Σιγά το πράγμα, δεν τρέχει και τίποτα.

- Έμαθες; Χώρισε ο Χρήστος με την δικιά του...
- Κλάιν μάιν ρε μαλάκα, αύριο θα έχει καινούργια γκόμενα...
(κάπως έτσι τέλος πάντων)

(από Vrastaman, 29/01/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το όλο θέμα ξεκινά σε παλαιότερες εποχές, με την κατάργηση της δοτικής, οπότε και γεννιέται η ανάγκη να βρεθεί νέα λύση εκεί που μέχρι πρότινος χρησιμοποιούταν η συγκεκριμένη πτώση. Έτσι, καθημερινές φράσεις, όπως π.χ. το «λέγεις μοι», παύουν να υφίστανται και η γλώσσα αναζητά έναν νέο τρόπο έκφρασης.

Στην Βόρειο Ελλάδα προτιμήθηκε η αιτιατική ενώ στην Νότιο Ελλάδα η γενική για να δώσουν (σε νεώτερα ελληνικά) «με λες» και «μου λες», αντίστοιχα. Και οι δύο αυτοί τύποι είναι σωστοί καθώς χρησιμοποιούνται κανονικότητα μέσα στους αιώνες από τους Έλληνες. Κατά μίαν άποψη η αιτιατική είναι πιο κοντά στην δοτική οπότε, όσο παράξενο και να ακούγεται, ο βορειοελλαδίτικος τύπος (με λες) θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι πιο δικαιολογημένος.

Ο βασικότερος λόγος που σήμερα η σύνταξη με γενική θεωρείται ορθότερη (μου λες), είναι μάλλον επειδή η Νότιος Ελλάδα απελευθερώθηκε πρώτη και η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε στο νέο κράτος ήταν αυτή που μιλούσαν σε εκείνα τα μέρη. Σήμερα, ειδικά μέσω των μέσων μαζική ενημέρωσης, έχει καθιερωθεί γενικότερα ο τύπος με την γενική. Το βέβαιο είναι πως έχει περάσει στο υποσυνείδητό μας ως ο ορθός τρόπος, αν και αυτό όπως είδαμε δεν στέκει πραγματικά.

Παρεμπιπτόντως, δυο από τους λογοτέχνες που έχουν γράψει με τον συγκεκριμένο τρόπο είναι ο Κώστας Π. Καβάφης και ο Αθανάσιος Χριστόπουλος. Ας μην ξεχνάμε το εξής σημαντικό: οι νοτιοελλαδίτες, που εκφράζουν τη δοτική μέσω γενικής λέγοντας «θα σου πω κάτι», «θα της δώσω κάτι», στον πληθυντικό διαπράττουν ακριβώς το «σφάλμα» που καταλογίζουν στα εκ Βορρά αδέλφια τους, και λένε: «θα σας πω κάτι», «θα τους δώσω κάτι». Χρησιμοποιούν δηλαδή αιτιατική! Επομένως, καθαρά από απόψεως ομοιογένειας, τα βόρεια ιδιώματα είναι πιο συνεπή διότι χρησιμοποιούν αιτιατική και στον ενικό και στον πληθυντικό.

- Και με λέει ότι δεν σε έδωσε το κινητό της.
- Τι να με πει και αυτή ρε, πλάκα σπας;

Δες ακόμη: σελεμελές / σελεμελού, θεσσαλονικιώτικα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το ξύλινο παραθυρόφυλλο, η περσίδα, το πέτασμα. Η λέξη προέρχεται από το τουρκικό kanat που σημαίνει φτερό, φτερούγα. Το pencere kanat στα τούρκικα είναι το παραθυρόφυλλο του παντζουριού.

Αντιγράφοντας 2 ετυμολογίες από το el.wiktionary.org :

1 κανάτι < μεσαιωνική ελληνική κανάτι < κανάτα < μεσαιωνική λατινική cannata < λατινική canna < αρχαία ελληνική κάννα (καλάμι) (αντιδάνειο) < ακκαδική (qanû: καλάμι) < σουμεριακή (gi.na)

2 κανάτι < τουρκική kanat < παλαιοτουρκικά kanat (φτερό) < πρωτοτουρκική **Kājnat*

Όχι τόσο συνηθισμένη, όμως χρησιμοποιείται η έκφραση στη Βόρειο Ελλάδα.

Πολύ σκοτείνιασε εδώ μέσα ρε παιδάκι μου, άνοιξε κάνα κανάτι να μπει λίγο φως.

κατασκευαστική λεπτομέρεια από σύγχρονα τούρκικα κανάτια αλουμινίου

φτερούγα κοτόπουλου

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Οι βορειοελλαδίτες βάζουν μερικές φορές τον αιτιολογικό σύνδεσμο "γιατί" στο τέλος της δευτερεύουσας πρότασης:

Άντε ξεκίνα, αργήσαμε γιατί.

Ξέρω οτι λέγεται ακόμη σε κάποιο βαθμό σε όλη την Μακεδονία, στο δίχτυ όμως μπόρεσα να βρω μόνο αναφορά για τον νομό Σερρών (Αλιστράτη και Νέο Σούλι):

"Συνήθης είναι η χρήση του «γιατί» και του «αφού» στο τέλος της πρότασης π.χ. «έλα να σι πω δε βαστώ γιατί» (γιατί δεν αντέχω)".

Αλιστρατινό λεξιλόγιο

Η σύνταξη αυτή μοιάζει με την αντίστοιχη του αφού και του για, μόνο που τώρα φαίνεται να δικαιώνεται ο συσχετισμός που προτείνει η ironick με το αρχαίο γαρ και να αίρεται η επιφύλαξη του poniroskyloυ, μιας και εδώ έχουμε τον σύνδεσμο 'γιατί' ως ένα ξεκάθαρα αιτιολογικό 'επειδή':

Το αφού στο τέλος, όμως, δεν είναι αιτιολογικό και γι' αυτό νομίζω ότι οι συγκρίσεις με το γαρ δεν είναι εύστοχες, κτγμ. Δεν είναι τιποτε περισσότερο από ένα επιτατικό μόριο, που, ασφαλώς, διατηρεί το στοιχείο της αντίθεσης.

poniroskylo στο λήμμα αφού

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μου το θύμισε ο betatzis μ' ένα σχόλιό του εδώ.

Κραυγή της ποδοσφαιρικής κερκίδας (και της αλάνας) με ρίζες στη Θεσσαλονίκη του μεσοπολέμου και των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων.

Λέγεται κυρίως ως προτροπή προς παίκτη της δικιάς μας ομάδας να διώξει τη μπάλα όσο πιο μακριά μπορεί - εκτός αγωνιστικού χώρου ή και εκτός γηπέδου, αν είναι δυνατόν - με σκοπό είτε να αποσοβηθεί ο άμεσος κίνδυνος να φάμε γκολ είτε, συνηθέστερα, να κερδηθεί χρόνος και να κρατήσουμε το προβάδισμα στο σκορ ή να διαφυλάξουμε το βαθμό της ισοπαλίας.

Λέγεται, σπανιότερα, και ως σχόλιο όταν ένα άτεχνο σουτ στέλνει τη μπάλα απελπιστικά άουτ.

Εκτός ποδοσφαίρου, η φράση χρησιμοποιείται περιορισμένα, νομίζω, κυρίως ως παρότρυνση για κωλυσιεργία.

Σε ό,τι αφορά την προέλευση της φράσης, την βρίσκουμε σε μια ενδιαφέρουσα τομή της ποδοσφαιρικής και της εθνοτικής γεωγραφίας της Θεσσαλονίκης.

Μέχρι τα τέλη του '50, τα γήπεδα του ΠΑΟΚ και του Ηρακλή γειτόνευαν. Το γήπεδο του ΠΑΟΚ, από το 1930 μέχρι το 1959 που εγκαινιάσθηκε η Τούμπα, βρισκόταν στο λεγόμενο Συντριβάνι, πλάι στην έκθεση και εκεί που σήμερα είναι η Θεολογική Σχολή του ΑΠΘ. Το γήπεδο του Ηρακλή ήταν 500 μέτρα πιο πάνω, εκεί που σήμερα είναι η πλατεία του Χημείου. Τώρα, ανάμεσα στα δυο γήπεδα ήταν το νεκροταφείο της Ισραηλιτικής Κοινότητας, γνωστό στους Θεσσαλονικείς ως τα «Εβραίικα Μνήματα», ΒΔ από το γήπεδο του ΠΑΟΚ και ΝΑ από το γήπεδο του Ηρακλή. Ε, και όταν ένας παίκτης έστελνε τη μπάλα έξω από το γήπεδο, είτε το ένα είτε το άλλο γήπεδο, λέγανε οι φίλαθλοι - κατ' απόλυτη κυριολεξία - ότι έστειλε τη μπάλα στα μνήματα. Ο παππούς μου, ο οποίος ήταν Παοξής, ορκιζόταν, βέβαια, ότι η πατρότητα της φράσης ανήκε στους Ηρακλειδείς φιλάθλους. Κατά τον παππού μου, οι παίκτες του Ηρακλή τις εποχές εκείνες ήταν τέτοιοι ξυλοκόποι που το βασικό τους gameplan ήταν να στέλνουν τη μπάλα στα μνήματα.

Σχετικές, αν και όχι συνώνυμες, εκφράσεις είναι το πετάω την μπάλα στην εξέδρα και το πολύ περιγραφικό κεραμιδώνω
...........................................................

Τα Εβραίικα μνήματα της Θεσσαλονίκης καταστράφηκαν στη διάρκεια της Κατοχής και τα ταφικά μνημεία λεηλατήθηκαν. Αργότερα το Πανεπιστήμιο έχτισε από πάνω. Περισσότερα υπάρχουν εδώ και εδώ. Εδώ υπάρχει ένα σύντομο σχετικό κείμενο του συγγραφέα Γιώργου Ιωάννου.

Για τα παλιά γήπεδα της Θεσσαλονίκης μπορείτε να διαβάσετε εδώ

  1. Δες το κριάρι, ρε... - Άσε τα τσαλίμια, ρε, τη μπάλα στα μνήματα... ένα λεπτό θέλει για να το σφυρίξει, γαμώ τον αντίθεό μου...

  2. Καλά ρε, τι παλτό ειν' αυτός; Τετ-α-τετ τρεις φορές και τρεις φορές τη μπάλα στα μνήματα;

  3. Λοιπόν, μάγκες... αυτοί θα μας πιέζουνε να υπογράψουμε αλλά εμείς τρία πουλάκια κάθονται, τη μπάλα στα μνήματα και σφυρίζουμε αδιάφορα... να κερδίσουμε λίγο χρόνο μπας και έρθει και καμιά σοβαρή προσφορά...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Καθημερινή έκφραση που δηλώνει την έκπληξή μας σχετικά με μη αναμενόμενες ενέργειες. Την χρησιμοποιούν κυρίως κάτοικοι της Βορείου Ελλάδας, χωρίς αυτό να αποτελεί κανόνα.

(μεταφορά από δηλώσεις εργαζόμενης σε super market στην τηλεόραση...)

-Και μπήκε μέσα και μου λέει ληστεία και του λέω.... πλάκα με κάνεις.

Ωραίο μπανεράκι του Μουσείου της Τράπεζας της Ελλάδος. Πλάκα μας κάνετε ρε παιδιά... (από patsis, 18/11/11)(από Khan, 19/11/11)

Δες ακόμη: θεσσαλονικιώτικα, σε λέω, με λες.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Οι σχιζοφρένειες στις πανκ συναυλίες.

Ό,τι να ναι έκφραση (από το πάτα κιούτα + dancing) της παλαιάς σχολής των Κοζανιτών πανκς της Θεσσαλονίκης.

Αν ο χορευτής δε διαθέτει λοφίο, το μιμείται με το ένα χέρι, και με το άλλο δουλεύει τον αγκώνα.

- Ρε Σάκη, να παίζουν οι Πανικός εν έτει 2008 και από κάτω πατά κιούτα ντάνσινγκ...γούστα...
- Συγκίνηση...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κυριολεκτικά:
κατιμάς ο (ουσιαστικό) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :τουρκ.λ. katma = συμπληρωματικός] μικρό κομμάτι κρέας κατώτερης ποιότητας που προσθέτει ο κρεοπώλης στο ζύγισμα του καλού, για να καταναλωθεί κι αυτό. Αλλιώς κατμάς.

Μεταφορικά και σλαγκικά: Ό,τι μας περίσσεψε, με όλες τις εκφάνσεις της φράσης. Κάτι που σου πασάρουν υπούλως (σαν τον χασάπη ανωτέρω) ή επιλέγεις εξ ανάγκης (επειδή δεν έμεινε τίποτα καλύτερο, ή δεν σε παίρνει να ψωνίσεις καλύτερη ποιότητα λόγω τιμής). Κανείς δεν είπε ότι ο κατιμάς δεν τρώγεται - απλά είναι υποτιμημένος. Συχνά αναφέρεται σε ερωτικούς συντρόφους (Παραδείγματα 1, 2) ή σε παίκτες για διάφορα αγωνίσματα (Παράδειγμα 3).

Στον ερωτικό τομέα, η επιλογή του κατιμά λόγω ανάγκης, δεν αποτελεί απαραίτητα απόδειξη ότι κάποιος είναι σαβουρογάμης / σαβουρογάμα. Ίσα ίσα αποτελεί ένδειξη ότι το υποκείμενο είναι ευέλικτο και έχει αντιληφθεί ότι, λόγω νομοτελειακών καταστάσεων όπως η φυσική επιλογή, όποιο είδος δεν προσαρμόζεται στις συνθήκες είναι καταδικασμένο να εκλείψει.

Ο λαός είναι σοφός και το να ακολουθεί κανείς τις λαϊκές ρήσεις είναι σοφία. Στην περίπτωση επιλογής του κατιμά ακολουθείται το ρητό «Στην αναβροχιά καλό και το χαλάζι».

Το υποκείμενο, για να αποφύγει τις συνέπειες των επιλογών του και την κοινωνική κατακραυγή μπορεί να ισχυριστεί ότι διετέλεσε μια εξυπηρέτηση, οπότε τελικά από δακτυλοδεικτούμενος με την κακή έννοια, γίνεται ήρωας.

Σχετικά λήμματα (μη εξαντλητική λίστα): σαβούρα, πατσαβούρα, πλέμπα, διπλοσάκουλο, τελειωμένος, γαμίκος κ.λπ.

Δεν πρέπει να συγχέεται με έννοιες όπως: Καπαμάς (φαγητό από κρέας με λάχανα), καπλαμάς (επικάλυμμα), κάτι μας... (-συνέβη, -βρήκε, -έτυχε κλπ ρήματα).

Παράδειγμα 1
- Καλά μωρέ Κατερίνα, είναι δυνατόν, πήγες με τον κουασιμόδα, τον τελειωμένοπου τα χει ρίξει σε όλες μας και έφαγε από όλες τον χυλό;
- Σοφία, δείξε σοφία κι άσε την κριτική. Αφού το ξέρεις, τα μισά καλά παιδιά είναι πιασμένα από πουτάνες και τρελές και τα μισά από τα υπόλοιπα είναι λούγκρες. Έκανα και 'γω τον συμβιβασμό μου με τον κατιμά, μέχρι να 'ρθει ο πρίγκιπας.
- Τον έβαλες να φοράει κολάν και καβάλα σε κανα άλογο για να σου 'ρθει η όρεξη;
- Ήπια πριν όλο το Βόσπορο και μετά περιορίστηκα στην ανάποδη καβαλαρία και στο πισωκολλητό. - Τι να σου πω ρε φιλενάδα, άντε και εις ανώτερα.

Παράδειγμα 2
- Γάμησες;
- Γάμησα...
- Λέγε ρε.
- Άσε.
- Λέγε λέμε! Ποια;
- Την Ποπάρα...
- Ε, όχι ρε πούστη εκεί ξέπεσες, στον κατιμά; - Μια εξυπηρέτηση ρε φίλε...
- Είσαι ήρωας κολλητέ, θα πας στον παράδεισο...

Παράδειγμα 3
Ο κατιμάς στον πάγκο, εκτός από τον Βάγγο. (από εδώ)

(από pavleas, 22/02/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πρόκειται για τη φράση για το αντέτι, που σημαίνει «για το έθιμο», «για (να σεβαστούμε) την παράδοση», και κατεπέκταση χρησιμοποιείται ευχετικά σημαίνοντας «για το καλό», «για να πάει καλά» και συνοδεύοντας ανάλογη πράξη τελετουργικού ή εθιμικού, πάντως ανεπίσημου και συνήθως ελαφρού χαρακτήρα.

Κάποιες φορές ακόμη δικαιολογεί πράξεις που εξαρχής στερούνταν σκοπού, μάταιες, καταδικασμένες, ή τουλάχιστον αμφίβολης έκβασης, και σημαίνει λοιπόν «για την τιμή των όπλων», ή απλά, και πιο κοντά στην κυριολεξία, «από συνήθεια». Και πάλι, το φορτίο είναι θετικό: λέγεται ως δικαιολογία, όχι ως ψόγος.

Λέγεται πού και πού από ανθρώπους μικρασιατικής καταγωγής τουλάχιστον στη Βόρεια Ελλάδα, αλλά και στο Ιόνιο απ' ό,τι βλέπω τώρα γκουκλάροντας. Την φράση την ακούω πάντα με τις εκθλίψεις και συχνά συνοδευμένη από το έτσι (έτσι, για τ' αντέτ'), δύσκολα πάντως θα τη δει κανείς γραμμένη πιστά –ας όψεται η σεπτότης τε και ιερότης του γραπτού λόγου...

Σύμφωνα με τον Τριανταφυλλίδη, η λέξη αντέτι, ή απλά αντέτ, προέρχεται από την τούρκικη âdet, παρμένη με τη σειρά της από τα αραβικά, η οποία σημαίνει ακριβώς «συνήθεια», «έθιμο». Να παρατηρήσουμε ότι ο τέως, βήτα έκδοση, δεν τη λημματογραφεί.

  1. Φλουρί [στην βασιλόπιτα] δεν έβαλα, τι να το κάνω; Για κατανάλωση ήταν και περισσότερο για το αντέτι. (από ιστολόι)

  2. (κατά το στολισμό χριστουγεννιάτικου δέντρου) Ε... να βάλω κι εγώ μια μπαλίτσα για το αντέτ που έλεγε και η γιαγιά μου η Μαρίκα η εκ Μικράς Ασίας... (από ιστολόι)

  3. Μην το ψάχνετε, το έχω ψάξει εγώ. Δεν υπάρχει καμία λύση, εκτός από το να μη δουλεύουμε καθόλου. Αλλά και πάλι, πόσοι έχουμε την πολυτέλεια να το κάνουμε αυτό; Πόσοι έχουμε ξένη τσέπη να αρμέγουμε ε; Ολίγοι (φτου σας τυχεράκηδες). Αχ, να είχα την τύχη σας βρε, όλη μέρα στο σορολόπ θα το έριχνα και κανείς δεν θα τολμούσε να με πει τεμπέλα. Ουχί! Θα έλεγα ότι έχω κάνει τα χαρτιά μου για το δημόσιο, θα τα έκανα κιόλας δηλαδή έτσι για το αντέτι, και θα περίμενα αιωνίως να μου χαμογελάσει ο Θεός που είναι επικεφαλής των διορισμών. (από ιστολόι)

  4. Σήμερα οι φωτιές του Άη Γιάννη είναι σπάνιες. Μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού. Τι ήθελε και αυτός και γεννήθηκε σε τουριστική περίοδο; Μια, πάντως, από αυτές είναι και η δική μου, όπου κάθε χρόνο ανάβω. Σας συμβουλεύω από χρονιά να κάνετε και σεις το ίδιο. Έτσι, για το αντέτι. (από ένα όμορφο νοσταλγικό άρθρο στην Ημέρα τση Ζάκυθος, του Διονύση Φλεμοτόμου)

  5. Κάποτε στα είκοσί μου χρόνια, νιώθοντας πως ήμουν πλέον σε άλλο «επίπεδο έκφρασης» (και με την αλαζονική βεβαιότητα πως το επίπεδο αυτό είναι «ωριμότερο») αποφάσισα να βάλω σε μια παλιά μπορντό δερμάτινη βαλίτσα που είχε πέσει σε αχρηστία όλες εκείνες τις «πρωτόλειες ασκήσεις» (αυτό εξάλλου έγραψα με περισσή αυταρέσκεια έξω απ' τη βαλίτσα με ανεξίτηλο μαρκαδόρο: πρωτόλειες ασκήσεις). Πάνω στην τοποθέτηση αναγκάστηκα να διαβάσω κάμποσες από αυτές τις «ασκήσεις» –φυσικά μαράθηκα από το πόσο κακές ήταν... Για το αντέτι έκανα μια προσπάθεια να ξεδιαλύνω μερικά που άντεχαν σε μια δεύτερη ανάγνωση. Το αποτέλεσμα ήσαν προφανώς θλιβερό: Μια μίμηση Σικελιανού (ανυπόφορο «ποίημα» –μα όχι σε μεγάλη απόσταση από τα εξίσου ανυπόφορα «ποιήματα» του Σικελιανού), δύο μιμήσεις του Εμπειρίκου που κουτσοεπέπλεαν (δύο από τις πεντακόσιες –ποσοστό πέρα για πέρα απογοητευτικό), και μερικοί (όχι πάνω από είκοσι πέντε) σκόρπιοι στίχοι των σεφερικών μιμήσεων. (του Θανάση Τριαρίδη, από εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Προέρχεται από το αρμένικο «καρτάς» (qartash) και αναλύεται σ : «qar» = πέτρα, «tashel» = να ομαλύνω, να διορθώνω, να δίνω σχήμα.

Στην αρμένικη της διασποράς, η λέξη «tashel» προφέρεται «dashel», οπότε και η σύνθετη λέξη που προκύπτει είναι «qardash».

... Πολύ δουλευταράς ο καρντάσης.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία