Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

  1. Φορητό μικρό ηλεκτρικό ματάκι με πρίζα για το μπρίκι του καφέ.

  2. Είδος μικρού πυροτεχνήματος που σέρνεται φλεγόμενο στο έδαφος και σφυρίζει.

  3. Μηχάνημα - φορτωτάκι, άλλως εκσκαφάκι, πιο επίσημα φορτωτής πλάγιας ολίσθησης, αγγλιστί skid street loader. Πρόκειται για μικρό αυτοκινούμενο μηχάνημα, με τετράτροχη κίνηση στους δεξιούς και αριστερούς τροχούς, η οποία του επιτρέπει να είναι εξαιρετικά ευέλικτο, μέχρι και να κάνει πιρουέτες. Φέρει δυο βραχίονες, στους οποίους προσαρμόζεται ότι χωράει ο νους του ανθρώπου, φαγάνα, εκχιονιστήρας, χορτοκοπτικό, μπετονιέρα, πηρούνια και άλλα 16 που αναφέρει η Wikipedia και δεν ξέρω τι σημαίνουν.

  4. Χημικό καθαριστικό για λεκέδες ρούχων.

  1. - Ρε συ δεν έχεις κανένα γκαζάκι να κάνω τον καφέ, μ’ αυτό το διαβολάκι δέκα ώρες θα κάνω.
    - Το διαβολάκι κάνει το καλό καϊμάκι.

  2. Μια φορά Πάσχα, μετά την Ανάσταση, έχω κατέβει αρματωμένη (όπως κάθε Νησιώτισσα/ης που σέβεται τον εαυτό της/του) με καμιά εικοσαριά γουρούνες, διαβολάκια και συνδυασμούς των παραπάνω. (Τρεις γουρούνες μαζί δεμένες με μονωτική, γουρούνες με διαβολάκια για μίτσες, απλά πράγματα ψιλοετοιματζίδικα. Παλιά με τα αδέρφια μου φτιάχναμε τα δικά μας τρίγωνα κλπ, αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία). εδώ.

  3. Εδώ είναι η λίστα των αγγελιών από την κατηγορία διαβολάκια που προέρχονται από Ιταλία. Μπορείτε να ταξινομήσετε μεταχειρισμένα διαβολάκια ανά τιμή, έτος παραγωγής ή μοντέλο. Παρακαλούμε χρησιμοποιήστε την πλοήγηση στην αριστερή πλευρά για να περιορίσετε την αναζήτησή σας. Μπορείτε να διευρύνετε την αναζήτησή σας για διαβολάκια που προέρχονται από άλλες χώρες.εδώ.

  4. Πώς καθαρίζει το ρετσίνι απ' τα ρούχα;
    Προσπάθησε να δοκιμάσεις το διαβολάκι του λεκέ.

Άσχετο αλλά ωραίο. (από joe909, 16/08/11)(από joe909, 16/08/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στρίβω το τιμόνι.

- Κόψε κόψε κόψε κόψε… ΟΠΑ! Ίσιωσε τώρα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το θρυλικό Volkswagen Beetle (το ορίτζιναλ προπολεμικό, όχι αυτή η σαχλαμάρα που βγάλανε το 1998), άλλως γνωστό και ως σκαραβαίος ή σκαθάρι.

Σκαραβαίος είναι ο πιο επίσημος όρος και σκαθάρι είναι η πιο ακριβής μετάφραση, αλλά «κατσαριδάκι» είναι ο πιο συναισθηματικός και γούτσου-γούτσου τρόπος να αναφερθείς σ' αυτό το γλυκύτατο αυτοκίνητο. Είναι επίσης και ο συχνότερος (άλλωστε, η ταινία της Disney «Herbie the Love Bug», με τα κάμποσα sequel, μεταφράστηκε «Κατσαριδάκι, αγάπη μου»).

Η λέξη «κατσαριδάκι» βγαίνει απ' την κατσαρίδα (λόγω σχήματος, και καλά), και αυτό αμέσως-αμέσως συνεπάγεται: «ρε, δε σε παίρνει κανείς στα σοβαρά». Έχει όμως την κατάληξη -άκι, που είναι το κατεξοχήν χαϊδευτικό. Και όλο μαζί καταλήγει σε ένα σημαίνον που συμπίπτει εντυπωσιακά με το σημαινόμενο: κάτι που είναι σαράβαλο, αλλά το αγαπάς.

Βασικά τεχνικά χαρακτηριστικά:

Πισωκούνα, άνετο τιμόνι αναλογικά (τεράστιο γαρ), sui generis κιβώτιο (η όπισθεν είναι πατητή και πίσω δεξιά), χαμηλό αμάξωμα που βρίσκει στους πετρόδρομους, μεγάλο ύψος για να σε παίρνει ο αέρας όταν φυσάνε τα μποφόρια κάθετα, αερόψυκτο, κάπου 1000-1500 κυβικά, χαρακτηριστικός ήχος (γρρρρρρούμπουγκρούμπουγκρούμπου), καίει τα κέρατά του, τα πάντα είναι απλές και γερές κατασκευές που όμως ενδέχεται να σου μείνουν στο χέρι λόγω παλαιότητας... Και πάλι, μιλάμε για ένα αμάξι-σκυλί, που τσουλάει και σε πάει εκεί που θες, ακόμα κι αν έχει κλείσει τα 50. Μακάρι κι εμείς στα χρόνια του έτσι...

Για ιστορική αναδρομή και τεχνικότερα χαρακτηριστικά (μηχανές, μοντέλα, εργοστάσια, πειράγματα, φτιαξίματα, βαψίματα, μηχανές Πόρσε, σκορ στο Παρίσι-Ντακάρ κλπ), ανοίχτε καμιά Wikipedia.

[όλα τα παραδείγματα βγαλμένα απ' τη ζωή]

  1. - Χτες το κατσαριδάκι μου μ' έκανε περήφανη! (σνιφ)
    - Τι έκανε;
    - Έσπασε όλα τα ρεκόρ ταχύτητας, και έκανα και διπλή προσπέραση στην εθνική!
    - Τι ταχύτητα δηλαδή;
    - 115 χιλιόμετρα την ώρα!
    - ...
    - Υπενθυμίζω ότι το κοντέρ τερματίζει στα 120. Και το κοντέρ είναι κυριολεκτικά μια οδοντογλυφίδα μπροστά από ένα χαρτονάκι, έτσι;
    - Και η προσπέραση;
    - Ήταν ένα φορτηγό που σερνότανε, κι από πίσω ένα Ραλλί κωλοφτιαγμένο που όλο πήγαινε να προσπεράσει κι όλο κώλωνε ο χέστης. Εγώ λοιπόν έρχομαι από πίσω με ευνοϊκό άνεμο, κατηφόρα, επιτάχυνση, και δυο-τρία χιλιόμετρα φόρα επειδή είχε άπλα ο δρόμος. Και σανιδώνω που λες, και προσπερνάω το Ραλλί που πήγαινε να προσπεράσει το φορτηγό!
    - Εύγε...
    - Βέβαια, αυτά δεν ξαναγίνονται, ήταν υπό ιδανικές συνθήκες. Επίσης, μετά απ' όλ' αυτά, πάλι με άφησε, ένα τετράγωνο πριν το σπίτι μου.
    - Αχ το καημένο το κατσαριδάκι τι τραβάει....

  2. Ρε συ, αυτά τα καινούργια αμάξα, πολύ περίπλοκα πράματα, δε βρίσκω τίποτα μες στη μηχανή. Ενώ το κατσαριδάκι ήταν σαν παιχνίδι. Όλα φάτσα φόρα. Για να ρυθμίσεις το ρελαντί, ήθελες ένα κατσαβίδι. Για να ρυθμίσεις κατά πού κοιτάνε τα φώτα, ήθελες ένα κατσαβίδι. Για να καθαρίσεις φίλτρα, ήθελες ένα κατσαβίδι. Για να αλλάξεις πλατίνες, ήθελες ένα κατσαβίδι. Για να αδειάσεις λάδια, ήθελες ένα κατσαβίδι. Το ίδιο κατσαβίδι!

  3. - Ναι χαίρετε, ΕΛΠΑ εκεί;
    - Μάστα.
    - Ξέρετε, είμαι συνδρομήτρια, και...
    - Α, το άσπρο κατσαριδάκι! Πάλι έμεινε;
    - Ε, ναι... Μα πού το ξέρατε ότι ήμουν εγώ; Δεν πρόλαβα να σας δώσω ούτε στοιχεία ούτε τίποτα!

(όταν οι ΕΛΠΑτζήδες -που είναι και πολλές βάρδιες οι άνθρωποι, δεν είναι ένας νύχτα-μέρ - σε αναγνωρίζουν κατ' ευθείαν απ' τη φωνή, κάτι κάνεις λάθος)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Δύο δημόσια έγγραφα γίνονται al dente αν το απαιτήσει η κατάσταση: η ταυτότητα και το διαβατήριο.

1. Στην έκφραση "με την ταυτότητα στα δόντια"

α) Η οδήγηση στα όρια, με ελιγμούς λίαν απαιτητικούς σε ικανότητα και ταχύτητα αντίδρασης. Αλλά και με την ψυχή στο στόμα, με τρομερό άγχος, με ακραιφνή ένταση λόγω της συναίσθησης του επαπειλούμενου κινδύνου.

i. Από εδώ:
Εάν δεν σκοπεύεις να χρησιμοποιείς το ποδήλατο υπό βροχή ή υπό υγρές συνθήκες τότε θα σου πρότεινα ένα ελαστικό slick και σχετικά μικρού φάρδους. Ναι, στον χειρισμό του στο όριο ενδεχομένως να είναι πιο απόλυτο αλλά μην ξεχνάμε ότι το χρησιμοποιείς μέσα στην πόλη και όχι σε κάποιο μονοπάτι. Ούτε πας να κατέβεις την Πάρνηθα με την ταυτότητα στα δόντια...

ii. Από εδώ:
αν είσαι cool enough ή έχεις φάει την ζωή σου σε κόντρες ή στρίψιμο με την ταυτότητα στα δόντια και τα βαριέσαι όλα αυτά τα χαριλίκια μπορείς απλά να απέχεις [...] δεν χρειάζεται να δείχνεις πόσο γρήγορος είσαι συνέχεια.

iii. Από εδώ:
Χίλια περαστικά στο παλικάρι και μακάρι να μην έχει τίποτα σοβαρά χτυπήματα. Το συγκεκριμένο μέρος πάντως (όπως και πολλά άλλα στην Εθνική μας, ο Θεός να την κάνει) είναι για να περνάς με την ταυτότητα στα δόντια.

β) Πιο δόκιμα/κυριολεκτικά: Σε ετοιμότητα να αποδείξω το όνομα ή κάποια ιδιότητά μου σε κάποιο όργανο εξουσίας, κρατικής (όπως ο αστυνομικός) ή άλλης, ιδίως όταν αυτή η ετοιμότητα επιβάλλεται καταπιεστικά. Βρίσκομαι υπό το καθεστώς ενός αδίκως αιωρούμενου ελέγχου και μιας σκιώδους απαίτησης σε αχρεώστητη απολογία.

i. Από εδώ:
Σε μια πρωτοφανή και άκρως ρατσιστική ενέργεια η ΕΠΟ ζητούσε ταυτότητα για να πάρεις εισιτήριο. Και λέω ρατσιστική, αφού έπρεπε να είσαι (σύμφωνα με την ΕΠΟ...) Έλληνας πολίτης για να πάρεις εισιτήριο. [...] Αφήστε που είδαμε ρεπορτάζ γεμάτα «εθνική περηφάνια», όπου χιλιάδες άνθρωποι περίμεναν υπομονετικά ώρες ατελείωτες για να πάρουν ένα εισιτήριο. Με την ταυτότητα στα δόντια, βεβαίως, βεβαίως...

ii. Από εδώ:
Ανεξάρτητος πολίτης δε σημαίνει υπεράνω κοινωνικής τάξης, απολίτικος ή κάτι παρόμοιο. Απλά δεν είμαστε όλοι υποχρεωμένοι να κυκλοφορούμε με την κομματική μας ταυτότητα στα δόντια ανά πάσα στιγμή.

iii. Από εδώ:
Τι έγκλημα κατά της δημοκρατίας έχει κάνει και πρέπει ανά πάσα στιγμή να αποδεικνύει τα πολιτικά του φρονήματα; Με ποια λογική πρέπει να περπατάει με την ταυτότητα στα δόντια κάθε φορά που γίνονται επεισόδια;

γ) Εκ του β. Σε ετοιμότητα γενικά, απέναντι σε απρόβλεπτες καταστάσεις, με διάθεση περιπέτειας.

Από εδώ:
- [...] Αν ναι, δώσε «γραμμή» μήπως πάμε παρέα!
- o.k. την ταυτότητα στα δόντια και όπου μας βγάλει , σκέπτομαι για Πέμπτη 4/12 απόγευμα.

2. Στην έκφραση "με το διαβατήριο στα δόντια"

Έτοιμος να εγκαταλείψω την χώρα, ιδίως για να διαφύγω τον κίνδυνο ή τις υποχρεώσεις που η παραμονή μου σε αυτή συνεπάγεται. Συνήθως συμβαδίζει με άτακτη εγκατάλειψη της έως τότε εθνικιστικής μου ρητορικής.

i. Από εδώ:
Αφού είναι όλα έτσι απλά πουλήστε τα όλα. Μετοχές, ομόλογα, ακίνητα (θα τα βρείτε τζάμπα αργότερα αν επαληθευτούν όλα αυτά) το διαβατήριο στα δόντια και δρόμο. Διακοπές διαρκείας.

ii.Από εδώ:
Μα τι καραγκιόζης είσαι ρε που θα μιλήσεις για προδότες ανιστόρητε βλακοηλίθιε στρατοκαύλε πανίβλακα που αν γινόταν κανένα τσαφ θα έφευγες εσύ και οι όμοιοί σου με τα σώβρακα και το διαβατήριο στα δόντια.

Η προέλευση της έκφρασης σαφής: σε καταστάσεις αναταραχών, πολέμων, προσφυγιάς και παρόμοιων καταστροφών, αρπάζεις με τα δυο σου χέρια ό,τι μπορείς, παιδιά, βαλίτσες κλπ και τρέχεις πανικόβλητος σε πρεσβείες, σε αεροδρόμια, σε συνοριακούς σταθμούς, μετά τα οποία ελπίζεις ότι θα βρεθείς σε ασφαλές περιβάλλον. Είναι τόση η βιασύνη και η ταραχή σου αλλά και τόσα πολλά τα σημεία ελέγχου που, ελλείψει ελεύθερων χεριών, το διαβατήριο το σφίγγεις αναγκαστικά στα δόντια, σε ετοιμότητα να το επιδείξεις σε οποιονδήποτε μπορεί να σε περάσει στην άλλη μεριά, γινόμενος έτσι ο σωτήρας σου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τσαρουχώνω τα φρένα, ή, συνεκδοχικά, το τσαρουχώνω (ενν. το αυτοκίνητο) σημαίνει φρενάρω δίχως αύριο, τερματίζω το πεντάλ των φρένων, συνήθως σε φρενάρισμα πανικού προ ιπποποτάμου.

- Τι έμαθα ρε, τροπέτο το σάξο του Μπάμπη;
- Τού 'βγαλε κώλο στη φουρκέτα, και, όπως είναι και άμπαλος, το τσαρουχώνει και αγόρασε οικόπεδο... Αυτός τη γλίτωσε μ' ένα χέρι σπασμένο.
- Η ζώνη σώζει ζωές όταν η μαλακία τις βάζει σε κίνδυνο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το απόγειο διασκέδασης των προεφήβων στις δεκαετίες '70 και '80 ήταν τα συγκρουόμενα αυτοκινητάκια στο λούνα παρκ. Η πρώτη φορά που καθόσουν στο τιμόνι - και το μαγικό κουδούνι που έδινε ώθηση στο ηλεκτρικό αυτοκινητάκι, αφού έδινες την μάρκα στον χλεμπονιάρη υπεύθυνο. Χωρίς να έχουν τρελό γκάζι, με το κομπλέ ανάποδο διαφορικό για να πιάνει η όπισθεν, ήταν η χαρά του ατζαμή, καθώς σκοπός πέραν της οδήγησης ήταν και ο εμβολισμός κάποιου φίλου ή γονέα που ήταν σε ένα άλλο αυτοκινητάκι.

Στα δικά μας τώρα. Η έκφραση «συγκρουόμενα» αναφέρεται σε σταυροδρόμια, φανάρια, στροφές ή κακοφτιαγμένους δρόμους, όπου τα ατυχήματα είναι σε ημερήσια διάταξη. Ιδίως από οδηγούς που δεν γνωρίζουν τις παγίδες στα συγκεκριμένα επικίνδυνα σημεία.

- Ρε, τί έγινε; Διαφημίζεις τσιρότα;
- Άσ' τα να πάνε. Μια καρακάξα με διεμβόλισε έξω από την Πειραιώς, στην Πολυτεχνείου. - Α, εκεί στα συγκρουόμενα... Πάλι καλά την γλίτωσες. Εγώ είχα σπάσει πόδι εκεί. Φρόντισε ένας ταρίφας για αυτό.

(από electron, 18/02/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κυριολεκτικά: το μηχανόλαδο που αναμειγνύεται με το καύσιμο για την λίπανση δίχρονου κινητήρα (βλέπε διχρονίλα, ξερό, λαδιέρα)

Σλανκιά: ύποπτης ποιότητας τηγανόλαδο ή λάδι μαγειρεμένο και, σπανιότερα, λάδι σαλάτας (ωμό).

  • Συνηθέστερο όλων το τηγανόλαδο, που μπορεί να έχει να αλλαχτεί από τότε που βγήκαν οι λάσπες με αποτέλεσμα να πέφτει η πατάτα στο στομάχι σαν πέτρα και να ενοχλούνται ακόμα και όσοι τρέφονται με βρώμικα.
  • Το διχρονόλαδο στα μαγειρευτά είναι πιο ύπουλο, ιδίως αν ο μάστορας έχει φροντίσει να καλύψει την μπόχα με μπαχαρικά, μυρωδικά κλπ. Ο ανυποψίαστος πελάτης γεύεται με βουλιμία τα εδέσματα, φεύγει ευχαριστημένος και σε μισή, το πολύ μία ώρα, αρχίζουν τα βάσανα.
  • Το διχρονόλαδο στη σαλάτα είναι η απόλυτη ένδειξη ότι ο μαγαζάτορας δεν δίνει δεκάρα για την φήμη του (η επόμενη ταβέρνα είναι 15 χλμ μακριά), έχει στενή συγγένεια με τις αρχές του χωριού (και της πιο κοντινής πόλης), δεν έχει ενδοιασμούς να σου σερβίρει κατσαρίδες μαζί με τα μακαρόνια και να σου κάνει και πλάκα ότι δεν θα σου τις χρεώσει έξτρα.

Συμπτώματα: στομάχιασμα, καούρες, τάση για εμετό, ξηροστομία, κροκοδείλιασμα, υπερβολική κατάποση σόδας-κοακόλα και λοιπών γιατροσοφίων.

Αποτέλεσμα: τα πιο ευαίσθητα στομάχια αρνούνται να φάνε σε οποιαδήποτε ταβέρνα δεν έχει δοκιμαστεί από εξίσου ευαίσθητα στομάχια.

Σημείωση: αναφέρεται κυρίως σε ταβέρνες και εστιατόρια και όχι σε βρομικάδικα ή παντός είδους τζανκ, καθώς η ποιότητα υλικών των δεύτερων δεν αμφισβητείται, είναι βέβαιο ότι είναι κακή.

  1. - Τι λάδι έβαλες στην σαλάτα ρε μάνα;
    - Καλό είναι; Το πήρα να το δοκιμάσουμε
    - Τι καλό; Σκέτο διχρονόλαδο είναι. Στράγγιξέ την και βάλε ξίδι μήπως και ισιώσει

  2. - Το καλοκαίρι θα πάω στην Ανάφη, στο Ρούκουνα.
    - Μακριά από το διχρονόλαδο της παπαδιάς, ακόμα και την σαλάτα με δίχως λάδι να την παραγγείλεις.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σημαίνει:

1. Επίχρυσο περιδέραιο με μπαρόκ διακοσμητικά στοιχεία, μέρος της γυναικείας αστικής φορεσιάς των Ιωαννίνων αλλά και πολλών άλλων περιοχών της Ελλάδας.

Ο Πετρόπουλος διασώζει πως χαρχάλια ήταν τα κοσμήματα - κουδουνάκια που φορούσαν οι ανατολίτισσες χορεύτριες στα πόδια τους.

Προέρχεται από το τούρκικο halhal.

2. Σαρκώδης έκφυση - κρεμάμενη σάρκα απ’ όπου προκύπτουν:

  • το λειρί (και κακάλι) αλλά και το κάτω από το ράμφος σάρκωμα του πετεινού,
  • στον πληθυντικό, χαρχάλια: τα αρχίδια (με έμφαση στο κρεμάμενο άμα χαλαρά, της εμφάνισής τους), (όπως σωστά λέει ο lykos εδώ),
  • η κλειτορίδα (πάλι από τον Πετρόπουλο, που παρεμπιπτόντως, παράλληλα με το γνωστό και κλασικό γλωσσίδι αποκαλεί παραψώλι τη μεγάλη σε μέγεθος κλειτορίδα).

    Η συνηθέστερη ετυμολογία είναι πως προέρχεται απ’ το μεσαιωνικό καρακάλλιον που είναι υποκοριστικό του αρχαίου καράκαλλον που σχετίζεται με το λατινικό caracalla που σημαίνει κουκούλα.

Κατά δεύτερη ετυμολογία, προέρχεται απ’ το κάλλαιον με αναδίπλωση του κα-, αντικατάσταση του κ από χ κι ανάπτυξη υγρού στην προπαραλήγουσα λόγω της παρουσίας υγρού στη λήγουσα (κακάλλαιον – κακάλι- χαχάλι – χαρχάλι). Παρομοίως ετυμολογεί εδώ κι ο Βασίλης-7. Έτσι πιστεύω πως ετυμολογούνται και τα: καρκάλια, κάκαλα.

Παρεμπιπτόντως – για να βοηθήσω στην εδώ απορία των Bes, Bubis - το καρκάλι με την έννοια: κεφάλι, γκλάβα, κούτρα, μέτωπο και νιονιό μπορεί να έδωσε (το πιθανότερο) ή να προέρχεται απ’ το χρησιμοποιούμενο γύρω απ’ τη Χαλκίδα καρκαλί = ψωλοκέφαλο.

3. (Στον πληθυντικό) μύτες, ακίδες, οδοντωτό/ζικ-ζακ περίγραμμα (σχήμα του λειριού του πετεινού) με έμφαση στο ότι κρέμονται (συναντάται και σαν «χαχάλια») απ’ όπου προκύπτουν:

  • διακόσμηση σε καπέλο,
  • το δαντελωτό τελείωμα - φινίρισμα ενός εργόχειρου.

    4. Με ηχομιμητική ετυμολογία προκύπτουν:

  • το ποτάμι, το αυλάκι με νερό (και χαρχαλιά). (Στην Κρήτη κι όχι μόνο)

  • ο νερόμυλος (Στην Ευρυτανία)
  • χαρχαλία (επιπλέον του κοχλίδαι), τα σαλιγκάρια κι ειδικότερα το κέλυφός τους. (Στα Ποντιακά)

    Πιο σλανγκικά:

5. Οποιαδήποτε μηχανή, συσκευή, κατασκευή που δεν λειτουργεί σωστά, κάνοντας θόρυβο είτε επειδή είναι χαλασμένη, σαραβαλιασμένη, ξεχαρβαλωμένη είτε επειδή είναι πολύ παλιά. Εδώ η έννοια είναι πολύ κοντά στα χάρχαλο, χάρβαλο, χαρχάλα, χαρχάλω, .

6. Μειωτικός χαρακτηρισμός για πρόσωπα, παρόμοιος (αλλά κάπως ηπιότερος) με την υβριστική έννοια του αρχίδι, ρεμάλι. Πιο περιπαικτικός όταν τονίζεται το –χάλι.

  1. «..ξαφνικά αντιλαμβάνεται να τον ακολουθεί ένας παπάς, με το θυμιατό του δε, να τον λιβανίζει, αρχίζει να επιταχύνει το βήμα του το ίδιο όμως κάνει και ο παπάς, ψάχνει με αγωνία να βρει σπίτι με φως. Βάζει τις φωνές: “βοήθεια χωριανοί ένας παπάς με ακολουθεί και με θυμιατίζει με τα χαρχάλια του” …»

  2. «…Το πρόβλημα είναι ότι μερικοί ακόμα νομίζουνε ότι λόγω της θέσεως τους είναι αρχηγοί κράτους. Όχι κύριοι, με την στάση σας αποδεικνύεται δυο πράγματα: ότι έχετε κόμπλεξ κατωτερότητας και ότι νομίζετε ότι έχετε πιάσει τον Χριστό απ’ τα χαρχάλια!...»

  3. «…Επειδή δεν είχαν εμφανιστεί ακόμα οι χαρτοπετσέτες και τα αλουμινόχαρτα, όσες βοηθούσαν στην ετοιμασία έπρεπε μεταξύ άλλων να κόψουν και τετράγωνα κομμάτια χαρτί «με χαρχάλια» από γυαλιστερές κόλλες ή στη χειρότερη περίπτωση εφημερίδες, όπου θα τύλιγαν τα εν λόγω γλυκά…»

  4. «Δοκίμασα να σ' αρνηθώ για ν' αγαπήσω άλλη, μα αλάργο σου μοιάζει η ζωή με τ’ άνυδρο χαρχάλι!....» (Κρητικές μαντινάδες)

  5. «Το βότο γκαλίζει στο χαρχαλία»: (Το νερό πηγαίνει στο μύλο)

  6. «…είναι γνωστό το καλαμπούρι που λένε δήθεν για Πόντιους αλλά μάλλον από άλλη ράτσα θα ήταν αυτός που την έπαθε: Έβαλε να βράσει σαλιγκάρια αλλά η κατσαρόλα λέει στράβωσε, έλιωσε και τα «χαρχαλία» τα τσέφλια δηλαδή δεν είχαν βράσει…»

  7. «Πουλί που τη φωλιά θωρεί στο γυρισμό χαρχάλι μ' ίντα ψυχή και δύναμη να ξαναχτίσει άλλη...»

  8. «..μιλάμε το αμάξι δε πήγαινε μια. Δεν κρατούσε ρελαντί οι στροφές έπεφταν... ο θόρυβος του ήταν απαίσιος έκανε σαν χαρχάλι...»

  9. «…Έκανα σύνδεση σε γνωστή εταιρεία η οποία μου προμήθευσε ένα χαρχάλι μόντεμ το οποίο δεν μου δίνει την δυνατότητα να συνδέσω 2 υπολογιστές….»

  10. «..Ρε θα ήταν καλύτερο να πάρω μαζί κάμερα 10 μεγκαπίξελ και χαρχάλι κινητό ή καλό κινητό με κάμερα 5 μεγκαπίξελ;…»

  11. «…Ένα χαρχάλι της κακιάς ώρας, που τον έχουν διώξει από άλλα 2 σχολεία (και θα τον διώξουν κι απ' αυτό), με μόλις 3 μέρες εδώ, πήρε τη βάση του μικροφώνου, και μου 'ριξε μια στην πλάτη (εγώ καθόμουν, δεν είχα πάρει χαμπάρι)…»

  12. «..Καλά βρε χαρχάλι!! Τι παπαριές έγραφες στον Πέρι στα σχόλια στο βιντεάκι του Πάνου; Φίδι; Είναι δυνατόν να πιστεύεις εσύ με τα αδιάψευστα στοιχεία ότι η Βουλγαρία επί κατοχής ήταν κομμουνιστική;…»

Γιαννιώτικο χαρχάλι (από sstteffannoss, 03/01/11)χαρχάλια (από sstteffannoss, 03/01/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ετυμολογικά σχετίζεται με το χάρχαλο.

Ουσιαστικά είναι συνώνυμο με το χαρχάλα.

1. Όταν πρόκειται για γυναίκα χρησιμοποιείται (πολύ συχνότερα απ’ ότι το χαρχάλα) μειωτικά και σαν βρισιά (συχνότατα πακέτο με το «μωρή»)και σημαίνει:

  • την άσχημη γεροντοκόρη, αυτή με τα πλαδαρά μάγουλα, την πουτάνα,
  • (κυρίως) την κουτσομπόλα, αυτήν που ανακατώνεται και φέρνει αναστάτωση όπου χώνεται, την κότα (ως προς τη χαζομάρα, την πουτανιά, τόσο κυριολεκτικά όσο και μεταφορικά), την άχρηστη που το παίζει κάποια.

    2. Όταν πρόκειται για κάποια μηχανή (συνήθως αυτοκίνητο, μοτοσικλέτα και όχι μόνο) σημαίνει ό,τι ακριβώς τα χάρχαλο, χάρβαλο και (κατά μια έννοια) το χαρχάλα, αλλά χρησιμοποιείται σαφώς λιγότερο με έμφαση στο ό,τι κάνει θόρυβο λόγω παλαιότητας ή/και υπερβολικής χρήσης, ενώ εννοείται πως είναι προς αντικατάσταση (που θα έπρεπε να έχει ήδη γίνει αλλά αναβάλλεται για οικονομικούς λόγους) γιατί είναι ξεχαρβαλωμένη, σαραβαλιασμένη.

  1. «..Αχ ρε Β.. τι άδικος είναι ο κόσμος! Εκείνη η χαρχάλω του Α.., του έφερε γούρι και ξαναβγήκε Πρωθυπουργός, ενώ εσύ με την πανέμορφη Μαρία μόνο δυσκολίες έχεις!...»

  2. «…Κώλο έχει ωραίο αλλά βυζιά μικρά. Κρίμα. Με άριστα το 10, ένα 7.6 με τίποτα, είναι λίγο, και 8 είναι πάρα πολύ και ξεφεύγει. 7 με τάσεις ανόδου, αν σφίξει λίγο το σώμα γιατί είναι λίγο χαρχάλω. Γεμάτο 7-άρι λοιπόν….»

  3. «…Η Τζένι ΜακΚάρθι δεν είναι, πάντως, και του κατηχητικού. Έχει κι αυτή τα άπλυτά της στο ενεργητικό της. Το 2006 η γνωστή Αμερικανίδα πορνοστάρ Τζίνα Τζέιμσον (τι να μας πει μωρέ η χαρχάλω; Ξέρει τι κάνουνε με τις σαμπάνιες αυτή;) είπε σε μια συνέντευξή της ότι έχει διαβάσει δυο φορές το βίο της Σαπφούς της Λεσβίας με την Τζένι. Η 38χρονη Αμερικανίδα, πάντως, δεν αρνήθηκε τα πάντα. Είπε μεν ότι δεν κάνανε σεξ με την Τζίνα. Παραδέχτηκε, όμως, ότι είχαν ψιλοφτιάξει ιμάμ μπαϊλντί παρέα….»

  4. «…Το Πάσχα είχα στείλει την κόρη μου στον πατέρα της να περάσει εκεί μαζί με την τωρινή του σύζυγο και τα παιδιά της Λέμε καμιά φορά ότι αν κάνεις κάτι κακό σου γυρνάει πίσω. Εγώ βλέπω το αντίθετο. Αυτοί περνάνε μια χαρά. Αυτή βολεύτηκε βρήκε ένα κωθώνι να δουλεύει όλη μέρα γι’ αυτή, τα παιδιά και την μάνα της, ενώ αυτή κάθεται όλη μέρα και κοπροσκυλάει στο σπίτι και είναι όλα μέλι γάλα. Σαν πασάς η χαρχάλω.»

  5. «…-Αν το θέλετε σε ψιλά, δηλαδή λίρες νομίσματα, βεβαίως να σας το κάνουμε. Χαρτονομίσματα όμως δεν μπορούμε να σας δώσουμε!;!;!; -Τι λες μωρή χαρχάλω που δεν μπορείς να μου το κάνεις όταν εχεις ένα ταμείο γεμάτο χαρτονομίσματα; Σου είναι δύσκολο να κανεις τις πράξεις;..»

  6. «…Χαρχάλω, η πρώτη μου μοτοσικλέτα μια ΜΖ150 του 1972. Νοείται η βαβουριάρα, άχαρη, ατσούμπαλη και ζημιάρα μοτοσικλέτα. Συνηθισμένο όνομα για τις παλιές μονοκύλινδρες ή δικύλινδρες μοτοσικλέτες που εγκατέλειψαν στην Ελλάδα μετά τον Β' παγκόσμιο πόλεμο οι σύμμαχοι και οι γερμανοί,(κυρίως Norton, BSA, και BMW, αλλά και Zundapp, NSU, και Horex. Σ΄ αυτές οι δαιμόνιοι έλληνες προσάρτησαν καρότσι στο πλάι ή τις έκοψαν στη μέση και κόλλησαν καρότσα με σασμάν και διαφορικό! Έγιναν εργαλεία δουλειάς, «εκτελούνται μεταφοραί», που έδωσαν ψωμάκι στη φτωχολογιά και ανέστησαν φτωχογειτονιές. Οι παλιοί είχαν μια περίεργη σχέση μ' αυτές, αποστροφής αλλά και αγάπης…»

(όλα απ’ το δίχτυ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ετυμολογικά σχετίζεται με το χάρχαλο.

Κατά τον Αντώνιο Ν. Βάλληνδα (Πάρεργα: Φιλολογικά πονημάτια 1887) σημαίνει «κώδων κακοήχως σημαίνων».

Επίσης, «το βελανίδι που μαζεύεται το φθινόπωρο» (όπως αναφέρει εδώ ο xalikoutis).

Σήμερα:

1. Όταν πρόκειται για γυναίκα,

  • σημαίνει την άσχημη γεροντοκόρη, τη χοντρή και πλαδαρή γυναίκα.
  • σήμερα χρησιμοποιείται σαν το πουτάνα και τα συναφή όπως λέει εδώ ο xalikoutis. Συνώνυμο το χαρχάλω (κατά μια έννοια).

    Όμως, αρχικά, σήμαινε τη χοντρή και πλαδαρή πουτάνα που ‘χε χρόνια στο κουρμπέτι (οπότε αφενός πεπειραμένη, αφετέρου γριά, για το λειτούργημα) στυλάκι: «κλάσε λιγάκι μωρή, να βρω το δρόμο» -ίσως εδώ(;!) να έγκειται κι η πιθανή συγγένεια με το «χαρχαλεύω».

2. Τρύπα (που εύκολα συσχετίζεται με το πουτάνα).

3. Όταν πρόκειται για κάποια μηχανή (συνήθως αυτοκινήτου ή μοτοσικλέτας, αλλά όχι μόνο) ουσιαστικά έχει την ίδια ακριβώς έννοια με το χάρχαλο, το χάρβαλο και (κατά μια έννοια) με το χαρχάλω με έμφαση στο ό,τι κάνει θόρυβο λόγω παλαιότητας και/ή υπερβολικής χρήσης, ενώ εννοείται πως είναι προς αντικατάσταση (που θα έπρεπε να έχει ήδη γίνει αλλά αναβάλλεται για οικονομικούς λόγους) γιατί είναι ξεχαρβαλωμένη, σαραβαλιασμένη.

4. 'Οταν πρόκειται για χρήματα σημαίνει

  • το εύκολο, μαύρο χρήμα που προέρχεται από διαπλοκή,
  • τη μεγάλη μάσα, το φαγοπότι μεγάλων ποσών.

    5. Η έκφραση μ’ έφαγε η χαρχάλα κατά το Λαρ’σινό Λεξ’κό σημαίνει τον ήπια, τα ‘παιξα, τα ‘φτυσα, τα είδα όλα.

6. (Στην Κρήτη, κυριολεκτικά), η σφενδόνα. Προέρχεται απ’ τη διχάλα κι αυτή απ’ το αρχαίο χαλή (χηλή) - αφιερωμένο στον xalikoutis που το ‘χε απορία εδώ.

Παρεμπιπτόντως, απ’ εδώ προέρχονται:

  • τα Κρητικά: το χαχάλι, η χαχαλόβεργα και τα Χιώτικα: το χάχαλο, ο χάλος, το χαλούνι, ο χαχάλης (το κλαδί ή το ξύλο ή σίδερο που καταλήγει σε διχάλα –το δικράνι - αλλά και το σχήμα V),
  • η Κρητική χαχαλιά (η χούφτα - και σαν μονάδα μέτρησης μικροποσοτήτων).
  1. «…Όντας όμως πρακτικός άνθρωπος, σκέφτηκε πως αν έλεγε πως παντρεύεται για την περιποίηση του ορνιθώνα του, σίγουρα θα τον εκλάμβανε (η γριά προξενήτρα) για κανέναν αγροίκο ορεσίβιο και ασφαλώς θα του φόρτωνε καμιά χαρχάλα…»

  2. «…Παραπονείται επίσης, στον έναν από τους δυο σιδηροδρομικούς …. ότι στις τουαλέτες του τρένου που πήγε πριν από λίγο να κάνει την ανάγκη της, δεν είχε νερό. Ο σιδηροδρομικός, …., το παίρνει κατάκαρδα. -Έλα εδώ μωρή καριόλα!.. Που θα μου πεις εμένα πως δεν έχει νερό το βαγόνι!.. Που δεν ξέρεις που παν τα τέσσερα, κωλόβλαχα!.. Έλα εδώ μωρή φακλάνα. Να σου δείξω εγώ αν έχει ή δεν έχει νερό το τρένο... Γιατί φεύγεις μωρή χαρχάλα; Έλα ‘δω!....»

  3. «… η ωραία κίνηση ήταν η πάσα πριν το γκολ! Εκεί που αδειάστηκε η άμυνα! Από κει και πέρα ο παίκτης ήταν ελεύθερος πια με καθαρό οπτικό πεδίο είδε την χαρχάλα που άφησε ο πορτιέρο και με ένα καλό τωόντι σουτ έγραψε…»

  4. «…Και με αυτά τα λόγια σηκώνει το μαστίγιο και το κατεβάζει πάνω στον πισινό μου. Αυτή τη φορά, το χτύπημα δίνεται έτσι ώστε η λουρίδα να χωθεί σαν φίδι ανάμεσα στα σκέλια και να προσβάλει την χαρχάλα που χάσκει ανοιχτή…»

  5. «…Ναι, υπάρχει το ταξί. Αλλά κοστίζει περισσότερο από μια κακοσυντηρημένη χαρχάλα που δυστυχώς τα ΚΤΕΟ επιτρέπουν να κυκλοφορεί….»

  6. «…Εδώ συζητιέται αν το Samsung Omnia (WM 6.1) θα είναι καλύτερο από το iPhone και θα είναι η χαρχάλα της Nokia με το «φοβερό» Symbian Touch UI καλύτερο; Χα Χα….»

  7. «…Μα η τελευταία Νομαρχιακή απόφαση του Ψωμιάδη δεν ήταν και πάλι χαρχάλα χρήμα στον εξυπνάκο μας από την καύση σκουπιδιών; έλεος πια!! …»

  8. «…Ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης επί ΠΑΣΟΚ έβγαζε από τις επιτροπές 19,000€. Αυτό είναι γραμμένο σε αγωγή Πασοκτζή Προϊσταμένου που αντικαταστάθηκε τον Αύγουστο του 2004 και ζητάει αποζημίωση γιατί αντικαταστάθηκε «παράνομα» και ζημίωσε. Γι' αυτό και το μένος της κυρίας που φαίνεται ότι είχε γλυκαθεί στην χαρχάλα. Όλα τα άλλα (διδακτική εμπειρία κλπ) είναι φούμαρα για αφελείς….»

  9. «…ο “τζάμπα” λιγνίτης δυστυχώς η ευτυχώς τελείωσε για τις επόμενες γενιές. Τώρα τα κοράκια βάλαν μάτι στα υδροηλεκτρικά Αώο, Αχελώο, Αξιό κλπ. Εκεί είναι το ζουμί και η χαρχάλα….»

  10. «…Γιατί μ’ έφαγ’ η χαρχάλα μαζί σ’ πια Νάσου. 2 χρόνια μι πιλατέβεις…»

  11. «…Η χαρχάλα στην κολότσεπη μία φέτα ψωμί με ζάχαρη ή ξυσμένη ντομάτα με ρίγανη στο χέρι, δίπλα μας το αυτοσχέδιο πατίνι με ρόδες τα μεγάλα ρουλεμάν της παλιάς αλωνιστικής και μπρος για κατηφόρες, φωνάζοντας στους άδειους δρόμους και στις όμορφες γειτονιές...»

(όλα απ’ το δίχτυ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία