Επιλεγμένες ετικέτες

Η κλασσική απάντηση όταν μετά από μια εκτενή αφήγηση ενός περιστατικού την οποία ο ακροατής ουσιαστικά δεν ακούει και στο τέλος ρωτάει τον αφηγητή «ε, τί;»

- Με πήρε, που λες, τηλέφωνο και δεν έτρεχε μία που με έστησε χθες το βράδυ. Μα τι ηλίθια που είναι, δεν την αντέχω άλλο! Δεν φτάνει που με έστησε, δεν φτάνει που δεν απαντούσε στο κινητό, μου μιλούσε λες και δεν έτρεχε μία. Τέτοιο αναίσθητο άνθρωπο δεν έχω ξαναδει!
- Ε.. τί;
- Τυρί και ψωμί, ρε! Παπάρα, έ, παπάρα, σου μιλάω δέκα ώρες και σου λέω τον πόνο μου και εσύ το μυαλό σου και μια λίρα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Απάντηση στην ερώτηση «πού», ειδικά όταν αυτή η ερώτηση είναι αποτέλεσμα αφηρημάδας ή απλώς πρόθεσης του έχοντος την απορία να σπάσει τα νεύρα του συνομιλητή του (τέτοιες συζητήσεις λαμβάνουν χώρα κυρίως μέσα στην οικογένεια, με πρωταγωνιστές μικρούς και μεγάλους).

— Μαμά! πού είναι η στολή του σπάιντερμαν;
— Στο δωμάτιο σου, παιδάκι μου! Εκεί που την άφησες χθες! Πήγαινε να την πάρεις μόνος σου!
— Πού;;
— Εκεί που κλάνει η αλεπού! Άιντε, που κάνεις ότι δεν ακούς!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κλασσική απάντηση κάφρου με έντονα περιπαικτική και αστεϊστική διάθεση ως προς τον συνομιλητή του, όταν εκείνος τον ρωτά αν του βρίσκεται κάποιο ειδικό εξάρτημα-gadget (π.χ. «καμένα πράματα» που έχουν συνήθως σχέση με μουσική, υπολογιστές, αυτοκίνητα κλπ.) και ο φίλος κάφρος δεν έχει ιδέα περί του θέματος. Η απάντηση αυτή χρησιμοποιείται πάντα με αίσθημα ειρωνείας και ο λέγων δεν έχει καμία διάθεση να σηκωθεί από την αναπαυτική καρέκλα του και να πάει να κοιτάξει μέσα στο ψυγείο. Εξαίρεση αποτελούν ίσως οι πολύ μεγάλοι κάφροι οι οποίοι είναι όντως ικανοί να σηκωθούν και να πάνε να δουν στο ψυγείο μόνο και μόνο για την καφρίλα της πράξης αυτής και για κανένα άλλο λόγο (ο γράφων είναι ένας από αυτούς...).

Μήτσος: - Ρε συ μήπως έχεις κανένα splitter γιατί το χρειάζομαι το βράδυ στο πάρτυ για τον ήχο;
Τάκης: - Πάω να δω αν έχει μείνει τίποτα από χτες στο ψυγείο...
Μήτσος: - Καλά εγώ καίγομαι να οργανώσω το πάρτυ και εσύ με δουλεύεις;
Τάκης: - Και τι θες να κάνω ρε μηλιώκα αφού δεν έχω ιδέα τι είναι αυτό το ψιψιψόνι που μου ζητάς...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση που σημαίνει ότι κάτι δεν θα γίνει, ουσιαστικά, ποτέ. Λέγεται όταν θέλουμε να ξεφορτωθούμε ενοχλητικούς (βέβαια, αν έχουν άι κιου ραδικιού, ακόμα θα ψάχνουν ποιος είναι αυτός ο μήνας και θα νομίζουν ότι αγόρασαν ελαττωματικό ημερολόγιο).

Συνώνυμο: του Αγίου Πούτσου ανήμερα.

- Πότε θα βγούμε ρε Μαράκι; Όλο ναι και ναι μου λες, αλλά όποτε σε παίρνω μου βρίσκεις δικαιολογίες.
- Θα βγούμε, σου λέω, μην ανησυχείς...
- Ε, πότε;
- Τον μήνα που δεν έχει Σάββατο. Χέσε μας τώρα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παιδική εγωιστική-αντιδραστική, αλλά και μαγικά αφοπλιστική απάντηση σε λογομαχία, προερχόμενη συνήθως από

  • αγανάκτηση λόγω αμφισβήτησης ενός προτύπου μας (ήρωα, αγαπημένου ξυλέμπορα ηθοποιού),
  • έλλειψη-εξάντληση επιχειρημάτων.

Λήμμα για αυτούς που παρέμειναν παιδιά και τους αναπολούντες της δικιάς μου γενιάς.

  1. — Καλά, χθές είδατε την ταινία με το Van Damme; Τους έδειρε όλους πάλι, δεν άφησε τίποτα όρθιο λέμε!
    — Ποιός Van Dammε και κουραφέξαλα ρε, δεν έχεις ιδέα από αρακά, δεν υπάρχει ο τύπος.
    — Καλά εσένα όμως μια φορά σε γαμάει...

  2. Σε παραλία:
    — Πω κοίτα ένα σώμα ρε που έχει ο τύπος, μπακλαβάς σκέτος.
    — Σιγα το τυρόπιτα ρε, και γω αν κάνω 10 χρόνια γυμναστήριο έτσι θα είμαι.
    — Εσένα μια φορά σε γαμάει όμως.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η μονολεκτική έκφραση «Ξίδι!» σημαίνει «να πιεις ξίδι!» και αντιστοιχεί στο «παρεξηγήθηκες; τσίμπα ένα αρχίδι!» (άντε, σας έκανα και ρίμα).

Οι ρίζες της έκφρασης αυτής είναι πολύ παλιές, από τα χριστιανικά έπη, όπου περιγράφεται η σκηνή κατά την οποία προσφέρουν ξίδι στον Τζίζαντα:

«και ελθόντες εις τόπον λεγόμενον Κρανίου τόπος (στσ: Γολγοθάς) έδωκαν εις αυτόν να πίει όξος μεμιγμένον μετά χολής και γευθείς ουκ ηθέλησεν. Και εσταύρωσαν αυτόν…». (Ματθ.27.33), ή

«Μετά τούτο γινώσκων ο Ιησούς ότι πάντα ήδη ετελέσθησαν διά να πληρωθή η γραφή, λέγει· Διψώ. Έκειτο δε εκεί αγγείον πλήρες όξους· και εκείνοι γεμίσαντες σπόγγον από όξους και περιθέσαντες εις ύσσωπον προσέφεραν εις το στόμα αυτού. Ότε λοιπόν έλαβε το όξος ο Ιησούς, είπε, Τετέλεσται· και κλίνας την κεφαλήν παρέδωκε το πνεύμα» (Ιωάννης ΙΘ: 28-30).

Μην κολλήσουμε τώρα στο τι ακριβώς συνέβη τότε, κανείς μας δεν ήταν εκεί, οι θεολογικές συζητήσεις αιώνων δεν το έχουν λύσει και πάντως δεν είναι της παρούσης ή του σλανγκρ το θεματάκι αυτό.

Το ξίδι αυτό υποτίθεται ότι ήταν ένα μείγμα ναρκωτικών ουσιών με βάση το ξίδι, το οποίο μείγμα έδιναν οι Ρωμαίοι σε όσους σταυρώνανε, για να μαστουρώνουν κατά τη σταύρωσή τους και να μην πολυπαίρνουν χαμπάρι την πολυήμερη πορεία τους προς τον θάνατο από πόνο, πείνα και δίψα. Ωραίες εποχές.

Γενικά όμως, ακόμα και σήμερα, το ξίδι θεωρείται, παρά την άκομψη γεύση του, κατευναστικό: φάρμακο κατά των κρίσεων άσθματος, της ταχυπαλμίας κλπ (άσχετα αν σου γαμεί το στομάχι). Άρα, ενδέχεται πράγματι να δόθηκε στον τζίζαντα για να καταπραΰνει τον σωματικό τε και ψυχικό πόνο της σταύρωσης, αλλά ούτος το αρνήθηκε, όχι μόνο (λέω εγώ και πιθανόν και άλλοι) επειδή δεν του άρεσε, αλλά επειδή σκοπός του δεν ήταν η ανακούφιση.

Ο λαός ημών όμως, μάλλον δεν φαντάστηκε ή δεν πίστεψε ποτέ του ότι το ξίδι είναι φάρμακο: σα να ένιωσε ότι ήταν προσβολή απέναντι στον ημίθεο η πρόποση με ξίδι. Έτσι λοιπόν, όταν ο λαός θέλει να πικάρει κάποιον που έχει παρεξηγηθεί από δική του κόμπλα, δηλαδή αδίκως, του λέει «να πιεις ξίδι!», με σκοπό να γίνει χειρότερη η ενόχλησή του, ως τιμωρία/εκδικησούλα για το πόσο μαλάκας παρεξηγιάρης είναι. Θα έπρεπε ωσεκτουτού να αποτελεί ύβρη (για όσους πιστεύουν) ο υπαινιγμός και η αντιστοιχία της έκφρασης αυτής με το χριστιανικό επεισόδιο, αλλά μπα.

Σλανγκασίστ: τζονμπλάκ

  1. πειράχτηκες φίλε μου;
    Δεν το περίμενα
    από ένα τόσο πνευματώδες άτομο
    σαν κι εσένα.
    Ξίδι!
    (από σχόλιο χρήστη μας προς χρήστη μας)

  2. Όλοι ξέρουμε τη φράση: «Ξύδι για τα νεύρα». Τι εννοούμε άραγε με τη φράση αυτή; Το ξύδι είναι τονωτικό και ευφραντικό όπως είπαμε παραπάνω το έπιναν οι Ρωμαίοι στρατιώτες... κάτι ήξεραν! Και έτσι όπως βλέπω τον κύριο δίπλα στη φώτο μου έρχεται να του πω:
    Να πιείς ξύδι κύριε- νεύρα!!! Άμα ζορίζεσαι, να πιείς ξύδι!
    (από το νέτι)

(από σφυρίζων, 03/04/15)

βλ. και χριστιανοσλάνγκ

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ανακεφαλαιώνοντας και συμπληρώνοντας:

Προέρχεται απ’ το βλάχικο čiona που σημαίνει σπουργίτι. (άσχετο: στ’ Αρβανίτικα τσόνι= βρίσκω -παθητική φωνή, τσόνεμ= βρίσκομαι)

Είναι το στρουθιόμορφο πουλί σπίνος - σπίζα η άγαμος - (επίσης πίπιζα και τσουνάς). Ακριβώς επειδή είναι στρουθιόμορφο και λόγω ετυμολογίας, πολλές φορές σημαίνει και το σπουργίτι και γενικότερα ένα οποιοδήποτε πουλάκι.

Καθότι μικρό, χαϊδευτικά «τσόνι μου»: μικρό μου / πουλάκι μου / παιδάκι μου.

Σημαίνει:

  1. Τον έξυπνο και συνετό άνθρωπο, που αποφεύγει τις παγίδες και ξέρει να επιβιώνει. Ειρωνικά, το ντεμέκ τζένιο που σ’ ό,τι μπλέκεται «τα χέζει» / «τα γαμάει τη μάνα» (βλ & 6).

  2. Σε κυνηγετικά σινάφια: μικρό θήραμα χωρίς αξία, που δεν γεμίζει το μάτι, ένα τίποτα.

  3. Η τσουτσούνα (της παιδικής slang) οπότε και το πέος.

  4. Στην Λαρισαίϊκη έκφραση – γείωση «Τρία π’λιά (πουλιά) κι ένα τσόν» σημαίνει ό,τι και τα: «Άσχετο», «άλλ’ αντί άλλων», «από την πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα», «Τι κάνεις Γιάννη; Κουκιά σπέρνω» στην καλύτερη εκδοχή - και στη χειρότερη: «μιλούνε όλοι, μιλούν κι οι κώλοι» για κάποιον που πετάγεται σαν πούτσα / πορδή εκεί που δεν τον σπέρνουν.

  5. Στην έκφραση: «Μυαλό από τσόνι» σημαίνει ό,τι και το «μυαλό κουκούτσι» κι αναφέρεται σε βλάκες, ουγκ, στόκους δηλώνοντας κάτι που δεν υπάρχει και μοιάζει πολύ με το «Μαλλιά από τσόνια, και γάλα από χελώνες» (βλ σχόλιο του krepsinis στον έτερο ορισμό)

  6. Σε πιο slang χρήσεις μπορεί να σημαίνει (συνήθως υποτιμητικά):
    α) τον σφίχτερμαν / μπρατσαρά (απ’ το μπρατσόνι),
    β) τον μπάτσο (απ’ το μπατσόνι) των ΜΑΤ.

Αναφέρω παραδείγματα όπου γίνεται παιχνίδι με πολλές έννοιες ταυτόχρονα.

  1. - Εγώ λέω μπήκε ένα τσόνι κάτω απ’ τη σέλα ... λίγο πιο πάνω απ’ τη μπαταρία περίπου και κελαηδάει σε κάθε αλλαγή ταχύτητας γιατί γουστάρει τα γκάζια!!! πάντως ειλικρινά... δεν έχω καταλάβει τίποτα γι’ αυτό το θόρυβο... γι’ αυτό δεν μπορώ να δώσω σοβαρότερη απάντηση. Πάντως ψάξε και για το τσόνι, ποτέ δεν ξέρεις!
    - Τι είναι το τσόνι; Εδώ στο χωριό μου δεν τα ξέρουμε αυτά!
    - Χα χα χα!! Από πού είσαι;
    - Ανήκω στην φυλή των δρομιάρηδων. Εμείς δεν έχουμε τέτοια πράγματα. Μόνο γράσο, λάδι και καμένο λάστιχο!
    - Το ξέρεις το τσόνι! Σίγουρα! Είναι αυτό που κελαηδάει ανάμεσα απ’ τα πόδια σου όταν είσαι με κοπέλα! Εκτός αν είσαι απ’ το χωριό Συκιές. (αγορασμένο)

  2. - Κι αν είναι προβοκάτσια που λες, μη την ψάχνεις σε ξένες πρεσβείες! Αν ήταν τέτοια, θα την έστηνε μια χαρά ο Κ..κος, που ψάχνει εναγωνίως διάψευση ότι η ΝΔ του Σαμαρά, τον οποίον έτρεξαν να στηρίξουν τα πρώην τσόνια που τον είχαν προτιμήσει για τους λόγους που περιγράφονται, αρνείται την ανάγκη υπεράσπισης και τον ανένδοτο αγώνα για το όνομα!
    - Όχι ρε φίλε! Τσόνι είμαι! Πάω όπου μπορώ να σταθώ! Κοιτώντας αν μου παρέχουν ενδιαίτημα! Όχι Ξόβεργες! (από εφημερίδα)

  3. – Χτύπησες τίποτα;
    - Μπα!! Ούτε τσόνι, γαμώ την γκαντεμιά μου.

  4. «Μιλώντας ο υφυπουργός άκουσε τον Γ. Τ..κη να τον διακόπτει λέγοντας κάτι άσχετο με την ομιλία. Έτσι, λοιπόν, επιστράτευσε κάτι που λένε στην πατρίδα του για να του «κόψει τον αέρα». «Στη Λάρισα λέμε “τρία πλιά κι ένα τσόνι” κυνηγάνε τον Αντώνη»! (προσαρμοσμένο από το δίχτυ)

  5. – Μωρό μου; Γουστάρεις τις καινούργιες μου γόβες - στιλέτο;
    – Πού θα τις βάλεις μωρή;
    - Στην εκδρομή.
    - Στο Καϊμάκ για σκι; Ε!! ρε!! μυαλό από τσόνι.
    - Κλαψ! Λυγμ!. Κι εγώ που άκουσα ξεσκί.
    - Νταξ!! Μ’ αρέσει ο τρόπος που …ακούς.

  6. α. «…Ο C…la δεν είναι άγνωστος παίχτης αλλά είναι αστείο να αναφέρεται σαν λύση, επειδή είναι τσόνι και ντούκι! Ο τύπος είναι κοκάκιας και μπασκετικά δεν είναι και τίποτα σπουδαίο! Αλλά το μπάσκετ θέλει μυαλό και μετά μούσκουλα!...» (από μπλογκ)

ένα τσόνι  (από sstteffannoss, 07/12/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Απάντηση-τάπα στο επιφώνημα μμμ!. Μπορεί να έχει διάθεση ειρωνική, δηκτική, να δηλώνει αμφισβήτηση, δυσφορία ή να είναι απλά ένας αστεϊσμός.

Μόνο μονολεκτικά!

Άκλιτο.

(φαντασία να έχουμε και μόνο ένα παράδειγμα καλύπτει όλες τις περιπτώσεις κι όλες τις διαθέσεις)

-Μμμμμμ....
-Μούξινος!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Απάντηση ή ανταπάντηση τάπα η οποία βάζει τελεία και παύλα στην υψηλού επιπέδου συζήτηση που προκάλεσαν επιφωνήματα όπως μμμμμμ στα επιφωνήματα μούξινος! και έξινος.

Μμμμμμ...
Μούξινος!
Και ξερός!

(κατά περίπτωση μπορεί να επεκταθεί με «Και ξεράδια στο λαιμό σ'» πριν το καθιερωμένο παραδοσιακό κλωτσομπουνίδι).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σημαίνει στ' αρχίδια μου όταν ο άλλος σου λέει ειλικρινά τον πόνο του. Εντελώς γειωτικό, ακριβώς επειδή μοιάζει εκ πρώτης με ενθαρρυντική κουβέντα (αν δεν είναι γειωτικό σημαίνει: μη σε νοιάζει, ξεπέρασέ το, τι ανάγκης έχεις εσύ παιχταρά μου, και τα τοιαύτα). Γιατί και πώς ζουν ανάμεσά μας τέτοιες σλανγκικές καταστάσεις βλ. γειώσεις. Η κοφτή και απόλυτη εκφορά έχει σημασία.

Ρε θα με πάνε μέσα, καταλαβαίνεις;
— Στ' αρχίδια σου...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία