Επιπλέον ετικέτες

Ο φιλάργυρος και συμφεροντολόγος άνθρωπος που εκμεταλλεύεται τους αδύναμους. Λέξη τουρκικής προελεύσεως < çιfιt, σημαίνει τσιγκούνης και φιλάργυρος.

- Ήρθε ο παλιοτσιφούτης ο ιδιοκτήτης για το ενοίκιο σήμερα. Μου είπε ότι έτσι και δεν το πληρώνουμε την πρώτη μέρα του μήνα, θα μας κάνει έξωση. Απίστευτος μαλάκας!

βλ. και τσιαφούτης

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η διαβολή. Τα λόγια. Οι τσίτες, αλλιώτικα.

Μεταφορικά, από το λατινικό focus και manus, δηλαδή τη φωτιά που ανάβει με τα χέρια, με προσάναμμα, κατά λάθος εξεπίτηδες, από κάποιο καλόπαιδο, στο μυαλό του οποίου το αποτέλεσμα της ενέργειας επιφέρει ρίγη συγκινήσεων, είτε λόγω του αναμενόμενου οφέλους, είτε απλώς για πλάκα.

Προϊόν μεσογειακό, κάτι σαν την ελιά, τη ρίγανη, το σκόρδο, λίαν εύχρηστο ως άρτυμα ανιαρής και μονότονης καθημερινότητας σε μικροπεριβάλλοντα επαρχίας, γραφείου, γειτονιάς, σχολείου, δημ. υπηρεσίας κουτουλού, όπου δηλαδή το πήξιμο είναι προεξάρχον στοιχείο της ψυχικής καταστάσεως του υποκειμένου.

Όχι πως στα Βόρεια δηλαδή δεν απαντούν τα μαναφούκια, ο Μπράιαν όμως ο Άγγλος μεταφραστής, δεν ανάβει τόσο εύκολα λόγω φλέγματος, ο δε Φριτς εκφράζει μια λεκτική απαξίωση για την όλη φάση.

Σε αντίθεση με τη φωτιά που ανάβει τυχαία από κεραυνό, έκρηξη ηφαιστείου, ντηζελομηχανής, η επί τη θέα συγκεκριμένου αντιπροσώπου του ωραίου φύλου και προκαλεί επιθυμίες τ. παναφύ ή βαλσίματος, η διαβολή ως έργον του οξαποδώ καταλήγει σε μπουκέτο, πιάσιμο μαλλί με μαλλί, κλωτσοπατινάδα, μπούφλες και τέτοια τρυφερά.

Η λέξη χρησιμοποιείται στην Καρδίτσα και στις Β. Σποράδες. Το πώς πήδηξε το Ιόνιο και την Πίνδο και κατέληξε στο Αιγαίο, δεν είναι ξεκάθαρο.

Ο Παπαδιαμάντης την χρησιμοποιεί αρκετά, εξ ου και το παράδειγμα.

Έπαιρνε λόγια από τη μίαν και έβαζε μαναφούκια εις την άλλην. Και είτα εν ανέσει ενετρύφα εις τον καυγάν.

Το Μαναφούκι, του Ντίνου Οικονόμου (από poniroskylo, 14/03/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κοκέτα (coquette) στα γαλλικά είναι η cock teaser / cock tease ή ανάφτρα, η γυναίκα δηλαδή που προσπαθεί να κερδίσει την αναγνώριση των ανδρών χρησιμοποιώντας την κοκεταρία της, δηλαδή τα σημεία εκείνα που είναι χρωμοσωματικώς ενδιαφέροντα για τους άνδρες.

Στην ουσία η κοκέτα δεν είναι καθόλου αυτο-αναφορική. Ετεροκαθορίζει τη συμπεριφορά της ανάλογα με το τι οι άντρες βρίσκουν ελκυστικό.

Στα ελληνικά έμεινε μια πιο «ευγενική» εκδοχή της, που αναφέρεται στον πρώτο ορισμό, αλλά είναι εμφανής η καταγωγή της :)

το τραγούδι αι αι αι μαρία που έχουμε ακούσει από τον κηλαηδόνης (αλλά είναι μάλλον πρωτοτραγουδισμένη από τον τόνυ μαρούδα) πιάνει αρκετά σωστά τον ορισμό της κοκέτας :)

Ξετρέλανε τον κόσμο το ντουνιά.
Ωραία; μπα, μοιραία; μμμ..
γιατί έχει νιάτα, χάρη γλύκα τσαχπινιά
και σαν φανεί από καμιά γωνιά
της τραγουδάει όλ’ η γειτονιά:

Αϊ Αϊ Αϊ Μαρία, Μαρία μου Μαρία
κούκλα είσαι σωστή
και μάνα στην κοκεταρία
με τις ματιές σου τις γλυκές,
βόμβες είν’ ατομικές,
σαν Μπικίνι εσύ με καίς.

Αϊ Αϊ Αϊ Μαρία, Μαρία μου Μαρία
κέφι γιά να σπας
παντού σκορπάς τη φασαρία
και με τον ένα ενώ μιλάς,
τ’ αλλουνού χαμογελάς
και το κέφι μου χαλάς.

Άλλαξε πιά πολιτική,
να μη με κλείσουν
στα στερνά στη φυλακή.

Αϊ Αϊ Αϊ Μαρία, Μαρία μου Μαρία
μονοκοντυλιά σβήσ’ τα παλιά,
να η ευκαιρία!
Σκέρτσα και κόνξες άσε ευθύς
και σε μένανε να ρθείς,
γιά να νοικοκυρευτείς.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κυριολεκτικά το ματσούκι είναι το μακρύ και χοντρό ραβδί. Η προέλευση της λέξης είναι ιταλική [ιταλ. mazzoca]. Μεταφορικά, η λέξη σημαίνει ξυλοδαρμός. Συνώνυμη λέξη είναι το μπερντάχι. Ως ρήμα χρησιμοποιείται το γνωστό ματσουκώνω. Βλ. επίσης κρεατομάτσουκο.

  1. Άρθρο του Ριζοσπάστη: Το ματσούκι κι ο μικρός Ματσούκα
    Είχα καιρό να πάω σινεμά. Κι είδα τη χιλιάνικη ταινία «Ματσούκα». Οσοι προλάβετε, σύντροφοι, να τη δείτε γιατί βέβαια δε φιλοξενείται και στα σινεμά-πολυκαταστήματα. Θα θυμηθείτε. Το πραξικόπημα στη Χιλή το '73 μέσα από μια υπέροχη παιδική φιλία δυο ταξικά αντίπαλων εφήβων που ξεπερνούν τη φρίκη της θηλιάς που σφίγγει τη ζωή και τη σχέση τους. Θα πονέσετε με την αφύσικη βιαιότητα γεγονότων και αισθημάτων, αλλά θα αποκρυπτογραφήσετε και το σημερινό νεοταξίτικο «πολιτισμό» της κατανάλωσης και του τρόμου που σκιάζει τα όνειρα των νέων και αλλοτριώνει τους λίγο μεγαλύτερους για να μας τους φέρει κατάμουτρα, εδώ και τώρα, σήμερα. Είναι η ...άρχουσα τάξη.

  2. Σχόλιο αναγνώστη του Ριζοσπάστη: «Θα τους πάρω με το ματσούκι
    Η μαρτυρία ανήκει σε 70χρονο συνταξιούχο, που τηλεφώνησε αγανακτισμένος στην εφημερίδα μας: «Ο γιατρός του ΙΚΑ έδωσε παραπεμπτικό στη γυναίκα μου να κάνει ακτινογραφία για οστεοπόρωση. Και επειδή το ΙΚΑ δεν έχει τέτοιο μηχάνημα, πήγε σε ένα συμβεβλημένο ιδιωτικό εργαστήριο χτες, όπου της κλείσανε ραντεβού για τον Οκτώβρη! Τι να κάνω, θα πάω σε άλλο εργαστήριο και θα τα πληρώσω. Αλλά μην τολμήσουν και περάσουν από δω για να ζητήσουν την ψήφο μου, θα τους πάρω με το ματσούκι». Η μαρτυρία αποτελεί χαρακτηριστικότατο παράδειγμα των πολύμορφων συνεπειών της πολιτικής εμπορευματοποίησης και ιδιωτικοποίησης της Υγείας, που προώθησαν και προωθούν ΝΔ και ΠΑΣΟΚ. Οσο για το «ματσούκι», μάλλον είναι η πλέον ενδεδειγμένη απάντηση στους πολιτευτές που στηρίζουν και προωθούν την αντιλαϊκή πολιτική του δικομματισμού και την άλλη ώρα βγαίνουν για να ζητήσουν την ψήφο του λαού.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γνωστή έκφραση που αποκτά νόημα μόνο ως αντικείμενο μεταβατικού ρήματος: φυλάω ή κρατάω τσίλιες. Σημαίνει ότι βρίσκομαι σε εγρήγορση, προσέχω και παρατηρώ, ώστε να μην γίνουμε αντιληπτοί από όργανα της τάξης, τη στιγμή που ο συνεργός μου κάνει κάτι παράνομο ή απαγορευμένο.

Ετυμολογικά, η λέξη είναι ιταλικής προελεύσεως [ιταλ. ουδ. ciglio 'βλεφαρίδα, βλέφαρο', πληθ. ciglia]. Συχνά συναντάται και το ουσιαστικό «τσιλιαδόρος», αυτός δηλαδή που κρατάει τσίλιες.

  1. Τίτλος διαδικτυακού άρθρου:
    Αστυνομικός έπαιρνε «μισθό» 3.000€ για να κρατά τσίλιες σε «φρουτάκια».

  2. Ρεμπέτικο άσμα «Της μαστούρας ο σκοπός»
    «...με τη σειρά μου θα τον πιω
    τώρα τις τσίλιες μου κρατώ..»

  3. Εκ του διαδικτυακού αστυνομικού δελτίου:
    Στις Συκιές, ο τσιλιαδόρος δεν έκανε καλά τη δουλειά του. Έτσι, αστυνομικοί τον συνέλαβαν, μαζί με έξι τζογαδόρους και τον ιδιοκτήτη καφενείου, όπου έπαιζαν ζάρια, με 7.500 ευρώ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ποκερικής προέλευσης λέξη, η σημασία της οποίας διευρύνθηκε συν τω χρόνω εντυπωσιακά. Ένας εξειδικευμένος τεχνικός όρος χαρτοπαιγνίου διάγει στας ημέρας μας έναν δεύτερο βίο, περιγράφοντας πάντοτε σύνθετα και συνδυαστικά φαινόμενα. Αναλυτικότερα:

  1. Κερδοφόρος συνδυασμός φύλλων στο πόκερ. Η απλή κέντα (straight) αποτελείται από 5 φύλλα σε αριθμητική σειρά, π.χ. Α, 2, 3, 4, 5, όχι όμως του ιδίου χρώματος. Η κέντα-φλος ή αλλιώς κέντα-χρώμα (straight flush) αποτελείται από 5 φύλλα σε αριθμητική σειρά και του ιδίου χρώματος, π.χ. 5, 6, 7, 8, 9 κούπα.

  2. Συνδυασμένη ενέργεια δύο ή παραπάνω ατόμων που στέφθηκε από επιτυχία αποφέροντας αξιόλογα οφέλη, συνήθως οικονομικής φύσεως. Η επιτυχία της ενέργειας-κέντας δεν είναι απαραίτητα τετελεσμένο γεγονός, αρκεί να εικάζεται με μεγάλες πιθανότητες. Με την ίδια περίπου σημασία χρησιμοποιείται κι ο όρος μόντα, που όμως είναι πιο γενικός.

- Kέντα κάνουν δυο φίλοι που βάζουν από κοινού λεφτά και αγοράζουν μια επιχείρηση, π.χ. παίρνουν το franchise για το everest, ή παίρνουν τον «αέρα» από κάποιο μπαράκι.
- Κέντα κάνουν (πάλι) δυο φίλοι που αποφασίζουν να συγκατοικήσουν ώστε να μοιράζονται τα έξοδα. - Κέντα κάνουν (ξανά μανά) δυο φίλοι φοιτητές που συνεννοούνται να αντιγράφει ο ένας απ' τον άλλο στις εξετάσεις.

  1. Άλλη μια λέξη για το γαμήσι, τη συνουσία. Και λέω συνουσία, διότι θέλω να δώσω έμφαση στο συν-αινετικό της υπόθεσης. Δυο άνθρωποι τα μιλάνε, τα συμφωνάνε κι αφού γίνουν αυτά πέφτει ο πήδουλας. Ένας βιασμός ποτέ δεν είναι κέντα, είναι ποινικώς κολάσιμη μονομερής ενέργεια. Εν προκειμένω, χρησιμοποιείται εναλλακτικά και το κέντημα, καθώς και το ρήμα κεντάω = γαμώ.

  2. Μεγάλη αστυνομική επιτυχία, συνήθως σύλληψη κάποιου «μεγάλου κεφαλιού» του οργανωμένου εγκλήματος, π.χ. Παλαιοκώστας. Ενέργεια που προετοιμαζόταν μεθοδικά και σχεδιαζόταν από καιρό, ενώ ήχθη εις πέρας με τη συνεργασία διαφορετικών υπηρεσιών (Ασφάλεια, Τροχαία, Άμεση Δράση).

  3. Στο χώρο των πρεζάκηδων, η κέντα είναι η σύλληψη ή κάποια άλλη ζημιά απ' τους μπάτσους, που όμως γίνεται κατά τύχη, επειδή απλά είχε καύλες ο μαλάκας ο Δίας. Δηλαδή οι μπάτσοι είχαν στηθεί για κάποιον άλλο, πιο μεγάλο (βλ. περίπτωση 4), έπεσαν ωστόσο στη φάκα τους μικρότερα ψάρια, που έκατσε να βρίσκονται φορτωμένοι με ντραγκς στο λάθος μέρος, τη λάθος ώρα. Μιλάμε για τρελή ατυχία, γι' αυτό και σε τέτοιες φάσεις πρέπει πάντα να είσαι στην τσίλια. Ποτέ δε ξέρεις που έχει στηθεί η κέντα και σε περιμένει. Αν την ψυλλιαστείς, το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να πας πάσο, ήτοι να συμπεριφερθείς σα να μη τρέχει κάστανο...

  1. - Έμαθες ότι πουλιέται εκείνη η καφετέρια κοντά στον ηλεκτρικό στο Μαρούσι, που αράζαμε παλιά;
    - Α ναι ρε συ, κατάλαβα, μιλάς για την τρύπα που πηγαίναμε μετά το φροντιστήριο. Κάτσε να δεις πως τη λέγανε τώρα..
    - Τι σημασία έχει αγόρι μου πως τη λέγανε... Θα της βγάλουμε εμείς άλλο όνομα!
    - Για κάν' το μου πιο λιανά αυτό, τι εννοάς;
    - Ε να, έχεις εσύ κάτι φραγκάκια στην άκρη, θα χτυπήσω κι εγώ ένα δάνειο, στήνουμε χαλαρά την κέντα και το παίρνουμε το μαγαζί!
    - Το σκεφτόσουν πολλή ώρα αυτό;
    - Έλα ρε, σκέψου μόνο τα μουνιά που έχουμε να κεντήσουμε ως αφεντικά κι έτσι..

  2. Με τις πυτζάμες στο σπίτι τους, έπιασε τους δύο της Siemens, Σκαρπέλη και Γεωργίου σε Κηφισιά και Δάφνη, απόψε ο Γιάννης Ραχωβίτσας. Είχε ένταλμα από τον 4ο ανακριτή και το εκτέλεσε ακαριαία. Εαν δεν τους έπιανε θα τον έθαβαν ότι έκανε τα στραβά μάτια. Νωρίτερα δεν είχε ανοίξει μύτη με τα μέτρα στο Σύνταγμα στη πορεία των μουσουλμάνων. Κέντα για τον «Ραχώ». Να λέμε και κανα μπράβο. Το χρειάζονται. (Από εδώ)

  3. - Πώς κι έτσι στεγνός τώρα τελευταία; Εσύ μας κέρναγες πάντα τις καλύτερες κοακόλες όταν ερχόμασταν σπίτι σου, τι τρέχει τώρα;
    - Ξέρω γω, την άκρη μου ρώτα..
    - Ωχ, ο Σήφης ο κατσαρίδας; Τι έγινε, τον τσακώσανε; Λέγε ρε, αφού ξέρεις..
    - Οκ, αφού θες να τα μαθαίνεις όλα, έπεσε ο μαλάκας σε μια κέντα απάνω στο Σχιστό, στα γύφτικα. Για άλλον πήγαιναν και δέσανε το δικό μου, κωλοατυχία μου μέσα..

αυτή κι αν είναι κέντα. (από johnblack, 17/06/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σύμφωνα με το Μείζον Ελληνικό Λεξικό, η κυριολεκτική έννοια της λέξης αφορά την απάτη στην χαρτοπαιξία, καθώς και τα ερωτικά χάδια και τις χειρονομίες ενώ σύμφωνα πάντα με την ίδια πηγή, οι ρίζες της είναι πιθανά ρουμάνικες.

  1. μία σύντομη αναζήτηση σε ελληνορουμανικό λεξικό ερμηνεύει τη λέξη balamut ως «ερωτοτροπώ», και αφού το ίδιο αποτέλεσμα δίνει και στην μετάφραση από ρουμάνικα σε αγγλικά, μάλλον ευσταθεί ο ορισμός της ερωτοτροπίας.

  2. το έγκριτο «Λεξιλόγιον ελληνικών λέξεων παραγόμενων εκ της Τουρκικής Κωνσταντίνου Κουκκίδη Εταιρεία Θρακικών Μελετών» -Βραβείον Ακαδημίας Αθηνών (1954), η λέξη μπαλαμούτι αναφέρεται με την έννοια της απάτης στη χαρτοπαιξία.

Ίσως τελικά οι δύο λέξεις να είναι απλώς ηχητικά συγγενείς και οι δύο ορισμοί τους να προέρχονται από διαφορετική ρίζα.

  1. - Τι έγινε, βρεθήκατε χθες τελικά με τη Λίτσα;
    - Αν βρεθήκαμε λέει! Την έριξα και ένα μπαλαμούτι, άλλο πράγμα!

  2. «χθες το βράδυ στο μπαρμούτι
    μου τη σκάσαν μπαλαμούτι...»
    (παλαιόν ρεμπέτικον άσμα υπό μουσικοσυνθέτη Π. Τούντα)

(από Khan, 10/05/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κυριολεκτικά, ο ευνούχος - από το τούρκικο hadim.

Πιο χαλαρά, χρησιμοποιείται για να δηλώσει τον ανίκανο, αυτόν που έχει αδυναμία στύσης. Ακόμη πιο χαλαρά, τον ανέραστο, τον αδιάφορο για τα ερωτικά. Η λέξη λέγεται και για τον μικροτσούτσουνο - η χρήση αυτή είναι λάθος, βασικά, αλλά έχει μια πλάκα.

Έχω την εντύπωση ότι η λέξη είναι κυρίως Βορειοελλαδίτικη. Προφέρεται δε ως χα-dd-ουμ-s. Δεν είναι ακριβώς βρισιά - θυμάμαι να τη λέει τη λέξη και η γιαγιά μου - αλλά είναι φοβερά απαξιωτικός χαρακτηρισμός. Όχι τόσο γιατί ο χαντούμης δεν μπορεί να πηδήξει, όσο γιατί δεν μπορεί να κάνει παιδιά.

Μεταφορικά, χαντούμης είναι και αυτός που δεν μπορεί να τελειώσει μια δουλειά, ειδικά μια δουλειά που θέλει αρχίδια και τσαμπουκά. Έτσι, σημαίνει και αυτόν που κωλώνει, τον δειλό και, κατ' επέκταση, τον θρασύδειλο και ύπουλο άνθρωπο που επειδή δεν μπορεί να σου τη βγει στα ίσια θα σου τη φέρει από πίσω.

Για τα αντώνυμα δες και τα λήμματα βαρβάτος και βαρβατίλα

  1. - Τάρανδο τον έχει κάνει τον κυρ Παναγιώτη η Φροσάρα ... τσίπα δεν έχει μείνει πια στον κόσμο ...
    - Καλέ, τι λες τώρα ... αφού χαντούμης ειν' αυτός, όλη η γειτονιά το ξέρει ... τι θες να κάνει η γυναίκα ... έχει τις ανάγκες της κι αυτή ...

  2. ... κλείνω τη συνεισφορά μου στον προκείμενο κριτικό έρανο, ελέγχοντας δύο (σκόπιμες;) παρερμηνείες του Σροτ σε κρίσιμα θέματα του ιλιαδικού έπους. Η μία έχει να κάνει με τη δήλωσή του ότι απουσιάζει παντελώς το ερωτικό θέμα στην ομηρική Ιλιάδα, επειδή ο ποιητής της υπήρξε δήθεν χαντούμης. Η άλλη προβάλλει τον αυθαίρετο ισχυρισμό ότι στο ιλιαδικό έπος διακρίνεται δήθεν η στρατιωτική αταξία στο στρατόπεδο των Αχαιών από την ευταξία των αντιπάλων τους, που εκπροσωπούν την ασσυριακή πειθαρχία. (από άρθρο του Δ. Ν. Μαρωνίτη στο ΒΗΜΑ, 20/01/08)

  3. Γώ σε λέγω πού είμαι χαντούμ ς, και συ με ρωτάς πόσα παιδιά έχω. (Παροιμία από τις Σαράντα Εκκλησιές της Αν. Θράκης)

  4. Εκτός από χανούμης είσαι και χαντούμης. (Καταλυτικό επιχείρημα με στόχο φίλαθλο της ΑΕΚ από το http://erythrolefkometerizi.blogspot.com)

  5. -Καλά, είναι γνωστό ότι ο Χίτλερ ήταν χαντούμης και είδες πώς του βγήκανε τ΄απωθημένα ... αυτούς να φοβάσαι ...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ουσιαστικό που παραπέμπει στην σπόντα, το «καρφί», την λεγόμενη σφήνα ρε παιδί μου, που μπαίνει ανάμεσα σε ζευγάρια / παρέες από τρίτους.

Ακούστηκε πρώτη φορά (;) σε μεσημεριανή εκπομπή, κάνοντας την ομιλούσα να καραφλιάσει, αλλά και να googl-άρει μήπως νοιώσει καλύτερα βρίσκοντας την ετυμολογία. Μάταιος κόπος.

Λέγεται και μαλαφούκι. Σπανίως γίνεται χρήση της λόγω της περίεργης προφοράς της.

- Λοιπόν άκουσα πως αυτή η καημένη, η βήτα διαλογής, βάζει κέρατο στον άντρα της.
- Άι μωρή! γιατί βάζεις μαλαφούκια;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η κιμωλία που τρίβεται στη μύτη της στέκας στο μπιλιάρδο. Προέρχεται από την τουρκική λέξη για την κιμωλία, tebeşir. Πιό αργκό συνώνυμα: φάλτσο, μαντέκα.

  1. Όσο τα σκέφτομαι [...] τόσο μου θυμίζει τις εκπληκτικές δικαιολογίες που σκαρώναμε για να δικαιολογήσουμε στην κυρία, γιατί δεν ετοιμάσαμε την εργασία που είχαμε για το σπίτι. Ή [...] τον τύπο που κερατώνει την γυναίκα του και πριν μπει στο σπίτι τρίβει λίγο τεμπεσίρι στα χέρια του και τα ρούχα του. Όταν η κυρά του τον αρπάζει από τα μούτρα και του φωνάζει «που ήσουν;», εκείνος ομολογεί την ύπαρξη ερωμένης, για να γυρίσει η σύζυγος τα χέρια του και όλο καμάρι για το αστυνομικό της δαιμόνιο να του φωνάξει «πάλι μπιλιάρδο έπαιζες!». (από ιστολόγιο)

  2. Λίγο τεμπεσίρι στην άκρη της στέκας, ένα χαμόγελο αυτοπεποίθησης και οι καραμπόλες ορίζουν τη βραδιά με βερεσέ αναψυκτικά. (από 'δώ)

  3. Παίζω μπιλιάρδο στην Κεϋλάνη / με ένα χαμάλη απ' το λιμάνι / Μα εκείνος έκανε χαρακίρι / γιατί είχε χάσει το τεμπεσίρι («Ζόμπι, το ξύπνημα των νεκρών», Τζίμης Πανούσης)

Νήσος Τεμπέσιρος (από GATZMAN, 26/09/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία