάρι!

  2. - Τώρα που πέφτει έξω κι η Ιταλία, μάλλον θα αναγκαστούν επιτέλους οι Γερμανοί να εκδώσουν το Ευρωομόλογο.
    - Ό,τι σκατά και το φτυάρι!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ατάκα που λέγεται στη θέα προκλητικών, τουρλωτών, ωραιότατων, αρμονικά κινούμενων γυναικείων οπισθίων, ώστε να τονιστεί πως ακόμα κι ένας κλανιοβομβαρδισμός, κι ακόμα ακόμα ένας ανελέητος τέτοιου είδους χημικός πόλεμος, που θα μπορούσε να προέλθει σε ένα κλειστό δωμάτιο από τα καπούλια ενός τέτοιου μανιτσομάνουλου, μόνο ως βάλσαμο θα μπορούσε να λογιστεί. Θέλει να πει αλληγορικά ο ποιητής πως είναι τέτοια η σαγήνη της όρασης που θολώνει ο νους, ώστε και ένας ανελέητος κλανιοβομβαρδισμός να μπορεί να θεωρηθεί άρωμα.
Η λέξη βάλσαμο θα μπορούσε να λεχθεί και ως μπάλσαμο ώστε να επιτευχθεί μεγαλύτερη εκφραστικότητα.

Ένα κάποιο μεσημέρι σε πολυσύχναστο δρόμο της Αθήνας. Τίποτα δε μαρτυρούσε πως η ρουτίνα σε λίγο θα έσπαγε καθώς εθεάθη στην άκρη του δρόμου ένας κόμματος... μα τι κόμματος.
Δυο φίλοι κεραυνοβολούνται από το θέαμα. Ακολουθεί ο παρακάτω διάλογος:
- Πω....πω...πω
- Αυτό μόνο έχεις να πεις; Άσ' τα πω... πω ... πω και κοίτα τον ποπό. Φάε ρε μαλάκα τι κόμματος περνάει. Κοίτα ... κοίτα ρε... Σταμάτησε η κυκλοφορία... Κοίτα οφθαλμόλουτρο που πέφτει, ώρα μεσημέρι ρε... Κοίτα κωλομέρια... Κοίτα πρωκτική κίνηση... Κοίτα αρμονία... Και η κλανιά της βάλσαμο, αδελφέ!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Βάζω δάχτυλα ή άλλα πράγματα στον κώλο μου.

Ρε φίλε, έχω βαρεθεί να παίζω το πουλί μου. Γάμησέ με να πούμε... πω πω... Τον τελευταίο καιρό παίζω τον κώλο μου και την έχω καταβρεί.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Να ένα ενδιαφέρον λήμμα με ποικίλες έννοιες. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες καταστάσεις και αναλόγως με τα συμφραζόμενα αλλάζει εντελώς η σημασία του.

Α. Χρησιμοποιείται συχνότατα για να δηλώσει αδιαφορία (παράδειγμα 1). Πράγμα παράξενο γιατί το να χεστεί κανείς θα έπρεπε λογικά να τον ενδιαφέρει ιδιαιτέρως. Προσοχή! Δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να το συγχέουμε με τη φράση χέστηκε η Φατμέ στο Γενί Τζαμί -αν και ίσως έχουν κοινή ρίζα– επειδή υπάρχει μια ειδοποιός διαφορά μεταξύ τους. Με το χέστηκε η Φατμέ στο Γενί Τζαμί, δηλώνουμε ότι αδιαφορούμε για ένα γεγονός το οποίο θεωρούμε ασήμαντο και ανάξιο της προσοχής μας (άλλωστε αυτή που χέστηκε είναι η Φατμέ και όχι εμείς). Απαξιώνουμε δηλαδή εντελώς το γεγονός (παράδειγμα 2α). Με το χέστηκα απ’ την άλλη, δηλώνουμε την αδιαφορία μας, η οποία όμως δύναται να αναφέρεται ακόμα και σε ένα αντικειμενικά σημαντικό γεγονός (παράδειγμα 2β).

Β. Μια άλλη χρήση που παίρνει ο όρος, είναι για να δηλώσει αφθονία - πλούτο αντικειμένων, αγαθών ή και χρημάτων. Όπως δηλαδή το σκατό πλημμυρίζει το βρακί του χεσμένου, με τον ίδιο τρόπο υποτίθεται ότι κατακλύζεται και ο χρήστης του όρου με το αντικείμενο της πρότασής του (παράδειγμα 3).

Γ. Η έκφραση χρησιμοποιείται επίσης για να φανερώσει μεγάλο φόβο. Όταν ο άνθρωπος τρομάξει υπερβολικά, είναι πιθανό να χαλαρώσουν οι μυς του και να ανασταλούν κάποιες ακούσιες λειτουργίες του οργανισμού, εν προκειμένω η λειτουργία του σφιγκτήρα του πρωκτού (παράδειγμα 4).

Δ. Τέλος, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να εκφράσει ανείπωτη χαρά. Ευτυχία στον υπερθετικό βαθμό (παράδειγμα 5).

Χαριτωμένη προσθήκη: Ένα επιπλέον έψιλον στην αρχή του ρήματος δίνει περισσότερη ενέργεια και λάμψη! (παράδειγμα 1)

Παρόμοιες έννοιες μπορεί να έχει και το «κατουρήθηκα», κυρίως στις περιπτώσεις Γ και Δ («κατουρήθηκα απ’ τη χαρά μου», «κατουρήθηκα απ’ τον φόβο μου») και σπανιότερα στις περιπτώσεις Α και Β.

Επιπλέον το «κατουρήθηκα» έχει εφαρμογή και στην περίπτωση που θέλουμε να πούμε ότι κάτι μας φάνηκε αστείο και γελάσαμε πάρα πολύ (κατουρήθηκα απ’ το γέλιο).

Παράδειγμα 1
- Το βράδυ έχει πάρτυ ο Αντρέας.
- Χέστηκα.
- Έλα ρε μαλάκα, θα έρθει και ο Δώρος.
- Εχέστηκα!
- Θα ’ναι και ο Αντώνης…
- Εεεεχέστηκα σου λέω!
- Α, δε σού ’πα… Θα είναι και η Λίλιαν.
- Τι ώρα είπαμε ότι θα μαζευτούμε;

Παράδειγμα 2α
- Ξέρεις τι έμαθα χθες; Η Μαρίκα στο γάμο της έβαλε νυφικό φούξια!
- Τι μου λές βρε παιδί μου; Χέστηκε η Φατμέ στο Γενί Τζαμί…

Παράδειγμα 2β
- Μαλάκα μου, βγες γρήγορα από τη θάλασσα. Μόλις άκουσα στο ραδιόφωνο ότι το λιμενικό εντόπισε ένα κοπάδι καρχαρίες να κυκλοφορούν στην περιοχή.
- Χέστηκα! Τόσους μήνες περίμενα πώς και πώς να κάνω ένα μπανάκι. Δε βγαίνω και ας έρθουνε να μου φάνε τ’ αρχίδια…

Παράδειγμα 3
- Βρε μαλάκα, όλο το βράδυ γελάς σα χάχας. Έχεις ένα χαμόγελο μέχρι τ’ αυτιά! Μπορείς να μου εξηγήσεις τι συμβαίνει;
- Άσε! Χέστηκα στο τάλιρο! Τώρα με το φόβο για τη νέα γρίπη και καλά, πουλάω στο φαρμακείο κάτι αντισηπτικά και μαλακίες για τα χέρια 300% πιο ακριβά και έχω κονομηθεί πολύ άσχημα!

Παράδειγμα 4
- Μ Π Α Μ !!!!
- ΑΑΑΑΑΑΧΧΧΧ!!!!
- ΜΟΥΑ ΧΑ ΧΑ ΧΑ ΧΑΑΑΑ! Σκιάχτηκες ορέ;
- ΕΙΣΑΙ ΤΡΕΛΟΣ ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ!!!!! ΧΕΣΤΗΚΑ ΑΠΟ ΤΟ ΦΟΒΟ ΜΟΥ!!!!

Παράδειγμα 5
- Χαρούμενη σε βλέπω κυρία Ζέτα μου.
- Μόνο χαρούμενη; Χεσμένη απ’ τη χαρά μου είμαι κυρία Λέλα μου!
- Αλήθεια; Και γιατί παρακαλώ;
- Δέχτηκαν τον κανακάρη μου σε ένα πανεπιστήμιο της Αγγλίας για μεταπτυχιακό!
- Συγχαρητήρια! Σε ποιο πανεπιστήμιο;
- Κάτσε να δεις… πώς μου το είπε… Α, ναι! Στο πανεπιστήμιο του Πούτσεστερ!!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μία από τις πιο παλιές και πιο powerful εκφράσεις προσβολής, όπου κύριο θέμα είναι το σκατό, κάτι σαν το «να φας σκατά» (ή το αρβανίτικο «χάνα μουν»), αλλά σε πολύ πιο εξελιγμένη μορφή.

Σε γιαπί:
- Πιάσε ρε Κίτσο το σφυρί να 'ουμ.
- Χάνα μουν ρε
- Σκατά να φας, σκατά να πιεις, σκατά να πας να χέσεις, από σκατά να σηκωθείς και σε σκατά να ξαναπέσεις.
- ........!

(από tasurmata, 28/12/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία