Ιδιαίτερα παλαιό λολοπαίγνιο για το αυτοκίνητο.

Πρόκειται μάλλον για σκόπιμο μποστικό βαρβαρισμό, κατά τα ελεωφορείο, αρκούδως, ιπποδήλατο, υγρόν αγόραζε, βραδυόφωνο, τουλάστιχον, ανθηρόστομος, λουκλάνικο κ.α. παρεμφερών γελοιοτήτων (βλ. πιχί εδώ). Κατά άλλους, αποτελεί τοπικό ιδιωματισμό νίντζα (βλ. τελευταίο παράδειγμα).

- εχω κι εγω εφτακινητο...αμε.... ενα AX GTi 1.4 multipoint....το εν ελλαδι le mans....τρεχει πολυ....ειναι καλο...ειμαι και ομορφο αγορι...ναι...
(εδώ)

- Μετά από μερικές μέρες έδεσα το τρέϊλερ με το φουσκωτό στο εφτακίνητο και μετά από 2-3 ώρες βρεθήκαμε στην Αίγινα.
(εκεί)

- Κατά την διάρκειαν του συμμοριτοπολέμου, ο στρατός είχε διανοίξει προχείρους οδεύσεις διά την κίνησιν των οχημάτων μέχρι και των πλέον αποκρήμνων κορυφών. Εις κάποιο ορεινόν χωρίον του Γράμμου, έφθασε μίαν ημέραν μία μικρά φάλαγξ οχημάτων, την οποίαν περιεκύκλωσαν οι ολίγοι κάτοικοι, γυναίκες και μικρά παιδιά. Μερικαί εκ των γυναικών δεν είχον ιδεί εις την ζωήν των αυτοκίνητον και ίσως ήκουον και την λέξιν διά πρώτην φοράν. Μία εξ αυτών το είπε: «εφτακίνητο» (διά την ακρίβειαν «ιφτακίντου»). Η λαϊκή γλώσσα δεν έχει λέξιν με πρώτον συνθετικόν την αντωνυμίαν «αυτός», ενώ έχει λέξεις με πρώτον συνθετικόν το «εφτά». Η αγράμματος λοιπόν αυτή γραία δεν συνέλαβε καλώς την λέξιν, δεν εγνώριζε βεβαίως την ετυμολογίαν την και ενόμισεν ότι κάπως πρέπει να ομοιάζη με λέξεις τας οποίας εγνώριζεν. Οι «πιτσιρίκοι», οι οποίοι ήδη είχον αναμιχθή με τους στρατιώτας και συνέλαβον ορθώς την λέξιν, ήρχισαν να την πειράζουν: «Μωρέ θειά, δεν του λιέν ιφτακίντου, αλλά αυτουκίντου». Τελικώς το είπε και αυτή: αυτουκίντου.
(παπαραπέρα)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κωδική έκφραση ανδροπαρέας της δεκαετίας του ’80, περιορισμένη γεωγραφικώς στην περιοχή της Γλυφάδας, για να περιγράψει την πίτα-γύρο, της θρυλικής ψησταριάς «Ο Αίνος» στην Ι. Μεταξά.

Λεγόταν γενικότερα αλλά ειδικά όταν στο κοινό υπήρχαν πιθανοί νέοι στόχοι (γκομενάκια), ώστε να μην καρφωθεί η αντροπαρέα που θα πήγαινε για το πατροπαράδοτο και τιμημένο ντερλίκωμα, μετά ζύθου και λοιπών, αμιγώς ανδρικών παραδόσεων (ρεψίματα, κλπ.), το οποίο όπως και να το κάνουμε, δεν είναι και το καλύτερο όταν θες να ρίξεις το πιπίνι.

Αντιθέτως, χρησιμοποιώντας την κωδική φράση «Πάμε για εσκαλόπ», έδινες έναν αέρα κοσμοπολίτικο, ότι πάμε και καλά σε γκουρμέ εστιατόριο, όπως το Churasco (για όσους θυμούνται).

Η ακόμη πιο τιμημένη μορφή, η οποία σαφώς απαιτούσε κωδικό-καμουφλάζ, ήταν «Εσκαλόπ αλά κρέμ», ήτοι: πίτα γύρο με έξτρα τζατζίκι.

Όπως είναι φυσικό με όλες αυτές τις γκουρμεδιές, το μαγαζί δεν θα μπορούσε να αναφέρεται ως «Αίνος», οπότε απέκτησε την κωδική ονομασία “L’ Enoir” (Λ’ ενουάρ).

- Ρε συ Γιώργο, τι είναι αυτά τα πιπίνια;
- Κάτι καινούργια που γνωρίσαμε χθες στον Ειρηνικό
- Α καλά… Να σου πω, πείνασα λιγάκι, θα πάμε για κανένα εσκαλόπ στο L’ Enoir;
- Κάτσε να κανονίσουμε ραντεβού για αύριο και φύγαμε. Αλά κρεμ εννοείται ε;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το glitter που βάζουν οι γυναίκες στα χείλη ή και αλλού για να προσδώσει λάμψη (σημαίνει λάμψη στα αγγλικά) προφέρεται γκλjίτερ με χαρακτηριστική πελοποννjησιακή προφορά για μεγαλjύτερο χαβαλέ.

Βλ. και «Αντζελjίνα Τζόλjι», «η αλjήθεια αλjήθεια», μαλλjί, γυαλjί και παντελόνjι Ljee κ.ο.κ. (λήμμα γραμμένο από προσωπική εμπειρία).

- Ου να μου χαθείς, που μου θες και γκλjίτερ! Έχεις δει τη μούρη σου στο facebook;

(από Khan, 24/07/13)Επανάληψη στο ορθό χρώμα! (από Khan, 11/04/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η μούφα, η μαϊμού, το ντεμέκ.

Ως γνωστόν οι ονομαζόμενοι Βλάχοι αυτοαποκαλούνται Armani, έτσι λοιπόν στα βλάχικα το λήμμα σημαίνει κυριολεκτικά από το εμπόριο/μαγαζί (τα βλάχικα βρίθουν ελληνικών δανείων) των Βλάχων.

Δεδομένου ότι και ιστορικά πολλοί Βλάχοι διεκρίθησαν ως έμποροι (σε Βιέννη, Τεργέστη, Οδησσό κτλ.) από τον 17ο έως και τον 19ο αιώνα, το λήμμα αποκτά και μία ιστορική υπόσταση.

Τώρα, για το πραγματικό Emporio Armani μην γλείφεστε οι έχοντες, και το Γιωργιό μάλλον θκο μας παιδί ήτανε (ναι, αλλά τίνος;)

Συναφή: Artisti Gargaliani, Χαρμάνι, Μπιτσιάνι

- Εεε ι ααα, α; (=άτσα κουστουμιά ο ανάπηρος!)
- Αρι χαμένε, Emporio d' Armani είν΄δεν το τράς;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία