Ο ομοφυλόφιλος που έχει πολύ αδρά χαρακτηριστικά και γενικά είναι επιθετικός και αρρενωπός.

-Κοίτα τον τύπο με τη χάρλεϊ, όλο σφήνες μου κάνει!
- Φαίνεται αγριόπουστας, μην του κολλάς καθόλου γιατί κινδυνεύεις...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ρήμα χαρακτηρισμού προς ομοφυλόφιλους άντρες, το οποίο δηλώνει ότι λόγω της μεγάλης πίσω οπής τους, θα βούλιαζαν μέσα στο νερό.

- Δες το Τάσο πώς κουνιέται ρε!
- Καλά, αυτός βουλιάζει!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

H πουστοποίηση.

Ο όρος έχει χρησιμοποιηθεί από τον Πλεύρη (père).

- Όχι στην εκπούστευση της ελληνικής γλώσσας.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το όνομα του Γενοβέζου εξερευνητή Χριστόφορου Κολόμβου χρησιμοποιείται ενίοτε για να δηλώσει τον κολομπαρά, δηλαδή τον ενεργητικό ομοφυλόφιλο που του αρέσουν τα αγοράκια, ή κατ΄ επέκταση τον ομοφυλόφιλο εν γένει.

Το λολοπαίγνιο είναι αρκετά προφανές: Από το κολομπαράς (βλ. εδώ για ετυμολογία) προκύπτουν διάφοροι τύποι όπως κωλόμπα, λόμπα, λόμπας, κωλόμπος. Αυτό το τελευταίο ειδικά, δηλαδή το κωλόμπος, μπορεί να υποστεί μια τροποποίηση που θυμίζει το φαινόμενο του υπεραστισμού/ υπερδιόρθωσης, λ.χ. της μοδός, ή ψευδοκαθαρευουσιάνικους τύπους όπως ακομβίωτος, και να γίνει κολόμβος.

Το πλεονέκτημα αυτής της τροπής είναι ότι θυμίζει τον Χριστόφορο Κολόμβο. Αυτό είναι έτσι κι αλλιώς σλανγκικώς πρόσφορο καθώς ο εν λόγω κολομπαράς συνδέεται με ένα αιώνιο σελεμπριτόνι, και μπορεί ο όρος να χρησιμοποιηθεί και συνθηματικά. Υπάρχει όμως και το επιπλέον ότι καθώς ο Χριστόφορος Κολόμβος (επαν)ανακάλυψε την Αμερική αποτελεί συνήθη στόχο των αντιαμερικάνων που θέλουν να βρίσουν τις Η.Π.Α. για την πολιτική τους, οπότε κυκλοφορούν εκφράσεις όπως γαμώ την περιέργεια του Κολόμβου, ή και ευθέως γαμώ τον Χριστόφορο Κολόμβο τον πούστη (πούστης= περσινός κολομπαράς). Και γενικότερα σκεφτόμαστε ότι ο Χριστόφορος Κολόμβος ήταν πολύ περίεργος ώστε να ψάξει μια νέα ήπειρο, οπότε θα ήταν περίεργος και σε άλλα θέματα.

Εξάλλου, μην ξεχνάμε ότι το όνομα Χριστόφορος υβρίζεται συχνά ως λογοκριμένη τροπή του θείου ονόματος του Χριστού, για να αποφευχθεί το γαμωσταυρίδι, οπότε έχουμε βρισιές, όπως γαμώ τον Χριστόφορο τον πούστη, που περαιτέρω εμπεδώνουν την πεποίθηση ότι ο Κολόμβος την ανακάλυπτε την ήπειρο.

Η (α)γωνία του γερμανού μεταφραστή: Η έκφραση χρησιμοποιείται πολύ πιο σπάνια από το κολόμπος, περισσότερο ως λολοπαίγνιο παρά ως παγιωμένη αργκοτική έκφραση και το βρίσκει κανείς με δυσκολία στον γούγλη.

Πάσα: Αόρατη Μελάνη.

  1. Πωπωπω! Gay δημοσιογράφος στο MEGA; Τι είδηση… Μεσοπρόθεσμο, εξαθλίωση, εξόντωση του λαού, αλλά το διαδίκτυο κατακλύζεται με μία φημολογία περί σκανδάλου μεταξύ γνωστού, ομοφυλόφιλου δημοσιογράφου του MEGA τον οποίον έχει καταγράψει ο εραστής του σε ερωτικές στιγμές και τον απειλεί.
    Εδώ αρχίζει το μέγιστο δούλεμα. Γιατί; Μα εάν υπάρχει τέτοιο βίντεο και διαρρεύσει, αυτός που θα το κάνει πάει μέσα για κακούργημα! Ο “κολόμβος εκβιαστής”δηλαδή, την έχει βαμμένη με το που κυκλοφορήσει το βίντεο σε οποιονδήποτε δίαυλο. (Εδώ).

  2. - κοίτα που από κολομπαρίστες μου καταντήσατε κολομπίνοι
    - κολομβοι θα λες... (Εδώ).

(από Khan, 25/10/11)(από Khan, 25/10/11)(από Khan, 25/10/11)(από Khan, 25/10/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο ενεργητικός ομοφυλόφιλος. Ειδικότερα, άτομο μιας κάποιας ηλικίας που γουστάρει να πηδάει νεαρά αγόρια.

Τέτοιοι τύποι ασφαλώς και δεν ήταν άγνωστοι στους κλασικούς χρόνους (βλ. παράδειγμα 1). Ίσως και γι' αυτό οι συνδηλώσεις της λέξης δεν είναι απολύτως αρνητικές (βλ. παράδειγμα 2). Βασικά, ο Έλληνας δυσκολεύεται να αποφασίσει αν ο κολομπαράς είναι μερακλής ή απλώς πούστης. Σε ορισμένες χρήσεις, το κολομπαριλίκι αναφέρεται ως επιβεβαίωση ανδρισμού και περικλείει και μια αίσθηση απειλής (βλ. παράδειγμα 3). Περιορισμένη χρήση της λέξης γίνεται και από την γκέι κοινότητα, ως μια πιο αυθάδης εκδοχή του τοπ (βλ. παράδειγμα 4). Η λέξη χρησιμοποιείται και μη κυριολεκτικά ως βρισιά παντός καιρού και έτσι σημαίνει: αλήτης, κωλοπαίδι, τεμπέλης, ξεδιάντροπος (βλ. παράδειγμα 5).

Μια σημείωση για την προέλευση της λέξης. Η ετυμολογία από το κώλος + μπάρα μπορεί να είναι προφανής, μπορεί να είναι ευρηματική, αλλά είναι και λάθος. Η λέξη προέρχεται από το τούρκικο kulampara= ομοφυλόφιλος, παιδεραστής το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από το πέρσικο gulampare, μια παλιά ποιητική λέξη που σημαίνει αυτός-που-αγαπάει-αγόρια. Με δεδομένη αυτή την ετυμολογία, η σωστή γραφή είναι κολομπαράς, με -ο- και όχι με -ω-, στη βάση του κανόνα ότι η μετεγγραφή ξένων λέξεων γίνεται με τον απλούστερο τρόπο. Παρόλ' αυτά, γράφεται πολύ και κωλομπαράς.

Σχετικά λήμματα: κωλομπαράς, κωλόμπα, βερς, αγριόπουστας.

  1. Ο ποιητής Τυρταίος, κωλομπαράς σπουδαίος πήγε εις τον Σόλων, με όρθιον τον ψώλον
    «Σόλων Σόλων, πώς τον θες, μισόν η όλον;»
    Κι απήντησε ο Σόλων, σοφότερος εξ όλων:
    «Τυρταίε, μη φείδου ψώλον, έλα και χώστον όλον!» (μαθητική ρίμα)

  2. Active gay men (κωλομπαράδες) are much more tolerated (and at times respected) than passive gay men (κίναιδοι, πούστηδες, πουστάκια). (από μελέτη της ΕΕ για την ομοφοβία και τις διακρίσεις κατά των ΛΟΑΤ στην Ελλάδα, Φεβρουάριος 2007)

  3. Πιάσανε προχ8ές καμιά 100στη μπάσταρδους, αν μπαγλαρόνανε και αυτούς τους 200 που κάνανε διαμαρτυρία έξω από τα δικαστήρια, τότε θάχανε στο μπαλαούρο όλους τους γνωστούς-άγνωστους. Αν, λέω αν, τους κάνανε να ξεράσουν το γάλα πού ήπιαν απο την μαμά του, τους χρέωναν τις ζημιές, ρίχνανε και μεσα στη φυλακή για συγρατούμενους καμια-δυο ντουζίνες κολομπαράδες -με τα γνωστά επακόλουθα- τότε θα σου έλεγα εγώ αν για μια 10ετία κουνιόταν φύλο. (από συζήτηση σε forum στο www.insomnia.g με θέμα Ε.Λ.Α.Σ. Τα ...ρεζιλίκια σου !!!!)

  4. Γράφω ότι είμαι Τοπ 100%, και μπήχτης και κολομπαράς γιατί απλά θέλω να πείσω τον εαυτό μου ότι έτσι δεν είμαι τελείως «ανώμαλος», γιατί απλά δεν έχω τα κότσια να δοκιμάσω κάτι (που σιγά το πράγμα δηλαδή), γιατί έτσι θα γλυκαθώ και θα μ' αρέσει. (από το www.e-gay.gr)

  5. Εμένα αυτό που μου τη δίνει είναι που επαγγέλματα όπως στο προκείμενο αυτό του καθηγητή πληρώνονται βαριά-βαριά 1000 ευρώ με αντίξοες συνθήκες εργασίας, και κάτι άλλα κωλοεπαγγέλματα που τα κάνουν κάτι άχρηστοι κωλομπαράδες τεμπελχανάδες που ποτέ στην ζωή τους δεν άνοιξαν βιβλίο βγάζουν πάνω από χιλιάρικο και βάλε κάνοντας τί; Σε κλαμπ και σε μπαράκια και το παίζουν και μάγκες κιόλας. (από donemo.blogspot.com)

Fudgepacker στα αγγλικά. (από Vrastaman, 11/07/08)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η Κολομπίνα είναι χαρακτήρας της Commedia dell'Arte, ερωμένη του Αρλεκίνου και σύζυγος του Πιερό. Σλανγκικώς, σημαίνει τον κολομπαρά ή και τον ομοφυλόφιλο εν γένει.

Για την έκφραση βλ. και λουμπίνα. Είναι γνωστό ότι και πριν τις θεσμοθετημένες πουστοπαρελάσεις, το ντέφι κι η Αποκριά ήταν του πούστη η χαρά, οπότε δεν προκαλεί εντύπωση ο συσχετισμός ενός γκέι με έναν χαρακτήρα του καρναβαλιού και δη τον κατ' εξοχή γυναικείο. Ωστόσο, καθοριστικός είναι εν προκειμένω ο συσχετισμός με την λέξη κολομπαράς και τα παράγωγα κωλόμπα, κωλόμπος, οπότε κολομπίνα είναι και το χαϊδευτικό της κολόμπας για τους φίλους της. Ενώ πιο μακριά ακόμα μπορούν να γίνουν παρετυμολογικοί συσχετισμοί με τις λέξεις κώλος και μπινές.

Νομίζω ότι στον ανωτέρο συνδυασμό βρίσκεται η γοητεία της έκφρασης: Έχουμε, δηλαδή, μία κολόμπα (με την ευρεία έννοια χωρίς περιορισμό στον ενεργητικό γκέι και μόνο) που έχει όλην την χάρη μιας έφηβης κολομπίνας μασκαρεμένης ένεκα πουστογλεντιού.

Η έκφραση χρησιμοποιείται πολύ ως βρισιά και στο πλαίσιο κραξίματος. Υπερθετικός: πρώτη κωλομπίνα.

  1. Κωλομπινα ήρθες πάλι να τις αρπάξεις;; ...αυτες οι εμμονορροϊδες τι σου κάνουν ε; σ΄εχουν ξευτελισει μιλαμε!!! (Εδώ).

  2. Oυστ μωρη κωλομπινα που μας το παιζεις και απελευθερωμενη και το φωναζεις κιολας ... σε φανταζομαι με ροζ κορδελιτσες στα μαλλια και φουστιτσα και να τραγουδας .... «τ'αγορι μου τ'αγορι μου τ'αγορι μου γλυκο και τραγανο σαν καραμελα .... » (Εδώ).

Η δόκιμη κολομπίνα διά χειρός Maurice Sand (από Khan, 25/10/11)(από Khan, 26/10/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η λέσβω, η λεσβόγκα, το λεσβιόνι, η σβόγκα.

Η τυχαία συνάντα μιας τίμιας λεσβίας και του γαμοσλανγκοτέτοιου -ίδι πάνω σε μια σλανγκοραπτική κλίνη.

1.
Ένα ξανθό κι ένα καστανόξανθο λεσβίδι γλείφονται και γαμιούνται με ευφτραφές δονητάρι μέσα στη φύση

2.
Γενικά Σκανδιναυία παίζει πολύ λεσβίδι. e «ξεκολιασε» τες να γίνουν γυναίκες κανονικές ...μερικά χαστούκια βοηθάνε γενικά

3.
Εννοείται πως αφήνω απ' έξω τα αλήστου μνήμης λεσβίδια (Tatu)...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Νεωτεριστική σύνθετη λέξη από το παίρνω + δίνω. Χαρακτηρισμός ο οποίος αποδίδεται μόνο σε άνδρες με παθητική αλλά και ενεργητική σεξουαλική ομοφυλοφιλική συμπεριφορά.

- Πωπω, κοίτα έναν κουνιστό...
- Να σου πω την αλήθεια, για παιρνοδίνη τον κόβω...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σύνθετη λέξη από το παππούς + πούστης. Υποδηλώνει τον πούστη που σε βάθος χρόνου παρέμεινε αναλλοίωτος στα πιστεύω και στα γούστα του! Ομάδες ευσεβών παππούστηδων μπορούν να βρεθούν ολημερίς στο Κολωνάκι κυρίως την Ελληνική πόλη της μόδας. Συζητούν θέματα αδιάφορης κοινωνικοπολιτισμικής αξίας στο Perro's, στο da Capo και στα στενά του Κολωνακίου γενικότερα, έτσι για να περνάει απλά η ώρα μέχρι να πλησιάσει ο υποψήφιος νεαρός επιβήτορας που θα του γίνει αργά ή γρήγορα αν δείξει ενδιαφέρον, πρόταση από τον παππούστη. Κυρίως σεξουαλικής φύσεως.

- Ρε αυτός δεν ήταν ο Φιλήμονας που πέρασε;
- Καλός παππούστης είναι κι αυτός!

Φιλήμονας (από Remedios Varo, 03/04/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κυριολεκτικά: Ο τύπος που επιδίδεται στην τέχνη του στοματικού έρωτος, κοινώς της πίπας. Ένα ακόμη από τα πολλά συνώνυμα του τσιμπουκιού, του πουτσογλείφτη, του σακομπόλη, του τσιμπουκλή κ.α.

Η κατάληξη -δόρος προσδίδει θα λέγαμε έναν ιταλικό αέρα και νότες από την Αιώνια Πόλη, Fontana di Trevi κτλ. Η κατάληξη -δόρος όπως και οι περισσότερες αν όχι όλες άλλωστε οι λέξεις με την ίδια κατάληξη μας έμειναν μεταπολεμικά (αβανταδόρος, τορναδόρος, πιτσαδόρος κ.α).

Mεταφορικά: Late ενενήνταζ λέξη που πολλοί συνσλαγκιστές γεννημένοι την δεκαετία του '80 ίσως την θυμούνται με νοσταλγία από τα σχολικά τους χρόνια.
Χρησιμοποιούνταν συνήθως μειωτικά για τον γκέι ή τον και καλά γκέι της τάξης.

- Ρε μαλάκα μ'όλους τους γκέι της τάξης κάνεις παρέα;
- Ποιούς ρε μαλάκα; Με τον Στέφανο ήμουν στο γηπεδάκι.
- Ποιόν Στέφανο ρε μαλάκα; Τον μεγαλύτερο πιπαδόρο του ΤΕΕ; Ντροπή σου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία