Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Έκφραση που συνδυάζει γλώσσα του λιμανιού και γλώσσα του σαλονιού.

Η χρήση του κάπως λόγιου τύπου «παρούσα» δίνει μια εσάνς πσαγμενιάς, που όμως μετριάζεται από το μαγκίτικο «φάση» του οποίου, btw, οι σημασίες είναι πιο πολλές κι απ' το «strike» στα εγγλέζικα.

Πρόκειται για έκφραση πασπαρτού. Την χρησιμοποιεί είτε ο πσαγμένος για να κάνει ένα άνοιγμα στους νεολαιοχιπχοπάδες, ή αντίθετα η πλέμπα για να το παίξει Μπαμπινιώτης.

  1. Μιλάει ο λεξιλογόφιλος (;) Ζουράρις στους ουγκόφιλους μπαογκτζήδες. Βλέποντας, αρχικώς, ότι δεν καταλαβαίνουν τίποτα, πετάει την φράση πασπαρτού και φκιάνει το πράμα:
    «Άπαντες οι οικτροί αυτοπάρακτοι αυτοσεισίφαλλοι, οι της χειραντλήσεως βλιτομάμες θα κληθούν να αποζημιώσουν...» (περίεργα κοιτάγματα) «στην παρούσα φάση, όλους εμάς τους Παοκτζήδες που φτύσαμε αίμα όλη τη χρονιά»

  2. Μιλάει η Άντζελα και προσπαθεί με νύχια και με δόντια να αποκτήσει μια τιμητική θέση στους άριστους χρήστες της ελληνικής:
    «Εμένα που με βλέπεις έχω κλείσει σπίτια με την αποστρέπτουσα εμφάνισή μου. Μην κοιτάς που, στην παρούσα φάση, δεν γίνεται εκτιμητέο.»

"Προτείνω κυβέρνηση τεχνοκρατών στην παρούσα φάση", λεβεντιά. (από Khan, 20/02/15)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Επίθετο, κυριολεκτικά σημαίνει ορθός.

Στην argot χρησιμοποιείται με οριστικό άρθρο για να δηλώσει αρτιότητα ή ποιότητα.

Χρησιμοποιείται περισσότερο στο θηλυκό και ουδέτερο γένος, συγκεκριμένα για να τονίσει την ομορφιά της γκόμενας.

Μετά από μια ώρα σιωπής και ανίας στην καφετέρια περνάει γκομενάκι, οπότε λέει ο Τάκης: «νά το το σωστό...»
και απαντά ο Μάκης: «έτσι, το σωστό...»

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εκφέρεται με αναφορά σε πράξεις που πρέπει να γίνουν ή και σε αντικείμενα που δεν θέλουμε να κατονομάσουμε (π.χ. επειδή δεν υπάρχει μονολεκτικός όρος).

- Πήρα τηλ. τη Φρόσω και της είπα τα δέοντα.
- Τι δηλαδή;
- Ε, να ότι γουστάρω και τα τοιαύτα.

- Συγγνώμη, μήπως μπορείτε να ανάψετε τα δέοντα;
- Εννοείτε τις σόμπες;
- Ναι ρε φίλε είμεθα καπνιστές.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέξη μπαλαντέρ που χρησιμοποιείται για διασκέδαση, χωρίς λόγο.

- Γειά σου Ρούλη.
- Γειά σου Ιωσηφίνα.
- Τι κάνεις;
- Καλά.
- Τηλεκαμινάδα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση υψίστου εκπλήξεως. Προϋπήρξε των Απαράδεκτων και συνεχίζει τον ανεξάρτητο βίο της, αλλά η ερμηνεία του Σπύρου Παπαδόπουλου σημάδεψε οριστικά αυτήν την ατάκα. Παρακαλώ προσοχή στο λίνκ που δίνει η βικούλα στο «κοιτάζοντας την κάμερα».

Για όποιον έχει εντρυφήσει στο απόγειο του σουρεαλισμού στην ελληνική τηλεόραση, αποτελεί κριτήριο ανάλογο του καφέ βαν ντάικ για την άλλη μεγάλη τηλεπαρέα.

Όχι, καν, δεν αξίζει καταχωρίσεως, κακώς, κάκιστα το έβαλες στο δουπού, θα λάβεις πουμού εν καιρώ.

Στο πιο σοβαρό, είναι το ύφος αυτού που λέει την ατάκα και όχι τόσο η ατάκα (που είναι υπέρ το δέον κλασσική) που παράγει καταχωρισιμότητα.

Αδάμαντος 4 και τα μυαλά στα μπλε!

  1. - Έεεεεεεεεεεεεεεεπ!!! Τι έγινε ρε παιδιά;;; Βρήκα υλικό για επανάσταση;;

  2. - Ωχ!! Μας την πέσανε οι μπάτσοι, λολ!!
    - Τι έγινε ρε παιδιά;;;
    - Συλλαμβάνεστε για ένοπλη ληστεία λολ.

1.10: - Τι έγινε ρε παιδιά; Πώς βρέθηκε εδώ η συντρόφισσα; 5.00: Τι έγινε ρε παιδιά; Προβοκάτσια μες στο ίδιο μου το σπίτι; 6.00: Τι έγινε ρε παιδιά; Γιατί με κυνηγάει όλο αυτό το κόμμα ρε γαμώτη;  (από Khan, 03/10/09)φιλάκια! (από BuBis, 12/10/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. νικώ

  2. σκοτώνω

  3. γαμιέμαι

  4. ως συνθετικό πολλών εκφράσεων έχει διαφορετικές σημασίες. Βλ. παραδείγματα 4-9

  1. Τους φάγαμε! 4-1 το σκορ!

  2. Πήγανε να τον φάνε αλλά δεν τα κατάφεραν.

  3. Χθες τον έφαγα και το 'φχαριστήθηκα. Τρεις μήνες είχα να γαμηθώ!

  4. τρώω γκολ π.χ. Χθες η ομαδάρα σας έφαγε τρία και τα παίξατε ε;

  5. τρώω τον πούλο
    α. χάνω (σε παιχνίδι, κλπ) Χθες η ομαδάρα σας έφαγε τον πούλο και τα παίξατε ε;
    β. φεύγω (με διώχνουν)
    -Είναι ακόμα αυτοί εκεί;
    -Μπα, πήραν τον πούλο και άδειασε ο τόπος...

  6. τρώω τον σκασμό = το βουλώνω

  7. τρώω ξύλο, τις τρώω = με χτυπάνε, με δέρνουν

  8. τρώω από το τρίτο το μακρύτερο = την παθαίνω, την πατάω

  9. τρώγομαι
    α. είμαι ανήσυχος, έχω αγωνία, π.χ. Χθες η Έλλη τρωγόταν όλη μέρα, δεν ξέρω τι την έπιασε.
    β. τσακώνομαι, π.χ. Όλο το βράδυ δεν κοιμήθηκα. Οι από κάτω τρωγόντουσαν και δεν με άφησαν να κλείσω μάτι.

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Από το τούρκικο çamaşır που απλά σημαίνει άπλυτα.

Άλλη μια τουρκική λέξη που χρησιμοποιείται κατά κόρον για να εκφράσει καταστάσεις στα Ελληνικά, που οι περισσότερες δεν αντιστοιχούν ούτε στην κυριολεξία αλλά σε μια μεταφορά που πολλές φορες είναι τιραμισουρεαλιστική, όπως τα καλαμπαλίκια και το ντεμέκ π.χ..

Μπορεί να σημαίνει (τυχαία συλλογή από το νέτι): αρχίδια, πούτσες, σεξουαλικές στάσεις, emoticons σε chat, περιττά πράγματα, εμπόδια, φίδια, μύδια, κλπ. Εναλλακτικό λήμμα στο slang.gr είναι και το τσαμπασίρια για τα προσωπικά είδη, μάλλον γυναικεία αλλά το έξτρα π θεωρώ ότι είναι πλεονασμός του καλλιτέχνη…

Αν και πολλά από τα προαναφερόμενα μπορεί να είναι και άπλυτα σχεδόν ποτέ πια δεν χρησιμοποιείται κυριολεκτικά για τα λερωμένα, τα άπλυτα, αυτά που χρειάζονται μπουγάδα δηλαδή.

  1. - Άντε μην μαζέψω τα τσαμασίρια μου και την κάνω από δω μέσα καμμιά μέρα. Όλο αύριο, αύριο, έχω τρελλαθεί στο χειρογλύκανο… Το δεξί μου χέρι μοιάζει με μποντιμπιλντερά ρε πούστη μου…

  2. - Ρε συ Λούλα, σαν πολλά τσαμασίρια δεν μάζεψες εδω μέσα, μην χέσω!

  3. - Άιντε, πάρε τονμπούλο, μην σου ρίξω κανά τσαμασίρι και με θυμάσαι για πάντα...

  4. - Τα τσαμασίρια, τ'άπλυτα, τα παραπεταμένααααα, πάρτα και φύγε φίλε μου, δεν κάνεις πιά για μέεεεναααα! (o original στίχος του άσματος που κόπηκε από την Ελληνάραδικη δικτατορία του Μεταξά σύμφωνα με έγκριτους μουσικονετολόγους)

Βλέπε και μαρκούτσι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αντικείμενα ενός χώρου ή μικροεξαρτήματα ενός εργαλείου που είτε δεν γνωρίζουμε την ονομασία τους είτε βαριόμαστε να τα αναφέρουμε ένα προς ένα.

  1. Αγόρασα ένα καινούριο πολυμηχάνημα κουζίνας μπας και καταφέρω να πετάξω όλα τα άχρηστα τσάντζαλα μάντζαλα που μου πιάνουν τον χώρο στον πάγκο.

  2. Αγόρασα νέο κινητό, αλλά ρε γαμώτο δεν πρόσεξα την προσφορά και βρέθηκα χρεωμένος με όλα τα τσάντζαλα μάντζαλα που το συνόδευαν.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πιάνω κάτι για να το μεταφέρω, αγγίζω ελαφρά, μεταχειρίζομαι με προσοχή.

- Τσίμπα ένα αρχίδι ρε μλκ, που θες και δανεικά...

- Τσίμπα κλαπέτο ρε στραβάδι να κόψεις τα πετρέλαια γιατί μας φλόμωσες με το στάγιερ...

- Τσίμπα λίγο παραπάνω το συμπλέκτη βρε χρυσή μου, θα αλλάζουμε δίσκο-πλατό σε λίγο πάλι

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αντικείμενα ευτελούς συνήθως αξίας και εξαιρετικά αμφιβόλου χρησιμότητας τα οποία θεωρούμε απολύτως απαραίτητα και σέρνουμε μαζί μας όπου κι αν πάμε. Χαρακτηριστικά, η πλήρης οικοσκευή που φορτώνει στη σχάρα του Χιουντάι η μέση Ελληνική οικογένεια όταν πάει πουσουκού στο «κτήμα». Επίσης, το περιεχόμενο της τσάντας με τις πολλές θήκες του κάθε ερασιτέχνη φωτογράφου που έχει να δείξει παρουσία τουλάχιστον σε μια έκθεση. Ό,τι έχει μέσα το μέσο γυναικείο νεσεσέρ.

Δεν παίζεται η Ρούλα. Είπε να 'ρθει να μείνει ένα βράδυ διότι τη σούταρε ο δικός της και κουβάλησε όλα τα τσιμπράγκαλά της κι εγκαταστάθηκε. Ως και το γουόκ έφερε διότι, λέει, κάνει μια δίαιτα Κινέζικη και τα λαχανικά πρέπει να είναι τραγανά. Έλα μουνί στον τόπο σου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία