Επιπλέον ετικέτες

Χαρακτηρίζει τον φωνακλά με την απαίσια τσιριχτή, μονότονη φωνή, εκείνον που δεν βάζει γλώσσα μέσα, τον παπαρολόγο, εκείνον που σου παίρνει τα αυτιά, κ.α.

Προέρχεται από τη λατρεμένη σε όλους ακουστική ατραξιόν του φετινού Μουντιάλ, που δεν είναι άλλη από τη συμπαθέστατη πλην δυσβάσταχτη για τα αυτιά, αφρικανική ντουντούκα που λέγεται βουβουζέλα.

Παράλληλα, δημιουργείται από την τραγική εμπειρία όσων έκαναν απόπειρα να παρακολουθήσουν τους ποδοσφαιρικούς αγώνες της Εθνικής Ελλάδος, καθώς δεν μπόρεσαν να διακρίνουν αν η βουβουζέλα ήταν αντικείμενο ή άνθρωπος που προσπαθεί να διεκδικήσει τη θέση της φετινής ακουστικής ατραξιόν του μουντιάλ από την ίδια τη βουβουζέλα, εκφωνώντας με ιδιαίτερο πλην δυσβάσταχτο για τα αυτιά, τρόπο, τις φάσεις του αγώνα.

Συνώνυμο: πουρουπουπού.

— ΌΟΟΟΧΙΙΙΙ, ΠΡΟΣΕΧΕ ΛΟΥΚΑΑΑΑ! ΟΧΙΙΙΙΙΙΙΙΙ! ΕΔΩ ΟΛΑ ΤΕΛΕΙΩΝΟΥΝ! ΜΑ......ΓΚΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΛΛΛΛΛ! ΑΠΙΣΤΕΥΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΣΥΜΒΑΙΝΟΥΝ! ΤΙ; ΑΚΥΡΩΘΗΚΕ;
— Δεν τ' αλλάζεις να δούμε Μυστικά της Εδέμ; Μας πήρε τ' αυτιά η βουβουζέλα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εκ του ρήματος γαμάω και του αγγλικού ουσιαστικού man, που σημαίνει άντρας, και εν προκειμένω παραπέμπει σε υπερήρωες-μαρβελιές, τύπου Superman, Batman, κ.τ.ο. αλλά κυρίως στον Spiderman, εκ του οποίου μάλλον δανείζεται την κατάληξη της λεξιπλασίας -ντερμαν.

Ο γαμάιντερμαν είναι τύπος συμπεριφοράς άνδρα. Είναι αυτός που προβάλλει μία εικόνα γκραν γαμάω, γαμαωδέρνουλα, γαμιά της γειτονιάς κ.τ.ό. Στη συντριπτική πλειοψηφία της χρήσης του, ο όρος δεν περιγράφει θετικά τον όντως ούμπερ-γαμίκουλα, αλλά αυτόν που την έχει δει έτσι, γι' αυτό και εντάσσεται συνήθως σε φράσεις του τύπου: «Ποιος είσαι ρε φίλε; Ο Γαμάιντερμαν;» ή «Τι έγινε ρε φίλε; Την είδες Γαμάιντερμαν κιέτσ';».

Φαντασιακώς, ο Γαμάιντερμαν αισθητοποιείται ως ένας υπερήρωας με σέξι εσώρουχα τύπου Σούπερμαν, και μια μπέρτα, όπου αναγράφεται το γράμμα κατατεθέν του, το Γάμα. Υπερίπταται της πόλης και τείνει ευήκοον πέοντα σε όποιον/αν ταπεινό και καταφρονεμένο έχει άμεση ανάγκη από πήδουλο. Ασφάλουσλυ, στις αποσοδομητικές μέρες που ζούμε, όπου ο Σούπερμαν πέθανε, ο Σπάιντερμαν είναι γκέι, ο Όπτιμους Πράιμ εγχειρισμένη και ο Μπάτμαν ντράμα κουίν, ο Γαμάιντερμαν είναι είδος προς εξαφάνιση και η τελευταία ευκαιρία των υπερηρώωνε να αποκαταστήσουν τον αμφισβητούμενο ανδρισμό τους.

Το αν, ωστόσο, ο Γαμάιντερμαν αρέσει είναι θέμα υπό αίρεση. Συνήθως γαμάιντερμαν ονομάζεται κάποιος γραφικός, ή κάποιος που προσπαθεί να υπεραναπληρώσει φυσικά του ελλείματα με μια επιτηδευμένη συμπεριφορά γκραν γαμάω. Λ.χ. γαμάιντερμαν μπορεί να ονομαστεί κάποιος που το παίζει πολύ μάτσο (ίσως από ενδόμυχους φόβους για τον ελλιπή ανδρισμό του), ένας κοντός που θεωρεί ότι το ανύπαρκτο ύψος το έχει πάρει σε πούτσα, ένας πουρέιτζερ που το παίζει μπο μεκ για να την πέσει σε μικρούλες. Επίσης, κάποιος που εκμεταλλεύεται την κοινωνική θέση του για να στρωσκανίσει: Λ.χ. αφεντικό που την πέφτει σε υφισταμένη, γιατρός σε νοσοκόμα, καθηγητής σε φοιτήτρια/μαθήτρια κ.τ.ό. Ακόμη, κάποιος με μάτσο και καθόλου θολές απόψεις, λ.χ. ένας Ελληνάρας ή γκρηκ λόβερ με τρίχα για πουλόβερ. Γενικότερα, ως συμπεριφορά δεν χαρακτηρίζει μόνο εραστή, αλλά και φίλο, συνάδελφο, συμπολίτη, που αισθανόμαστε την ανάγκη να τον ρωτήσουμε «μήπως θέλεις να σου κάνω και καμιά πίπα;» (η απάντηση του αυθεντικού Γαμάιντερμαν θα είναι καταφατική, οπότε δεν συνιστάται η ερώτηση) ή να τον παραινέσουμε «μη γαμάς πολύ, κατούρα και λίγο». Ωστόσο, από την άλλη, όπως το να παριστάνει κανείς τον τρελό είναι μια πρώτη ένδειξη ότι είναι όντως τρελός, έτσι και το να υποδύεσαι τον γαμιά, είναι η αρχή (=ήμισυ του παντός) του να γίνεις όντως γαμιάς, καθώς η προσποίηση έχει συχνά επιτελεστικό χαρακτήρα. Οπότε μπορεί και ο Γαμάιντερμαν να προτιμάται ως εραστής, αφού από το πολύ θέατρο, εβέντσουαλjυ κάποια στιγμή θα γαμήσει κιόλας. Σε κάθε περίπτωση περισσότερο από έναν μετροσεξουαλικό.

Για περαιτέρω περιπτωσιολογία στο παράδειγμα 1 παραθέτω ορισμένα μεταξύ πολλών πορτραίτων του Γαμάιντερμαν που βρήκα σε σχετικό νήμα στο Ιντερνέτι.

Fact: Ο Γαμάιντερμαν έχασε την παρθενιά του, όταν ο Chuck Norris τον πήγε στις πουτάνες.

  1. Θέμα: Ο Γαμάιντερμαν.
    Σίγουρα κάποια στυλάκια στον άντρα δεν τα γουστάρουν οι κυρίες.
    Είναι ο λεγόμενος γαμάιντερμαν. Ποιά είναι αυτά; Καρφώστε τους.

- Mου τη δίνει η φωνή «Εχω κάνει μαθήματα ορθοφωνίας με τον Μπαντέρας». Δε πάει ρε παιδί μου, τελείωσε!

- Για τον στυλάτο λέω που για κάποιες είναι ωραίος ως τύπος, σε κάποιες άλλες όμως φέρνει εμμετό, γλίτσα και λοιπά καλοπροαίρετα. Που σου 'ρχεται να τον πιάσεις απο το ζελεδιασμένο τσουλούφι και να τον φέρεις δυο βόλτες μπας και σκάσει να μιλάει για το πόσα φράγκα έριξε στο ηχοσύστημα του αυτοκινήτου του, τον κολλημένο με τη μπάλα, που ό,τι δεν γνωρίζει, το χλευάζει, γενικά τον Οστρογότθο

- Για να δω πως θα ζωγραφίσω εγώ τον γαμάϊντερμαν:
Μου τη δίνει ο τύπος και που όχι μόνο έχει άποψη για όλα αλλά είναι αυτός που έχει τη μόνη σωστή άποψη και φυσικά δεν δέχεται ότι κανείς άλλος μπορεί να εκφέρει γνώμη, που ρωτάει για την γνώμη σου απλά για να του επιβεβαιώσεις την δική του υποτιθέμενη σωστή... που έχει «καταφέρει» να αγοράσει ένα αυτοκίνητο και το χρωστάει για άλλα 5 χρόνια, αλλά κάνει φιγούρα και περνιέται και για έξυπνος που το πήρε πριν τα 30 και όχι στα 50.... που του αρέσει να επιδεικνύεται για το κάθε τι, από τις γιαλαντζί και ξερόλικες απόψεις, μέχρι να επιστρέψει σε ένα μαγαζί για να αποδείξει στον ψυλομύτη πωλητή πως βρήκε αλλού το γκατζετάκι που δεν ήθελε να του πουλήσει ο πρώτος. Αυτός που κοιτάει μόνο την επιφάνεια και τον εαυτούλη του και περνιέται για σούπερ ντούπερ επιτυχημένος και γαμίκουλας (ρε μήπως είσαι gay και δεν το ξέρεις ακόμα;), που πηδάει συνεχώς και ξεχνάει να κατουρήσει λιγάκι... αυτός που το παίζει σπουδαίος και τρανός, αλλά περιμένει από την κοπέλα του να πληρώσει τα μπινελίκια στον κινηματογράφο, γιατί «μωρό μου να μην τρέχω τώρα να βγάλω 10 από την τράπεζα ή να πληρώσω με κάρτα δεν αξίζει».... αυτός που χρωστάει εισόδημα 2 χρόνων στις πιστωτικές αλλά συνεχίζει απτόητος να επιδεικνύεται, εκτός και αν βρει καμιά χαζή και του ξεπληρώσει το χρέος σε αντάλλαγμα στεφάνι... αυτός που είναι και καλά ανεξάρτητος και αυτάρκης σε όλα, εκτός και αν πρόκειται για την μαμά του και που αφήνει την μαμά του ή τον κολλητό του να αποφασίζει για πάρτη του... αυτός που απαιτεί τον σεβασμό όταν ο ίδιος δεν τον έχει δείξει ποτέ σε κανέναν... αυτός που οποιεσδήποτε ευθύνες ή άσχημες καταστάσεις, τις ρίχνει στον δίπλα γιατί δεν έχει τα κότσια να τις αναλάβει ο ίδιος...
Δεν είναι απλά γαμάϊντερμαν, είναι lost case...

- Ο γαμάω και δέρνω ας πούμε Ελληνάρας που τα ξέρει όλα και νευριάζει εύκολα κλπ, μπορεί να ειναι πολύ ερωτικός γιατί δυστυχώς έχει αυτό το έστω ψεύτικο αντριλίκι που καμιά φορά είναι αφροδισιακό, ενώ αντίθετα, ενας καλός και ευγενικός νέος με κατανόηση για τα πράγματα με διάθεση στοργής και προδέρμ μπορεί στη φάση του άλματος να βγάλει μια τόσο θηλυκή και ευαίσθητη πλευρά που θα προτιμήσεις να δεις σε επανάληψη το «ρετιρέ» με τη Κατερίνα Γιουλακη παρά το ευαίσθητο άλμα.

- Γαμάϊντερμαν (ή θεογκόμενα από το άλλο τόπικ...) είναι συνήθως αυτός/η που μας «την έσπασε»...

- Ο γαμαιντερμαν ειναι γαμαιντερμαν σε ολες τις εκφανσεις της ζωης του. Οχι μονο ως συντροφος, αλλα και ως συναδελφος, ως συνεπιβατης, ως συνοικος, συνδαιτημων, συμφορουμιστας, συμπολιτης.

  1. Θα χει και γκομενακια γι αυτο θα ρθω γυμνος η ντυμενος γαμαιντερμαν!!! Θα χω και μπερτα με ενα τεραστιο Γ. (Εδώ).

  2. 1.39% ψηφισαν ξεπετα μιας βραδιας (Καλως τονα τον γαμαιντερμαν...) (Εδώ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ελληνική εκδοχή του αγγλοσαξονικού motherfucker.

Σε αντίθεση προς το motherfucker που έχει και θετική πλευρά («you sexy motherfucker», «you be mah main mofo», κ.ταλ.), ο γαμομανάς είναι πάντα αρχίδης, μαλάκας και κατακριτέος.

Λογοπλάστηκε και χώνεται από εγχώρια χιπχοπάκιακαι λοουμπαπστέρια (βλ. παρ. 1,2) και όχι μόνο. Συνεκδοχικά, «πέφτουν γαμομανάδες» είναι η χιπχοπική απόδοση του «πέφτουν μπινελίκια».

Ασίστ μέσω δουπού: aris26.

1.
♪♫ Για τον σταυρό με τα στράς
Το style που μόνο αγαπάς
κι ότι σκατά οδηγάς
και αν είσαι γαμομανάς
Παίρνεις τα αρχίδια μας ♪♫

2.
♪♫ Μίλα για τα στρατόπεδα μεταναστών στα σύνορα,
τα κουμπωμένα πιτσιρίκια που σβήνουνε ανήμπορα, τα γειτονάκια σου που γίνανε καραβανάδες,
για τους φασίστες τους γαμομανάδες ♪♫
(Active Member, Μίλα να χαρείς)

3.
Οι χριστοπαναγίες και οι γαμομανάδες πέφτουν βροχή. Όμως στο τέλος όλοι μαζί φεύγουν χωρίς κακία ο ένας προς τον άλλον καθώς στην προκειμένη στιγμή έχουν δώσει το δικαίωμα να εκφραστεί ο καθένας με αυτόν τον τρόπο.

4.
Κωλόπαιδα σαδομαζοχιστές γαμομανάδες επιφυλάσσομαι.

Στο 2.15. Χώνω να γουστάρουμε (από Khan, 21/01/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Νεόκοπο σλανγκομιμήδι του (προ)εφηβικού πιπιναριού νέας κοπής, εκ της σύντμησης του αγγλικάνικου «you only live once» (YOLO). Carpe diem, όπως έλεγαν και οι αρχαίοι ημών λατίνοι, αλλά όχι με την καλή έννοια.

Το γιόλο μεταδίδεται (ταγκαρισμένο ή αμένσιοτο) από καβλαντιζόμενα σβαγκουροπρεπή μειράκια τ. μπιλήμπερ, ντιρέκτιονερ, στάνερ (και δεν συμμαζεύεται), μέσω τοιουίτερ, φατσομπουκιού, ασκεφέμ, ιμάτζιν, κ.ταλ.

Πέον να σημειωθεί ότι τα γιόλο είναι επικίνδυνα για τους νέους μας καθώς συχνά συνεπάγονται ριψοκίνδυνα καφριλίκια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το ραπερόνι Ervin McKinness που τιττύβισε το εξής κύκνειο τσίου πριν αφήσει το τελευταίο του yo! στην άσφαλτο: «Drunk af going 120 drifting corners #FuckIt YOLO.»

1
Και επειδή όλοι γνωρίζουμε ότι ο κόσμος θα καταστραφεί σε λίγες μέρες... γιόλο.

2.
- Γιόλο. - Ποιος ήρθε;
- Γιόλο λέω. - Τι είναι γιόλο; Ξέρω τη Γιόλου το χωριό στα ακάμωτα της Πάφου, ξέρω τη Γιόλα της θεία μας που έχουμε να δούμε από πριν γεννηθείς, κεσκεσέ Γιόλο, παιδί μου;

3.
Αναβάζει η άλλη σέλφι στο αμάξι και γραφει γιόλο και στο επόμενο φανάρι τρακάρει και πεθαίνει.

4.
Γιόλο, γιόλο, κι όλο γιόλο, Ο άντρας μου θα φάει ανφόλο

5.
Τώρα δε λέει ο κόσμος ''πάμε γι'άλλα'' αλλά ''πάμε γιόλο''.

6. «Χέιτερς γκοννα χέιτ. Γιόλο. Σουάγκ. Μπιτς πληζ .» Τσεκουριά στο γόνατο, μπετόβεργα στο σβέρκο. Όχι κατ'ανάγκη με αυτή τη σειρά.

7.
Σιγά ρε γιόλο, που για να κάνεις μπάντζι τζάμπινγκ είχες καταπιεί εφτά ηρεμιστικά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Ο φαντάρος που ναι μεν εισήχθη στην γιωτομπαλέ κατηγορία (Ι3-Ι4), αλλά νιώθοντας ότι έτσι αποτελεί στόχο χλεύης και περιφρόνησης από τους υπόλοιπους, προσπαθεί μανιωδώς να αποτινάξει το στίγμα του γιωτά από πάνω του, επιδιώκοντας συμμετοχή και δείχνοντας ζήλο σε όλες τις δραστηριότητες (ασκήσεις, πορείες κ.τλ.). Διακαής του πόθος να αλλάξει η Σωματική Ικανότητα (κατά την διάρκεια της θητείας εννοείται).

- Ο Αντωνίου γιατί έρχεται στην πορεία ρε μαλάκα; Νομίζω του έβγαλε ο γιατρός χαρτί πως δεν κάνει να συμμετέχει σ'αυτά.
- Δεν το δείχνει ποτέ ρε φίλε. Ο τύπος είναι φουλ γιωτοκομάντο. Παλεύει να αλλάξει το Ι του εδώ και πόσο καιρό, αλλά χλωμό το κόβω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Προσφώνηση-αμερικλανιά. Εισήχθη στα χωρικά μας ύδατα τρεντικώ τώ τρόπω (σε συνδυασμό με τα διάφορα χελόου, θένκζ, ομιτζί και πάει λέγοντας) αλλά τείνει να παρεισφρήσει στην καθομιλουμένη.

Ελληνιστί: Παιδιά, φιλαράκια, μάγκες.Τζυμπριακά: Πεθκιά.

- Τσαγιάζω;! Πω πω...έχω μείνει πίσω στις σλανγκιές.
- Γκάιζ είναι ευρέως γνωστό, μου κάνει εντύπωση πως δεν είχε παίξει ως τώρα..
(διάλογος σλάνγκων)

- Έψαξα όλο το αρχείο, αλλά δεν βρήκα τον φάκελο που μου ζητήσατε. Σόρυ γκάιζ, σφάλμα 404.
(παράδειγμα λήμματος)

- θενκς γκαϊζ (υπόκλιση)
(σχόλιο σλανγκέσσας)

Γκάι(φυλια)ζ (από perkins, 11/03/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέγονται και τα γκαλοψής, γκαλοπτζής, γκαλοπτσού, γκαλοψού και γκαλοπτζού.

Ο/η δημοσκόπος. Έχω ακούσει και το «δημοσκοπεύτρια», αλλά δεν θέλω να το ξανακούσω.

Αυτός που διενεργεί τα διάφορα γκάλοπ. Το μόνο προσόν που φαίνεται να διαθέτει είναι ένα αλάνθαστο ένστικτο να μυρίζεται πότε κοιμάσαι, ντουζιάζεσαι, τρως, γαμάς και τότε να τηλεφωνεί, οπότε και εισπράττει τα ανάλογα γαμοσταυρίδια.

Από μήνυμα σε πόρτα πολυκατοικίας πριν πολλά χρόνια, τότε που φοιτητές έκαναν από πόρτα σε πόρτα την άχαρη δουλειά που έκρυβε και πιπεράτες εκπλήξεις (όχι πάντα ευχάριστες): ΔΕΝ ΔΕΧΟΜΑΣΤΕ ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΑ, ΕΡΑΝΟΥΣ & ΓΚΑΛΟΠΤΣΗΔΕΣ

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Βλαξ ο κοινός.

Κοίτα πώς πάει ο Καραχαζούλης... δεξί χέρι - δεξί πόδι... Μα πόσο γκάου-μπίου μπορεί να είναι;

Τhe Seeker (The Who) (από allivegp, 23/07/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Άτομο που έχει πάθος με κάθε είδους νέα τεχνολογία και συσκευή. Από το αγγλικό gadget.

- Πήγε ο σκατοπισωγλέντης και αγόρασε ψηφιακό δονητή!
- Από μικρός ήταν γκατζετάς, το άτιμο!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Για λόγους slangical correctness είναι νομίζω πάρα πολύ σημαντικό να βρεθεί και στα ελληνικά ένας όρος για τους ομοφυλόφιλους, ο οποίος να έχει μόνο θετικές και καμία αρνητική συνδήλωση, όπως ακριβώς το αγγλικό gay = χαρούμενος. Όπως είπε κι ο πούσταρχος Harvey Milk στην ομώνυμη ταινία: «We like to think ourselves as gay, not queer». Είναι επιτακτική, δηλαδή, η ανάγκη ενός όρου με καθαρά θετικές συνδηλώσεις.

Ο πιο κοντινοί όροι στην χαρά του γκέι είναι τα πισωγλέντης και πισωγλεντζές, που δηλώνουν μεν την χαρά του γκέι, αλλά παραμένουν χλευαστικοί. Επίσης, θετικές συνδηλώσεις έχει το γκέης, κατά το «μπέης», το οποίο όμως παραμένει ελλιπώς ελληνικό. Προτείνω, λοιπόν, τον όρο «γλεντζές», που αφενός είναι κοντά στο αγγλικό gay= χαρούμενος, και αφεδύο, είναι κοντά στο σλανγκικό πισωγλεντζές και πισωγλέντης, αλλά χωρίς να είναι χλευαστικό.

Ο μεγαλύτερος γλεντζές του σάιτ είναι ο Πέρι. Και μην τις ακούτε αυτές τις δηθενιές ότι και καλούα κάνει περιποίηση προσώπου στην Λάουρα, αυτά είναι για να ριχτεί στάχτη στα μάτια.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία