Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Για το πώς να φτιάξετε δόκιμο αφρόγαλα δείτε εδώ.

Το σλανγκικό αφρόγαλα είναι το ανδρικό σπέρμα. Ο όρος χρησιμοποιείται στην αργκό των μπουρδελιάρηδων σε σχέση με την πρακτική του φραπέ για να δηλώσει ότι όχι απλά μπορεί να λάβει χώρα το φραπέ από τη φραπεδιάρα κορασίδα, αλλά και ότι αυτό θα γίνει λυσιτελώς (κατά την έκφραση του Ανδρέου Εμπειρίκου), ήτοι με ευτυχή κατάληξη και δεν θα μείνει στη μέση η χειράντληση επειδή και καλά τέλειωσε το τραγούδι που παίζει από τα μεγάφωνα του φραπενέ βάσει του οποίου η κορασίς μετράει τη διάρκεια του χουρού και του πουτού. Αλλά και γενικότερα μπορεί να δηλώσει παιγνιωδώς το ανδρικό σπέρμα, λ.χ. σε περιγραφές χυσομαπιδίων.

Περιέχεται εξάλλου στη σειρά από ερωτικά γάλατα, κρέμες και εν γένει γλεύκη που πραγματεύεται ο σλανγιώτατος ποιητής Ανδρέας Εμπειρίκος κυρίως για να δηλώσει ποιητική αηδία τις σκηνές των εκσπερματίσεων στα έργα του. Ο Εμπειρίκος χρησιμοποιεί επίσης και τον όρο καϊμάκι, ενώ με τον όρο αφρόγαλα δηλώνει και το μουνόγαλα.

  1. Πρώτο ημίχρονο με βαθιά και πολυ υγρη πίπα, καραμέλωμα των @@ και της αρχιδοπαλαίστρας, κατάθεση στο στομα και μου εζητηθει πολυ ευγενικα απο την κοπέλα να παει στο μπανιο για να καθαρισει το μουστακι που δημιουργηθηκε στα χειλη της απο το αφρογαλα. (Από κριτικό μπορντέλου σε γνωστό μπουρδελοσάιτ).

  2. Δυστυχώς μόνο οι γαζέλες καταδέχονται να σερβίρουν αφρόγαλο στο φραπέ, όπως διαπιστώσαμε με τους υπόλοιπους συναδέλφους. (Στο ίδιο μπουρδελοσάιτ, κριτικός φραπενείου επισείει την προσοχή στο ότι δεν έχουν όλοι οι φραπέδες ευτυχή κατάληξη στο εν λόγω ευαγές ίδρυμα).

  3. Τότε κάτι τὸ συνταρακτικὸν καὶ τελείως ἀδόκητον συνέβη- τὸ πρόσωπον τοῦ Ἴαν Τσέρεκ περιελούσθη αιφνιδίως ἀπὸ ἄφθονον ψωλόχυμα! Τὸ ἐλευθερωθὲν πρὸς στιγμὴν ἀπὸ τὸν κλοιὸν τοῦ στόματος τοῦ Βοημοῦ πέος τοῦ παιδός, ποὺ σκιρτοῦσε πάλιν, σφύζον τρομακτικὰ ἀπὸ τὴν καύλαν, μόλις εἰσέδυσε ὁ δάκτυλος του βιολιστοῦ εἰς τὴν ὀπισθίαν σήραγγα τοῦ νεανίου, ἐρεθισμένον σφόδρα, ὅπως ἦτο ἀπὸ τὴν στοματικὴν θωπείαν, ἤρχιζε νὰ ἐκσπερματίζηι καὶ τὸ ἐκτοξευόμενον γοργὰ ἐρωτικὸν ἀφρόγαλα πίπτον ἐπὶ τοῦ προσώπου τοῦ παιδεραστοῦ τοῦ ἑτοιμαζομένου νὰ πάρηι τὴν πτύουσαν τὴν κρέμαν της νεαρὰν ψωλήν του εἰς τὸ στόμα του, ἐκάλυψεν τὸ πρόσωπόν του μὲ τὴν γλοιώδη καὶ λευκὴν πυκνότητά του. (Μέγας Ἀνατολικός, Τόμος 5, σ. 147. Μία από τις συγκριτικά λίγες ομοφυλοφιλικές σκηνές του έργου).

  4. ...αφού τό αφρόγαλα αυτό τό έχυνε ουχί µία νεάνις 17 ή 18 ετών... (δες).

  5. (Ἐδῶ πρέπει νὰ σημειωθῆι, ἐντὸς παρενθέσεως, ὅτι τοῦτο συνέβαινε, παρ' ὅλον ὅτι ἤρεζε πολὺ εἰς τὴν Φλώσσυ καὶ τὴν ἐμέθυσκε ἡ ἰσχυρὰ ὀσμὴ τοῦ σπέρματος, ποὺ ἐξηκοντίζετο τόσον συχνά, κατόπιν μαλακίας, εἰς τὸ πρόσωπόν της• παρ' ὅλον ὅτι εἶχε γευθεῖ καὶ καταπιεῖ μὲ ἔξαρσιν μεγάλην, ὅσας ποσότητας τοῦ ψωλοχύματος εἰσήρχοντο εἰς τὸ ἀνοικτὸν συνήθως πρὸς τὸν σκοπὸν αὐτὸν διψαλέον στόμα της, καθὼς καὶ ὅσην ψωλόκρεμαν ἔπιπτε ἐπὶ τῶν χειλέων της, κατὰ τὰς στιγμὰς τῶν εκσπερματίσεων• παρ' ὅλον ὅτι μὲ μίαν λέξιν, ἤθελε νὰ πιπιλίσηι, νὰ βυζάξηι, καὶ νὰ φάγηι, ὄχι μόνον τὸ μέρος αὐτό, ἀλλὰ ὁλοκλήρους τὰς δόσεις τοῦ πολυτίμου ὅσο καὶ ἡδονικοῦ σπερματικοῦ καϊμακίου, ὥστε νὰ ἀπολαύσηι ὄχι μόνον τὸ «τρομπάρισμα», τὴν πρᾶξιν τῆς ἀντλήσεως καὶ τὸ συνταρακτικὸν θέαμα ἑκάστης εκσπερματίσεως, ἀλλὰ καὶ τὴν ἰδιάζουσαν ὀσμὴν καὶ τὴν πυκνοτάτην γεῦσιν τοῦ προσφερομένου εκάστοτε ψωλοχύματος. [...]) (Μέγας Ανατολικός, Τόμος 1, σ. 268-269).

(από Khan, 27/02/15)(από Khan, 27/02/15)Και σε γουτσιστική εκδοχή. (από Khan, 27/02/15)Πουτό- χουρό με Λίλιαν. (από Khan, 27/02/15)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το κρεσενταριστό φραπέ που χτυπάς μόνος σου, ή που σου σερβίρει κάποια πρόθυμη φραπεδιάρα ψυχή. Κρητικός ιδιωματισμός που έχει παρεισφρήσει για τα καλά και στην μπουρδελοσλάνγκ.

Πέραν του φραπουτσίνο, τα αλάνια επίσης αποκαλούν καταχτύπι...

1.
Το καταχτύπι παίζει πολύ στην Κρήτη, μην πω ότι είναι κρητικό και ακουστώ τοπικιστικιστικιστής (xalikoutis)

2.
- xalikoutis: την κα αρνού κι εγώ πολύ νάρα τη φαντάζομαι, φανταστείτε τριαντάρα γαλλίδα κρύσταλλο σεξουαλικά σχετικά αχρησιμοποίητη σε σημείο επιπολής στατικού ηλεκτρισμού και ηφαιστιακών υποσχέσεων... για πολύ καταχτύπι αν μου επιτρέπετε...
- Hank: ...κι εγώ είχα τραβήξει πολλές μαλακίες για πάρτη της, όταν ήμουν μικρός...

3.
Η μαλακία είναι θείο δώρο, ευγενές sport, δημιουργική απασχόληση, πράξη βαθιάς αυτογνωσίας και αυτοεκτίμησης, ενέργεια με πολυσήμαντο πολιτικό συμβολισμό. Συνίσταται να λαμβάνει χώρα μπροστά σε ολόσωμο καθπέπτη ώστε να μεγιστοποιούνται τα ωφέλη που προκύπτουν από το καταχτύπι (strongly recommented).

4.
Δακτυλάκι και εκεί, χωρίς το παραμικρό όχι ή μη, και καταχτύπι για άλλα 5-7 λεπτά. Μια και δεν με έβλεπα να τελειώνω έτσι, της ζήτησα να γυρίσουμε σε 69, όπου και ολοκλήρωσα μετά από έντονο γλύψιμο.

5.
Slayer - Silent Scream - Τελειωτικό καταχτύπι...Αν προλάβεις τον ντράμερ...

6.
Δεν είμαι ικανοποιημένος όμως. Το σασμάν θυμίζει Yamaha (πολύ καταχτύπι και τα σχετικά), ούτε το δούλεμα του κινητήρα μου αρέσει ειδικά στις μεσαίες στροφές και σαν να μου μυρίζει και καΐλα...:alien

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πρόκειται για τη διάθεση, την οποία ενδέχεται να έχει κανείς για το εποικοδομητικό πέρασμα χρόνου με το ανδρικό μόριο, καθώς επίσης και την προδιάθεση ενός σώματος για πέοντα.

Συχνά, μάλιστα, υπάρχει εσφαλμένη σύγχυση με τη λέξη προδιάθεση, λόγω της εύρεσης των γραμμάτων «ρ» και «ε» σε κοντινό, μεταξύ τους, σημείο στο πληκτρολόγιο.

-Έχω πεοδιάθεση κατάθλιψης.

-Η συμπεριφορά σου με πεοδιαθέτει για κάτι ευχάριστο!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σύνθετη λέξη από το τυρί και την ουρήθρα. Περιγράφει τα άσπρα στίγματα που παρουσιάζονται στο πέος, συνήθως σε περιπτώσεις φίμωσης ή/και βρόμας.

Σαν τυρόπιτα η πούτσα του. Τίγκα στη τουρήθρα.

(από liakos356, 19/02/15)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει ερωτικό παιχνίδι (sex toy) που αποτελείται από αλυσίδα ή σχοινί με μπίλιες/χάντρες που εισέρχεται στον πρωκτό.

- Μάκη μου, τι δώρο θες για τη γιορτούλα σου;
- Αχ, το έχω απωθημένο να παίξω μ' ένα κωλομπεγλέρι σπέσιαλ!
- Ό,τι θέλει το παιδί.

- Και που λες, μπαίνω στο γραφείο του διοικητή και τον βρίσκω ξαπλωμένο ανάσκελα με τη μαλαπέρδα πάνω στη κοιλιά...μου λέει « έλα πιτσιρίκο να πούμε δυο κουβέντες σταράτες»..
- Ε τον βρωμιάρη...και τώρα τι θα κάνεις;
- Το μόνο που μένει να κάνω είναι να τον κεράσω ένα κωλομπεγλέρι δυόμισι μέτρα...

(από Afentikos, 14/02/15)(από Afentikos, 14/02/15)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σύνθετη λέξη από τις λέξεις καριόλης και πούστης. Υποείδος της συνομοταξίας των στη-πού. Ο καριολόπουστας συνδυάζει τις ποταπές ιδιότητες:

1) Ενός στη-πού κατά κύριο λόγο μεταφορικά (μπαμπέσης, καθίκι, ύπουλος κτλ) και σε σπανιότερες περιπτώσεις κυριολεκτικά (πισωγλέντης, αδερφή νοσοκόμα κτλ.).

2) Ενός καριόλη (ξανά μπαμπέση, ανήθικου τύπου κτλ).

Συνηθίζεται να αποκαλούν κάποιον καριολόπουστα όταν είναι ιδιαίτερα μισητός και τις περισσότερες φορές θα το ακούσει κάποιος να ακούγεται όταν ψιλοανεβαίνουν οι τόνοι σε μια συζήτηση για πολιτικά, αθλητικά κ.α. Είναι μια καθαρά καφενοβιακής κοπής λέξη. Το ατού της είναι ότι είναι πιο «χορταστική», πιο «γεμάτη», πιο ικανοποιητική (για τον πομπό) όταν ειπωθεί από ένα καριόλη ή ένα στη-πού σκέτο ακριβώς γιατί εξαπολύει περισσότερη αρνητική ενέργεια στην γύρω ατμόσφαιρα αλλά και μεγαλύτερο πλήγμα στον δέκτη (αν είναι κάποιος εκ των παρευρισκομένων και όχι κάποιο πρόσωπο στην τηλεόραση ή που δεν είναι παρών φυσικά).

Υποκοριστικό του καριολόπουστα είναι το «καριολοπούστρικο» (σπανιότατη λέξη για νεαρό ή ενοχλητικό μούλικο). Η αντίστοιχη εκδοχή του καριολόπουστα όταν πρόκειται για κάποιο θήλυ είναι το «καριολόμουνο», το «καριολομούνικο» (υποκοριστικό για πολύ νεαρό θήλυ), το «καριολοπούτανο» κ.ά.

  1. -Ρε συ τα ίδια και τα ίδια γαμημένα γερόντια παίζουν στην Εθνική Ελλάδος. Τα ίδια και τα ίδια με αυτόν τον καριολόπουστα τον ... .(κάποτε λέμε τώρα).

  2. -Πω ρε φίλε χθες βράδυ ήρθαν επίσκεψη μια συνάδελφος της δικιάς μου και έφερε κι ένα καριολοπούστρικο μούλικο μαζί της. Δεν έκατσε λεπτό. Μας έπρηξε όλο το βράδυ τ' αρχίδια πάνω κάτω.

  3. -Τι κοιτάς ρε φίλε; Χάζεψες με τις γκόμενες.
    - Κοιτάω πόσο μα πόσο καριολοπούτανα είναι. Κοντή φούστα το καταχείμωνο ρε αν είναι δυναμόν που λέει κι ο Γεωργίου.

(από Mpiliardakias, 05/02/15)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

«Κουβάδες»: δείχνει τεράστια ικανοποίηση η και απόλαυση και αποτελεί τμήμα της έκφρασης «χύνω κουβάδες». Επίσης δεν αναφέρεται μόνο σε σεξουαλικά αντικείμενα αλλά και σε οτιδήποτε μπορεί να προσφέρει απόλαυση η ευχαρίστηση. Επίσης χρησιμοποιείται ως παραίνεση.

1) Συζήτηση μεταξύ φίλων. Ερώτηση: είναι καλό το τελευταίο π.χ. (ταινία, δίσκος, παιχνίδι, βιβλίο);
Απάντηση: Καλά μιλάμε, κουβάδες!

2) Πήγαινε να φας στο τάδε εστιατόριο, το φαγητό είναι κουβάδες.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η φελλάτρια, η τσιμπουκλού, η πιπού, η ψωλογλειφίς / ψωλογλειφίτσα, εις την ιδιόλεκτον του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.

...Τι γλύκα!... Τι γλύκα!... Φλώσσυ μου είναι Πα... Παράδεισος αυτό που κάνεις!... είσαι, λοιπόν, και πούτα... πουτίτσα... Άγγελος μαζύ και πούτα!... Αγγελοπούτα!... Στοματομούνα!..... Ψωλογλείφα!.... Ώωωωωχ!.... Ώωωωωχ!.... Μουμούναμου!.... Άααααχ!... Ωωωωωχ!...
(Ἀνδρέας Ἐμπειρῖκος «Ὁ Μέγας Ἀνατολικός», Κεφ. 13, σελ. 25)

Φωτό του Εμπειρίκου (από σφυρίζων, 21/01/15)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η τσούλα, η ψωλαρπάχτρα.

Είναι λέξη που έχω να την ακούσω τουλάχιστον 20 χρόνια. Δεν είναι πουθενά καταχωρημένη και πιστεύω ότι είναι κρίμα να χαθεί.

Τελευταία φορά την άκουσα από μια γιαγιά που έμαθε ότι ο γυιός της είχε δεσμό με μια παντρεμένη. Οταν ρώτησα λοιπόν τη γιαγιά γιατί δεν της μιλάει μου είπε.
- Μακριά από δω η ψωλαηδόνα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λογοπαίγνιο του αγγλικού payroll, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί δια την αναφορά σε εφήμερο σεξουαλικό παρτενέρ (fuckbuddy), με την/τον οποία/ον συνευρίσκεται σε τακτά διαστήματα ο αναφερόμενος. Η πράξη γίνεται ίσως και από υποχρέωση, για να μην χαθεί η/ο παρτενέρ από την διαθεσιμότητα.

Άσε, μου έστειλε η Άντα να πάω σπίτι της απόψε και βαριέμαι απίστευτα. Έλα όμως που την έχω στο πέηroll και πρέπει να την πηδάω μια φορά τη βδομάδα, μη λακίσει και βρει άλλον...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία