Ακόμη μια έκφραση (τις υπόλοιπες αν θέτε βρείτε τις και γράψτε τις) που ξέφυγε από την ειδική επαγγελματική αργκό της οικοδομής και κατέληξε στα στόματα των υπολοίπων και των δημοσίων υπαλλήλων. Έτσι κι αλλιώς θα ήταν εξαιρετικά χαζό να πει κάνεις ότι η προσφορά της οικοδομής είναι μόνο το να χτίζει σπίτια. Και το να είναι η ατμομηχανή της ελληνικής οικονομίας. Και το να δίνει ευκαιρίες για να βγουν φωτογραφίες μαστόρων με στρινγκάκι. Και να πλουτίζουν μερικά αρχίδια.

Η φράση αυτή καθεαυτή, όπως φαντάζομαι γνωρίζει η πλειοψηφία -αλλά δεν θα στοιχημάτιζα γι' αυτό, σημαίνει το ότι κάποιος έχει και γαμώ τις εμπειρίες σε ένα συγκεκριμένο φιλντ ή τομέα οπότε σάλτα και γαμήσου και μη μου λες πολλά-πολλά γιατί είχε και κίνηση σήμερα και σε βλέπω διπλό και μπορεί να βρέξει πάνω σου. Η συγκεκριμένη ιδιότητα, δηλαδή του μπετατζή, επιλέχθηκε πολύ σοφά από τον θυμόσοφο λαό, ή τουλάχιστον το κομμάτι αυτού που έχει συμφωνήσει για Χ κυβικά μέτρα μπετό στην ανέγερση σπιτιού, μιας και το επάγγελμα προσφέρεται για μαλαγανιές (αν υπήρχε θα ήταν λινκ και θα το είχα βάλει εγώ) με κάθε δυνατό τρόπο: από τη χρησιμοποίηση τσιμέντου που έχει βραχεί στο παρελθόν μέχρι την αγορά ήδη ψόφιου κόκορα για το σφάξιμο της «καλής αρχής» των θεμελίων.

Απολαύστε υπεύθυνα - Ιντζόι ρισπόνσιμπλι

- Ψήνεσαι σήμερα για καμιά έξοδο; Λέω πρώτα μπουρδελότσαρκα να ξεχαρμανιάσω, μετά καμιά μπυρίτσα και μετά αργά κανά στριπτιτζάδικο.
- Αχ αγόρι μου, πώς φαίνεται ότι δεν ξέρεις. Πρώτα θα πιούμε την μπυρίτσα να χαλαρώσουμε, μετά το στριπτιτζάδικο για να μας ανάψουν και στο τέλος η τσάρκα για να ηρεμήσουμε.
- Ναι ρε, δίκιο έχεις!
- Εμ, χρόνια στα μπετά ρε φίλε. Αυτά τα έχω φάει και με έχουν φάει, με το κουτάλι. Ξέρεις πόσο καιρό έχω να γαμήσω κανονική γκόμενα;
- Δηλαδή κατά βάθος είσαι ένας αυνάνας και μισ--
- Επ! Ρισπέκ στον μάστορα!

βλ. και σαράντα χρόνια φούρναρης, δεν ακούς τη γριά πουτάνα..., χρόνια στο κουρμπέτι

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η ομοφοβία είναι πολύ κακό πράγμα. Η περιθωριοποίηση επίσης. Το ίδιο και ο αντίστροφος ρατσισμός. Αν τα βάλετε όλα μαζί δημιουργούν συνθήκες άπαρντχάιντ και θυμίζουν τη λέξη που ήταν της μοδός πριν λίγο καιρό στα κανάλια για να περιγραφεί ο χώρος του ιστορικού κέντρου της Αθήνας και όχι της βουλής ας πούμε που ταιριάζει και γάντι.

Γκέιτο λοιπόν καλείται ο χώρος, ανεξαρτήτου έκτασης στον οποίο τείνουν να συγκεντρώνονται όλοι οι ομοφυλόφιλοι και φυσικά δεν εννοούνται απλά γκέι-μπαρ γιατί τότε θα λέγαμε και καγκουρογκέτο ορισμένες καφετέριες στα δυτικά προάστια της Σαλονίκης ή καταστήματα που αν και δηλώνουν καφετερίες έχουν στην «βιτρίνα» τους περισσότερα παπιά, κωλοφτιαγμένα και μαλλιά σε περίεργες αποχρώσεις του ξανθού από την μπανιέρα όταν κάνει μπάνιο ο αδερφός μου, το αυτοκινητάδικο τύπου που έχει διαρκείας αεροπορικό εισιτήριο Ντύσελντορφ-Αθήνα και το κομμωτήριο της Σούλας (ποιας από όλες;) αντίστοιχα.

Γενικά μέρη που αποπνέουν τον αέρα του «διαφορετικού» όπως (λανθασμένα αλλά είναι άλλη κουβέντα αυτό) το Γκάζι ή η περιοχή στο τετράγωνο Τσιμισκή-Δωδεκανήσου-Φράγκων-Ι. Δραγούμη και που μόλις προτείνεις κάποιο μαγαζί κάπου εκεί κοντά όλοι σε κοιτάνε με άλλο μάτι. Οι λόγοι που τα γκέιτο ονομάζονται γκέιτο είναι προφανείς και αρκετοί. Οι περισσότεροι αναλύθηκαν στην πρώτη παράγραφο αλλά υπάρχουν και δυο τρεις που θα αναλυθούν στην τέταρτη. Κι ας μην κρυβόμαστε και πίσω από το δάχτυλό μας, η λεξιπλασία γαμεί κι όποιος την ακούσει γίνεται αυτομάτως ρεζίλι από τα χαχανητά, πέρσοναλ εξπίριενς.

- Που 'σαι ψηλέ, άκουσα ότι ένα κατάστημα στην οδό Εδέσσης σερβίρει και γαμώ τα ποτά. Πάμε;
- Τι λες ρε που θα χωθούμε στο γκέιτο, τρελός είσαι; Συχνάζεις εκεί;
- Όχι ρε, απλά άκουσα καλά λόγια.
- Γιατί εντάξει, εσύ με αυτά που φοράς θα χαθείς αλλά εγώ θα είμαι σαν τη μύγα μες το γάλα.
- Σου λέω τέτοιο μοχίτο δεν ξανάπιες. - Ρε μπας και την χτυπάς την μέντα;
- Όχι ρε, τον μπάρμαν τι τον έχουν, αυτός θα τα φτιάξει τα μοχίτα.
- Τρεις φορές σε είπα πούστη και δεν ένιωσες, μπας κι έχεις ανοσία;
- Ναι ρε, είχα κάνει απουστήρωση πιο παλιά.
- Έτσι εξηγείται.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ακτινογραφία ή ακτινογραφίας ονομάζεται ο τυπάς, ή αν υπάρχουν βυζιά και ωοθήκες η τύπισσα, ο οποίος είναι τόσο αδύνατος που: κάθεσαι από πίσω του και ο ήλιος σε χτυπάει πιο δυνατά, έχει απαγορευτικό από τα 2 μποφόρ, τρώει μόνο στα γενέθλιά του που είναι 29 Φεβρουαρίου, το στομάχι του--(το ποιο;), αποφεύγει όπως ο διάολος το λιβάνι τις χαραμάδες, δεν έχει τη δυνατότητα να βγει φωτογραφία ανφάς, μετράει τα παϊδάκια του και ισχυρίζεται με στόμφο ότι έχει περισσότερα από εσάς και πολλά άλλα που αν συνεχίσουν θα καταντήσουν ρατσιστικά.

Το λήμμα προέρχεται από την ομοιότητα τύπων, ή αν υπάρχουν βυζιά (...), που ανταποκρίνονται στην παραπάνω γλαφυρή περιγραφή με τις γνωστές σε όλους πλάκες ακτινογραφίας. Όπου ακτινογραφία η ζωγραφιά που δείχνει άσπρα τα κόκαλα λόγω της πυκνότητας των -καθώς απορροφούν την ακτινοβολία, και το κρέας διάφανο και κάποιοι φωστήρες την χρησιμοποιούν για να δουν απευθείας τον ήλιο σε περίπτωση έκλειψης. Οπότε έχουμε 2 σε ένα με διπλή δουλειά: και ορισμός της σλανγκ ονομασίας της ακτινογραφίας, αλλά και ορισμός της κοινής της έννοιας. Και στο τσακ πριν μας βγάλουν από τα βαρέα και ανθυγιεινά.

- Πώς γίνεται ρε κάθε φορά που τον βλέπω τον Βασιλάκη τον ακτινογραφία να είναι και με άλλη γκόμενα;
- Ε δε βλέπεις με τι κυκλοφορεί; Συνέχεια με λυσσασμένα σκυλιά! Λιμπίζονται τα κόκαλα!
- Ναι! Και τα ταΐζει καλά, όχι τίποτα αποφάγια, αφού αυτός δεν τρώει τίποτα!
- Ναι, αλλά έχεις ακούσει τις φήμες για το τι χρησιμοποιεί σαν λουρί, ε;
- Καλά εντάξει, κοίτα να δεις, εγώ πάνω από όλα θέλω η γυναίκα να με εκφράζει. Τι να μου πουν τώρα εμένα τα μπουζουκομούνια. Αν δεν έχει ήθος το θηλυκό...

(από Khan, 13/08/09)(από Khan, 13/08/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σαν νεκροφόρες είναι γνωστά τα οχήματα τύπου στέισον-βάγκον (αν είστε γερμανομαθής), στέισον-γουάγκον (αν είστε αγγλομαθής) ή στέισον-βάγγων (αν γνωρίζετε πολλούς Βαγγέληδες και όλοι είναι... στέισον). Ο λόγος θρυλείται πως είναι επειδή συνήθως αυτοί που επέλεγαν να αγοράσουν τον συγκεκριμένο τύπο αυτοκινήτου ήταν σκυθρωποί, αρρωστιάρικα λευκοί, νωθροί, με καμιά θέληση για ζωή. Αλλά επειδή η απόδειξη του παραπάνω ισχυρισμού είναι εξεφτελιστικά έως και βλακωδώς δύσκολη θα συμφωνήσω με αυτούς που ισχυρίζονται ότι το σχήμα είναι που μετράει.

Με τα πολλά μέτρα μήκους αυτών των αυτοκινήτων, που χωράνε άνετα έναν ξαπλωμένο άνθρωπο που κοιμάται και μένει και χώρος για δύο θεσούλες μπροστά, το ιδιόρρυθμο σχήμα τους και γενικά την ομοιότητά τους με τις «κανονικές» νεκροφόρες έχουν κερδίσει επάξια αυτόν τον χαρακτηρισμό. Το πολύ γέλιο έρχεται όταν αποκαλείται οδηγός τέτοιου οχήματος κοράκι και το ακόμη περισσότερο όταν ο οδηγός έχει τρομερές οδηγικές ικανότητες μόνο όταν οδηγεί ποδήλατο με βοηθητικές για να δει και να μάθει ο γιόκας/ανιψάκι του και κάθε φορά που βγαίνει στο δρόμο «ψάχνει για πελάτες».

- Τάκη να περάσω να σε πάρω να πάμε για κανά μπανάκι;
- Τι, με το δικό σου θα πάμε;
- Ναι ρε, γιατί;
- Ε τι γιατί ρε, κάθε φορά που μπαίνω στη νεκροφόρα σου με πάει αίμα! Κάνω περίεργους συνειρμούς!
- Βρε αδερφάκι μου δεν τρώγεσαι πια... Κάτσε εσύ πίσω να βάλω το Μαράκι μπροστά, δέσε ζώνες, δάγκωσε την ταυτότητά σου και πάμε.
- Νεκροφόρα, πίσω θέση, μαραθώνιος ταινιών «Βλέπω το Θάνατό Σου» χτες βράδυ. Για εξομολόγηση και μετάληψη θα με στείλεις παλιοκοράκι! Τέλος πάντων, αφού θα έχεις τη νεκροφόρα να πάρουμε και τη βάρκα. Σε ποια παραλία θα πάμε;
- Στη Βουλιαγμένη λέω.
- ...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Λέξη που κανονικά ονομάζει το φαγητό, αν οι μικρές ζυμαρένιες μπιλίτσες που κολλάνε στα δόντια και δεν έχουν καθόλου γεύση θεωρούνται φαγητό, που είναι ιδιαίτερα αγαπητό στις χώρες της μεσογειακής Αφρικής και όχι τόσο αγαπητό στις υπόλοιπες χώρες ολόκληρου του κόσμου. Αλλά μιας και είναι τόσο ευκολοπρόφερτη και γεμίζει το στόμα πέρασε στην σλανγκ ορολογία και σημαίνει το κο(υ)τσομπολιό, το μο(υ)χαμπέτι, την κοινωνική κριτική, το τζιζ-μπιζ και γενικά το χάσιμο χρόνου με ταυτόχρονο σχολιασμό οποιουδήποτε θέματος τυχαίνει να έρθει στο μυαλό των ομιλητών, και τις περισσότερες φορές έρχονται θέματα για χρώματα βρακιών και τοποθεσίες διανυκτέρευσης διαφόρων.

Το, γνωστό και ως κουσκούσι, σπορ που αποτελεί τόσο αποκλειστικότητα των γυναικών όσο αποκλειστικότητα είναι και το σκάλισμα της μύτης στα φανάρια των ανδρών, δεν χρειάζεται να περιγραφεί μιας και όλοι λίγο-πολύ το έχουμε εξασκήσει και εδώ που τα λέμε βγαίνει φυσικά ειδικά όταν χαρακτηρίζονται μειωτικά αντιπαθητικοί τύποι (που ίσως τυχαίνει να είναι και τα αφεντικά σας). Οι λέξεις «άκουσα ότι ένας φίλος μου είχε πρόβλημα με τη στύση του» προκαλούν το ίδιο αποτέλεσμα στο πρόσωπο με την πολύωρη έκθεση στον ήλιο.

Τώρα για το πως συνδέθηκε η λέξη με τον τζερτζελέ, που ξέχασα να το αναφέρω στα συνώνυμα πιο πάνω (αυτό που μόλις έγραψα είναι κόλπο για να ξαναδιαβάσεις τον ορισμό για να ψάξεις τα συνώνυμα και να μην τον περάσεις στο ντούκου), οι απόψεις τριίστανται: Η αδερφή μου λέει ότι τη λέξη την έβγαλε η Καραβάτου, η μάνα μου ότι «ταιριάζει στο αυτί γι'αυτή τη δραστηριότητα» και η γιαγιά μου ότι το κους κους (πληγούρι) ήταν από τα κύρια φαγητά που μαγειρεύονταν σε «μαύρους καιρούς» και συνήθως σε καζάνι ώστε να φάει όλη η γειτονιά μαζί και να πει τα νέα της.

- Έλα ρε Τάκη τι έγινε τελικά χτες, πήγες στο πάρτι;
- Εννοείται! Όλοι έλεγαν πού είναι ο Σάκης και πού είναι ο Σάκης. Έχασες που δεν ήρθες αγόρι μου, είχε τρελό κουσκούσι. Μάθαμε με ποιον τα έχει τελικά η ψηλή η μελαχρινή, ποιος παίρνει κάθε βράδυ τηλέφωνο την Μαρία και της κάνει ερωτική εξομολόγηση και ποιος πρώην της Νάντιας φορούσε τα εσώρουχά της.
- Ποιος;
- Κάποιος Θανάσης, αλλά γιατί ρωτάς;
- Δεν ρωτάω για το ποιος φορούσε τα εσώρουχα ρε, για τον μαλάκα της ψηλής ρωτάω.
- Και που ήξερες ότι απάντησα για το ποιος φορούσε τα εσώρουχα;
- ...
- Σε κόβει ο κουραδοκόφτης ε;

δε σας χαλάουα, νομίζω; (από johnblack, 21/07/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Από την δεύτερη γενιά ανθρώπων, γιατί ο Αδάμ ήταν κωλόφαρδος και γιατί η εξήγηση των πρωτόπλαστων μας βολεύει περισσότερο, όλοι μα όλοι οι άντρες που αποφασίζουν να κρεμα-- παντρευτούν έχουν ένα πρόβλημα: την αίσθηση της χαμένης ελευθερίας. Αμέσως μετά πάει το πρόβλημα της πεθεράς. Είναι ό,τι είναι και η μαμά του άντρα μόνο που αυτή δεν ανέχεται τα λερωμένα σώβρακα του, δεν τον θεωρεί το καλύτερο πράμα που συνέβη στον κόσμο και ούτε του μαγειρεύει τέτοιο «παστίτσιο που δεν θα βρει πουθενά αλλού». Οπότε μένουν μόνο οι ιδιότητες του αρχιφύλακα και της συνείδησης που αφειδώς προσφέρεται γιατί ο άντρας μόνος του δεν διαθέτει.

Από τις παραπάνω ιδιότητες προέρχεται και η φράση όσα βλέπει η πεθερά. Η φράση έχει το νόημα της τσαπατσιουλιάς, κάτι που θα το κάνεις μόνο και μόνο για να πεις ότι έγινε χωρίς να υπάρχει ουσία, χωρίς να έχει γίνει η δουλειά σωστά, χωρίς κόπο και, αν είσαι και γκραν γαμάω τύπος χωρίς να το κάνεις ούτε καν εσύ. Απλά κάνεις επιφανειακά «δουλειές του ποδαριού» ώστε ο αστυφύλακας-ελεγκτής της δουλειάς σου, που συνειρμικά παρομοιάζεται με την πεθερά σου, να δει πως όλα βαίνουν καλώς. Αφού συνέλθεις από την έκπληξη της αμεσότητας του ορισμού που αρκετά ξεδιάντροπα σου μιλάει σε β' ενικό και, αν το διαβάζεις στις 3 το μεσημέρι, σου λέει και την ώρα, μπορείς να επισκεφτείς το πλησιέστερο νοσοκομείο, μεγάλο δημόσιο έργο ή να κάνεις μια βόλτα μια βροχερή μέρα σε 2-3 γειτονιές για να δεις τι εννοεί ο ορισμός. Κι αν το κάνεις δεν χρειάζεται να τον διαβάσεις αλλά τώρα είναι αργά.

Αν και κυρίως λέγεται για οικιακές δουλειές μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για κάθε είδους προχειροδουλειά. Συντάσσεται με το ρήμα «κάνω».

- Ρε Τάκη τι έγινε; Πότε πρόλαβες και τελείωσες με την Κούλα;
- Δεν είχα όρεξη, όσα βλέπει η πεθερά έκανα. Έβαλα το λάστιχο, μπήκα δυο-τρεις φορές, έκανα πως ήρθα σε οργασμό και έφυγα.
- Σώπα ρε; Προσποιήθηκες οργασμό;
- Ναι ρε, ούτε που το κατάλαβε. Είπα 3 φορές περισσότερα αχ από ό,τι λέω κανονικά, σούφρωσα τα χείλη, ανέπνεα σαν να είχα τρέξει κανά χιλιόμετρο, της χάιδεψα το πρόσωπο και της είπα ότι σήμερα έδωσε κάτι περισσότερο από τις άλλες φορές.
- Ναι ρε φίλε, ωραία το έπαιξες, πού να το καταλάβει.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μεγάλη έκφραση που χρησιμοποιείται ευρέως αντί των συνώνυμων, αλλά εντελώς ξενέρωτων, έλα παππού να σου δείξω τα αμπελοχώραφά σου ή η αλεπού 100 το αλεπουδάκι 101. Το βαθύ νόημα της έκφρασης έγκειται στο ότι είναι παντελώς μάταιο να προσπαθεί κάποιος να κάνει οποιουδήποτε είδους υποδείξεις στον λέουρα που έχει φάει τη ζωή με το κουτάλι και όταν δεν προλάβαινε με το πιο μεγάλο κουτάλι ειδικά όταν ο ίδιος δεν έχει ακουμπήσει καν ούτε πλαστικό κουταλάκι της καραμπόλας.

Η έννοια που προσπαθεί να περάσει η έκφραση, η οποία θα αναλυθεί γιατί τις περισσότερες φορές ο συμβολισμός είναι επικίνδυνο σπορ, είναι πως το παιδί που βγήκε από την ζεστή, μαλακή, υγρή, γλυκιά (αχ το καλοκαίρι) οπή της μάνας του μετά από ενέργεια του πατέρα του δεν είναι σε θέση να δίνει οδηγίες για το πού βρίσκεται η εν λόγω οπή. Έτσι και ο κάθε τυχάρπαστος δεν μπορεί να την βγαίνει οφσάιντ στους έχοντας και κατέχοντας τη γνώση (με εξαίρεση ίσως την Ποκαχόντας αλλά αυτή δεν τονίζεται στην προπαραλήγουσα!). Τουλάχιστον όχι χωρίς να τους εκνευρίζει και να τους κάνει να συμπεριφέρονται ανάρμοστα. Μην ντρέπεστε να χρησιμοποιήσετε το λήμμα επειδή ίσως να το έλεγε κι ο μπαμπάς σας και να έχει παλιώσει τώρα, έτσι κι αλλιώς αυτός είναι ο πρωταγωνιστής.

- Κι έρχεται ο Μιχαλάκης και αρχίζει «Και η Κικίτσα αυτό, και η Κικίτσα το άλλο, και κόλπα και μόλπα». Έλα μπαμπά να σου δείξω πού το έχει η μαμά. Λες και δεν της τα έμαθα εγώ της Κικίτσας, που της έπαιρνα το χέρι να μου τον ακουμπήσει και μετά έμαθε να κάνει και αεροπλανικά.
- Πάντως ο Μιχάλης λέει ότι χαίρεται πολύ που επιτέλους την πηδάει κάποιος με πάνω από 10 εκατοστά.
- Ρε δεν λέω για την Κική αυτού του Μιχάλη, για την άλλη, του φίλου μου από το στρατό. Τον θυμάσαι ρε που είχε έρθει προχτές και-- Επ! Γεια σου ρε Κώστα! Πού χάθηκες εσύ;

(από Galadriel, 22/12/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το σβήσιμο είναι το μαγαζί που δέχεται τις ορδές των κουρασμένων πάρτυ άνιμαλς αλλά και των υπόλοιπων εξοδούχων μόλις τελειώσει η «κυρίως» διασκέδαση. Πέρα από το κλισέ, μπανάλ, συνηθισμένο, σουπάτο πατσατζίδικο του κυρ-Τάδε ή το σουβλατζίδικο-σαντουιτσάδικο του κυρ-Δείνα υπάρχουν κι άλλα μέρη για να δοκιμάσετε να ανοίξετε τους ορίζοντές σας.

Το άφτερ που παίζει συνήθως μέταλ αλλά όταν θα πάτε εσείς θα έχει αφιέρωμα disco, η πολλά υποσχόμενη μπουζουκλερί δ' και βγάλε διαλογής με καλλιτέχνες που ή τώρα αρχίζουν να πατάνε στο πεντάγραμμο ή είναι τελειωμένοι, το μπουγατσατζίδικο με τον τύπο με το λιγδωμένο μαλλί, η ολ-τάιμ κλάσικ καντίνα με την γεννήτρια να αγκομαχάει για να ακουστεί λίγο παραπάνω από το τρανζίστορ που παίζει το τελευταίο καψουροχίτ. Δεν χρειάζεται να ειπωθεί πως το σβήσιμο είναι απαραίτητα το τελευταίο μαγαζί που επισκέπτεστε πριν το ονομάσετε μια μέρα. Αν δεν είναι το τέλος δεν είναι σβήσιμο, αν δεν είναι σβήσιμο δεν είναι το τέλος. Με αυτήν ακριβώς τη σειρά.

Το σβήσιμο ακούγεται έτσι όπως γράφεται (έεεελα) αλλά μπορεί να πάρει και ρηματική μορφή και κάποιος να πει ότι σβήσαμε κάπου ή ότι για σβήσιμο πήγαμε κάπου άλλου ή και στο ίδιο κάπου.

- Τι μαύροι κύκλοι είναι αυτοί ρε, πού ήσουν χτες;
- Άσε, ξεκίνησα από κλαμπάκι, μετά σε ένα ναμαγαπάδικο και για σβήσιμο Διπλοπενιές λάιβ.
- Καλά ήταν;
- Κόλαση! Σπάσαμε πιάτα, είδαμε λαμέ, χορτάσαμε και κρέας, όλες ήταν με τα μπούτια και τα βυζιά απ' έξω. Άσε, όλη νύχτα τραγουδούσα: «Όταν φύγω θα σου λείψω, θα σου λείψω
θα σου λείψωλείψωλείψωλείψωλείψω!»

τι καλύτερο από το να σβύνεις σε ένα πιάτο πατσά... (από BuBis, 13/07/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η σλανγκ ονομασία της γνωστής μάρκας τσιγάρων με σκοπό την γελοιοποίηση των Γάλλων και της συνήθειάς τους να προσθέτουν άχρηστα γράμματα σε όλες τις λέξεις, την προσπάθεια να δοθεί στην αφ' υψηλού γαλλική προφορά της μάρκας μια πιο λαϊκή χροιά και ωσεκτουτού ευκολότερη εκφορά και την έμφυτη τάση του απλού καθημερινού καλλιτέχνη, που δημιουργεί τη σλανγκ, να δημιουργεί τη σλανγκ.

Η πραγματική προφορά της μάρκας τσιγάρων είναι (από ό,τι με πληροφορεί ο απεσταλμένος μου στο απέναντι περίπτερο) «γκουλουάζ». Άντε τώρα τρέξε και βγάλε την προφορά από αυτήν εδώ τη λέξη «Gauloises» αν δεν είσαι γαλλομαθής ή έστω έχεις εξασκηθεί στη γαλλική (και ναι, τα ασανσέρ, καλοριφέρ, μιλφέιγ, κρουασάν, βουλε βου κου σε αβέκ μουά δεν πιάνονται για γαλλικά). Ίσως τα ακούσετε και σαν «γκαυλοίσες» ή ακόμη καλύτερα σαν «γκαβλίτσες». Να ξέρετε ότι είναι ακριβώς το ίδιο - και δεν χρειάζονται σχόλια για το γκαβλ-, πάλιωσε.

- Κυρ-Παντελή, πιάσε δύο Ντιξάν αναβράζοντα με προτοκαλιούς κόκκους, ένα πακέτο Μίσκο αλντέντε, δύο χλωρίνες Κλινέξ με την νέα βελτιωμένη δράση οξυγόνου, δυο σοκοφρέτες και δυο τσικουλάτες για τα πιτσιρίκια και 2 πακέτα γκαυλόισες για μένα.
- Καλά Ορέστη μου, να στα στείλω με το παιδί;
- Όχι ρε Παντελή, από τότε που είδε το Μπακαλόγατο μας έχει τρελάνει στα «αμ πως» και στις μαλακίες, θα περάσω να τα πάρω εγώ.

(από Vrastaman, 04/06/09)(από vanias, 03/03/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Φράση κλισέ που την χρησιμοποιεί πολύς, πάρα πολύς, κόσμος για να προσπαθήσει να δικαιολογήσει κάποιες κακόβουλες πρακτικές επιχειρηματιών, όπως σε περιπτώσεις υπερτίμησης, να δικαιολογήσει ότι του πιάνουνε τον κώλο, όπως σε περιπτώσεις υπερτίμησης, ή τέλος να δικαιολογήσει την δουλειά που κάνει κάποιος, σε περιπτώσεις δημοτικού αστυνομικού. Δηλώνει δηλαδή ότι κάποιος είναι εγκλωβισμένος σε αυτό που κάνει και δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Η μόνη εναλλακτική για τα παραπάνω είναι ή οι επαγγελματίες να κάνουν αυτά που κάνουν ή να γίνουν κλέφτες. Αυτό δείχνει στενομυαλιά, ντοπιολαλιά και πορτοκαλιά, αλλά ταυτόχρονα δείχνει και μια κάποια κατανόηση οπότε υπερτερεί το δεύτερο.

Ειδικά για θηλυκά ίσως ακουστεί και σαν «πουτάνες θα γίνουν;», αλλά είναι υπερβολικά μειωτικό για την συμπαθή τάξη των ιερόδουλων, άσε που και να ήθελαν τα περισσότερα καθημερινά θηλυκά δεν θα μπορούσαν.

- Τασούλλλα, δεν μπορώ να περάσω σήμερα το πρωί να σου πάρω. Πάρε ταξάκι.
- Καλλλά ρε Μπάμπη, προχτές δεν τα συμφωνήσαμε; Είπες να σου πάρω τηλέφωνο για να περάσεις.
- Έτυχε κάτι και δεν μπορώ να έρθω ρε. Πάρε ταξί, οι καημένοι οι ταρίφες τι θα κάνουν, κλέφτες θα γίνουν;
- Σιγά την απόσταση (α) ή (β).

(α): από το ταρίφας στο κλέφτης.
(β): θα το κόψω με τα πόδια.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία