Απαντάται, μάλλον αποκλειστικά, στην κρητική διάλεκτο -παρά το γεγονός ότι πρόκειται για μεσαιωνική λέξη- και σημαίνει: μαλλί / μαλλιά, τούφα. Για την ακρίβεια, χρησιμοποιείται κυρίως στον πληθυντικό, σκουλιά, που σημαίνει μαλλιά, συνήθως λυτά και πάντως απεριποίητα.

Η ετυμολογία της λέξης (σύμφωνα με το λεξικό της Πάπυρος Larousse): σκουλί < μσν. σκουλλίν < αμάρτυρο τ. *σκολλίον, υποκορ. τού σκόλλυς «τρόπος κουρέματος», με κώφωση τού -ο- σε -ου- (πρβλ. κώδων: κουδούνι), ενώ η ίδια η λέξη συνδέεται πιθανώς και με το φυτό «Πράσιον το ξενικόν», aka «σκουλόχορτο», ευρύτερα γνωστό σαν ασπροπρασιά, καλάνθρωπο και μαρμαράκι (για την ετυμολογία και τη σύνδεση με το φυτό, βλ. και εδώ).

Στο ίδιο forum εντόπισα κάποιες επιπλέον έννοιες του όρου τις οποίες δε γνώριζα. Πρόκειται για τις κάτωθι:
1. Δεμάτι από λαναρισμένο λινάρι, καννάθι ή μαλλί, που είναι έτοιμο για κλώσιμο.
2. Δέσμη από τυλιγμένο νήμα, κούκλα, ματσάκι.
3. Σύνολο από πράγματα που έχουν δεθεί μαζί, μάτσο, δεσμίδα.

Πρέπει να σημειωθεί πως το ευρέως διαδεδομένο κρητικό επώνυμο Σκουλάς (συναντάται και το «Σκουλάκης») προέρχεται από αυτή τη λέξη. Σχετική ιστορία για το επώνυμο αυτό μπορείτε να βρείτε εδώ.

Κρητικιά μαμά στον πιτσιρικά της:
Μάζεψε μωρέ τα σκουλιά σου! Πώς μπορείς και διαβάζεις έτσι που πέφτουν στα μάτια σου;
(Για τις υπόλοιπες έννοιες δεν παραθέτω παράδειγμα, γιατί πραγματικά δε γνώριζα καν πως υπάρχουν και τυχόν παραδείγματα να μην αποδίδουν σωστά αυτές τις επιπλέον χρήσεις του όρου).

Marrubium vulgare, aka σκουλόχορτο (από mafie, 11/11/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παραδοσιακός τρόπος εκφοράς της λέξης «πουτάνα» στα Σφακιά.

Η προφορά έχει ως εξής: η πρώτη συλλαβή είναι τονισμένη σε βαθμό να δημιουργείται παύση μεταξύ αυτής και της δεύτερης και το «τ» ακούγεται σε δυο χρόνους (εξ ου και προτίμησα αυτήν την ορθογραφία), ενώ το αρχικό «π», ακόμα κι αν προηγείται «ν», δε γίνεται ποτέ «μπ» (διατήρηση που είναι σπάνια), ώστε ο ήχος φέρνει σε «πτ!»(ύελο).

Ως χαρακτηρισμός είναι αμετάκλητα απαξιωτικός για τη γυναίκα στην οποία αποδίδεται και συνδηλώνει παράλληλα την πρόθεση του χρήστη να απαξιώσει - αγνοώντας την - τη διαφοροποίηση ανάμεσα σε κατ' επάγγελμα και κατά ήθος (σύμφωνα με την αντίληψή του) πόρνες.

Να σημειωθεί ότι πολλές λέξεις οι οποίες (ακόμα και σε άλλα μέρη της Κρήτης) έχουν «ου» στην πρώτη συλλαβή, στα Σφακιά έχουν διατηρήσει το αρχικό «ο» ή έχουν παρεπιδραστικά μετατρέψει το «ου» σε «ο» (ή σε κάτι ανάμεσά τους), πχ. κουρντίζω - κορντίζω, κουλαντρίζω - κολαντρίζω, κουτάλα - κοτάλα, βούπα (το ψάρι γώπα) - βώπα, ακόμα και το κουρά μπορεί να ακουστεί ως κορά κλπ.

- Πού 'ναι μρε το Στραθιό;
- Αυτός μρε τά'ει μπλεμμένα με μια ποττάνα στα Χανιά και δε γατέω ίντα θα τ'αποβγάλει....

- Και πώς σου φανήκανε οι φίλες της ξαδέρφης σου;
- Ποττάνες...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εκτός από τη γνωστή έννοια, στην Κρήτη σημαίνει και στάχτη (από ξύλο) και χρησιμοποιείται στη ζύμη για τα κουλουράκια ώστε να γίνονται πιο αφράτα και κρατσανιστά. Τώρα γιατί το λένε έτσι, αφήνω τη φαντασία σας ελεύθερη. Εγώ νομίζω πως, για κάποιο λόγο, στο συλλογικό φαντασιακό των Κρητών το γκρίζο χρώμα της στάχτης παραπέμπει στα γκρίζα μαλλιά των γέρων που συνήθως είναι άλουστοι. Ίσως ο Χαλ να ξέρει να μας πει κάτι συγκεκριμένο.

- Στα κουλουράκια η μάνα μου βάζει πάντα αλουσιά, γι' αυτό γίνονται έτσι νόστιμα.
- Αλουσιά;;; Μπλιάξ!!!! Τι είν' αυτή η αηδία;
- Ηρέμησε ρε πούστη, στάχτη είναι.
- Καλά, άσε, δεν θα πάρω.
- Είσαι και πολύ μαλάκας, μη σώσεις να δοκιμάσεις. Λες και σου είπα ότι βάζει σκατά μέσα.

O Σκύλος απ\' την Ανδ αλουσιά (από Vrastaman, 20/01/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το καρφιτσάκι με το φιογκάκι και το σταυρουδάκι που βάζουμε στο γιακαδάκι όταν βαφτίζεται ένα μωράκι. Κρητικό.

Προφ ιταλιάνικης προέλευσης. Δεν βλέπω κάποια ιδιαίτερη σχέση με τον σάντολο, εκτός αν πρόκειται για αναγραμματισμό από παραφθορά της λέξης. Ας μας πει κάποιος κρητικοκριτικός...

Βρήκα μια σολοντία χάμω στον δρόμο και τη μάζεψα να τη δώσω στη θεία μου που κάνει συλλογή.

(από Galadriel, 04/05/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η συνομοταξία των λέξεων με τις οποίες δηλώνεται ο συρφετός άχρηστων μικροπραγμάτων έχει και Κρητικό μέλος: είναι η λέξη κούρκουτα.

Από τις άλλες σχετικές λέξεις που έχουν λημματογραφηθεί αναφαίνονται δυο κατηγορίες, σχηματικά, α) αυτά που έχουν να κάνουν με αποσκευές και φορητή οικοσκευή: τσιμπράγκαλα, συμπράγκαλα, ζυμπράγκαλα, τσουμπλέκι(α), τσαμπασίρια β) τα ακίνητα, αυτά που έχουν συσσωρευθεί σε ένα τόπο: καλαμπαλίκια, τσάντζαλα μάντζαλα.

Επίσης, είτε ως περιληπτικά ουσιαστικά, είτε ως δηλωτικά ενός μεμονωμένου μικροπράγματος, υπάρχουν και τα μπούμπιστρο, καλαμπαλίκι, καβλιτζέκι.

Η κατηγοριοποίηση είναι σχηματική και εκτενής ανάλυση υπάρχει στα περισσότερα λήμματα. Είναι, άλλωστε, δύσκολο να οριστούν οι όροι που ακριβώς υπάρχουν για να μας διευκολύνουν όταν δε θέλουμε να ορίσουμε κάτι.

Σε κάθε περίπτωση ο όρος κούρκουτα είναι εξαιρετικά εύχρηστος στην Κρήτη. Τα κούρκουτα ανήκουν μάλλον στη δεύτερη από τις πιο πάνω κατηγορίες, είναι για τον Κρητικό τα πράγματα που συσσωρεύονται σε ένα τόπο και εμποδίζουν. Πολύ συχνά είναι τα πράγματα που μαζεύουν είτε τα παιδιά είτε οι γέροι: κουτιά και παρακουτάκια, ντενεκεδάκια, σπασμένα μικροέπιπλα, μπιμπελό τις κακιάς ώρας κλπ...

Τα κούρκουτα παραπέμπουν και στον ήχο που κάνουν, τη φασαρία που προκαλείται κατά το συμμάζεμά τους ή όταν κάποιος σκοντάφτει πάνω τους. Γι' αυτό και θεωρώ ότι είναι ηχοποιήτη λέξη. Στο γλωσσάρι του ο Ξανθινάκης θεωρεί τη λέξη συγγενική με το κουλουβάχατα και το κουλουκούτερα (=χωρίς τάξη, ανακατωμένα).

Απαντά με την ίδια έννοια και η λέξη κουρκουταρία.

Απαντά επίσης το ρήμα κουρκουθιαίνω (κουρκουτιαίνω) = μπουνταλιάζω, γίνομαι χαζός, γίνομαι κουφιοκέφαλος, κούφιος όπως τα άδεια συνήθως κούρκουτα.

1....Ίντα μωρέ μου τ' αναμάζωξες έτανά τα κούρκουτα, γαμώ τον αντίθεό σου...

  1. - (Στα Αγγλικά των παιδικών μας χρόνων)
    - Τι κουρκουταρία ρε μαλάκα έχεις στην κασετίνα σου....Μπράβο...
    - (με υπερηφάνεια) Φίλε, δεν έχω πετάξει ούτε ένα κουτί μυτών μηχανικού μολυβιού από την πρώτη μικρή...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μαλάκα: τυρί το οποίο είναι μαλακό.

.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

1) Τα ορνιθοσκαλίσματα, ο δυσανάγνωστος και τσαπατσούλικος γραφικός χαραχτήρας. Λέγεται στην Κρήτη.

Αλλά γιατί λέγεται έτσι; Άγνωστο (δεν βρίσκω το λήμμα στο διαλεκτικό λεξικό που έχω εύκαιρο). Πάντως, δεν ξέρω στην Κρήτη οι καλικάτζαροι να λέγονται Καλικατσούνες, κατ' αντιστοιχία με όσα συμβαίνουν με τα καλικαντζούρια (το λήμμα που μας ενέπνευσε).

Βέβαια στην Κρήτη αγαπάμε γενικά (το μόρφημα) κατσούνες (και τα καλιτσούνια, αλλά μάλλον άσχετο), γιατί κατσούνα λέγεται η κυρτωμένη βέργα (γκλίτσα) του δυτικοκρητικού βοσκού - από Ψηλορείτη και ανατολικότερα λέγεται απλά βέργα - και κατσουνωτό λέγεται καθετί κυρτωμένο ή κυρτό. Κι έτσι όταν οι παλαιοί μάθαιναν να γράφουν τους έκανε πάντα εντύπωση πόση δύναμη έχουνε αυτά τα "κουλουράκια και τα κατσουνάκια", τα γράμματα δηλαδή. Αλλά γιατί τα κακά γράμματα λέγονται καλικατσούνες δε μπορούμε να το απαντήσουμε - όμως, λιγάκι περισσότερη εικοτολογία για την ετυμολογία μετά τα παραδείγματα.

Για την ευρύτητα της χρήσης της λέξης δείτε τα λίγα αλλά δηλωτικά διαδιχτυακά παραδείγματα (στα οποία φαίνεται ότι καλικατσούνες ενίοτε ονομάζονται γενικά προβλήματα στο γραπτό λόγο, όχι μόνο κακός γραφικός χαρακτήρας - μάλλον "λάθος" χρήση αυτή).

ΓΕΙΑ ΣΑΣ , ΕΙΜΑΙ Ο ΕΤΕΟΚΡΗΤΗΣ . ΑΠΟ ΟΤΙ ΕΚΑΤΑΛΑΒΑ ΕΠΑΕ ΘΑ ΓΡΑΦΟΜΕΝΕ ΤΣΟΙ ΠΡΟΒΛΟΙΜΑΤΙΣΜΟΥΣ ΜΑΣ ΤΣΑΙ ΕΠΕΙΔΗ ΕΧΩ ΠΟΛΥ ΚΑΙΡΟ ΝΑ ΠΙΑΣΩ ΤΟ ΚΟΝΔΥΛΙ ΤΣΑΙ ΤΗ ΠΛΑΚΑ ΘΑ ΣΑΣ ΕΖΗΤΗΞΩ ΝΑ ΜΗ ΜΟΥ ΠΑΡΕΞΗΓΗΣΕΤΑΙ ΤΣΟΙ ΚΑΛΙΚΑΤΣΟΥΝΕΣ ΜΟΥ. πηγή.

Στην εικόνα της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού ιστορείται ως γνωστόν ο Ιησούς εν μέσω Μωυσέως και Ηλιού. Ο προφήτης Μωυσής κρατεί ως ευανάγνωστο από τον καθένα χαρακτηριστικό της ταυτότητός του τις πλάκες των δέκα εντολών. Πλην όμως, δεν είναι καθόλου ευανάγνωστες οι πλάκες διότι οι εικονογράφοι αγνοούντες άλλωστε την εβραϊκήν έγραφαν απλώς διάφορες καλικατσούνες που να ομοιάζουν με την εβραϊκή γραφή. Ο λαϊκός εικονογράφος όμως, μέγας και πολύς Παρθένιος, ετόλμησε να κάμει τες πλάκες ευαναγνωστότατες από τον πάσα ένα. Και ιδού τι εσοφίσθη: έγραψε σε αυτές το Ελληνικό Αλφάβητο! πηγή.

Στη θεωρια φαινεται σωστο αλλα απο τη βιασυνη μου εκανα κατι "καλικατσουνες" που πολυ αμφιβαλω αν θα βγαζουν νοημα. Ελπιζω οπου οι εξεταστες αδυνατουν να καταλαβουν τι λεει λογω... κακου γραφικου χαρακτηρος, να τα λαμβανουν ως σωστα. πηγή.

οταν βλεπω τετοιες ποστ, το μονο που σκεφτομαι ειναι τι καλικατσουνες κανω. πηγή

Πάντως ναι, προκειμένου να κάνεις Άλδειες καλικατσούνες με τα ελληνικά στοιχεία (μπλιαχ), πολύ ωραιότερο κάτι όψιμο και ώριμο σαν την τυπογραφία του 1750, που αντιπροσωπεύει ο Αλέξανδρος… πηγή (μακάρι να την πρόσεχαν λιγάκι περισσότερο τη λέξη εκεί στου κυρ-Σαράντ).

άμα γύρισε ο έρμος ο Μπουζιάνης και ζωγράφιζε τέτοιες «καλικατσούνες» πού να τον πάρει σοβαρά η Ελλάδα του 35, του Μεταξά, του επαρχιωτισμού, της φτώχειας και της προσφυγιάς. πηγή.

Λίγα περισσότερα για την ετυμολογία: από τη μπροστινή μεριά της λέξης έχουμε αυτό το καλι- που μπορεί να ήταν κάποτε και καλ-ι- (δηλαδή με ένα ευφωνικό -ι-, όπως στα καλτσούνια-καλιτσούνια) και η λέξη να ήταν καλκατσούνες. Και το καλι- ως μπροστινό μέρος υπάρχει και σε άλλες λέξεις της Κρήτης, όπως το καλικώνω (βάζω παπούτσια, αλλά άσχετης προς τους εδώ σκοπούς μας ετυμολογίας - βλ. καλιγώνω ψύλλο) και το καλιμέντο (=καλό αποτέλσμα) που ίσως να έχει σχηματιστεί από το καλός+ μέντο (κατ' αναλογία προς το φαλιμέντο, τραταμέντο κ.α.). Άρα κάτι βρίσκουμε με το καλι- ως πρώτο συνθετικό, που θα μπορούσε ίσως να μας εξηγήσει ότι καλι-κατσούνες = (ειρων.) ωραίες κατσούνες. Αλλά πολύ εικοτολογία.

2) Από κει και πέρα καλικατσούνες βρίσκω ότι λέγεται και ένα είδος πτηνού στα Αιγαιοπελαγίτικα Νησιά. Λέτε οι καλικατσούνες να είναι τα σκαλίσματα της καλικατσούνας και όχι της όρνιθας;

Δεν επιτρέπω σε κανένα να εμφανίζεται ότι διαθέτει μεγαλύτερη περιβαλλοντική ευαισθησία από μένα. Αν κλείσουν οι ιχθυοκαλλιέργειες και φύγουν οι εργαζόμενοι από τη Λαγκάδα θα κλείσουν και τα σχολεία. Στο τέλος θα μείνει το χωριό με γλάρους και καλικατσούνες. πηγή.

.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το χαλάζι, στην κρητική. Το ανεβάζω, γιατί τη βρίσκω τρομερά χαριτωμένη λέξη. Πρέπει δε να σημειωθεί πως είναι τόσο ισχυρή η χρήση της λέξης αυτής έναντι της «χαλάζι», που έπρεπε να φτάσω 18 και να φύγω από την Κρήτη για να ανακαλύψω πως τελικά είχα δει «χαλάζι» κι απλώς μου το είχαν συστήσει ως «κουκοσάλι».

Θεσσαλονικιός: Α, κοίτα χαλάζι!
Κρητικός: Τι χαλάζι ρε; Αυτό είναι κουκοσάλι!
Θεσσαλονικιός: Χαχαχαχαχα «κουκοσάλι»; Τι λες ρε χωριάταρε;! Από τα Ούα κατέβηκες; Χαχαχαχαχαχα!
Κρητικός (έτοιμος να κλάψει): Μα αλήθεια, κουκοσάλι...

(από mafie, 04/09/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τα στιβάνια είναι οι μπότες που φορούν παραδοσιακά οι Κρητικοί. Τη λέξη δεν την βρήκα πουθενά σε ηλεκτρονικό λεξικό, γι' αυτό και τη χώνω εδώ, καθότι είναι πολυ-ακουσμένη και της αξίζει. Παρόλ' αυτά, πολλοί έλληνες την αγνοούν ή νομίζουν ότι πρόκειται για την κρητική βράκα. Άρα καιρός να βάλουμε τα πράματα στη θέση τους...

Πιθανολογώ ότι προέρχεται από την ιταλική λέξη Stivale, που πρόκειται για το ίδιο ακριβώς στυλ μπότας, το οποίο μάλιστα χαρακτηρίζεται ως ιταλικό. Διόλου απίθανο, καθότι από το νησί πέρασαν κι έκατσαν οι Ενετοί, ως γνωστόν.

Να πω κι ότι και η γερμανική λέξη για αυτόν τον τύπο μπότας προέρχεται από κει: stiefel και stival. Δείτε και τη φωτό στο προτελευταίο.

Δημιουργούμε χειροποίητα, ανθεκτικά κρητικά στιβάνια σε πολύ προσιτές τιμές. Εγγύηση η πολυετής εμπειρία μας.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παλαμοστέλιαρο -το λέει η ίδια η λέξη- είναι το «στελιάρι» της «παλάμης».

Στελιάρι λέμε το στρογγυλό, λείο, μακρύ, ξύλινο (συνήθως) κοντάρι κάθε εργαλείου (του κασμά, της τσάπας, της αξίνας, του φτυαριού κλπ). Το φτυάρι στη Κρήτη λέγεται και «παλάμη» (η).

Άρα «παλαμοστέλιαρο» είναι το στελιάρι της παλάμης (και μην ακούω ανοησίες)! Καμία σχέση με παλαμάρι.

Μπαίνεις σε κατάστημα εργαλείων στη Κρήτη και ζητάς :
- Ένα παλαμοστέλιαρο παρακαλώ.
και αμέσως σου δίνουν ένα στελιάρι του φτιαριού.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία