Ο παλαιστής.

Από το τουρκικό pehlivan, που σημαίνει ακριβώς το ίδιο.

Απόγονοί τους οι αθλητές του κατς.

Λέγεται και «μπεχλιβάνης».

Χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει άτομο, ως μάγκα, καραμπουζουκλή, ασίκη, ασλάνη κλπ

  1. Πάμε στο πανηγύρι, θα έχει και αγώνες με πεχλιβάνηδες.

  2. Γεια σου ρε Γιώργο μάγκα, καραμπουζουκλή και μπεχλιβάνη.

(από iwn, 22/10/10)(από Jonas, 23/10/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σλανγκ προστακτική του πιάνω, δηλαδή βάζω κάτι στο χέρι μου, στη παλάμη μου, εγχειρίζω, χουφτώνω. Αντί του «πιάσε».

Χρησιμοποιείται με την έννοια του φέρε, προσκόμισε.

Πιάκε 'να μπουκάλι μπύρα απ' την κασόνα.

Η προστακτική στην αργκό: , -έκα, , έμπαινε, έφυγες, κατέβαινε, μπέκα, πάνε, πιάκε, τσάκω· ακόμη: προστακτική αντί για απαρέμφατο, συνεχής προστακτική ως στιγμιαία.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση για να χαρακτηρίσει μια μη όμορφη γυναίκα, ενίοτε χρησιμοποιείται και καθ' υπερβολή προκειμένου να δημιουργηθεί μια ιλαρότητα με τη μεταφορική και εξαιρετικά απαξιωτική επιλογή της σύγκρισης.

Σιγά, ρε φίλε, τη γκόμενα που ψώνισες, αυτή είναι πιο άσχημη κι απ το χρέος.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η προσβολή, η δημόσια (ή και prive') βλάβη, ή, ακόμα, και η απόπειρα πρόκλησης βλάβης της τιμής και υπόληψης δι' έργων, λόγων ή παραλείψεων.

Σαν έκφραση της αίσθησης απαξίωσης, διαβαθμίζεται ως κατώτερη της προσβόλας που αποτελεί την κορωνίδα της προσβολής.

- Α, όλα κι όλα, δεν είμαι απ αυτούς που σηκώνουν το πρόσβολο. Θα καθαρίσω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέγεται κι έτσι το προφυλακτικό κάλυμμα, από ελαστικό υλικό που τοποθετείται σφιχτά στο εγερμένο ανδρικό μόριο πριν τη διείσδυση του στον γυναικείο κόλπο, προς αποφυγή τόσον ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης όσο και μεταδοτικού αφροδίσιου νοσήματος.

Επίσης λάστιχο, καπότα, προφυλακτικό, τσουτσού φερετζέ, σκουφίτσα, αλεπουδίτσα, μπεμπέκα.

Στον περιπτερά:
- Δώσε μου ένα Μάρλμπορο κι ένα κουτί προφυλακτήρες σε παρακαλώ.

(από iwn, 12/12/10)(από iwn, 12/12/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση που χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει, οτι βρέχει πολύ, βρέχει ραγδαία, νεροποντή, κατακλυσμιαία βροχή.

Γκιούμι, από το τουρκικό güğüm, είναι η μεταλλική, χάλκινη (μπακιρένια), επικασσιτερωμένη (γανωμένη) η και αλουμινένια καρδάρα η κανάτα, με χερούλι και καπάκι (κατά κανόνα με μεντεσέ), που χρησιμοποιείται για οικιακή χρήση, ως μέσο για μεταφορά, βρασμό, αποθήκευση υγρών, κυρίως νερού η γάλακτος.

Παρόμοιες εκφράσεις: ρίχνει με το τουλούμι, ρίχνει καρεκλοπόδαρα, ανοίξανε οι ουρανοί.

-Καλά που πρόλαβα να μπω. Εξω ρίχνει με το γκιούμι.

γκιούμι (güğüm)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Ο άνδρας που ανέχεται η επιτρέπει συνειδητά και σιωπηρά η γυναίκα του να εκδίδεται για ανταλλάγματα σε στενό κοινωνικό κύκλο, επωφελούμενος και ο ίδιος απ' αυτά.

- Φυσικά και γνωρίζει τι κάνει η γυναίκα του.
- Κατάλαβα, καλός ρουφιάνος είναι.

Βλ. και ρουφιανόσπιτο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η λέξη προέρχεται από το τουρκικό σακάτ που σημαίνει ανάπηρος και φυσιολογικά χρησιμοποιείται κατά κυριολεξία για να εκφράσει μια φυσική σωματική αναπηρία.

Χρησιμοποιείται όμως μεταφορικά και γενικότερα, και εδώ αρχίζει το slang, προκειμένου να χαρακτηρίσει ευρύτερες αδυναμίες ή εξαρτήσεις ατόμων.

Λέγεται και σακατλίκι.

  1. - Ο Νώντας είναι αλκοολικός
    - Το ξέρω , είναι το σακατιλίκι του.

  2. - Καλά, δε μπορείς χωρίς να κυνηγάς συνέχεια γυναίκες;
    - Όχι, είναι το σακατιλίκι μου.

(από iwn, 17/10/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Διόλου κολακευτική παρομοίωση για άτομο.

Αντίθετα, προσδιορίζει φυσιογνωμία πιο άσχημη κι απ' το χρέος.

Ειρωνικά:
- Τι ωραία γκόμενα που 'πιασε ο Μπάμπης; Σαν το σκύλο που χάσαμε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χαρακτηρισμός για άτομο αδέξιο, που δεν δείχνει ενδιαφέρον, ζήλο, προσήλωση η επιμέλεια στα έργα του, που κάνει πρόχειρη ανολοκλήρωτη δουλειά, σαν αγγαρεία, τεμπέλικα, βαρετά, στο γόνατο, στο πόδι, με ζημιές και κακοτεχνίες. Η σβάρνα είναι γεωργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται στις καλλιέργειες για να ισιώνει το χώμα σε χωράφι και να σπάει σβόλους γης. Το ρήμα σβαρνίζω σημαίνει ότι σέρνω κάποιο αντικείμενο απρόσεκτα, πρόχειρα, χωρίς ιδιαίτερη προσοχή η προφύλαξη, αδιαφορώντας για τυχόν ζημία που μπορεί να υποστεί η να προκαλέσει.

  1. Στοιχείο λίστας

-Ωχ, σε ποιον πήγες και ανέθεσες αυτή τη δουλειά?! Είναι μεγάλος σβαρνιάρης. Στο τέλος θα αναγκαστείς να την κάνεις εσύ ο ίδιος.

  1. Στοιχείο λίστας

ο εργοδηγός στον εργάτη:- Αν συνεχίσεις να δουλεύεις έτσι σβαρνιάρικα θα πας στο σπίτι σου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε