Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Κωδική ονομασία για τρία από τα προϊόντα για τα οποία φημίζεται η Μεσσηνjία, δηλαδή: σύκα, σταφίδες, σωματέμποροι.

Από Τρία Σίγμα, νταξ! Κάνουμε και εξαγωγές!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ευρύτατη βρισιά στη Νοτιοδυτική Πελοπόννησο, αντιστοίχως προς το μινάρας στην Αχαία, και το μαλάκας στην υπόλοιπη Ελλάδα. Κυριολεκτικά, σημαίνει αυτόν που είναι παράλυτος, δηλαδή ανίκανος να κάνει ο,τιδήποτε, άχρηστος, άχθος αρούρης ομηριστί, γιωτάς, μανταλάκιας. Όλα τα λεφτά είναι η μεσσηνιακή προφορά με το -λj.

Εμπρός στον δρόμο που χάραξε η Mes! Ζήτω το πελοποννjησιακό λόμπι, κι ας μας μαυρίζουν αυτοί που δεν μας καταλαβαίνουν!

  1. Μεταξύ οδηγών: Προχώρα τη σακαράκα σου ρε παράλjυτε!

  2. Μεταξύ φίλων, που έχουν αρχίσει να καίνε φλάντζες: Θα μου λjύσεις μια απορία, μάνα μου; Είσαι μαλάκας, γιωτάς ή απλώς παράλjυτος;

rap straight from the block (από jesus, 09/10/10)Στο 2.10. (από Galadriel, 21/10/12)

Βλ. και μανταλάκια, παρμένο

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μπίτι: Στα Νοτιοελληνικά (περιοχή Δυτ. Πελλοπονήσου) τελείως, εντελώς, ώσπου δεν πάει άλλο, ντιπ.

Στην μορφή μπίτι για μπίτι έχει διαφορετικές ερμηνείες ανάλογα με την θέση στην φράση:

Σκέτο (-Μα είσαι «μπίτι για μπίτι»; ): το πρώτο μπίτι θα πει τελείως, το δεύτερο θα πει κάτι σαν κουτός. Όλη η φράση θα πει «Μα είσαι τελείως κουτός»;

Εμφατικό (-Μα είσαι «μπίτι για μπίτι» κουτός;): και τα δύο μπίτι έχουν την ίδια έννοια, το ένα δίνει έμφαση στο άλλο και τα δύο στο κουτός.

Φημολογείται ότι ο Γουόρεν Μπίτι, δεν έχει σχέση με την προέλευση του λήμματος το οποίο είναι προγενέστερο.

Μα μπίτι ζαβό είσαι παιδάκι μου; Δεν μπόρηγα να σου ανοίξω την πόρτα φτούνη την ώρα, έπρεπε να την πετάξεις χάμου;

Εδώ: Λοιπόν, στόχος είναι ως κεντρικός αμυντικός να σταματήσεις τον αντίπαλο επιθετικό να σκοράρει. Το 'χoυμε τώρα; Ρίχνω ξήγες γιατί εσύ είσαι μπίτι: έχεις πάρει γραμμή ότι...

Ceci n\'est pas μπίτι. (από Hank, 11/04/09)

Βλ. και μπήτι

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πειράζω, ενοχλώ.

Συναντάται συχνότερα σε: Ηλjεία, Μεσσηνjία, Αχαΐα και εισαγόμενους, από κείνες τις περιοχές, Αθηναίους.

Π.χ. 1:
-Δεν σου 'χω πει ρε, μην τα τζολεύεις τα γαμημένα τα σπυράκια; Κοίτα τώρα αυτό πάνω στην μύτη σου έγινε καρούμπαλο, σαν μάγισσα φαίνεσαι...
-Ναι, αλλά είχε κάνει κεφαλάκιιιι (κλαψ λυγμ).

Π.χ. 2
- λοιπον εκανα βλακεια και εσβησα το saved data utilty tou little big planet κατεβασα ενα savegame το αναγνωριζει αλλα ξεκιναει παλι απο την αρχη! για πειτε...
- αμ τι τα τζολεύεις και 'συ!!

Π.χ. 3
(μανούλα:)
-Κωστάκηηηηηηηη, Ελενίτσααααααααααα μην τσακώνεστε θα σας πάρει και θα σας σηκώσει αν κατέβω κάτω!
- (Κωστάκης) Έαε μαμάαα, αφού όλο με τζολεύειιιιι...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Καρίτζαφλας: το «καρύδι», το «μήλο του Αδάμ» - η διόγκωση στο (περίπου) κεντρικό σημείο του λαιμού - βλ. μήδι.

Ο καρίτζαφλας, ανατομικά:
Δεν έχει κάποια συγκεκριμένη λειτουργία, αλλά εκεί ενώνονται δύο βασικοί χόνδροι του λάρυγγα και ο αγωγός που συνδέει την στοματική κοιλότητα με την τραχεία.

Επειδή συγκρατεί τον λάρυγγα, εμφανίζεται πιο έντονος σε άτομα με βαριά φωνή (μεγαλύτερες φωνητικές χορδές, μεγαλύτερο το τύμπανο που αντηχεί όταν αυτές δονούνται, μεγαλύτερο καρούμπαλο για το λαρύγγι) και, παρόλο που βεβαίως υπάρχει και στα δύο φύλα, στους άνδρες είναι μεγαλύτερος. Θεωρείται ένα από τα δευτερογενή χαρακτηριστικά του ανδρικού φύλου, όπως η γενειάδα ή το μουστάκι.

Ο καρίτζαφλας, κοινωνικά:
Δεν είναι δυνατή η εξάλειψή του με τεχνητά μέσα. Ενώ με το ξύρισμα ή άλλα μέσα (περιλαμβάνονται εδώ, μην λέμε τα ίδια) μπορεί να εξαλειφθεί η γενιάδα και το μουστάκι, ενώ με την πλαστική χειρουργική μπορεί να φυτρώσουν βυζιά και να ξηλωθούν τα περιττά γεννητικά όργανα, τον καρίτζαφλα δεν μπορείς να τον μαζέψεις. Συνεπώς αποτελεί βασικό σημείο αναγνώρισης του τρίτου φύλου.

Ο καρίτζαφλας, «παντού-υπάρχει-ένας-μύθος»:
Έχουν καταγραφεί ισχυρισμοί που υποστηρίζουν ότι, ο καρίτζαφλας αποτελεί κομμάτι του μήλου που δάγκασε ο πρωτόπλαστος, το οποίο του κάθισε στο λαιμό, θέση που θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με επιφύλαξη, δεδομένου ότι δεν υποστηρίζεται από στοιχεία επιστημονικών ερευνών.

Ο καρίτζαφλας, γλωσσικά:
Από τις λέξεις που χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν το ίδιο ανατομικό σημείο, η συγκεκριμένη αποτελεί το πιο αποτελεσματικό μέρος απειλής: τι να κλάσει τώρα το «θα σου κόψω το μήλο του Αδάμ, ρε πούστη» (νιεεε) - ενώ το «θα σου κόψω τον καρίτζαφλα ρε πούστη», ε, όσο να ‘ναι, δημιουργεί έναν τρόμο σε φάση.

Χρησιμοποιείται (ή, τέλος πάντων, χρησιμοποιούνταν στα χρόνια της σ’χωρεμένης της γιαγιάκας μου) στην δυτική Πελοπόννησο και, αν κρίνει κανείς από τα (σχεδόν ανύπαρκτα) αποτελέσματα του γούγλε γούγλε, δεν είναι συνήθης, επομένως το συγκεκριμένο λήμμα ήρθε να καλύψει αυτό το τρομερό κενό της βιβλιογραφίας.

Τιμή και δόξα στην ironick για την ενθάρρυνση.

Παράδειγμα 1:

Συνταγή για μαγείρεμα κυνηγιού:
«Πολλά πουλιά μπορούν να γίνουν παστά. [...] Μετά το μάδημα, καψαλίζουμε για λίγο τα πουλιά στο καμινέτο. [...] Κόβουμε τα ποδαράκια και τη μύτη, από πάνω προς τα κάτω, για να βγει και [...] ο καρίτζαφλας. Στη συνέχεια, τρυπάμε την τσίχλα στο στήθος με τη μύτη του ψαλιδιού και τη μισοκόβουμε.»

Παράδειγμα 2:

Η γιαγιά της οκτάχρονης Μεσούλας πλένει πιάτα. Η Μεσούλα που έχει ξυπνήσει με τον κώλο ανάποδα γυρνάει γύρω γύρω σαν τον δαίμονα και στο τέλος σπάει κι ένα πιάτο.

Η γιαγιά (σταδιακό ανέβασμα του τόνου):
- Τι έχεις πάθει παιδί μου σήμερα (μουρμουρητό), δεν σε αναγνωρίζω (πιο δυνατά), ελύσσαξες (ακόμα πιο δυνατά), φύγε ΤΩΡΑ και πήγαινε στο δωμάτιό σου (ακόμα πιο πιο δυνατά) και σταμάτα αυτά τα καμώματα (πιάσαμε υψίσυχνα), γιατί θα σου κόψω τον καρίτζαφλα (υπερηχητικά) - αααα.

Μεσούλα κλαίει «μην μου κόψεις το καρίιιι» (η απειλή κατανοητή, αλλά όχι και η λέξη). Γιαγιά παίρνει Μεσούλα αγκαλίτσα. Μεσούλα δεν κλαίει. Λα λα λα, όλα καλά.

Στο απώτερο μέλλον αλλάζουν οι παιδαγωγικές μέθοδοι, καταργούνται οι απειλές και έτσι χάνονται οι όμορφοι ιδιωματισμοί. Μέχρι που καταγράφονται στο σλανγκ και μένουν στην ιστορία. Όλε.

Βλ. και καρύτσαφλος και γκαρίτσαφλος, καρύτζαφλος.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στην Καλαμάτα και Μεσσηνjία (προσπάθεια απόδοσης του μεσσηνjιακού -νj, όπως στο σχιζοφρενjής δολοφόνος με το πριόνjι δεν κωλώνjει) είναι ευρύτατη αδιαφοροποίητη κλητική προσφώνηση προς πάντες και μάλιστα κυρίως προς άντρες συνομιλητές.

Γιατί όλοι μας θυμίζουν την φουκαριάρα τη μάνα μας και γι' αυτό τους αγαπάμε!...

-Έλα μου, ο Βρασίδας είμαι!
-Έλα μάνα μου, τι μου κάνjεις;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο παμπόνηρος άνθρωπος, ο πιο πονηρός και από γάτα.

Δεν χαρακτηρίζει τον έξυπνο, αλλά και δεν φέρει μειωτική χροιά. Είναι ο καλών προθέσεων πονηρός, που δεν είναι απατεώνας.

Ακόμα χρησιμοποιείται και για χαϊδευτικό μεταξύ ερωτευμένων, ή από γονείς προς παιδιά (ενίοτε με καμάρι).

Σύνθετη λέξη, παιδί του μπαμπά «πονηρός» και της μαμάς «κατσούλα (γάτα)». Η δε μαμά προέρχεται από το μεσαιωνικό «κάτα» = γάτα, και «κατ(σ)ίον» = γατάκι, από τα οποία έγινε η κατσούλα που ακόμα χρησιμοποιείται σε όλη σχεδόν την Πελοπόννησο και ιδιαίτερα στη νότια.

Χαρακτηριστική η διήγηση για τον πρωτευουσιάνο δάσκαλο που μάθαινε ανάγνωση τα πρωτάκια σε χωριό της Πελοποννήσου.

Δάσκαλος: - Εσύ Κωστάκη, Γ+Α;
Κωστάκης: - ΓΑ, κύριε.
Δάσκαλος: - Μπράβο, Τ+Α;
Κωστάκης: - ΤΑ, κύριε.
Δάσκαλος: - Μπράβο, και όλο μαζί;
Κωστάκης: - Κατσούλα κύριε.

Η κατσούλα = γάτα, δεν έχει την ίδια καταγωγή με την κατσούλα = σκούφια. Η τελευταία προέρχεται από την Ρουμάνικη λέξη για την τριγωνική σκούφια του κεφαλιού.

  1. - Πώς σου φάνηκε ο Τάκης;
    - Συμπαθής, είναι και πονηροκατσούλα.

  2. - Μπαμπά, ήμουν καλό παιδί, θα μου πάρεις παγωτό;
    - Θα σου πάρω, αλλά είσαι μια πονηροκατσούλα εσύ!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η μάρκα Artisti Italiani δεν είναι ιταλική, όπως αφήνει να υπονοηθεί ο τίτλος της, αλλά από επιχειρηματίες που εκκινούνται από το χωριό «Γαργαλιάνοι» της Μεσσηνίας. Οπότε η έκφραση είναι για μαϊμούδες προϊόντα, με και καλούα ονόματα, που στην πραγματικότητα όμως είναι φάση Γαργάλατα.

- Αγόρασα ένα καταπληκτικό φόρεμα Γκούτσι...
- Ή Πούτσι και Artisti Gargaliani;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το ανάλογο του μαλάκας στην πόλη του Πύργου.

Μην είσαι ντελίνας τώρα ρε φίλε....

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εναλλακτικά συναντάται και ως κορίτος, ο. Αναφέρεται στην ποτίστρα των ζώων, στο σκεύος από το οποίο τα ζωντανά πίνουν νερό. Εγώ άκουσα τη λέξη στην Πελοπόννησο από τη γιαγιά μου, η οποία αναφώνησε στο πρόβατο που απεπειράθη να το σκάσει «θα σου πάρει ο διάλος τον κορίτο», τουτέστιν την ποτίστρα.
Η ίδια λέξη υπάρχει και στα σέρβικα (korito, τονισμός στην προπαραλήγουσα) με την ίδια σημασία, και επιπλέον χρησιμοποιείται ως συνώνυμο της παιδικής κούνιας για μωρά.

  1. Ρίξε Κώστα λίγο νεράκι στην κορίτα για τις κότες.

  2. Το άνωθι παράδειγμα πραγματικού περιστατικού από 94χρονη πελοποννησία γιαγιά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία