Με αυτή την ατάκα προσπαθούμε εμμέσως (ευγενικά) να επισημάνουμε / απαντήσουμε στο συνομιλητή μας ότι η πρόταση / προτροπή που κάνει, πιθανότατα δεν θα πραγματοποιηθεί γιατί δεν θέλουμε εμείς ή έχουμε εκτιμήσει ότι δεν είναι πρόσφορη ή εύκολη (δηλ. την έχουμε ήδη αποκλείσει).

Επιπλέον, η αναφορά στο τρίτο πρόσωπο(-α) που εμπλέκεται στο θέμα, λειτουργεί ψυχολογικά ως καπέλωμα του δικού μας στάτους (συν το ότι δεν μπορούμε να αποφασίσουμε για αυτόν, ή το όλο θέμα δεν είναι κυρίως δικιά μας ευθύνη και μας θέλουν απλά ως μεσολαβητή), όποτε αισθανόμαστε κάποια δυσφορία που εκφράζεται πλαγίως με αυτήν την ατάκα που σηματοδοτεί και το τέλος της συνομιλίας για το αναφερόμενο θέμα.

Aσιστ: GATZMAN

1. violator: - Δίκοπο μαχαίρι είναι. Από τη μια σου δίνεται η δυνατότητα να διεκδικήσεις κάτι παραπάνω, φαινομενικά...
Από την άλλη, ποιος μου εγγυάται ότι αν μπει σφήνα κάποιος, πλην των 3 της Αθήνας, θα τον αφήσουν στο μίνι πρωταθληματάκι, να πάρει 2η ή 3η θέση;
animaltrainer4: - Ζήτα να βάλουν και play-out μπας και την γλυτώσεις και ασ’ τα αυτά asans-arh. violator: - Θα του πω, και άμα θέλει...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

βερεσέ (επίρρημα): με πίστωση. Από το τουρ. veresiye, υπάρχει και ο τύπος της λέξης βερσιγιέ.

Ο βερεσές είναι η αγορά ή η πώληση με πίστωση. Τα βερεσέδια είναι τα οφειλόμενα χρήματα της αγοράς ή πώλησης με πίστωση. Το βερεσέδικο είναι το αντικείμενο που αγοράζεται/πωλείται με πίστωση.

τα ακούω βερεσέ: χωρίς να δίνω σημασία, χωρίς να τα λαμβάνω υπόψη. Απάντηση με έμφαση στο «ότι έχω ήδη πάρει την απόφαση μου και δεν με μεταπείθεις».

τζάμπα και βερεσέ: χωρίς σοβαρή αιτία, άσκοπα, μάταια, άδικος κόπος, πήγε στράφι.

  1. Αυτός, όλο βερεσέ αγοράζει χωρίς να ξεπληρώνει, πότε θα αγριέψουν οι προμηθευτές να του κάνουν κατάσχεση στην περιουσία του, δεν ξέρω… (=με πίστωση)

  2. – Δεν φοβάσαι τι θα ‘πει ο κόσμος αν προχωρήσεις στο διαζύγιο; - Αυτά τα ακούω βερεσέ! Ήδη έκανα την αίτηση διαζυγίου. (=δεν δίνω σημασία)

  3. –Τελικά ο δρόμος θα περάσει από αλλού. - Κρίμα, τόσος κόπος για να φτιάξουμε το εστιατόριο πήγε τζάμπα και βερεσέ. (=μάταιος κόπος)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

γκαντεμιά, η : κακοτυχία, γκίνια, γρουσουζιά, δυσμενής εξέλιξη των πραγμάτων.

Δείτε τους νόμους του Μέρφυ για εμβάθυνση στο τι εστί γκαντεμιά!

Προέρχεται από την αραβική λέξη «καλή τύχη!» που έδωσε το τουρ. kademsiz, αυτός που δεν έχει καλή τύχη, ο γκαντέμης.

Χρησιμοποιείται κυρίως να δηλώσει μικρής σημασίας άτυχα περιστατικά που συμβαίνουν στον ομιλητή ή για να δικαιολογηθεί για την ανικανότητα (δεν προετοιμάστηκε κατάλληλα) να φέρει θετική εξέλιξη σε ένα θέμα τωρινό ή του πρόσφατου παρελθόντος.

Βέβαια λέγεται και με την έννοια της γρουσουζιάς (= οτιδήποτε θεωρείται ότι προκαλεί κακοτυχία).

Αντίθετα: η καλή τύχη, γούρι, ρέντα, κωλοφαρδία. Σημείωση: η κωλοφαρδία είναι μόνο για αυτόν που την έχει, για τους γύρω του μπορεί να προκαλέσει κακοτυχία! (π.χ. Γκαστόνε και Ντόναλντ από τα κόμικ).

Λέξη ευρέως χρησιμοποιούμενη, αλλά προσοχή! Μην πέσετε στο λούκι της! Είναι κολλητική :)

1.Πω, πω γκαντεμιά σήμερα. Πολύ κίνηση, ούτε να παρκάρω κοντά βρήκα και με έβαλε και πόστα το αφεντικό, μου έφτιαξαν τη μέρα! (=κακοτυχία)

2.Έσπασε η γκαντεμιά, επιτέλους η ομάδα κέρδισε μετά από τέσσερις σερί ήττες. (=κακοτυχία και ανικανότητα μαζί)

  1. Η γκαντεμιά πάει σύννεφο, τα χάλασα με τη Μαίρη δεν βρίσκω σπίτι και η Καιτούλα φεύγει για αλλού. Γκαντέμης είμαι; (=αν δεν πάρεις την κατάσταση στα χέρια σου, ναι!)

4.Είναι γκαντεμιά, αν σπάσει ο καθρέπτης. (=γρουσουζιά)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είναι τα πλαστικά / αλουμινένια ραβδία με κεφαλή σε σχήμα πιρούνας (4 ή 5 δόντια), διάφορου μεγέθους (0,5μ - 2,5+) και χρησιμοποιούνται στην ελαιοσυλλογή.

Συνώνυμα: μαγκούρι, φάπα, μάπα, ραβδί.

Ομόρριζα: τέμπλα ή δέμπλα είναι το παραδοσιακό ξύλινο μακρύ (4μ +) ραβδί για τον ραβδισμό καρποφόρων δέντρων (ελιά, καστανιά, καρυδιά κτλ.).

Τις ελιές τις έριχναν κάτω με τα καλάμια, ραβδάκια, κτένια και δεμπλάκια. Οι γυναίκες και οι άντρες τις έπαιρναν με τα χέρια τους, βάζανε στα καλάθια τους και γέμιζαν τα σακιά.

(από tryager, 11/10/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Χορταίνω υπερβολικά. Συν. μπάφιασα.

  2. Δεν αντέχω άλλο πλέον κάτι, είμαι στα όρια μου. Συν. αγανάκτησα, απηύδησα.

Ετυμολογικά προέρχεται από τα, παρόμοιας σημασίας, τούρκικα biktim ή biktir.

α) Ουφ, μπούχτισα από το πολύ φαΐ. (χόρτασα)

β) –Μπούχτισα από την πολλή δουλειά, πάω για ένα τσιγάρο.(κουράστηκα)

-Με μπουχτίσατε με τις ανοησίες σας, φεύγω! (βαρέθηκα)

-Μπούχτισα! Δεν αντέχω άλλο την πολύ δουλειά και τον μικρό μισθό. Θα ψάξω αλλού για εργασία. (αγανάκτησα)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Γεμίζω κάτι μέχρι σημείου κορεσμού… και ακόμα παραπάνω (στούμπος = κόπανος, δηλ. το κοπανάω να χωρέσει και άλλα). Με αποτέλεσμα να έχουμε συχνά παρενέργειες από το υπερβολικό φορτίο και την ταχύτητα / βιαιότητα του γεμίσματος.

Ισχύει για δοχεία, βαλίτσες, σωλήνες… και το στομάχι μας (=μπάφιασμα).

  1. Συνέπεια του στουμπώματος είναι το βούλωμα του αντικειμένου που το παραγεμίσαμε. Έτσι έχει και την έννοια του βουλώνω, *στουπώνω** και της δυσκοιλιότητας.

*Ετυμολογία: Ο Τριαντάφυλλος και ο Μπάμπης το δίνουν από το σλαβικό stonpa = κόπανος, αλλά υπάρχει το ηχητικά και σημασιολογικά παρόμοιο ρήμα στουπώνω (από το στουπί, αρχ. τό στυππεῖον), που σημαίνει φράζω κάτι με στουπί ή με οτιδήποτε, συμπιέζω-πατικώνω. Ευλόγως, δημιουργεί προβληματισμό στην πλήρη ιστορική διασαφήνισή της ετυμολογία της λέξης, όπως αναλυτικά καταγράφεται εδώ.

Ασιστ: Mes

1. Εύα μου συμφωνώ απολύτως! Τι γέλιο έκανα, να ‘σαι καλά! Ε, μα ναι πια, λεκέδες και λεκέδες, τα στουμπώνω και ‘γω όλα στο πλυντήριο και βγαίνουν φρεσκαδούρα!

- Σχόλιο του deliolanis στο λήμμα Κοτοπουλάς

Eπιβεβαιώνω τα περί κοτοπουλά όσον αφορά την αλυσίδα σαντουιτσάδικων με την επωνυμία ΄Αυθεντικόν΄.
Χαρακτηριστικό τους, ότι το σάντουιτς το στουμπώνουν στην κυριολεξία με πατάτες: εκεί που βλέπεις ότι το σάντουιτς ασφυκτιά από πατάτες και λες ότι δεν παίρνει άλλες, ο κοτοπουλάς συνεχίζει και στριμώγνει κι άλλες, κι άλλες, κι άλλες... Στο κάνει τούμπανο! Εύγε!

2. Να θέσω το ερώτημα που με απασχολεί
Τα παιδάκια σας εμφάνισαν δυσκοιλιότητα με την εισαγωγή στερεών τροφών; Εμάς το ρυζάλευρο μας έχει στουμπώσει τελείως, της το έκοψα για 2-3 μέρες και επανήλθαμε, βέβαια όχι στα παλιά κακάκια προ κρέμας, της την ξαναέδωσα χτες και ξανά τα ίδια, κλάματα και σφίξιμο και λίγα σκληρά κακά μετά κόπων και οδυρμών !

O Καπετάν Stubing από το Πλοίον τση Αγάπης (από Vrastaman, 04/07/10)Εκκλησιάζουσες. Οι κωμωδίες του Αριστοφάνη σε κόμικς, Τ. Αποστολίδη και Γ. Ακοκαλίδη. (Το λήμμα στο τέταρτο καρέ) (από patsis, 04/07/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

«Tο κουλό»: σλανγκιστί είναι η χαζομάρα, η ανοησία και με την ειδική σημασία στο ότι οι πράξεις ή τα λόγια (τέτοια είναι και τα ευφυολογήματα) που τους προσδίδουμε αυτόν τον χαρακτηρισμό είναι παράδοξα, άτοπα, τρελά, δηλ. δεν στέκουν καθόλου με την κοινή λογική (...για αυτό μερικές φορές έχουν κάποια γοητεία!)

Ετυμολογία: από το αρχαίο κύλλος= κεκκαμένος, κυρτομένος (στραβός), χωλός, παράλυτος προέκυψε ο κουλός με τη σημασία αυτού που του λείπει το ένα ή και τα δύο χέρια και μεταφορικά την ανικανότητα που συνεπάγεται αυτή η αναπηρία. Από αυτό, φτάσαμε στο κουλό = το χέρι μειωτικά / υβριστικά και πάλι μεταφορικά με γενίκευση στην περιγραφή του ατόμου (=χαζό, βλαμμένο) και στο νόημα, γενικά, της πράξης: ανοησία / παραδοξότητα αυτού του ορισμού.

Επιπλέον χρησιμοποιείται συχνά για ποικίλες καταστάσεις όταν κάτι μας ξενίζει ή παρουσιάζονται μικροπροβλήματα, χωρίς ειδικό νόημα.

Σχετιζόμενα/ συνώνυμα: κουφό, κουλαμάρα, παλαβομάρα, ζαβός, κουλάδι, κουφαίνω.

Αγγλιστί: lame.

  1. Με χτυπάει ρεύμα η κιθάρα!!! Λιγάκι κουλό; Απ' ό,τι μου είπαν, αυτό είναι παράξενο γιατί δεν περνάει ρεύμα από το καλώδιο προς την κιθάρα και μάλιστα αμφίδρομα. Έχει κάνεις καμιά ιδέα γιατί γίνεται αυτό; Με χτυπάει όταν ακουμπάω τις χορδές και την γέφυρα, όχι δυνατά, αλλά αρκετά για να καθιστά αδύνατο το practice και μερικές φορές πονάει λιγάκι.» (=περίεργο)

  2. Κουλό ανέκδοτο:
    «Σε έναν πεζοδρόμιο κάθονται ένας κουφός, ένας τυφλός και ένας κουτσός.
    Ξαφνικά ο κουφός λέει:
    - Ρε παιδιά, ακούω να έρχεται η αστυνομία.
    Ο τυφλός προσθέτει:
    - Εγώ τη βλέπω κιόλας.
    Και προσθέτει και ο κουτσός:
    - Εγώ λέω να το βάλουμε στα πόδια.»

  3. Κάτω τα κουλά (ή «ξερά») σου από την τούρτα!
    (=χέρια)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λογοπαίγνιο του «μπέρδεψα τη γλώσσα μου», με αυτοσαρκαστική διάθεση.

Το ουσιαστικό / αντικείμενο γίνεται ρήμα (γλώσσα > γλώσσεψα) και το ρήμα μετατρέπεται σε ουσιαστικό (μπέρδεψα > μπέρδα) και παίρνει θέση αντικειμένου στην πρόταση.

  1. Έτσι τονίζονται πιο εμφανώς τα λεκτικά λάθη στον προφορικό λόγο, όταν αλλοιώνουμε την εκφορά ή τον γραμματικό τύπο μιας σχετικά δυσπρόφερτης λέξης. Ή αλλοιώνουμε όλη την πρόταση, λόγω της βιασύνης να πούμε κάτι. Κοινώς, τα κάνουμε κουλουβάχατα. Έχει και το στοιχείο της «γλώσσας λανθάνουσας», βέβαια.

Απαντάται στις εφηβικές-νεανικές ηλικίες, όπου η γλώσσα / εκφραστικότητα δεν έχει φτάσει στην ωριμότητά της (αυτό γίνεται μετά τα 22 χρόνια και συνεχίζει ισόβια. Στα γερατειά, βέβαια, έχουμε άλλα προβλήματα…).

Το σκεπτικό της χρήσης του: «Γλώσσεψα την μπέρδα μου» είναι ότι είμαι σε θέση να πειραματίζομαι με την γλώσσα μου (ελληνικά), το οποίο μου δίνει ικανοποίηση / αυτοπεποίθηση.

Το θέμα είναι όμως, ότι με το να προκαταλαμβάνουμε τον συνομιλητή με την υπερβολική αντίδραση που συνάδει το «γλώσσεψα την μπέρδα μου», η επικοινωνία διακόπτεται. Ο άλλος δεν μπορεί να μας παρακολουθήσει.

Λέγεται επίσης:

  1. Όταν αντιμετωπίζουμε μια άγνωστη και δυσπρόφερτη λέξη ή πρόταση ή γλωσσοδέτη, όπου πραγματικά κουραζόμαστε μέχρι να την προφέρουμε σωστά.

  2. Η φράση βρίσκει εφαρμογή και στα λάθη πληκτρολόγησης.

  1. Γύρισα στη φίλη μου για να τη ρωτήσω τι παπούτσια πάνε με φούστα, αλλά γλώσσεψα την μπέρδα μου και φαντάζεστε! Τη ρώτησα «Τι φαστούνια πάνε με την π... τσα ...
    (= λεκτικό μπέρδεμα και φανέρωμα των σκέψεων του ομιλητή, δηλ. γλώσσα λανθάνουσα)

  2. - Αλλά, βρε συ, πιο ευκολοδιάβαστο όνομα δε μπορούσες να βρεις από το kirighdrai... εδώ και ώρα δε βγάζω άκρη... γλώσσεψα τη μπέρδα μου. (=γλωσσοδέτης)

  3. - Ωπαία τα λες! (=αντί: Ωραία τα λες!, λάθος πληκτρολόγηση)
    - Ουπς, γλώσσεψα την μπέρδα μου.

βλ. και χασίστες και φουντικοί, φρόας τας σένας, μουνάς, γελάκι...., καθώς και τα εκάστοτε σχόλια.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ζέλωμα αποκαλείται η πράξη του να βάζει κανείς ζελέ στα μαλλιά και το αποτέλεσμα αυτής. Πρόσφατη δημιουργία από το ζελέ και το παραγωγικό επίθεμα -ώμα.

Το ζελέ (άλλοι τύποι ο ζελές, η γέλη, το τζελ) προέρχεται από το γαλλικό gelée, geler (παγώνω, λατινικά gelare). Το -ωμα δηλώνει συνήθως την ενέργεια ή το αποτέλεσμα της ενέργειας ρημάτων σε -ώνω. Συνεπώς, ο αδόκιμός κρίκος / ρήμα θα ήταν -ζελώνω.

- Στέγνωμα και ζέλωμα!
(νεαρός κουρέας επί το έργον)

Βλ. και τζελαρισμένος.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είναι παλιότερος τύπος της λέξης μάκα (=βρομιά, ακαθαρσία) και σημαίνει το χάλασμα/λιώσιμο/ανακάτεμα/λέρωμα τροφίμων ή άλλων αντικειμένων καθημερινής χρήσης.

Προέρχεται από το ιταλικό macchia (=λεκές, λατ. macula).

Χρησιμοποιείται κυρίως στις φράσεις: «Τα έκανες ματσιά!» και «…γίνανε ματσιά»

Γιατί άφησες τα σπανάκια έξω από το ψυγείο; Γίνανε ματσιά, αλλοιώθηκαν.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία