Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Η κουράδα στα κυπριακά.

Εδώ:

Οι «κότσιροι» απέκτησαν και ονομασίες! Κάθε ένας έχει χρόνια τη χάρη, αλλά δεν είχε το όνομα!

Έχουμε και λέμε λοιπόν:

Κότσιρος «Βungee jumping» :
Αυτός ο κότσιρος θα κρεμαστεί όλος από τον κώλο σας μέχρι να πέσει στο νερό.

Κότσιρος «κομάντο» :
Γλυστράει τόσο ομαλά και καθαρά που δεν τον νιώθεις. Κανένα ίχνος στο χαρτί, πρέπει να κοιτάξεις στη λεκάνη για να σιγουρευτείς ότι βγήκε.

Κότσιρος «ΒΙG SPLASH» :
Αυτός ο κότσιρος χτυπάει το νερό πλαγίως και κάνει ένα μεγάλο SPLASH που βρέχονται τα κωλομέρια σου!

Κότσιρος «Κινγκ Κονγκ» :
Αυτός ο κότσιρος είναι τόσο μεγάλος που είσαι σίγουρος ότι δεν πρόκειται να πέσει αν δεν τον κόψεις σε μικρότερα κομμάτια. Αυτό το είδος συνήθως συμβαίνει όταν είσαι σε σπίτι άλλου.

Ο ορισμός τροποποιήθηκε κατόπιν αιτήματος του λημματοδότη.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο κυπριακός όνος ήταν (και είναι) σωματώδης, γερός και δυνατός, σε αντίθεση με τα γαϊδουράκια που υπήρχαν στα νησιά του Αιγαίου και την υπόλοιπη Ελλάδα, γι αυτό και γινόταν εξαγωγή του. Τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, πριν από 70, περίπου, χρόνια, ήταν από τις σημαντικότερες εξαγωγές της Κύπρου προς την Ελλάδα. Οι κάτοικοι της Ελλάδας γνώρισαν ένα ζώο που, σε αντίθεση με τα γαϊδουράκια με τα οποία ήσαν συνηθισμένοι, δεν ήταν εύκολο να το χειραγωγήσουν, ειδικά όταν μουλάρωνε και πεισμάτωνε.

Έτσι η φράση στην Ελλάδα «κυπραίικο γαϊδούρι» λέγεται σκωπτικά είτε σε υπερβολική αναισθησία, είτε σε υπερβολική ισχυρογνωμοσύνη, όταν ο άλλος μουλαρώνει και πεισματώνει έντονα.

Αμετάπειστος είναι, μουλάρωσε σαν κυπραίικο γαϊδούρι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Οι όρχεις.

Πρόκειται για λέξη που βρίσκει κανείς φού και φού σε παλαιότερα κείμενα (προσώπικαλλυ την συνάντησα διαβάζοντας εξιστορήσεις του 1821, ιδίως Μακρυγιάννη), και επιβιώνει ως τοπικός ιδιωματισμός στην Κύπρο, και σε περιοχές της δυτικής Ελλάδας, όπως Επτάνησα, ή Δυτική Στερεά. Τα παραδείγματα που βρήκα στον γούγλη αναφέρονται σε όρχεις ζώων.

Ο Νίκος Σαραντάκος στο βιβλίο Λέξεις που Χάνονται (Αθήνα: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2011, σ. 147) γράφει ότι «η λέξη είναι μεσαιωνική και κατά πάσα πιθανότητα προέρχεται από το ελληνιστικό επίθετο λιμβός (άπληστος, λαίμαργος), από το οποίο προέρχεται και το λιμπίζομαι», καθώς και ότι στην Κύπρο το γράφουν ως «λυμπά» με ύψιλον.

  1. Ο Γυμνασιάρχης Καρπενησίου Κώστας Παπακαρνάς απ` τη Φουρνά, ήταν συντηρητικόc; στις πολιτικές του πεποιθήσεις και οπαδός του Καφαντάρη. Κάποτε απέβαλε τον μαθητή του Νίκο Σαλούκο, που μυήθηκε στις Κομμουνιστικές αρχές.

Όταν τέλειωσε η αποβολή του, τον κάλεσε στο γραφείο του και του είπε αυστηρά:

«Ο πατέρας σου, ωρέ ζεβζέκη, σκοτώνεται για να μάθεις πέντε γράμματα, να γίνεις άνθρωπος, όχι να σπουδάζεις κομμουνισμό. Ξέρεις ωρέ, τι θα πει κομμουνισμός; Να σου πω εγώ. Ο κομμουνισμός, ωρέ, είναι σαν τα λιμπά του κριαριού. Κρέμονται, αλλά δεν πέφτουν. Η αλεπού όμως που τα βλέπει να κουνιόνται πέρα-δώθε λέει: «Δεν μπορεί. Εδώ θα πέσουν, εκεί θα πέσουν» και τρέχει όλη την ώρα από πίσω του. Αυτά τα έρμα κουνιόνται, αλλά δεν πέφτουν. Και η αλεπού ψοφάει από την πείνα. Τώρα κατάλαβες τι εστί κομμουνισμός, ωρέ! Να, έτσι βρε θα ψοφήσετε και σεις καρτερώντας να γίνει κομμουνισμός, να πέσουν του κριαριού τα λιμπά. Δεν πέφτουν ωρέ. Πάρτο χαμπάρι!». (Εδώ).

  1. Το τσοκάνισμα γινόταν με τον τσόκανο. Τον άνοιγαν σαν ψαλίδι, έβαζαν ανάμεσα το λουρί (το νεύρο των όρχεων) απ΄ όπου κρέμονταν τα λιμπά του ζώου και έδεναν την άλλη άκρη του. Βαρώντας μ΄ ένα ξυλόσφυρο το λιανό ξύλο του τσόκανου, κοβόταν το νεύρο κι έτσι νεκρώνονταν τα λιμπά. (Εδώ).

  2. «Έγιναν οι εκλογές και σκοτώθηκαν οι άνθρωποι. Και θα σκότωναν κι εμένα και δεν μπόρησαν, και μ' έπιασαν από τα λιμπά κι έκαμα τόσον καιρό οπού με πονούσαν». Ιωάννης Μακρυγιάννης στα Οράματα και Θάματα (παρατίθεται από τον Ν.Σ.).

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο πούτσος, εις την Κυπριακήν.

- Του Μάρκου η βίλλα γκαστρώνει και καμήλα!

(Επευφημίες Κυπρίων φιλάθλων, οπαδών του τενίστα Μάρκου Παγδατή)

Πάντσο Βίλλα   (από GATZMAN, 22/10/09)Η πάλαι ποτέ Ροζ Βίλα της Εκάλης (από Vrastaman, 22/10/09)

Βλέπε και πέος.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μούχτι (मुक्ता) στα Σανσκριτικά αποκαλείται η απελευθέρωση των αισθήσεων από τα δεσμά του νου και άλλα κόλπα ζόρικα που κάνουν στην Ινδία.

Η ταντρική αυτή έννοια προφάνουσλυ υιοθετήθηκε από τα Ελληνιστικά βασίλεια της ανατολής και μοιραίως μεταλαμπαδεύτηκε στην Μακεδονία όπου χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα, εκφράζοντας όμως άλλες ατραπούς εσωτερικής καθοδήγησης, αυτογνωσίας και βιοενεργειακών τσάκρα:

  • Τα κάνω μούχτι χρησιμοποιείται και με την έννοια τα μπέρδεψα, έχασα τον λογαριασμό. Ωσεκτουτού μούχτης αποκαλείται όποιος ανακατεύεται, βάζει ζιζάνια, και ταλιμπάν (αδημοσίευτη επιστολή ΡΤΠ).
  • Τα κάνω μούχτι είναι επίσης ισοδύναμο του τα κάνω γαργάρα (ΡΤΠ, Op. cit.).
  • Κάνω μούχτι σημαίνει και τσουρνεύω, όπως επισημαίνει ο xalikoutis εδώ.
  • Πέφτω στο μούχτι εκφέρεται με την έννοια υου πέφτω με τα μούτρα στο φαΐ κατά GATZMAN (εδώ) αλλά και του μπουχτίζω κατά Livepedia.
  • Είμαι στο μούχτι υποδηλώνει ότι είμαι στη γύρα, είμαι στην πίεση. Ο HODJAS προτείνει υπέροχη παραετυμολογία εκ του μόχθου, εδώ.
  • Το μούχτι ενίοτε μπερδεύεται εσφαλμένα με το (αρβανίτικο) μούτι, δηλαδή τα σκατά (ΡΤΠ, Ω. ψιτ.).
  • Στην μαρτυριάρικη, τέλος, μεγαλόνησο το μούχτιν περιγράφει την λύτρωση της κτήσης από τα δεσμά του αντιτίμου, τουτέστιν το τζαμπέισον.

Βλ. επίσης μούχτι μούχτι.

- Κουφάλα Ασλαμά, το κλαρινέτο του Ηρακλή στην Ξάνθη το ‘κανες μούχτι. Με τον ΠΑΟΚ ασχολείσαι παλιολινάτσα.
(εδώ)

- Όποιος πιστεύει ότι ο βάζελος θα πάρει το μαστραπά φέτος κατόπιν πλάνο και βάσει σχεδίου να με το πει και μένα όλα είναι στο μούχτι, μόνο άμα χαλάσεις κάνα κάρο κάρο φταλέ και χεις από πίσω συσπειρωμένο - όχι πρόβατο - λαό ώστε να τη σακουλευτείτο κατεστημένο μπορείς να σπάσεις το απόστημα.
(εδώ)

-Ποιό μεγάλο μυαλό είχε την ιδέα της μετοχοποίησης των 2,2 εκατ. γιούρο του Mυτιληναίου; Kαι γιατί όλα έγιναν στο... μούχτι μέχρι που τους... ανακάλυψαν;
(εδώ)

- Έπεσε με τα μούτρα στο μούχτι και τον ξεζούμισε η Περμανθούλα. Άντε τώρα και πότε θα συνέλθει....Σερσέ λα Φάμ (εδώ)

- «Μούχτι φακκιν ώστι να πεθάνω» σκέφτεται που μέσα του. «Μούχτι γαμήσι μια ζωή πελλέ μου!
(δαμέ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κυπριακή εκδοχή της τιμημένης πίπας. Το συγκεκριμένο μπουκιτσί χαρακτηρίζεται από αδρές και σταράτες κινήσεις και αυξημένη ποσότητα σίελου, πιθανώς λόγω των κλιματολογικών ιδιαιτεροτήτων της μαρτυρικής Μεγαλονήσου. Έγινε δε γνωστό στον Ελλαδικό χώρο κυρίως λόγω του σημαντικού αριθμού κυπριακών κορασίδων στα ανώτερα και ανώτατα ιδρύματα της χώρας, που επιδίδονται στο προαναφερθέν ευγενές άθλημα. Οι απόψεις περί της ανωτερότητάς του, έναντι της εγχώριας εκδοχής, διίστανται και τα σχετικά πορίσματα ελέγχονται ως προς την εγκυρότητά τους.

- Εεε τσε κάμω του ένα πλοουτσόπ, εν εμπόρει να πάρει τα πόδια του!
- Ε τζιαμαιιί!

blow job by Kasparof (από GATZMAN, 22/06/11)

Βλ. και απάνθισμα Κυπριακών λημματουδιών

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στὴν Κυπριακὴ διάλεκτο σημαίνει τὸ ἀντίστοιχο τῆς Κρητικῆς μαντινάδας, δηλαδὴ ἔξυπνα λυρικά, σκωπτικά, ἐγκωμιαστικά, ἀκόμη καὶ πατριωτικὰ δίστιχα ἢ τετράστιχα, τὰ ὁποῖα συντίθενται «ἐκ τοῦ προχείρου» σὲ παρέες, οἰνο-ρακο-τσικουδοποσίες, γάμους καὶ ἐν γένει χαρούμενες κοινωνικὲς ἐκδηλώσεις.

Παρ' ὅτι συντίθενται ἐκ τοῦ προχείρου, ὁ συνθέτης δὲν ἔχει τὴν μορφὴν τοῦ χοίρου, τοὐλάχιστον ἐκ τοῦ λόγου αὐτοῦ, εἰδικῶς.

Ἡ ἀπόδοσις τῆς προφορᾶς θὰ ἔμοιαζε περίπου ὡς «τchαττιστά».

Ἡ κυριολεκτικὴ σημασία σὲ κοινὰ νεοελληνικὰ (τοῦ ἐπικρατήσαντος Πελοποννησιακοῦ ἰδιώματος) εἶναι ταιριαστά, αὐτὰ δηλαδὴ ποὺ δημιουργοῦν ὁμοιοκαταληξία.

Λέει ὁ νέος:

— Ἔεεεεε, ἐννάρττω τὸ πουρνὸ ποτschεῖ
νὰ σὲ ποchιαιρετήσω...

Καὶ ἀπαντᾷ ἡ καύκαν του (γκόμινα):

— Ἔεεεεε, μονάχαν ἡ καρκιά μου ἐμέν' ξέρ' ἴνταλως νὰ ζήσω!!!

(από aias.ath, 03/12/09)Χότζα μου, (τ)ο Πουτίν (από aias.ath, 04/12/09)(Τ)ο Πουτίν ψαρεύτchει... (από aias.ath, 04/12/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έτσι, με αυτόν / κατ' αυτόν τον τρόπο, τοιουτοτρόπως (παλαιοελληνικά). Τροπική επιρρηματική φράση.

- Θα ήταν φανταστικό, καταπληκτικό, υπέροχο, αν μπορούσαν να μην φαίνονται στα ποστ τρίτων οι παραθέσεις μελών που έχουμε βάλει στο ιγκνόρ, με τον ίδιο τρόπο που δεν φαίνονται και τα ίδια τα ποστ μελών που έχουμε βάλει στο ιγκνόρ.
- Φανταστικότερο,να μπορείς να πατήσεις ένα κουμπί και ο εχθρός να ανατιναχθεί χωρις να μείνουν διαδυκτιακά αποτυπώματα. Ποιούς θα καθαρίζατε έτσι σχέδιο;

από το φόρουμ τζι αρ

Η φράση είναι οπωσδήποτε παλιά, αλλά δεν τη βρίσκω λεξικογραφημένη στα μεγάλα λεξικά, πράγμα που με κάνει να αναρωτιέμαι αν πρόκειται για τοπικό ιδιωματισμό. Εγώ μεν βόρειος, από τα αρκετά παραδείγματα δε που βρίσκω γκουγκλάροντας, ακούγεται πολύ και στην κύπρο.

Καλά ο Μπερλουσκόνι πρέπει να επήεν με τις μισές Ιταλίδες τώρα αυτή τους ενόχλησε? Και καλά λέει ο/η Astatus..οι γονείς της γιατί την άφηναν να κυκλοφορεί έτσι σχέδιο?!

απο δώ

Φανταστείτε να είμασταν επαρχία της Τουρκίας, τζιαι πρόεδρος μας ο Ερτογαν. Τωρά φανταστείτε τον Ρίκκο, τον Κληρίδη τζιαι τους λοιπούς κουρούπεττους που μας περιπαίζουν τόσον τζιαιρόν, τι θα επαθένναν που τον Σουλτάνο, τζιαι αν θα επικαλούνταν σύνταγμα, ασυλίες κλπ. Λυπούμαι που το λαλώ αλλά μόνο ένας τέθκιος πρόεδρος μας αξίζει (όι κατ'ανάγκη ο Ερτογάν αλλά το ίδιο στυλ), να τους διά τοππούζιν, να δω αν θα μας περιπαίζουν έτσι σχέδιο! Ήβραν τζιαι κάμνουν...

από εδώ

Απορώ....πώς κυκλοφορεί ο κόσμος έτσι σχέδιο ρε παιδί μου; Εν αννοίουν τα αφκιά, τα μμάθκια, τες τηλεοράσεις τους; Εν θορούν ότι ο κόσμος έννεν σαν τζίνες; Πόσο κοινωνικά παλαβός μπορεί να είσαι το 2011 στην Κύπρο (σε έτσι θέματα τουλάχιστον)...;

από εδώ

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο άνθρωπος που προσαρμόζει ένα γεγονός ανάλογα με το συμφέρον του. Αυτός που λέει εύκολα ψέματα, με το κατάλληλο πιστευτό ύφος.

Χρησιμοποιείται καθημερινώς στην Κύπρο.

Κλασικοί λαφαζάνηδες, θεωρούνται οι πραγματάδες και οι δικηγόροι.

Παναγιώτης Λαφαζάνης, ΣΥΡΙΖΑ (από Hank, 10/02/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η μοτοσικλέτα, το μηχανάκι στα κυπριακά, εναλλακτικά προς το συνηθέστερο μοτόρα. Πληθυντικός: ταπουροκωλούες (δες εδώ). Το βρίσκω γραμμένο και ως ταπουροκολού, αλλά και με μία ας πούμε περισσότερο φωνητική γραφή ως τταππουροκολού.

(αψουυυ)
-τι εγινε??
-αα τιποτα αψουριστικα! εμουλαλιτε μηπως θελετε δανειο για καμια ταπουροκολου???
-τι ειναι η ταπουροκολου??
-χαλλόου! μηχανακι. (Στο βιντεάκι πιο κάτω):

Από το 3.27 και μετά

Η ετυμολογία δεν είναι σαφής. Το λολαδερό ως άνω βιντεάκι δίνει την αστειατόρικη "ετυμολογία" ότι ο κώλος σου κάνει "ταπ ταπ ταπ". Πάντως και οι γλωσσολογικές πηγές μου στη μαρτυριάρικη μου λένε ότι θεωρείται ότι λέγεται έτσι επειδή κάνει ταπ ταπ ο κώλος της μοτόρας. (Η συσχέτιση κώλου και εξάτμισης φαίνεται άλλωστε στα λήμματά μας εξάτμιση, μαγκιά κλανιά και εξάτμιση). Ως "προφανή" ετυμολογία δέχεται τα ηχητικά εφέ της μοτόρας και σχολιαστής στου κυρ-Σαράντ, βλ. σχόλιο 12 στον παρακάτω σύνδεσμο:

ο μιτσύς (=μικρός) έπιασε την (τ)ταπουροκολού του. (Σε σχόλιο στου κυρ Σαράντ).

Ας κρατήσουμε πάντως και μια πισινή, μαζί με την παρατήρηση ότι τάπος (ττάππος) είναι ό,τι και η τάπα, δηλαδή ο φελλός του κρασιού και ο κοντός άνθρωπος, δες εδώ.

τώρα ε να πκιάσω την ταπουροκωλού και ναρτω !!. (Εδώ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία