Επιπλέον ετικέτες

Ο οδοστρωτήρας, σε λαϊκότερη και πιο «χωριάτικη» εκδοχή. Συναντάται κυρίως στις αγροτικές περιοχές. Λόγω του κυλίνδρου που διαθέτει στο εμπρόσθιο μέρος το εν λόγω χωματουργικό μηχάνημα για να συμπιέζει και να στρώνει το οδόστρωμα κυλώντας πάνω σε αυτό χρησιμοποιώντας το βάρος του.

Επίσης μπορεί να το συναντήσουμε και ως «κύλιντρος» ή ακόμη πιο ακραία «κύλιντρας».

- Κύριε Μήτσο θέλω να στρώσω λίγο το έδαφος εδώ μπροστά ώστε να μπορούνε να πατάνε τα αυτοκίνητα, αλλά δε θέλω να το ρίξω άσφαλτο γιατί θα πάει ο κούκος αηδόνι...
- Σώπα ρε που θα ρίξεις άσφαλτο! Θα φέρω 'γω μια μέρα το κατρακύλι, θα σ'το πατήσω καλά και θα γίνει τσιμέντο!
- Το... ποιο θα φέρετε;
- Το κατρακύλι ρε ... τον κύλιντρο, πώς το λένε!
- Αααα, τον οδοστρωτήρα εννοείτε!
- Ε, πες το κι έτσι!

(από cristoferino, 26/06/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Οι όρχεις ή αλλιώς λιμπά, καμπανέλια, καλαμπαλίκια, γκογκόβια. Ιδιαιτέρως ευαίσθητο σημείο της ανδρικής ανατομίας, εκτεθειμένο λόγω της θέσης του στη διαστροφή και το ανύπαρκτο έλεος κάθε περδόμενου, υποζυγίου έλξης, λογοτέχνη ή ζωγράφου, μαγείρου, Ιταλού, Πελοποννήσιου, ζαχαροπλάστη, βοτανοσυλλέκτη, μασκαρά, μουσικού. Ως απόρροια αυτής της αχαρακτήριστης επιθετικότητας, τα δυστυχή κατσαμπάνια πάσχουν συχνά από ιλίγγους με συνοδά φαινόμενα ολικής εξοίδησης.

Ωστόσο, κάποιοι ειδικευμένοι επιστήμονες ισχυρίζονται ότι η εξοίδηση μπορεί να οφείλεται σε υπαγορευμένες αλαζονικές συμπεριφορές, οπότε και είναι απαραίτητη μια κατά μέτωπον επίθεση για την αποκατάσταση της φυσικής ισορροπίας.

Σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες τα κατσαμπάνια αρέσκονται στην ψηλάφηση και τριβή τους με τα νύχια ή τις άκρες των δακτύλων. Μέχρι στιγμής δεν έχει καταστεί δυνατή η αιτιολόγηση αυτής της προτίμησης, εφόσον βεβαίως δεν πρόκειται περί ψεύδους.

Η λέξη είναι πιθανότατα λακωνικής προέλευσης, όπως φαίνεται και από εν εκ των παραδειγμάτων. Προς επίρρωσιν, να αναφέρω ότι την πρωτοάκουσα από τον μακαρίτη τον μπατζανάκη μου, Λάκωνα την καταγωγή.

  1. Τα «κατσαμπάνια» είναι τα αντρικά γεννητικά όργανα εξαιρουμένου του μορίου, οι όρχεις. Η λέξη ισορροπεί με χάρη ανάμεσα στην ευγενική αναφορά του αντικειμένου και στις μάγκικες / χωριάτικες καταβολές του αναφέροντός την, και χρησιμοποιείται κυρίως από μεσήλικες επαρχιακής καταγωγής.
    αριστερό.

  2. ΤΩΡΑ ΠΟΥ ΣΕ ΓΡΑΦΟΥΝ ΣΤΑ ΚΑΤΣΑΜΠΑΝΙΑ ΤΟΥΣ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΕ ΜΑΣ ΤΙ ΘΑ ΚΑΝΗΣ ; δεξί.

Επίσης από το νέτι :

ΝΑ ΨΟΦΗΣΟΥΝ ΟΛΟΙ ΤΟΣ. Ο ΚΟΣΜΟΣ ΠΕΙΝΑΕΙ Κ ΟΙ ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ ΤΗΣ ΒΟΥΛΑΣ ΠΑΙΡΝΟΥΝ ΒΑΣΗΛΗΚΟΥΣ ΜΙΣΘΟΥΣ ΓΙΑ ΝΑ ΞΥΝΟΥΝ ΤΑ ΚΑΤΣΑΜΠΑΝΙΑ ΤΟΥΣ Κ ΤΙΣ ΚΟΛΟΧΑΡΑΜΑΔΕΣ ΤΟΥΣ.

ΣΤΑ ΚΑΤΣΑΜΠΑΝΙΑ ΜΑΣ ΡΕ ΟΠΟΙΟΣ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΦΥΓΕΙ ΣΤΟ ΔΙΑΟΛΟ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΑΓΥΡΙΣΤΟ ΣΤΗΝ ΤΕΛΙΚΗ.
κατσαμπάνια ;.........τελικα τα @ρχιδι@ εχουν πολλα nicks.

Στη Μάνη τα λέμε κατσαμπάνια.

Η γιαγιά μου λέει μερικά μανιάτικα αλλά τα κατσαμπάνια δεν τα έχει ξεστομίσει ποτέ !
(Σ.Σ. Προφ επειδή δεν τα έχει βάλει ποτέ στο στόμα της).

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το ποπ-κορν στα κρητικά.

Επίσης χρησιμοποιείται για οτιδήποτε μαλακό και αφράτο σαν βαμβάκι, εξάλλου κατά τον Μπαμπινιώτη ''βαβούλι'' είναι το άνθος του βαμβακιού. Το έχω συναντήσει στην Μεσσαρά με την έννοια του ποπ-κορν. Μάλλον προέκυψε από τότε που πλούσιοι Αμερικάνοι ''υιοθετούσαν'' παιδάκια στα χωριά, κατά τις δεκαετίες 60-70 στέλνοντάς τους κάποια ρούχα και στηρίζοντας συμβολικά την οικογένεια με λίγα χρήματα. Όταν τα επισκέπτονταν συχνά κρατούσαν διάφορα αμερικάνικα προϊόντα, μεταξύ αυτών και ποπ-κορν. Καθώς έσκαγε ο σπόρος του καλαμποκιού και γινόταν το ποπ-κορν, έμοιαζε με ''βαβούλι'', εξ ου και η ονομασία.

- Πάω να βγάλω τα εισιτήρια, εσύ ίντα θα κάμεις;
- Πάω να πάρω τσι βαβούλες...
- Ε, κράτα μου κι ένα νερό!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτοκίνητο ανήκον σε καγκούρι, το οποίο έχει επενδύσει τρελά σε χαρκορίλα στέρεο 2.5 εκτομμυρίων βαττ τουλάστιχον και εννοεί να κινείται εντός του αστικού ιστού εκπέμποντας ηχητική ρύπανση σε ένταση που σου ματώνουν τ' αυτιά ένα πράγμα και νιώθεις το μπάσο να σου ανοιγοκλείνει την κωλ..., να σου δονεί τα σωθικά ρε παιδί μου.

Η έκφραση είναι Ξεσσαλονίκη 80's, άντε έρλυ 90's και αναφέρεται στο γνωστό και πολύ δημοφιλές κλαμπ της εποχής Μπουντρούμ, το οποίο στεγάζετο στον χώρο των πρώην Εκπαιδευτηρίων Δημητριάδη, απέναντι από το σημερινό ΙΚΕΑ. Το εν λόγω κλαμπ το λαλούσε το πράμα δυνατά και γενικώς ενοχλούσε ΠΟΛΥ, σίγουρα μέχρι το Φοίνικα, μη σου πω και αρχές Βότση και Καλαμαριάς άμα φυσούσε. Ωσεκτουτού έγινε συνώνυμο της πολύ υψηλής έντασης και έτσι χρησιμοποιήθηκε από τους Ξεσσαλλλονικιούς για τα καγκουράμαξα που περιέγραψα παραπάνω.

Παρακαλούνται οι resident media experts να ανεβάσουν σχετικά μήδια για το Μπουντρούμ, τα Εκπαιδευτήρια Δημητριάδη και δείγματα καγκουραμαξίων - παρακαλώ όχι μήδια του ΙΚΕΑ.

Disclaimer: To παρόν λήμμα και ο ορισμός του, ουδεμία σχέση έχουν με την παρούσα πολιτική κατάσταση και λογοπαίγνια με βιβλικές καταστροφές και σενάρια εξόδου από το ευρώ, ιφ γιου νόου γουάτ άι μην, κνκ

αατα

- ΝΤΦ ΝΤΦ ΝΤΦ ΝΤΦ ΝΤΦ ΝΤΦ ΝΤΦ...
- wtf;
- ΝΤΦΟΥΤΖΙΤΖΙ ΝΤΦΟΥΝΤΦΟΥΤΖΙΤΖΙ ΝΤΦΟΥΝΤΦΟΥΤΖΙΤΖΙ...
- Ρε Νώντα, τιστομπούτσο είναι αυτός ο σασυρμάς γαμώ το φελέκι μου μέσα γαμώ; Μας έχει πάρει τ' αυτιά!
- Ο Τρύφωνας περνάει από κάτω ρε, με το κινητό Μπουντρούμ που έχει γι' αμάξι.
- Μα ντιπ κάγκουρας ρε πούστη μου... Έτσι να κάνει ο κώλος σου!

Δες και ντάπα ντούπα, ντάμπα ντούμπα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το καμμένο υπόλειμμα. Σπανιότερα το απομεινάρι, το κατακάθι, το κουκούδι.

Διεκδικεί τη θέση του στο σλανγκρ, λόγω τοπικότητας του ιδιωματισμού για λόγους καταγραφής και μόνο. Δεν το ‘χω ακούσει πουθενά πλην της ιδιαίτερης πατρίδας μου (Γκάτζλαντ) και γίνεται πολλαπλή αναφορά σε Πασχαλινά τραπεζώματα κατά τα οποία συγγενείς συναγωνίζονται στις επιστημονικές γνώσεις τους για το ορθό ψήσιμο του οβελία, σπληνάντερου κλπ.

Ψάχνοντας την από νέτι προέλευση της λέξης, ο Κακάτσης είναι πατριδωνυμικό επώνυμο αρβανίτικης προέλευσης, ο καταγόμενος από το Κακάτσι της ΝΑ Αλβανίας (εδώ).

Ακόμα από νέτι: χάλα χάλα, Ποντιακός Χορός της περιφέρειας Κακάτσης (Αργυρούπολη). (εδώ).

  1. Βγάλτο συμπέθερε απ’ τη σούβλα, κατσίκι θα φάμε ή κακάτσι;

  2. Κακάτσι το ‘κανες γυναίκα το φαΐ, άχρηστη σα τη μάνα σου κι εσύ.

  3. Σταμάτα να βγάζεις κακάτσια απ’ τη μύτη σου, θα σου πέσει.

(από VAG, 22/03/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κρητική λέξη που σημαίνει κάτι το καλό, κάτι το κουλ. Συναντάται και ως «εκλεμπεριά».

- Καλό το καινούργιο Immortal;
- Έκλεμπερ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σλαβομακεδονική λέξη που σημαίνει κοπριές και προφέρεται με δασύ σίγμα. Απαντάται συνήθως στον πληθυντικό, οι λεπέσκες, αν και δεν είναι σπάνια η χρήση του ενικού, η λεπέσκα.

Παλιότερα στα χωριά οι χωματόδρομοι ήταν γεμάτοι από κοπριές αγελάδων και ήταν συχνές οι φράσεις που περιείχαν τη λέξη αυτή.
Σημειώνουμε ότι οι ξεραμένες λεπέσκες είναι εξαιρετική καύσιμη ύλη. Το συγκεκριμένο καύσιμο στα ποντιακά λέγεται κουσκούρ' με δασύ σίγμα.

- Λέλε, γέμισε ο δρόμος λεπέσκες!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο αρσενικός βάτραχος. Κρητική λέξη. Λέγεται επίσης και αβοθρακός. Χρησιμοποιείται για να δείξει άνθρωπο πολυάσχολο.

- Ήντα κάμεις μρε Μανωλιό;
- Άσε, μρε Γιώργη, τρέχω ωσάν τον αφορδακό.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο βάτραχος, συναντάται και τζαμπλιάκι (βατράχι). Προφέρεται και ως τζιάμπλιακας ή και τζιαμπλιάκ' (χωριατιστί).

- Ούι μανούλαμ, πήγα στου πουτάμ' κι έπαιζα μις στου νιρό κι μι κατούρντσι τζάμπλιακας κι έβγαλα μπασταρδίτσα...

(από VAG, 15/02/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αποτελεί λέξη από τη Σουφλιώτικη διάλεκτο, είναι πιθανό να 'ναι ηχοποιητική λέξη και σημαίνει μικρή γούρνα με νερό.

= Πρόσιχι Μήτσου μη πέης μι του τρακτέρ μεστ' μπλιούνγκαααααα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία