Επιπλέον ετικέτες

στειλιάρι, στυλιάρι

  1. Κομμάτι ξύλο.
  2. Mεταφορικά: ο αγράμματος άνθρωπος.
  1. Θ' αρπάξω το στειλιάρι και θα δεις!
  2. Καλά είσαι τελείως στειλιάρι; Δεν καταλαβαίνεις;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τζεντζερές ή τζέντζερης: στα Πολίτικα και στα Ποντιακά είναι οικιακό μαγειρικό σκεύος. Κάποιοι το παραβάλλουν με το γνωστό μας τέντζερη, δηλαδή, την κατσαρόλα.

Χρησιμοποιείται στην καθομιλουμένη από κατοίκους της Βορείου Ελλάδος, σε περιοχές όπως η Ημαθία, οι Σέρρες, η Κομοτηνή κ.α., όπου οι Ποντιακές καταβολές του καθημερινού λόγου δεν έχουν ακόμη εξασθενίσει.

Ως χαρακτηρισμός προσώπου χρησιμοποιείται σαν υβριστικό της διανόησης, συνώνυμο της βλακείας, ομόηχα με τον «τενεκέ» (θυμηθείτε τον «τενεκέ ξεγάνωτο» του αειμνήστου Βαγγέλη Γιαννόπουλου)...

σο σπίτ ντ'εμπαίνει ο τζεντζερές...και κάθεται σο κρύον

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η φράση αποτελεί παράφραση της παλιά παροιμίας «το χρήμα πολλοί εμίσησαν, τη δόξα ουδείς». Η σλανγκοπαροιμία περί μαλάκα και μαλακίας προκύπτει από την αρχική παροιμία μάλλον με τη μεσολάβηση της εσφαλμένης μεν αλλά σύντομης και εύχρηστης εκδοχής «το χρήμα πολλοί αγάπησαν...», η οποία βέβαια παραλείπει το «τη δόξα ουδείς» γιατί θα ήταν πασιφανές λάθος, και η οποία δε συγκρίνει χρήμα και δόξα, απλά καταγγέλλει την φιλαργυρία και τα άσχημα καμιά φορά αποτελέσματά της....

Η σλανγκ πλιατσικολόγησε πάνω σε αυτή την εσφαλμένη και ηθικολογική εκδοχή αναφερόμενη στο πολυαγαπημένο της ζήτημα, τη μαλακία, και μεταφέροντας τη σύγκριση στο επίπεδο όχι διαφορετικών αξιών (χρήμα ή δόξα) αλλά μεταξύ πράξης και υποκειμένου της πράξεως: μεταξύ «μαλάκα» και «μαλακίας». Έτσι, όμως, έδωσε και ένα άλλο, όχι πιστό, αλλά εξίσου ισχυρό νόημα, στην όλη νοηματική δομή της αρχικής παροιμίας...

Να σημειώσουμε ότι ως φόρμα, η φράση είναι φοβερά σλανγκοεύχρηστη: σχεδόν κάθε χαρακτηρισμός μπορεί να ενταχθεί και να προκύψουν φράσεις με λεπτές νοηματικές αποχρώσεις, αλλά και μικρές οάσεις αμφισημίας που είναι όμως ανάλογα την περίσταση τίγκα στο νόημα, λ.χ.

  • το πουστρηλίκι πολλοί αγάπησαν, τον πούστη ουδείς
  • το κλανίδι πολλοί αγάπησαν, τον κλασμένο ουδείς
  • το γαμήσι πολλοί αγάπησαν, τη γαμιόλα ουδείς, κ.λπ. κ.λπ.

    Γενικά, το νόημα είναι περίπου ότι μια πράξη αγαπητή και ηδονική, δε θα πρέπει πάντως να γίνεται καθ' υπερβολή ώστε να χαρακτηρίζει κάποιον... Οπότε, η αφηρημένη δομή και φόρμα έχει περάσει στη σλανγκ (βάλαμε το «μαλάκας» συγκεκριμένα περισσότερο ως εμβληματικό), γιατί καλύπτει μια ανάγκη: την ανάγκη με ασεβή τρόπο (που εξασφαλίζεται με την βεβήλωση μιας ηθικοπλαστικών καταβολών αρχικής φράσης) να μπορούν να καταγγελθούν, όταν πρέπει, τα καθόλου μισητά κατά τα άλλα για τη σλανγκ φαινόμενα υπερβολής.

Θα πρέπει επίσης να πούμε ότι, σαν φράση γενικά και ειδικά δεν είναι και πολύ ποιοτική, ούτε καν για σλανγκ, ανήκει στα τάρταρα της σλανγκ, not least επειδή περιέχει καθ' υπερβολή και παρήχηση σλανγκο-ύβρεις. Και νοηματικά, δεν είναι τόσο καλή ώστε να τη λέμε συχνά, έστω κι αν σχηματίζεται πολλές φορές μέσα στο κεφάλι μας με ακατανίκητο συνειρμικό τρόπο. Για το ότι δεν τη λέμε ευθύνεται επίσης η σχετική της αμφισημία/αστοχία για παροιμία που θέλει να είναι («ποιοι αγάπησαν τη μαλακία;» «δεν υπάρχουν μαλάκες που αγαπήθηκαν;»). Συγγενεύει δηλαδή γενικά με ένα απροσδιόριστο βασίλειο καθημερινής γλωσσικής σαχλαμάρας, διαφορετικό πάντως από αυτό στο οποίο ανήκουν όσα ο χρήστης Jesus έχει επισημάνει ως προσδίδοντα γελοιότητα στο λόγο εδώ, και διαφορετικό και από το βασίλειο των σεφερλισμών.

Απαντά και με το αρχαιοπρεπέστερο «ηγάπησαν».

Παράδειγμα 1 (από δικού μου)

- Με παράτησε η Φιλίππα, γιατί λέει στέλνω mail στις πρώην μου... μπουχουχου...
- Εμ, τη μαλακία πολλοί αγάπησαν, το μαλάκα ουδείς...

Παράδειγμα 2 (από blog - συνιστώ ανεπιφύλακτα να διάβάσετε το συγκεκριμένο ποστ)

Αγαπητοί εν Χριστω αδελφοί να γνωρίζετε ότι αν την τινάζετε πάνω από τρεις φορές θεωρείτε αυνανισμός (μαλακία).

Την μαλακία πολλοί αγάπησαν, τον μαλάκα ουδείς.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση που προσφωνείται απαξιωτικά αλλά με πραότητα όταν κάτι πρέπει να υποβιβαστεί.

- «Σήμερα στον ΑΝΤ1 τα καλλιστεία για την Miss Ελλάς 2016».
- Της ψωλής μου τα μαλλιά. Άλλαξε κανάλι ρε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ευφημισμός. Το τιμημένο = το γαμημένο.

Καθιερώθηκε το καλοκαίρι του 2004 στον τελικό του Euro στη Λισαβόνα. Μετά τη λήξη του ματς και ενώ το στάδιο περίμενε την απονομή οι Έλληνες φίλαθλοι τραγουδούσαν:

«Σήκωσε το, το γαμημένο
Δεν μπορώ, δεν μπορώ να περιμένω».

Άλλα χρόνια. Επειδή η κατάκτηση της κούπας ήταν εθνική υπόθεση δεν ήταν δυνατόν, βεβαίως, να επιτραπούν αι βωμολοχίαι, κι έτσι από την άλλη μέρα κιόλας στις εφημερίδες και αλλού το γαμημένο είχε αντικατασταθεί από το τιμημένο - με τον καιρό προτάθηκαν και άλλες εναλλακτικές λύσεις π.χ. το ευλογημένο, το αγαπημένο, το ονειρεμένο και άλλες τέτοιες μαλακίες. Ίσως και να ήταν αναπόφευκτο κάτι τέτοιο - ώστε να έχει κάτι να απαντήσει ο ταλαίπωρος πατέρας στο τετράχρονο γιο του όταν ρωτούσε «μπαμπά, τι φωνάζουν αυτοί με τα άσπρα και τα μπλε;»

Την πατρότητα του ορίτζιναλ συνθήματος την διεκδικούν οι οπαδοί του ΠΑΟΚ οι οποίοι υποστηρίζουν ότι αυτοί το φώναξαν πρώτοι μετά τον τελικό κυπέλλου με τον Άρη το 2003. Υπάρχουν ντοκουμέντα που υποστηρίζουν την άποψη αυτή (βλ. το κλιπ) αλλά είναι πιθανό ότι το σύνθημα είναι ακόμη προγενέστερο.

Στην τρέχουσα γλώσσα, το τιμημένο αντικαθιστά το γαμημένο όταν για κάποιο λόγο θέλουμε να είμαστε ηπιότεροι στις εκφράσεις μας αλλά συγχρόνως και να δείξουμε ότι εννοούμε απολύτως αυτό που λέμε. Είναι ενδιαφέρον ότι, σε μερικές περιπτώσεις τουλάχιστον, η ασθενέστερη γενικά έκφραση - το τιμημένο - καταλήγει να προσδίδει μεγαλύτερη έμφαση.

- Έλα ρε Λίτσα, κλείσ' το το τιμημένο το παντζούρι ... μας έχει πεθάνει η αντηλιά ...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μετά την εμπειρία μιας σχεδόν 5ετίας μανιασμένου ψόφα, ψόφα, ψόφα, ξεκινάει νομίζω/ελπίζω η αργή πορεία της συνειδητοποίησης του πόσο έφθειρε τη ζωή μας αυτός ο θυμός για οτιδήποτε μας θύμιζε τον «παράδεισο» που ζούσαμε και χάσαμε, χωρίς τουλάχιστον να ψοφήσει η κατσίκα του γείτονα, ώστε να ηδονοτριφτούμε μετά μανίας και χαιρεκακίας. Ήδη και μόνο η αναφορά σε *κίνημα «ψόφα» *δείχνει(;) μια τάση αυτογνωσίας.

● Οι αντιδράσεις των μαχητών του πληκτρολογίου ενδεικτικές μιας κοινωνίας που καταρρέει.

● Οι συνδικαλιστές που την προπηλάκισαν της «εύχονταν να ψοφήσει από καρκίνο».

1.Το κίνημα του “ψόφα!”, όλοι εκείνοι που από το 2011 εξαπολύουν από τα social media απίστευτης σφοδρότητας και ανατριχιαστικής χυδαιότητας επιθέσεις σε όποιον εκφράζει άποψη διαφορετική από το δικό τους αυριανισμό, θρηνεί με κροκοδείλια δάκρυα τον Βαγγέλη Γιακουμάκη. Και καταδικάζει το μπούλινγκ. Ουαί υμίν υποκριταί!

  1. Άντε τώρα να συμμετέχεις στο hashtag 'φασισμός είναι' κ να καταδικάσεις το κίνημα του ψόφα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το πόμολο εσφαλμένα ταύτισε το τραμπάκουλο με το ταράκουλο, με αποτέλεσμα η έκφραση παθαίνω τραμπάκουλο να έχει ψιλοκαθιερωθεί (βλ. εδώ).

Άλλο όμως οι Τουπαμάρος κι άλλο το μουνί της Μάρως. Το βέρο τραμπάκουλο (> Ιταλ. trabàccolo) υπήρξε espèce de αργοκίνητο ιστιοπλοικό που προ αιώνων μετέφερε εμπορεύματα κι επιβάτες στην Αδριατική.

Η πρώτη εκσλάνγευση του όρου αφορούσε σε εύχοντρους και δυσκίνητους ανθρώπες, κυρίως του ασθενούς φύλου, της συνομοταξίας φακλάνα, μαούνα, θωρηκτό Ποτέμκιν.

Δευτερεύουσα σημασία: υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις στην ιστιογραφία ότι το τραμπάκουλο εκφέρεται κι ως συνώνυμο τση καρπαζιάς.

  1. - Το μεγάλο, ογκώδες, άχαρο, κατσιβέλικο αντικείμενο, ιδίως όχημα.
    (Kitty Darling, εδώ)

  2. - ΟΚ, είναι το αργό καράβι και λέγεται επίσης για μια γυναίκα κάποιων κιλών που περπατάει σεινάμενη-κουνάμενη.
    (ΡΤΠ, εδώ)

  3. - Έτσι λοιπόν, την ώρα που ο Αστέρας πάλευε με τα σύγνεφα, μπήκε ο λεγάμενος στο μαγαζάκι, μποτζάροντας δώθε κείθε, σαν τραμπάκουλο σε σοροκάδα.
    (Μ. Καραγάτσης, εδώ)

  4. - Ενα πράμα δμως άπορώ : πώς κρατείς στά λιανά σου τά πόδια, στά καλάμια σου, αυτό τό τραμπάκουλο.
    (Γ. Ξενόπουλος, εδώ)

5.
- θα σου ρίξω ένα τραμπάκουλο

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κυριολεκτικά, η σούφρα. Κυριολεκτικά, ο μαλάκας ή ο ντίρλας.

Πρόκειται για συμπιεσμένη μορφή του λήμματος κωλοτρυπίδι.

  1. Καλο σεξ με ενναλαγες στασεων και καλη συμμετοχη απο μερους της..... Δυσκολευτηκα ... Εβλεπα και το τρυπιδι της και το τρενο τρελαινόταν.Τσαφ τσουφ τσαφ ...

  2. Έτσι ρε τρυπίδι! Να ορθώσεις το ανάστημα σου και να το παραδεχτείς. Εγώ σου μιλάω ακόμα ενώ οι άλλοι τζάσανε.

  3. Άντε να περάσει η ώρα να βγούμε να γίνουμε τρυπιδι απ'το ποτό να αρχίσουμε να στέλνουμε μηνύματα σε πρώην να πάμε να αυτοκτονήσουμε μετά.

(Από το διαδίκτυο)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αναφέρεται πολύ λιγότερο σε ένα στόμα που λόγω κάποιων ανατομικών λεπτομερειών, όπως λ.χ. τα τσιμπουκόχειλα, φυσικά ή κονάτα, θα προσέφερε ηδονjική αίσθηση κατά την τέλεση πεολειχίας, ενώ περισσότερο είναι βρισιά που χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να απαιτήσουμε από τον συνομιλητή μας να σωπάσει άμεσα. Χρησιμοποιείται, δηλαδή, περισσότερο σε φράσεις τύπου «μην πιάνεις το τάδε στο τσιμπουκόστομά σου», «να πλένεις το τσιμπουκόστομά σου όταν μιλάς για το τάδε», «βούλωσε το τσιμπουκόστομά σου» κ.τ.ό. Εννοείται ότι το στόμα του συνομιλητή είναι μιασμένο και για αυτό δεν έχει το δικαίωμα να ομιλεί για ορισμένα θέματα, που χαρακτηρίζονται από ιερότητα.

Δευτερευόντως, βέβαια, ο όρος μπορεί να αναφερθεί και κατά την περιγραφή μιας αναγεννησιακής πουτανόφατσας, ή ως γαμησιάτικο μπινελίκι κυρίως κατά την τέλεση CIM.

  1. Αυτη η καριολα-παλιοπουτανα-βιζιτου-ξεκολιαρα κ.λ.π. κ.λ.π...μην τολμησει να ξαναβαλει στο γαμημενο το τσιμπουκοστομα της ξανα το ΠΑΟΚ μας. (Εδώ).

  2. Κατά τα άλλα το «Για όλα φταίει ο εθνικισμός» ξέρουν να το πιπιλάνε στο τσιμπουκόστομα τους, αλλά ξεχνάνε ότι ΚΑΙ για την ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ τους οι «κακοί» εθνικιστές ματώσανε..... (Εδώ).

  3. Αν θελετε να μιλησετε για Μακεδονια να πληνετε το τσιμπουκοστομα σας εκατο φορες με μπεταντιν και μετα. και μετα να κανετε πλαστικη γλωσσας (Εδώ).

  4. Και χαίρονται οταν ακούνε απο ένα Τσιμπουκόστομα μιάς Πουτανας..να λέει ...¨ΟΛΟ ΣΤΟΜΦΟ....«ΕΜΕΙΣ ΣΤΟ ΠΑΣΟΚ !!!!! (Εδώ)

  5. είναι μια αδύνατη κοπέλα με μεγάλα τουρμπινάτα συλικονάτα στήθη tits και ένα απίστευτο τσιμπουκόστομα. (από μπουρδελοσάιτ)

Βλ. και τσιμπουκότρυπα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

H γυναίκα η οποία χαρακτηρίζεται από άσχημη και άγρια εξωτερική εμφάνιση και συνήθως φορτώνεται τους άλλους και τους κυνηγάει, προς εύρεση ερωτικού συντρόφου.

  1. - Πού πήγε ο Νίκος; τον είδες; - Φίλε μόλις έγινε λούης, γιατί τον κυνηγούσε το τσουπακάμπρα από δίπλα...

  2. - Σε λίγο έρχεται ο Τάκης με τη Σοφία...
    - Ωχ ρε φίλε, τι το ήθελε το τσουπακάμπρα μαζί; θα μας τα κάνει ζέπελιν πάλι...

(από salina, 17/06/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία